Αριθμός 254/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαΐου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία “ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ” (Τ.Π.κ.Δ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαρία Γεωργιάδη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Σ. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελπίδα – Μαρία Μπουρανάκου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-4-2014 αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5367/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 8984/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 12-7-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 12-7-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 57774/118/19-7-2021) αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 8984/2019 τελεσίδικης απόφασης του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ (με την οποία δικάζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 3869/2010, οι υποθέσεις για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3, 741 και 769 Κ.Πολ.Δ.). Είναι επομένως παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 (“Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων …”), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του [και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση, εφόσον η ένδικη από 24-4-2014 αίτηση του αιτούντος και ήδη αναιρεσίβλητου, περί υπαγωγής του στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, υποβλήθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών στις 6-5-2014, ήτοι πριν από την αντικατάστασή του με τον ως άνω νόμο 4336/2015], ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία θεσμοθετεί υπό προϋποθέσεις, τη δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν έχει επαρκή ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματά του για την εξυπηρέτησή τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλέτη και τη στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του, προκύπτουν τα ακόλουθα: Βασική προϋπόθεση για να δικαιούται ο οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου Ν. 3869/2010, για τη ρύθμιση των οφειλών του, είναι ότι πρέπει να βρίσκεται σε γενική και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) αδυναμία πληρωμών, την οποία πρέπει να περιγράψει στην αίτησή του και, ακολούθως, να αποδείξει και η οποία, πάντως, δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου) η ύπαρξη προτείνεται και αποδεικνύεται από πιστωτή (ΑΠ 1442/2021, ΑΠ 552/2020, ΑΠ 52/2019). Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη, όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 540/2022, ΑΠ 883/2020, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018). Επισημαίνεται ότι η εν λόγω αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση – εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του (ΑΠ 606/2023, ΑΠ 540/2022, ΑΠ 883/2020, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 1208/2017). Εξάλλου, η μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι και τη συζήτηση στο ακροατήριο, μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, όπως απόλυση από την εργασία, μείωση μισθού ή σύνταξης, σοβαρό πρόβλημα υγείας κ.λ.π. Η αδυναμία πληρωμής, κατά κανόνα, είναι πραγματικό ζήτημα, το οποίο δύναται να κριθεί από τη συνολική κατάσταση του οφειλέτη, από τη συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον (ΑΠ 540/2022, ΑΠ 883/2020, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 551/2018).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 παρ. 6 του ν. 3867/2010, με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, μπορούν, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, να καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επιμέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων, οποιουδήποτε είδους, δανειακών συμβάσεων που έχει χορηγήσει προς φυσικά πρόσωπα το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα στο δανειολήπτη να ζητήσει – επιτύχει, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ευνοϊκότερους όρους εξυπηρέτησης των δανειακών του συμβάσεων. Ωστόσο, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει εξαίρεση των δανείων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων από τη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και, συνεπώς, στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 υπάγονται και οφειλές από στεγαστικά δάνεια, τα οποία το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, χορήγησε σε υπαλλήλους, που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας και τα οποία οι δανειολήπτες εξοφλούν με επιτρεπόμενη, κατά νόμο, (προ)εκχώρηση του οριζόμενου ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους (ΑΠ 544/2022, ΑΠ 1203/2021, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 897/2020, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 1031/2015). Συνακόλουθα, η εξόφληση των πιστωτών, όπως συμβαίνει στην ανωτέρω περίπτωση οφειλών από στεγαστικά δάνεια, που το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χορήγησε σε υπαλλήλους, δεν αναιρεί την αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη, όταν η εξόφληση αυτή γίνεται σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Και τούτο γιατί η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επιβάλλει να χαρακτηρισθεί ως αδυναμία πληρωμών η περίπτωση του οφειλέτη, που ικανοποιεί το σύνολο των οφειλών του, αν διαθέτει για το σκοπό αυτό ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του, αλλά χωρίς να εξασφαλίζει το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης για τον ίδιο και την οικογένειά του. Και το πρόσωπο αυτό βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, ενώ η μοναδική οφειλή του προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από το στεγαστικό δάνειο, μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της ληξιπρόθεσμης οφειλής του άρθρου 1 ν.3869/2010. Διαφορετική αντιμετώπιση θα προέτασσε την ικανοποίηση των πιστωτών σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του οφειλέτη, ακόμη και της επιβίωσής του, κατάσταση που δεν γίνεται αποδεκτή από το γράμμα και το σκοπό του Ν. 3869/2010 ( ΑΠ 1422/2022, ΑΠ 1065/2022, ΑΠ 978/2022, ΑΠ 939/2021, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 1379/2019). Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της οφειλής προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, από παροχή στεγαστικού δανείου, με την παράλληλη, από το νόμο, υποχρέωση του δανειολήπτη να συνάψει με το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σύμβαση εκχώρησης, ανακύπτει ανάγκη ο δανειολήπτης, έστω και αν το δάνειό του φέρεται να εξυπηρετείται κανονικά, λόγω της εκχώρησης του μισθού του ή της σύνταξής του, να επιδιώξει και επιτύχει ένταξη και υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, αν έχει υποστεί σημαντική μείωση του μισθού ή της σύνταξής του, καθόσον η εκχώρηση που έγινε στο παρελθόν παραμένει, αναλογικά, σε υψηλό ποσό, αφού αυτή υπολογίστηκε στο αρχικό αυξημένο ποσό του μισθού ή της σύνταξης του δανειολήπτη – οφειλέτη (ΑΠ 544/2022, ΑΠ 458/2022, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 883/2020, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 1031/2015). Αρκεί μόνο να αποδειχθεί κατά τη συζήτηση ότι ο οφειλέτης του δανείου βρισκόταν κατά την κατάθεση της αίτησής του σε μόνιμη αδυναμία να καταβάλει τις συμφωνημένες δόσεις του δανείου του, με την έννοια ότι το εισόδημα που του απέμενε μετά τη συμφωνηθείσα παρακράτηση της δόσης του από το μισθό ή τη σύνταξή του, δεν ήταν αρκετό για την κάλυψη των βιοτικών ή οικογενειακών αναγκών του και ότι η κατάσταση αυτή διατηρείται μέχρι και τη συζήτηση στο ακροατήριο της αίτησης (ΑΠ 452/2022).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμός 6 του Κ.Πολ.Δ., όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ άλλων και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού) και εφαρμόζεται, στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αίτησης αναίρεσης (19.7.2021), η οποία (διάταξη) είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου, που δεν προβλεπόταν μεταξύ των περιοριστικά αναφερόμενων, στο πιο πάνω άρθρο, λόγων, όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το ν. 4335/2015 και αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά. Δεν υπάρχει όμως, έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 449/2022, ΑΠ 1351/2021, ΑΠ 805/2021, ΑΠ 508/2020, ΑΠ 151/2014, ΑΠ 1942/2013, ΑΠ 2075/2007). Η παραπάνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (AΠ 1943/2022, ΑΠ 785/2022, ΑΠ 545/2021, ΑΠ 701/2020). Συνακόλουθα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 681/2020, ΑΠ 508/2020, ΑΠ 632/2019, ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015). Με τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο (άρθρο 560 αριθμός 6 ΚΠολΔ) δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 778/2022, ΑΠ 834/2021, ΑΠ 805/2019, ΑΠ 1384/2018, ΑΠ 198/2015). Εξάλλου, κατά το άρθρο 560 αριθμός 5 Κ.Πολ.Δ., όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ` όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, αίτησης, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (Ολ. ΑΠ 14/2004, ΑΠ 883/2021, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008). Επίσης, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αλλά ούτε και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα που διατυπώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 358/2017). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε ρητά για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 25/2003, ΑΠ 883/2021, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 172/2020, ΑΠ 250/2014), ή όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολ. ΑΠ 11/1996, ΑΠ 883/2021, ΑΠ 409/2021, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 7/2020, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421 – 425/2009), ή στην περίπτωση που το δικαστήριο τον απέρριψε ακόμη και σιωπηρώς, όταν είναι φανερό ότι όντως τον απέρριψε (ΑΠ 409/2021, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 7/2020, ΑΠ 74/2019, ΑΠ 656/2016). Εξάλλου, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λόγω της εφαρμογής του ανακριτικού συστήματος, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, το οποίο καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις και ισχύει και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 425/2022, ΑΠ 769/2015, ΑΠ 236/2015), δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 εδάφιο α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για την, παρά το νόμο, λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν (ΑΠ 154/2018, ΑΠ 636/2017, ΑΠ 528/2017) και, συνακόλουθα, ούτε από τον αριθμό 5 εδάφιο α’ του (νέου) άρθρου 560 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 883/2021, ΑΠ 686/2021, ΑΠ 257/2020), ιδρύεται όμως ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 5 εδάφιο β’ του ίδιου άρθρου 560 του ΚΠολΔ, όταν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη “πράγματα”, με την προεκτεθείσα έννοια, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1466/2023, ΑΠ 606/2023).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 8984/2019 απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπησή της, δέχθηκε, ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, μετά από εκτίμηση των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, που αναφέρει, τα ακόλουθα : “Ο αιτών και ήδη εκκαλών (ήδη αναιρεσίβλητος) γεννήθηκε το έτος 1962. Είναι έγγαμος από δεύτερο γάμο με την I. K. και έχει ένα ενήλικο τέκνο από πρώτο γάμο (τον Ι. Σ.), καθώς και ένα ανήλικο τέκνο, που γεννήθηκε το έτος 2011 (τον Κ. Σ.), από τον δεύτερο γάμο του. Κατοικεί δε μαζί με τη σύζυγό του από τον δεύτερο γάμο I. K. και το ανήλικο τέκνο τους Κ. Σ. σε διαμέρισμα πρώτου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται στον … (οδός … Πολυκατοικία Γ διαμέρισμα 15), έχει επιφάνεια 56,02 τ.μ. και αντικειμενική αξία ύψους 33.612 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον εκκαλούντα πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ έτους 2018) και αποτελεί την κύρια κατοικία του. Απέκτησε δε το εν λόγω διαμέρισμα με στεγαστικό δάνειο, που του χορήγησε το καθ’ ου η αίτηση και ήδη εφεσίβλητο (ήδη αναιρεσείον).Περαιτέρω, ο αιτών είναι δημοτικός υπάλληλος (οδηγός αυτοκινήτων στον Δήμο …) με μηνιαίο καθαρό μισθό 1.026,22 ευρώ (τον Φεβρουάριο 2019). Τον Ιανουάριο 2008, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο του έτους πριν την κατάθεση της αίτησης, ο αιτών είχε συνάψει με το καθ’ ου η αίτηση σύμβαση ενυπόθηκου στεγαστικού δανείου ύψους 77.500 ευρώ, προκειμένου να αγοράσει την ως άνω κύρια κατοικία στην οποία μέχρι την ημέρα συζήτησης της έφεσης κατοικεί μαζί με τα λοιπά μέλη της οικογένειάς του και το οποίο αποτελεί το μοναδικό στοιχείο της ακίνητης περιουσίας του. Κατά την υπογραφή της σύμβασης ο αιτών προεκχώρησε στο καθ’ ου η αίτηση προς αποπληρωμή του δανείου ποσοστό μέχρι τα 6/10 από τον μισθό ή τη σύνταξή του, το οποίο σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2/19843/0094/7-3-2012 Υπουργική Απόφαση (Φ.Ε.Κ. 677/7-3-2012) μειώθηκε στα 3/10, ενώ το οφειλόμενο ποσό είχε διαμορφωθεί τον Δεκέμβριο 2018 στα 18.696,64 ευρώ, της συνολικής οφειλής του ανερχομένης στο συνολικό ποσό των (54.351,29 +18.696,64 =) 73.047,83 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από το εφεσίβλητο από 31-1-2019 κατάσταση οφειλών του). Επίσης, έχει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά του το με στοιχεία κυκλοφορίας ……-1627 Ι.X.E. αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ……” τύπου “…..” κυλινδρισμού 1.396 κ.εκ. έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004. Το ετήσιο εισόδημά του το οικονομικό έτος 2006 ανήλθε στο ποσό των 21.988,58 ευρώ, το οικονομικό έτος 2007 στο ποσό των 22.783,02 ευρώ, το οικονομικό έτος 2008 στο ποσό των 23.104,47 ευρώ, το οικονομικό έτος 2009 στο ποσό των 22.779 ευρώ, το οικονομικό έτος 2010 στο ποσό των 23.187 ευρώ, το οικονομικό έτος 2011 στο ποσό των 20.432, ενώ το οικονομικό έτος 2012 μειώθηκε στο ποσό των 16.691,72 ευρώ, το οικονομικό έτος 2013 ανήλθε στο ποσό των 13.077,76 ευρώ, το φορολογικό έτος 2014 στο ποσό των 13.235,18 ευρώ, το φορολογικό έτος 2015 στο ποσό των 14.816,44 ευρώ και το φορολογικό έτος 2016 στο ποσό των 14.908,66 ευρώ. Από το έτος 2011, που τέλεσε γάμο με τη νυν σύζυγό του, βαρύνεται και με τη δαπάνη ανατροφής του ανηλίκου τέκνου τους Κ. Σ., που γεννήθηκε το ίδιο έτος (2011). Οι δε μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του (διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας, λογαριασμών Δ.Ε.Κ.Ο. της ιδιόκτητης κατοικίας του) ανέρχονται στα 850 ευρώ περίπου. Η σύζυγός του I. K. δεν εργάζεται, αν και είναι ικανή προς εργασία και μπορεί να συνεισφέρει οικονομικά στο οικογενειακό εισόδημα. Από το έτος 2012 (με την ως άνω μεγάλη μείωση των εισοδημάτων του και με την επιπρόσθετη οικονομική του επιβάρυνση με την ανατροφή του νεογέννητου ανηλίκου του από τον δεύτερο γάμο του, αλλά και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε, βλ. τα προσκομιζόμενα ιατρικά πιστοποιητικά) ο αιτών έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής του χρέους του προς το καθ’ ου η αίτηση. Εφόσον δε το καθ’ ου η αίτηση δεν αποδέχεται το προτεινόμενο διά της αιτήσεως σχέδιο διευθέτησης της οφειλής του αιτούντος, συντρέχουν στο πρόσωπο του τελευταίου οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και, άρα, η ρύθμιση του χρέους του θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στο καθ’ ου η αίτηση πιστωτή του από τα εισοδήματά του, με παρακράτηση του ποσού από τον μισθό ή τη σύνταξη του, σύμφωνα με την υπογραφείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση (προ)εκχώρησης απαίτησης. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση στον πιστωτή ποσό, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών του αιτούντος, ανέρχεται στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως, το οποίο θα καταβάλλεται για χρονικό διάστημα 5 ετών (80 μηνιαίων δόσεων) (βλ. άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως ίσχυε την ημέρα κατάθεσης της αίτησης, 6-5-2014), αρχής γενομένης την 1η-9-2019. Η ρύθμιση αυτή θα συνδυασθεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 (όπως ίσχυε την ημέρα κατάθεσης της αίτησης, 6-5-2014) διάσωση της κύριας κατοικίας, καθόσον με τις καταβολές επί πενταετία της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση της απαίτησης του πιστωτή του αιτούντος και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, η αξία της οποίας (κύριας κατοικίας) δεν υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο της πρώτης κατοικίας.
Συνεπώς, πρέπει να ορισθούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος και συγκεκριμένα το οριζόμενο σε ποσοστό 71% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου ύψους 33.612 ευρώ. Επομένως, για τη διάσωση πρέπει να καταβάλει το ποσό των (33.612 Χ 71% =) 23.864,52 ευρώ. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει [με παρακράτηση του ποσού από τον μισθό ή τη σύνταξη του σύμφωνα με την υπογραφείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση (προ)εκχώρησης απαίτησης] εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ε.Κ.Τ. Θα ξεκινήσει την 1η-9-2024, ενώ ο χρόνος εξόφλησής του πρέπει να ορισθεί σε 20 έτη, όπερ σημαίνει ότι ο αιτών θα αρχίσει την 1η-9-2024 να καταβάλλει το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως επί 20 έτη, ώστε στο τέλος της εικοσαετίας να έχει καταβάλει (100 ευρώ Χ 240 δόσεις =) 24.000 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως και ουσία βάσιμη και να ρυθμισθεί το χρέος του αιτούντος, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 8984/2019 απόφασή του, δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση του αιτούντος – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την εκκαλουμένη πρωτόδικη υπ’ αριθμ. 5367/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, [το οποίο είχε απορρίψει την ένδικη από 24-4-2014 αίτηση του αιτούντος και ήδη αναιρεσίβλητου, για την υπαγωγή του στις ρυθμιστικές διατάξεις του ν. 3869/2010, ως μη νόμιμη, διότι δέχθηκε ότι η απαίτηση του καθ’ ου η αίτηση – αναιρεσείοντος δεν ήταν ληξιπρόθεσμη, επειδή οφειλόταν μόνο κεφάλαιο και όχι τόκοι και παρακρατείτο η μηνιαία δόση από το μισθό του αιτούντος, με βάση δε αυτά, έκρινε ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 περί της ύπαρξης έστω και ενός ληξιπρόθεσμου χρέους] και, αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την ένδικη αίτηση του αναιρεσίβλητου ως ουσιαστικά βάσιμη, ρύθμισε το χρέος αυτού, κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, καθορίζοντας τις μηνιαίες καταβολές προς το αναιρεσείον και εξαίρεσε, κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, από την εκποίηση την κύρια κατοικία του αναιρεσίβλητου, με την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωσή της, το ανωτέρω αναφερόμενο σε αυτή χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στο ποσοστό του 71 % της αντικειμενικής της αξίας. Ήδη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος αυτού, το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι το δικάσαν, ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθμός 6 του Κ.Πολ.Δ., διότι, όπως ισχυρίζεται, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ελλιπή, ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία ως προς ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ως προς την κρίση του περί περιέλευσης του αναιρεσίβλητου, σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/ 2010 και, έτσι στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν παραβίασε εκ πλαγίου την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, καθόσον διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του αιτιολογίες πλήρεις, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις, λογικά κενά ή ενδοιαστικές κρίσεις, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθότητας της άνω διάταξης, που εφαρμόσθηκε, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων, για να αιτιολογηθεί χωρίς αμφιβολία ότι συντρέχει η αναγκαία προϋπόθεση της περιέλευσης του αναιρεσίβλητου σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, για την υπαγωγή του στις προστατευτικές διατάξεις του ανωτέρω νόμου και συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται με επάρκεια, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και δη: 1) η ηλικία και η οικογενειακή κατάσταση του αναιρεσιβλήτου, 2) η επαγγελματική του ιδιότητα, ως δημοτικού υπαλλήλου και δη ως οδηγού αυτοκινήτων στο Δήμο …, 3) ο καθαρός μηνιαίος μισθός του, 4) η περιουσιακή του κατάσταση, 5) ότι η σύζυγός του δεν εργάζεται, 6) οι δανειακές του υποχρεώσεις προς το αναιρεσείον, οι οποίες προέρχονται από μια σύμβαση στεγαστικού δάνειου, ανερχόμενες στο ποσό των 73.047,83 ευρώ, 7) ο χρόνος, κατά τον οποίο καταρτίστηκε η επίμαχη δανειακή του σύμβαση και δη τον Ιανουάριο του έτους 2008, 8) τα ετήσια εισοδήματά του κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2006 έως και το έτος 2016, αναλυτικά ανά έτος, από όπου εμφαίνεται το ύψος των εισοδημάτων του κατά το άνω έτος ανάληψης των δανειακών του υποχρεώσεων (2008), καθώς επίσης η αυξητική τους πορεία έως και το έτος 2010 και η μετέπειτα σημαντική σταδιακή μείωσή τους έως την άσκηση της ένδικης αίτησής του (2014), αλλά και μετέπειτα έως και το έτος 2016, 9) ο καθαρός μηνιαίος μισθός του κατά το χρόνο συζήτησης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (Φεβρουάριος 2019), ανερχόμενος στο ποσό των 1.026,22 ευρώ, 10) οι αναγκαίες μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης του αναιρεσίβλητου και της οικογένειάς του, που προσδιορίζονται στο ποσό των 850 ευρώ, 11) η αδυναμία του αναιρεσίβλητου να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις από το έτος 2012 και μετέπειτα, λόγω της μεγάλης μείωσης των εισοδημάτων του και της επιπρόσθετης οικονομικής του επιβάρυνσης με την ανατροφή του νεογέννητου ανηλίκου τέκνου του από το δεύτερο γάμο του και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε, 12) ότι εξαιτίας των ανωτέρω ο αναιρεσίβλητος έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής του χρέους του προς το αναιρεσείον και 13) ότι συμπερασματικά, με βάση τα προλεχθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος – αναιρεσίβλητου οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010. Τα περιστατικά αυτά, τα οποία το, ως Εφετείο, δικάσαν Δικαστήριο δέχτηκε ανελέγκτως αναιρετικά, ότι αποδείχθηκαν, αρκούσαν για να πληρωθεί το πραγματικό της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 1 Ν. 3869/2010, την οποία εφάρμοσε και για να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων περί της περιέλευσης του αναιρεσίβλητου σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών των ληξιπρόθεσμων οφειλών του και την εντεύθεν υπαγωγή του στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις, που περιέχονται στον κρινόμενο πρώτο αναιρετικό λόγο, κατά το πρώτο μέρος αυτού, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: 1) προσδιορίζονται με επάρκεια και σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τα ετήσια εισοδήματα του αναιρεσίβλητου καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το έτος 2006 έως και το έτος 2016, στο χρονικό δε αυτό διάστημα περιλαμβάνεται τόσο το έτος λήψης του δανείου (2008), όσο και το έτος κατάθεσης της ένδικης αίτησής του (2014) και συνεπώς αναφέρεται η εξέλιξη των εισοδημάτων του συνεχώς καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το χρόνο δανεισμού του έως και το χρόνο κατάθεσης της ένδικης αίτησής του, 2) μνημονεύεται το ύψος του καθαρού μηνιαίου μισθού του κατά το χρόνο συζήτησης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ανερχόμενος στο ποσό των 1.026,22 ευρώ 3) συνάγεται από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η διατήρηση των μειωμένων αποδοχών του αναιρεσίβλητου – οφειλέτη από το χρόνο κατάθεσης της ένδικης αίτησής του, ανερχόμενες τότε σε 13.235,18 ευρώ ετησίως, έως και τη συζήτησή της, αφού γίνεται δεκτό ότι αυτές ανέρχονταν κατά το χρόνο συζήτησης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, στο ποσό των 1.026,22 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 12.314,64 ευρώ ετησίως, και συνακόλουθα, σαφώς διαλαμβάνεται και η διατήρηση της αδυναμίας πληρωμών του αναιρεσίβλητου από την κατάθεση έως τη συζήτηση της αίτησής του και ως εκ τούτου δεν υφίσταται ανεπάρκεια της αιτιολογίας για το λόγο αυτό, 4) αναφέρεται ότι η σύζυγος του αναιρεσίβλητου δεν εργάζεται και συνάγεται η έλλειψη από πλευράς της εισοδημάτων, 5) δεν ήταν αναγκαία για την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης η αναφορά της ηλικίας των γνώσεων και ικανοτήτων της συζύγου του αναιρεσίβλητου και το εάν οι ιατρικές δαπάνες του τελευταίου καλύπτονται από τον ασφαλιστικό του φορέα, 6) από τις αναφορές στην προσβαλλόμενη απόφαση της επαγγελματικής ιδιότητας του αναιρεσίβλητου (δημοτικός υπάλληλος στο Δήμο …), του ότι η σύζυγός του δεν εργάζεται, καθώς και της έλλειψης περιουσιακών στοιχείων, πλην της κύριας κατοικίας του και του ΙΧΕ αυτοκινήτου του, συνάγεται η παραδοχή περί μη διαφοροποίησης της γενομένης δεκτής ρευστότητας του αναιρεσίβλητου – οφειλέτη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στο μέλλον, 7) η διηγηματική και αόριστη αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η σύζυγος του αναιρεσίβλητου είναι ικανή προς εργασία, χωρίς όμως να διαλάβει παραδοχή περί συγκεκριμένου ποσού εισοδήματος που θα μπορούσε να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα ως εργαζόμενη, δεν έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή ότι ο αναιρεσίβλητος έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, η οποία (μόνιμη αδυναμία πληρωμών) θεμελιώθηκε, κατά τις ανέλεγκτες, σαφείς και μη αντιφατικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στην πραγματική κατάσταση ρευστότητας του αναιρεσίβλητου, προερχόμενη από το μοναδικό του εισόδημα από την εργασία του και 8) δεν ήταν αναγκαίο για την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει και να αναφέρει ενδεχόμενες προτάσεις του μοναδικού πιστωτή – αναιρεσείοντος προς το σκοπό οικονομικής ανασυγκρότησης του χρέους του αναιρεσίβλητου (όπως χρονική επιμήκυνση, μικρότερες δόσεις, χαμηλότερο επιτόκιο κλπ), με βάση τις σχετικές νομικές διατάξεις, τις οποίες το αναιρεσείον έχει θεσπίσει, ώστε, συνδυάζοντας αυτές με το εισόδημα του αναιρεσίβλητου, να αποφανθεί για την περιέλευση του τελευταίου σε αδυναμία πληρωμών, όπως διατείνεται το αναιρεσείον, καθόσον ουδόλως προβλέπονται από το Ν. 3869/2010 τέτοιες προϋποθέσεις, προκειμένου να αποφανθεί το Δικαστήριο για την περιέλευση του δανειολήπτη σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, ούτε εξάλλου η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 3867/2010, που προβλέπει τη δυνατότητα του δανειολήπτη να ζητήσει από το Δ.Σ. του ΤΠΔ και να επιτύχει εξωδικαστική ρύθμιση του χρέους του, αναιρεί οποιαδήποτε άλλη διαδικασία δικαστική, όπως η προκείμενη του ν. 3869/2010, καθώς με τις διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου (3869/2010) προβλέπονται ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους δανειολήπτες από εκείνες του άρθρου 25 του ν. 3867/2010 και, επομένως, ο δανειολήπτης δεν μπορεί να στερηθεί τις ευνοϊκές αυτές ρυθμίσεις, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ούτε άλλωστε ο ν. 3869/2010 απαιτεί για την υπαγωγή του δανειολήπτη στις ρυθμιστικές του διατάξεις να ερευνηθούν προηγουμένως ενδεχόμενες προτάσεις του αναιρεσείοντος Τ.Π.Δ., στα πλαίσια του άρθρου 25 του ν. 3867/2010, για την οικονομική ανασυγκρότηση του χρέους του. Επομένως όλες οι ανωτέρω αιτιάσεις, με τις οποίες το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Περαιτέρω, όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιλαμβάνονται στον κρινόμενο πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, κατά το πρώτο μέρος του, είναι απαράδεκτες, καθόσον με αυτές, και υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους στο άρθρο 560 αριθμός 6 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται απαραδέκτως η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων και με το σαφές, πλήρες και μη αντιφατικό εκτιθέμενο στην προσβαλλομένη απόφαση αποδεικτικό πόρισμα περί περιέλευσης του αναιρεσίβλητου σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς το αναιρεσείον και περί συνδρομής στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων υπαγωγής του στο ρυθμιστικό πεδίο του Ν. 3869/2010. Περαιτέρω, με τον ίδιο πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος αυτού, όπως εκτιμάται, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 5 εδαφ. β’ του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το, ως Εφετείο δικάσαν, Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρθηκαν νόμιμα με τις προτάσεις του, ως εφεσίβλητου, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη ότι, με τις προτάσεις του, το αναιρεσείον αρνήθηκε αφενός την περιέλευση του αιτούντος – αναιρεσίβλητου σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και αφετέρου τη μονιμότητα της επικαλούμενης από αυτόν αδυναμίας, καθώς και τον ισχυρισμό του ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε έκανε χρήση των όρων των νέων ευνοϊκών ρυθμίσεων του αναιρεσείοντος Τ.Π.Δ., το οποίο αποτελούσε τον μοναδικό του πιστωτή, αφού ουδέποτε αιτήθηκε τη ρύθμιση των οφειλών του με αυτό. Ο λόγος αυτός, κατά το ανωτέρω δεύτερο μέρος του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του αναιρεσείντος δεν συνιστούν “πράγμα”, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 560 αριθμ. 5 ΚΠολΔ, όπως αυτή προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά αποτελούν αρνητικούς, της ιστορικής και νομικής βάσης της ένδικης αίτησης του αναιρεσίβλητου, ισχυρισμούς, και σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σαφώς συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και τους απέρριψε, καταλήγοντας σε αποδεικτικό πόρισμα, όσον αφορά την περιέλευση του αναιρεσίβλητου σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, διαφορετικό από αυτό που το αναιρεσείον θεωρεί ως ορθό. Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 εδάφ. α’ και β’ του ν. 3869/2010 (“Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων…”), όπως το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 1 ν. 4161/2013 και ισχύει, άμεσα και χωρίς εξαιρέσεις, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 143/Α’/14-6-2013), κατ’ άρθρο 24 αυτού, άρα και στην ερευνώμενη περίπτωση (πριν αντικατασταθεί, στη συνέχεια, με το άρθρο 1 παρ. 18 της ΥΠΟ ΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 ν. 4336/2015 και, ακολούθως, με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 4346/2015, του οποίου η εφαρμογή αρχίζει από 1-1-2016 και δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και αιτήσεις που έχουν κατατεθεί έως και 31-12-2015, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρ. 14 παρ. 11 αυτού), “ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας…”. Από τη σαφή έννοια της ανωτέρω διάταξης συνάγεται ότι η εξαίρεση της βεβαρημένης κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τη ρευστοποίηση εκπορεύεται κατ` αρχάς από την ανάγκη προστασίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη, ώστε να αποκατασταθεί γενικά η κοινωνική συνοχή (που αποτελεί πάντοτε σκοπό του τεθειμένου δικαίου). Εκπορεύεται, όμως, ειδικότερα και από την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας του από τη ρευστοποίηση, που ανάγεται και σε προστασία ως κοινωνικού αγαθού, συνταγματικά προστατευμένου ως τέτοιου, κατ` άρθρο 21 του Συντάγματος, της οικογένειας και της οικογενειακής στέγης. Δημιουργείται με τη διάταξη αυτή ένα προστατευτικό πλέγμα της κύριας κατοικίας του οφειλέτη έναντι των πιστωτών του, οι οποίοι κωλύονται κατά νόμο να επιχειρήσουν εκποίηση της κατοικίας του αυτής, εφόσον το σχετικό αίτημά του γίνει δεκτό από το δικαστήριο. Ειδικότερα, για να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία από την εκποίηση πρέπει να υποβληθεί αίτημα από τον οφειλέτη, οπότε το δικαστήριο εφόσον διαπιστώσει τη συνδρομή των όρων του νόμου, θα καθορίσει το ύψος και τη διάρκεια των καταβολών για τη διάσωσή της. Από τη γραμματική και μόνο διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 του ως άνω νόμου, όπως ανωτέρω ίσχυε, συνάγεται ευθέως ότι το ποσό των απαιτήσεων, που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται σε ποσοστό 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας κατ’ ανώτατο ύψος και όχι κατά κατώτατο. Επομένως, το ποσό των απαιτήσεων, που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται και σε ποσοστό κατώτερο του 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας (ΑΠ 302/2022, ΑΠ 1377/2021, ΑΠ 802/2021, ΑΠ 681/2020, ΑΠ 494/2020, ΑΠ 120/2020). Και ναι μεν ο νόμος δεν παραθέτει στη συνέχεια, ειδικά κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών για το χρέος αυτό, που επιβάλλεται στον οφειλέτη, ως πρόσθετο, ώστε να επωφεληθεί από την εξαίρεση της εκποίησης της κύριας κατοικίας του, πλην όμως τα κριτήρια αυτά συνάγονται με συστηματική ερμηνεία από την ανάλογη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010 και είναι ιδίως, η χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη, ή άλλοι λόγοι ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας (ΑΠ 547/2023, ΑΠ 1377/2021, ΑΠ 681/2020, ΑΠ 494/2020). Από το όλο πνεύμα της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 προκύπτει, ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, η εξαίρεση της κύριας κατοικίας από την εκποίηση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο και όχι δυνητική (ΑΠ 490/2021, ΑΠ 120/2020, ΑΠ 781/2020, ΑΠ 632/2019). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος αυτού, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθμός 6 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι διέλαβε ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία ως προς ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ως προς το καταβλητέο ποσό, για τη διάσωση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του αναιρεσίβλητου, το οποίο προσδιόρισε σε ποσοστό 71% της αντικειμενικής της αξίας, δηλαδή μικρότερο του 80%, που ορίζει το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3869/2019, χωρίς να αναφέρει τα περιστατικά των συνθηκών ζωής του αιτούντος και της οικογένειάς του, που δικαιολογούν τον προσδιορισμό στο ως άνω μικρότερο ποσοστό, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης και έτσι στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Με την προαναφερθείσα κρίση του το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή αιτιολογίες πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις, ως προς τον προσδιορισμό του καταβλητέου ποσού για τη διάσωση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του αναιρεσίβλητου, ανερχόμενου σε ποσοστό 71% της αντικειμενικής της αξίας, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθότητας της άνω διάταξης, που εφαρμόσθηκε, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Ειδικότερα, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται με επάρκεια, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα κρίσιμα περιστατικά των συνθηκών ζωής, ατομικής και οικογενειακής, του αναιρεσιβλήτου [όπως η ηλικία, το επάγγελμα, ότι είναι έγγαμος με ένα ανήλικο τέκνο που αποκτήθηκε μετά τη λήψη του δανείου, οι οικονομικές του δυνατότητες, οι βιοτικές ανάγκες του ιδίου και της οικογενείας του, η μεγάλη μείωση των αποδοχών του από την εργασία που αποτελεί το μοναδικό του εισόδημα, η επιπρόσθετη οικονομική του επιβάρυνση με την ανατροφή του νεογέννητου ανηλίκου τέκνου του από το δεύτερο γάμο του και η αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων υγείας ], τα οποία αιτιολογούν επαρκώς τον προσδιορισμό του καταβλητέου ποσού για τη διάσωση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του αναιρεσίβλητου, σε ποσοστό 71% της αντικειμενικής της αξίας, δηλαδή μικρότερο του 80%, που ορίζει το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3869/2019. Επομένως, ο κρινόμενος δεύτερος αναιρετικός λόγος, κατά το πρώτο μέρος αυτού, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος αυτού, όπως εκτιμάται, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 5 εδαφ. β’ του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν παραδεκτά από το αναιρεσείον και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του ότι το αίτημα του αναιρεσίβλητου για καταβολή του ποσού των 8.100 ευρώ στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 για τη για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του είναι απορριπτέο ως καταχρηστικά υποβαλλόμενο και ως μη νόμιμο. Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που αφορά τον προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου για τη διάσωση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του με καταβολή του ποσού των 8.100 ευρώ, είναι απαράδεκτος, καθόσον, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 560 αριθμ. 5 ΚΠολΔ, νοούνται οι παραδεκτοί και ορισμένοι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, όχι, όμως, και οι απαράδεκτοι και αόριστοι ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και στην ένδικη περίπτωση ο ως άνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί καταχρηστικής άσκησης του εν λόγω δικαιώματος του αναιρεσίβλητου προβλήθηκε εντελώς αόριστα και ως εκ τούτου ήταν απαράδεκτος και συνεπώς δεν αποτελεί “πράγμα”, κατά την έννοια της προαναφερομένης διάταξης. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που αφορά τον προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί μη νομιμότητας του αιτήματος του αναιρεσίβλητου για τη διάσωση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί ο ισχυρισμός αυτός του αναιρεσείντος δεν συνιστά “πράγμα”, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 560 αριθμ. 5 ΚΠολΔ, όπως αυτή προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά αποτελεί αρνητικό της νομικής βάσης του ένδικου αιτήματος του αναιρεσίβλητου, ισχυρισμό, και σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σαφώς συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ανωτέρω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και τον απέρριψε, κρίνοντας ορθά ότι το εν λόγω αίτημα του αναιρεσίβλητου είναι νόμιμο, θεμελιούμενο στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010.
Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Διάταξη περί παραβόλου δεν ορίζεται, διότι το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. δεν βαρύνεται με τέτοια υποχρέωση κατ’ άρθρο 28 παρ. 4 Ν. 2579/1998 (ΑΠ 1047/2021, ΑΠ 1150/2019). Επίσης, στην παρούσα απόφαση δεν θα περιληφθεί διάταξη για δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 746 ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται, όπως προεκτέθηκε, κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας, γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β’ του παραπάνω Ν. 3869/2010, κατά το οποίο “…Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται”, η οποία εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 507/2020, ΑΠ 1400/2019, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 156/2018, ΑΠ 1208/2017).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-7-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 57774/118/19-7-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 8984/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε ως Εφετείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ