Δικαίωση για ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά και τον ηλικιωμένο πατέρα της συζύγου, οι οποίοι κατάφεραν να αποτρέψουν την απώλεια της πρώτης τους κατοικίας, έπειτα από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
Με την υπ’ αριθμ. 298/2025 απόφασή του, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την ανακοπή των οφειλετών και ακύρωσε τόσο την επιταγή προς πληρωμή όσο και την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, οι οποίες είχαν επισπευσθεί από την εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων INTRUM HELLAS, με σκοπό τη διενέργεια πλειστηριασμού στις 16 Ιουλίου 2025.
Οι ανακόπτοντες δια του πληρεξουσίου τους ισχυρίστηκαν ότι η απαίτηση, για την οποία είχαν επιδοθεί οι επίμαχες πράξεις εκτέλεσης, ήταν διαφορετική από εκείνη που είχε επιδικαστεί με την αρχική διαταγή πληρωμής του 2019.
Πράγματι, όπως προέκυψε, ενώ η διαταγή πληρωμής στηριζόταν σε σύμβαση στεγαστικού δανείου, η νέα επιταγή προς πληρωμή αναφερόταν σε σύμβαση καταναλωτικού δανείου, γεγονός που – όπως ορθά έκρινε το Δικαστήριο – δημιουργούσε σύγχυση στους οφειλέτες και δικονομική τους βλάβη, καθιστώντας τους ουσιαστικά ανίκανους να αμυνθούν απέναντι στη διαδικασία εκτέλεσης.
Το ζευγάρι, μαζί με τον πατέρα της συζύγου – ο οποίος είναι και ο πρωτοφειλέτης – είχαν αρχικά λάβει κοινοποίηση διαταγής πληρωμής το 2019 και εν συνεχεία έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της ίδιας ως άνω πρώτης κατοικίας του ζευγαριού, με τον πλειστηριασμό να προγραμματίζεται για την 02/11/2022. Έκτοτε ξεκίνησε ένας μακρύς δρόμος διαπραγματεύσεων και διαδικασιών, προκειμένου να διασωθεί το ακίνητο.
Ο πλειστηριασμός ανεστάλη τότε προσωρινά μετά την καταβολή προκαταβολής ύψους 15.000 ευρώ εκ μέρους των οφειλετών, προκειμένου να διασωθεί το ακίνητο στο οποίο διαμένουν με τα δύο ανήλικα παιδιά τους.
Όπως ισχυρίστηκαν οι ανακόπτοντες, προσπάθησαν επανειλημμένα να διαπραγματευθούν με την εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, η οποία ωστόσο, παρά τη συλλογή πλήθους δικαιολογητικών, δεν διατύπωσε ποτέ συγκεκριμένη πρόταση ρύθμισης.
Το μόνο που τους προτάθηκε τελικά ήταν να απευθυνθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Η έλλειψη συνεργασίας και η αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη της υπόθεσης ώθησε τους ανακόπτοντες να καταθέσουν ανακοπή κατά της επιταγής και της κατάσχεσης, από φόβο για την απώλεια της κατοικίας τους.
Το Δικαστήριο, με απόλυτη νομική σαφήνεια, διαπίστωσε ότι η επιταγή προς πληρωμή δεν ανέφερε την ακριβή αιτία της απαίτησης, όπως απαιτεί το άρθρο 924 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έκρινε ότι η ανακρίβεια αυτή επέφερε δικονομική βλάβη στους ανακόπτοντες, καθώς δε μπορούσαν να γνωρίζουν ούτε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την επίδικη απαίτηση, εφόσον δεν ήταν σαφές από πού αυτή απορρέει. Ως εκ τούτου, έκανε δεκτή την ανακοπή, ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις και συνακόλουθα ανέστειλε τον πλειστηριασμό.
Πρόκειται για απόφαση με ιδιαίτερη σημασία, καθώς όχι μόνο διασώζει την κατοικία μίας οικογένειας σε καθεστώς οικονομικής και ψυχολογικής πίεσης, αλλά επιπλέον στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα για την ανάγκη αυστηρής τήρησης των δικονομικών κανόνων από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων. Υπογραμμίζεται ότι, στην αναγκαστική εκτέλεση, η ακρίβεια και η νομιμότητα των πράξεων είναι αδιαπραγμάτευτες, ιδίως όταν διακυβεύεται η προστασία της πρώτης κατοικίας.