Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι καθυστερήσεις στην τελική αποτίμηση της αποζημίωσης ήταν ευθύνη του κράτους και όχι των ιδιοκτητών, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί δυσανάλογο οικονομικό βάρος.
Την Πέμπτη 8 Ιουλίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδίκασε ομόφωνα την Ελλάδα για παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία, όπως κατοχυρώνεται στο αρ. 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 της Σύμβασης. Η υπόθεση Siozopoulos κατά Ελλάδας αφορούσε δύο πολίτες που υπέστησαν σοβαρή οικονομική επιβάρυνση, λόγω των καθυστερήσεων στον καθορισμό της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η υπόθεση αφορούσε την απαλλοτρίωση οικοπέδου που ανήκε στους αιτούντες στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την κατασκευή σχολικών κτιρίων. Αρχικά, το 2011, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης όρισε την προσωρινή αποζημίωση στα 3.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Ωστόσο, λόγω καθυστερήσεων στη διαδικασία, και συγκεκριμένα λόγω αναβολής που ζήτησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, η εκδίκαση για τον καθορισμό της οριστικής αποζημίωσης ενώπιον του Εφετείου καθυστέρησε πάνω από δύο χρόνια και τελικά πραγματοποιήθηκε το 2013.
Κατά το διάστημα αυτό, η αξία του ακινήτου είχε μειωθεί δραματικά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της πτώσης της αγοράς ακινήτων.
Το Εφετείο καθόρισε τελικά την αποζημίωση στα 1.200 ευρώ/τ.μ., δηλαδή περίπου 60% χαμηλότερη από την αρχική προσωρινή εκτίμηση.
Μάλιστα, το 2015, οι προσφεύγοντες άσκησαν αίτηση αναίρεσης, υποστηρίζοντας ότι η μη τήρηση των προθεσμιών από τον πρόεδρο του Εφετείου οδήγησε στην επιλογή νέας, δυσμενέστερης κρίσιμης ημερομηνίας και, συνεπώς, σε σημαντικά χαμηλότερη αποζημίωση. Ωστόσο, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την απόφαση αριθ. 49/2016, απέρριψε την αναίρεση.
Η κρίση του ΕΔΔΑ
Το Δικαστήριο δικαίωσε τους δύο προσφεύγοντες, κρίνοντας ότι η καθυστέρηση που προέκυψε δεν οφειλόταν σε δική τους υπαιτιότητα, αλλά στην αναβολή που ζήτησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με την απόφαση, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν αντέδρασαν ρητά για την αναβολή, καθώς η καθυστέρηση δεν μπορούσε να τους καταλογιστεί.
Η επιλεγείσα από τις εθνικές αρχές κρίσιμη ημερομηνία είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της αξίας του ακινήτου, λόγω της οικονομικής κρίσης και της γενικότερης πτώσης των τιμών στην αγορά ακινήτων. Ως εκ τούτου, η τελικώς καθορισθείσα αποζημίωση δεν ήταν εύλογα ανάλογη προς την πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και, κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες υπέστησαν μια δυσανάλογη και υπερβολική επιβάρυνση.
Το Δικαστήριο πρόσθεσε, επίσης, ότι σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (ν. 2985/2002), η επιλογή νέας κρίσιμης ημερομηνίας για τον καθορισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου επιτρέπεται να γίνεται μόνο προς όφελος του ιδιοκτήτη, όταν η αξία έχει αυξηθεί στο μεσοδιάστημα. Αντιθέτως, όταν η αξία έχει μειωθεί, δεν είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιείται η νέα ημερομηνία σε βάρος του ιδιοκτήτη.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δημόσιου συμφέροντος και της προστασίας της ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Σύμβασης.
Τελικώς, το Δικαστήριο επιδίκασε στους αιτούντες αποζημίωση 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.300 ευρώ για δικαστικά έξοδα.