ΑΠΟΦΑΣΗ
Θεόδωρος Βαβουλάς και Σια OE κατά Ελλάδας της 08.07.2025 (αρ. προσφ. 27916/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα εταιρεία, το 2012 προσέφυγε κατά απόφασης του Υπουργείου Ανάπτυξης με την οποία διατάχθηκε η μερική ανάκληση κρατικής επιχορήγησης ύψους 145.753,87 ευρώ που της είχε χορηγηθεί για επενδυτικούς σκοπούς, λόγω φορολογικών ελέγχων. Η εταιρεία άσκησε Αίτηση Ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταβάλλοντας το προβλεπόμενο παράβολο. Το Εφετείο, λόγω νομοθετικής αλλαγής, παρέπεμψε την υπόθεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου απαιτήθηκε η συμπλήρωση του παράβολου εντός μηνός από τη διαβίβαση του φακέλου στο ανώτατο δικαστήριο.
Η απόφαση παραπομπής επιδόθηκε στην προσφεύγουσα στις 17 Ιουλίου 2013. Στις 15 Νοεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα κατέβαλε συμπληρωματικά ποσό 50 ευρώ, ώστε να συμπληρώσει το συνολικό παράβολο της Αίτησης Ακύρωσης (150 ευρώ).
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την με αριθμ. 3574/2015 απόφασή του της 6 Οκτωβρίου 2015, διαπίστωσε ότι η συμπλήρωση του παράβολου έγινε εκπρόθεσμα, αφού κατά πάγια νομολογία η προθεσμία του ενός μηνός για την καταβολή του παράβολου άρχιζε από τη παραλαβή του φυσικού φακέλου της υπόθεσης στη γραμματεία του δικαστηρίου (1 Αυγούστου 2013). Επομένως η προθεσμία έληγε την 1η Σεπτεμβρίου 2013, ενώ η συμπλήρωση παραβόλου έγινε μεταγενέστερα στις 15 Νοεμβρίου 2013.
Έτσι το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η καταβολή του παράβολου ήταν εκπρόθεσμη και απέρριψε την Αίτηση Ακύρωσης ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του.
Η εταιρεία προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 6 § 1 καθώς στερήθηκε ουσιαστικής πρόσβασης στο δικαστήριο εξαιτίας μιας προθεσμίας που δεν μπορούσε να υπολογίσει με ασφάλεια, δεδομένου ότι δεν υπήρχε καμία επίσημη ενημέρωση για τη παραλαβή του φακέλου από το Ανώτατο Δικαστήριο (ΣτΕ).
Το Στρασβούργο έκρινε ότι η εφαρμογή της σχετικής προθεσμίας βασίστηκε σε παράγοντα (παραλαβή φακέλου από το δικαστήριο) που ήταν εκτός γνώσης και ελέγχου της προσφεύγουσας, η οποία εύλογα ανέμενε σχετική ειδοποίηση. Έτσι, κατά το Δικαστήριο, η απόρριψη της Αίτησης Ακύρωσης ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του παράβολου συνιστούσε δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η προσφεύγουσα εταιρεία «Θεόδωρος Βαβούλας & Σια OE» είναι νομικό πρόσωπο, συστάθηκε το 1980 και εδρεύει στην Αθήνα.
Το 1999, η προσφεύγουσα εταιρεία έλαβε κρατική επιχορήγηση στο πλαίσιο επενδυτικού προγράμματος. Το 2005, μετά από φορολογικό έλεγχο, ο Υπουργός Ανάπτυξης εξέδωσε απόφαση με την οποία ανακαλούσε την επιδότηση. Κατόπιν επιτυχούς προσφυγής της εταιρείας, η υπόθεση επανεξετάστηκε από τη διοίκηση και εκδόθηκε νέα απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, μερικής ανάκλησης της επιδότησης για το ποσό των 145.753,87 ευρώ, πλέον τόκων.
Τον Μάιο του 2012, η προσφεύγουσα προσέβαλε τη νέα αυτή απόφαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καταβάλλοντας το απαιτούμενο παράβολο των 100 ευρώ για την κατάθεση της προσφυγής. Στις 14 Μαΐου 2013, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε, λόγω τότε πρόσφατης νομοθετικής μεταβολής, ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας και την παρέπεμψε.
Η απόφαση παραπομπής επιδόθηκε στην προσφεύγουσα στις 17 Ιουλίου 2013. Στις 15 Νοεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα κατέβαλε συμπληρωματικά ποσό 50 ευρώ, ώστε να συμπληρώσει το συνολικό παράβολο της Αίτησης Ακύρωσης (150 ευρώ). Η κλήση προσδιορισμού δικασίμου επιδόθηκε στην εταιρεία στις 28 Νοεμβρίου 2013.
Μετά από ακροαματική διαδικασία τον Σεπτέμβριο 2014, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμ. 3574/2015 απόφασή του της 6 Οκτωβρίου 2015, διαπίστωσε ότι η συμπλήρωση του παράβολου (15 Νοεμβρίου 2013) έγινε εκπρόθεσμα, αφού κατά πάγια νομολογία η προθεσμία ενός μηνός για την καταβολή του παράβολου άρχιζε από τη παραλαβή του φυσικού φακέλου της υπόθεσης στη γραμματεία του δικαστηρίου (1 Αυγούστου 2013), δηλαδή η προθεσμία έληγε την 1η Σεπτεμβρίου 2013 (ενώ η συμπλήρωση παραβόλου έγινε 15 Νοεμβρίου 2013). Το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση προκειμένου να ακουστούν οι διάδικοι επί του ζητήματος.
Μετά από νέα ακροαματική διαδικασία τον Δεκέμβριο 2015, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την με αριθμ. 250/2019 απόφασή του της 5 Φεβρουαρίου 2019, απέρριψε την Αίτηση Ακύρωσης ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του παράβολου.
Η εταιρεία προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενη παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ), διότι απορρίφθηκε τυπικά η Αίτηση Ακύρωσης λόγω καθυστερημένης καταβολής του παράβολου, ενώ δεν είχε ενημερωθεί για το κρίσιμο χρονικό σημείο παραλαβής του φακέλου από το ανώτατο δικαστήριο.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το επίδικο ζήτημα αφορούσε το κατά πόσον η απόρριψη ως απαράδεκτης της Αίτησης Ακύρωσης, λόγω εκπρόθεσμης συμπλήρωσης του παράβολου, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός της για πρόσβαση σε δικαστήριο κατά το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η απαίτηση για καταβολή παράβολου και η τήρηση σχετικής προθεσμίας στηρίζονται σε σαφές νομοθετικό πλαίσιο και παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι στην προκειμένη υπόθεση, η κρίσιμη προθεσμία για τη συμπλήρωση του παράβολου άρχισε να τρέχει από τη στιγμή που ο φυσικός φάκελος της υπόθεσης παρελήφθη από την γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, γεγονός για το οποίο η προσφεύγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε επισήμως από το δικαστήριο. Έτσι, η προθεσμία έληξε χωρίς να υπάρχει τρόπος για την προσφεύγουσα να γνωρίζει πότε ακριβώς όφειλε να προβεί στη συμπληρωματική καταβολή του παράβολου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η πρακτική αυτή κατέστησε αδύνατη την έγκαιρη συμμόρφωση της προσφεύγουσας με τη σχετική υποχρέωση, εφόσον η έναρξη και λήξη της προθεσμίας εξαρτιόταν αποκλειστικά από παράγοντες εκτός της γνώσης και ελέγχου της. Εν προκειμένω, δεν υπήρξε καμία κοινοποίηση ή σχετική ειδοποίηση από το ανώτατο δικαστήριο, παρότι σε άλλες περιπτώσεις η σχετική πρακτική του ιδίου δικαστηρίου περιελάβανε ενημέρωση των διαδίκων. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα επέδειξε αμέλεια ή έλλειψη επιμέλειας ως προς την τήρηση της σχετικής υποχρέωσης.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η επιβληθείσα υποχρέωση ήταν πρακτικά αδύνατο να εκπληρωθεί, ενώ η συνέπεια της εκπρόθεσμης καταβολής (δηλαδή η συνολική απόρριψη της αίτησης ακύρωσης ως απαράδεκτης) ήταν εξαιρετικά δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1, καθώς η προσφεύγουσα στερήθηκε δυσανάλογα του δικαιώματός της πρόσβασης σε δικαστήριο λόγω μη προβλέψιμων και ανεπαρκώς κοινοποιημένων διαδικαστικών απαιτήσεων.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και απέρριψε το αίτημα για αποζημίωση, κρίνοντας ότι δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της διαπιστωθείσας παραβίασης και της οικονομικής ζημίας που αιτήθηκε η προσφεύγουσα.