ΑΠΟΦΑΣΗ
Coulibaly κατά Βελγίου της 24.07.2025 (αρ. προσφ. 42975/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού, εισήλθε στο Βέλγιο το 2007 και υπέβαλε δύο αιτήσεις ασύλου που απορρίφθηκαν το 2010 και το 2012. Στις 13 Μαρτίου 2019, του επιδόθηκε διαταγή απέλασης, όπου παράλληλα διατασσόταν η διοικητική κράτησή του σε προκαθορισμένο χώρο εν αναμονή της απέλασής του.
Ο προσφεύγων προσέβαλε την απόφαση διοικητικής κράτησης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2019. Στις 27 Μαρτίου 2019, αρνήθηκε να επιβιβαστεί σε αεροπλάνο για τον επαναπατρισμό του, με αποτέλεσμα να εκδοθεί νέα απόφαση κράτησης στις 28 Μαρτίου 2019. Στις 29 Μαρτίου 2019, το δικαστήριο αποφάσισε την απελευθέρωσή του, αλλά το Βελγικό Δημόσιο άσκησε έφεση.
Στις 16 Απριλίου 2019, το εφετείο διαπίστωσε ότι η προσφυγή κατά της αρχικής απόφασης κράτησης είχε καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω της νέας απόφασης κράτησης. Ο προσφεύγων προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αναίρεσή του στις 22 Μαΐου 2019.
Παράλληλα, ο προσφεύγων είχε προσβάλει και τη νέα απόφαση κράτησης της 28 Μαρτίου 2019, αλλά το πρωτόδικο δικαστήριο και το εφετείο έκριναν ότι η κράτησή του ήταν νόμιμη. Στις 26 Μαΐου 2019, ο προσφεύγων επαναπατρίστηκε και το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή του κατά της δεύτερης απόφασης κράτησης ως άνευ αντικειμένου.
Ενώπιον του ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων επικαλέστηκε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 της ΕΣΔΑ, ισχυριζόμενος ότι στερήθηκε του δικαιώματός του να λάβει δικαστική απόφαση για τη νομιμότητα της κράτησής του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4, καθώς η νέα απόφαση κράτησης αποτελούσε αυτοτελή τίτλο στέρησης της προσωπικής ελευθερίας που βασιζόταν σε διαφορετική νομική βάση από την αρχική απόφαση. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια είχαν κρίνει τη νομιμότητα της δεύτερης απόφασης κράτησης, και το γεγονός ότι η τελική προσφυγή κρίθηκε άνευ αντικειμένου λόγω του επαναπατρισμού του προσφεύγοντος δεν παραβίασε το δικαίωμά του σε αποτελεσματική προσφυγή.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επίσης ότι οι εθνικές αρχές ενήργησαν με την απαιτούμενη ταχύτητα και ότι υπήρχε δυνατότητα για τον προσφεύγοντα να επιδιώξει αποζημίωση για τυχόν παράνομη κράτηση βάσει του εθνικού δικαίου.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο προσφεύγων, Cheick Oumar Coulibaly, γεννήθηκε το 1979. Ο προσφεύγων έφθασε στο Βέλγιο το 2007 και υπέβαλε την πρώτη του αίτηση ασύλου στις 22 Νοεμβρίου 2007. Με απόφαση της 25 Οκτωβρίου 2010, το Συμβούλιο Διαφορών Αλλοδαπών (CCE) απέρριψε οριστικά την αίτησή του.
Ο προσφεύγων υπέβαλε δεύτερη αίτηση ασύλου στις 4 Ιανουαρίου 2011, η οποία απορρίφθηκε επίσης με απόφαση του CCE στις 29 Φεβρουαρίου 2012.
Στις 20 Μαρτίου 2012, ο προσφεύγων έλαβε διαταγή απέλασης, στην οποία δεν συμμορφώθηκε. Στις 29 Ιουνίου 2017, του επιδόθηκε εκ νέου διαταγή απέλασης, στην οποία επίσης δεν συμμορφώθηκε.
Στις 13 Μαρτίου 2019, ο προσφεύγων παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του κατόπιν πρόσκλησής του. Του επιδόθηκε διαταγή απέλασης με διοικητική κράτηση σε καθορισμένο χώρο εν αναμονή της απέλασής του. Η απόφαση αυτή, που στηρίχθηκε στο άρθρο 7 παρ. 3 του νόμου της 15 Δεκεμβρίου 1980 για την πρόσβαση στην επικράτεια, τη διαμονή, την εγκατάσταση και την απομάκρυνση αλλοδαπών, διαπίστωσε ότι υπήρχε κίνδυνος φυγής του προσφεύγοντος, ότι αυτός είχε εκδηλώσει την πρόθεσή του να μη συμμορφωθεί με το μέτρο της απέλασης και ότι είχε υποβάλει αρκετές αιτήσεις διεθνούς προστασίας που είχαν απορριφθεί. Την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων τέθηκε υπό κράτηση.
Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση προσωρινών μέτρων για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης της 13 Μαρτίου 2019 και αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κράτησής του.
Μετά την απόρριψη της αίτησης, οργανώθηκε ο επαναπατρισμός του προσφεύγοντος. Η πτήση προγραμματίστηκε για τις 27 Μαρτίου 2019.
Στις 22 Μαρτίου 2019, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση αποφυλάκισης στο αρμόδιο δικαστήριο της Λιέγης κατά της απόφασης κράτησης της 13 Μαρτίου 2019. Η αίτηση αυτή βασιζόταν στο άρθρο 71 του νόμου περί αλλοδαπών.
Στις 27 Μαρτίου 2019, ο προσφεύγων αρνήθηκε να επιβιβαστεί σε αεροπλάνο που προοριζόταν για τον επαναπατρισμό του.
Στις 28 Μαρτίου 2019, εκδόθηκε εντολή επανακράτησης από την Υπηρεσία Αλλοδαπών κατά του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 27 § 3 του νόμου περί αλλοδαπών, με αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος είχε εμποδίσει τη συνέχιση της εκτέλεσης του μέτρου απομάκρυνσης που είχε οργανωθεί την προηγούμενη ημέρα.
Στις 29 Μαρτίου 2019, πραγματοποιήθηκε η ακρόαση σχετικά με την προσφυγή που υποβλήθηκε στις 22 Μαρτίου 2019. Με διάταξη που εκδόθηκε την ίδια ημέρα ερήμην του βελγικού κράτους, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η αίτηση του προσφεύγοντος κατά της στέρησης της ελευθερίας που απορρέει από την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019 ήταν «παραδεκτή και βάσιμη» και διέταξε την απελευθέρωσή του.
Το κράτος άσκησε έφεση κατά της διάταξης της 29Μαρτίου 2019. Μια άλλη πτήση που προγραμματίστηκε για την 1η Απριλίου 2019 για τον επαναπατρισμό του ακυρώθηκε.
Στις 16 Απριλίου 2019, το εφετείο της Λιέγης διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων κρατείτο από τις 28 Μαρτίου 2019 βάσει της απόφασης επανακράτησης και ότι, κατά συνέπεια, η προσφυγή κατά της διάταξης της 29 Μαρτίου 2019 είχε καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω αυτού του αυτόνομου τίτλου κράτησης.
Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής που εκδόθηκε στις 16 Απριλίου 2019. Στις 22 Μαΐου 2019, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση που άσκησε ο προσφεύγων.
Εν τω μεταξύ, στις 16 Απριλίου 2019, ο προσφεύγων είχε υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση αποφυλάκισης κατά της απόφασης επανακράτησης της 28 Μαρτίου 2019.
Στις 24 Απριλίου 2019, το δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση του προσφεύγοντος ήταν νόμιμη και διέταξε τη συνέχιση της κράτησής του. Ο ενδιαφερόμενος άσκησε έφεση κατά της διάταξης αυτής. Στις 26 Απριλίου 2019, οργανώθηκε νέος επαναπατρισμός που προγραμματίστηκε για τις 2 Μαΐου 2019, αλλά ο προσφεύγων αρνήθηκε και πάλι να επιβιβαστεί. Στις 26 Μαΐου 2019, ο προσφεύγων επαναπατρίστηκε.
Στις 5 Ιουνίου 2019, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση που άσκησε ο προσφεύγων, αναφέροντας ότι: «Από ειδοποίηση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών, που κατατέθηκε στη γραμματεία στις 29 Μαΐου 2019, προκύπτει ότι ο αιτών επαναπατρίστηκε στις 26 Μαΐου 2019. Δεδομένου ότι το μέτρο στέρησης της ελευθερίας έχει λήξει, η αναίρεση κατέστη άνευ αντικειμένου. Δεν υπάρχει λόγος να εξεταστούν οι λόγοι που δεν σχετίζονται με το γεγονός ότι η αναίρεση κατέστη άνευ αντικειμένου».
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 5 παρ. 4
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το ζήτημα που τέθηκε στην προκειμένη υπόθεση αφορούσε την αδυναμία ενός αλλοδαπού κρατουμένου με σκοπό την απομάκρυνσή του να λάβει αμετάκλητη δικαστική απόφαση σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησής του.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 5 § 4 αναγνωρίζει άτομα που κρατούνται το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή για τον έλεγχο της τήρησης των διαδικαστικών και ουσιαστικών απαιτήσεων από τις οποίες εξαρτάται η «νομιμότητα» της στέρησης της ελευθερίας τους. Η έννοια της «νομιμότητας» πρέπει να έχει την ίδια σημασία στην παρ. 4 του άρθρου 5 όπως και στην παρ. 1.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων κρατήθηκε στις 13 Μαρτίου 2019 για να απομακρυνθεί μετά την απόρριψη των αιτήσεων ασύλου του. Αφού αρνήθηκε να επαναπατριστεί στις 27 Μαρτίου 2019, έγινε αντικείμενο εντάλματος επανεγκλεισμού στις 28 Μαρτίου 2019. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απόφαση επανεγκλεισμού που αποτελούσε τη βάση της στέρησης της ελευθερίας του ήταν συνέπεια της άρνησής του να επαναπατριστεί και βασιζόταν σε διαφορετική νομική βάση από την απόφαση κράτησης που είχε εκδοθεί με σκοπό την απομάκρυνσή του.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της στέρησης της ελευθερίας του λόγω του εντάλματος επανεγκλεισμού εξετάστηκε και απορρίφθηκε τόσο από το πρωτοδικείο όσο και από το εφετείο. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το γεγονός ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση με το σκεπτικό ότι αυτή ήταν «άνευ αντικειμένου» λόγω του επαναπατρισμού του προσφεύγοντος δεν παραβίασε αυτόματα το άρθρο 5 § 4 της Σύμβασης.
Κατά το Δικαστήριο ο προσφεύγων δεν απώλεσε τη δυνατότητά του να επιδιώξει αποζημίωση για τυχόν παράνομη κράτησή του βάσει του εθνικού δικαίου.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4, καθώς δεν υπήρξε προηγούμενη διαπίστωση παρανομίας από τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας που απέρρεε από την απόφαση επανεγκλεισμού. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καθυστέρηση από τα εθνικά δικαστήρια.