ΑΠΟΦΑΣΗ
Alakhverdyan κατά Ουκρανίας της 26.06.2025 (αρ. προσφ. 8838/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων είναι Ουκρανός και εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης. Το 2004, συνελήφθη και ομολόγησε τη διάπραξη διπλής ανθρωποκτονίας και πρόκλησης σωματικών βλαβών, χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Η ομολογία του αποτέλεσε τη βάση της καταδίκης του, ενώ στη συνέχεια ανακάλεσε, ισχυριζόμενος βασανιστήρια και παραβίαση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων. Μετά από προηγούμενη απόφαση του ΕΔΔΑ (2019), η οποία διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§1 και 3(γ) λόγω περιορισμού του δικαιώματός του για υπεράσπιση κατά την ομολογία, ο προσφεύγων ζήτησε επανάληψη της διαδικασίας της υπόθεσής του από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από την εκδίκαση της επανάληψης διαδικασίας αναγνώρισε ότι ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία (αρχική ομολογία και παράγωγα αυτής) ήταν απαράδεκτα και τα απέκλεισε, ωστόσο έκρινε ότι τα εναπομείναντα αποδεικτικά στοιχεία αρκούσαν για την καταδίκη του και δεν παρέπεμψε την υπόθεση για νέα εκδίκαση σε δικαστήριο ουσίας. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν πληρούσε τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης, καθώς δεν του δόθηκε επαρκής χρόνος και δυνατότητα προετοιμασίας της υπεράσπισής του με βάση το νέο αποδεικτικό πλαίσιο, ούτε εξετάστηκαν εκ νέου οι μάρτυρες, ενώ τα εναπομείναντα αποδεικτικά στοιχεία δεν αξιολογήθηκαν ενδελεχώς.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της επανάληψης της διαδικασίας, απέκλεισε από το αποδεικτικό υλικό την ομολογία του κατηγορουμένου και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν άμεσα από αυτήν, καθώς είχαν κριθεί ως «μολυσμένος καρπός» λόγω παραβίασης του δικαιώματός του σε νομική συνδρομή κατά το στάδιο της προδικασίας. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο παρέλειψε να εξηγήσει για ποιο λόγο ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που προέρχονταν από την ίδια ομολογία δεν θεωρήθηκαν επίσης «μολυσμένα» και διατηρήθηκαν στη δικογραφία. Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το απομένον αποδεικτικό υλικό αρκούσε για την καταδίκη του, χωρίς να προχωρήσει σε πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης ή σε νέα ακροαματική διαδικασία, κατά τρόπο που να διασφαλίζει πλήρη και δίκαιη επανεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και να παρέχει στον προσφεύγοντα επαρκή χρόνο και μέσα για την προετοιμασία της υπεράσπισής του.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η επανάληψη της διαδικασίας παρουσίασε ελλείψεις και δεν πληρούσε τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6 §§1 και 3 (β)-(δ) ΕΣΔΑ, το οποίο και παραβιάστηκε. Επιδίκασε δε 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Sergiy Volodymyrovych Alakhverdyan, γεννημένος το 1984, είναι ουκρανικής υπηκοότητας και εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης. Του παρασχέθηκε νομική αρωγή και εκπροσωπήθηκε από τους δικηγόρους M.O. Tarakhkalo και Y.O. Kovalenko.
Στις 10 Δεκεμβρίου 2004, οι αρχές ανακάλυψαν τα πτώματα δύο γυναικών, D. και S., στο σπίτι της πρώτης σε χωριό της Ουκρανίας, φέροντας πολλαπλά τραύματα από μαχαίρι. Την ίδια μέρα κινήθηκε ποινική διαδικασία και οι αρχές άρχισαν να συλλέγουν το αποδεικτικό υλικό. Στις 11 Δεκεμβρίου 2004, η αστυνομία ερεύνησε το σπίτι του Dor., κατοίκου του ίδιου χωριού και βρήκε ρούχα με ίχνη αίματος. Ο προσφεύγων, που γνώριζε τόσο την D. όσο και τον Dor., κλήθηκε για κατάθεση αλλά δεν εμφανίστηκε.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2004, αστυνομικοί επισκέφθηκαν τον προσφεύγοντα στο σπίτι του και του ζήτησαν να μεταβεί στο τμήμα για κατάθεση, πράγμα που αποδέχτηκε. Κατά τη διαδρομή, παρέλαβαν και τον G., γνωστό του προσφεύγοντος. Στο αστυνομικό τμήμα, ο προσφεύγων κατέθεσε ως μάρτυρας και δεν παρείχε στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αστυνομικοί στη συνέχεια μετέφεραν αυτόν και τον G. σε δασική περιοχή, όπου ο σύζυγος της D. τους προσέφερε χρήματα για να ομολογήσουν το έγκλημα, υποστηρίζοντας ότι το είχε οργανώσει ο Dor. Μετά από άρνηση και καταγγελλόμενη κακομεταχείριση από την αστυνομία, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι εξαναγκάστηκε να ομολογήσει το έγκλημα, το οποίο δεν είχε διαπράξει.
Την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων υπέγραψε επίσημη ομολογία για τη δολοφονία των D. και S. και τον τραυματισμό της N., η οποία αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο ως θύμα. Ο προσφεύγων παρείχε λεπτομερή περιγραφή της οργάνωσης και τέλεσης του εγκλήματος, του δικού του ρόλου, του ρόλου του G. και των αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν. Αργότερα εκείνη την ημέρα, συμμετείχε σε αναπαράσταση του εγκλήματος χωρίς παρουσία δικηγόρου, όπου επανέλαβε αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις. Μόνο το βράδυ της ίδιας ημέρας του δόθηκε πρόσβαση σε δικηγόρο.
Ο προσφεύγων επανέλαβε τις ομολογίες του σε περαιτέρω ανακριτικές ενέργειες, ωστόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανακάλεσε τις ομολογίες, καταγγέλλοντας κακομεταχείριση. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως δύο ατόμων και πρόκληση σωματικών βλαβών στη N. Το Εφετείο, δικάζοντας ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2005 (επικυρωμένη από το Ανώτατο Δικαστήριο μετ΄αναίρεση), έκρινε ότι οι ομολογίες του προσφεύγοντος και του G. είχαν συνοχή και ήταν λεπτομερειακές, ενώ απέρριψε τους ισχυρισμούς περί κακομεταχείρισης ως αβάσιμους. Το δικαστήριο στήριξε την ενοχή του, εκτός από την αρχική ομολογία της 12ης Δεκεμβρίου 2004, και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως τις δηλώσεις της N., τις καταθέσεις μαρτύρων, τα πορίσματα ιατροδικαστικών εξετάσεων και τα αποτελέσματα της αυτοψίας.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ισόβια κάθειρξη. Προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επικαλούμενος παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης, λόγω περιορισμού του δικαιώματος υπεράσπισης κατά την προδικασία, χρήση της ομολογίας που παρασχέθηκε χωρίς παρουσία δικηγόρου και αδυναμίας συνολικής επανεξέτασης της υπόθεσης μετά από σχετική απόφαση του Δικαστηρίου το 2019 που διαπίστωσε παραβίαση των δικαιωμάτων του.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1,
Άρθρο 6 § 3 (β),(δ)
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το ζήτημα που τέθηκε στην υπόθεση αφορούσε το κατά πόσον οι διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ουκρανίας, για την επανάληψη της διαδικασίας του προσφεύγοντος μετά από διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 της Σύμβασης από το ίδιο το ΕΔΔΑ σε προηγούμενη υπόθεση, ήταν συμβατές με τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (β)-(δ) της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της επανάληψης της διαδικασίας του προσφεύγοντος, απέκλεισε από το αποδεικτικό υλικό την ομολογία του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν άμεσα από αυτήν, καθώς είχαν κριθεί ως «μολυσμένος καρπός» λόγω παραβίασης του δικαιώματός του σε νομική συνδρομή κατά το στάδιο της προδικασίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο παρέλειψε να εξηγήσει για ποιο λόγο ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που επίσης φαίνονταν να προέρχονται από την ομολογία του προσφεύγοντος δεν θεωρήθηκαν επίσης «μολυσμένα» και διατηρήθηκαν στη δικογραφία. Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το απομένον αποδεικτικό υλικό αρκούσε για την καταδίκη του, χωρίς να προχωρήσει σε πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης ή σε νέα ακροαματική διαδικασία, κατά τρόπο που να διασφαλίζει πλήρη και δίκαιη επανεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και να παρέχει στον προσφεύγοντα επαρκή χρόνο και μέσα για την προετοιμασία της υπεράσπισής του.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η περιορισμένη αυτή επανεξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς πλήρη επανεκδίκαση της υπόθεσης και χωρίς να δοθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να αμφισβητήσει το απομένον αποδεικτικό υλικό ή να προσαρμόσει την υπεράσπισή του στη νέα δικονομική κατάσταση, του στέρησε το δικαίωμά του να έχει επαρκή χρόνο και μέσα για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, αλλά και από άλλα συναφή δικαιώματα του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (β)-(δ).
Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Δικαστήριο ερμήνευσε κατά τρόπο μη ορθό και όχι πλήρως συμβατό με το διατακτικό και το σκεπτικό του ΕΔΔΑ το προηγούμενο πόρισμα περί παραβίασης, γεγονός που συνέβαλε στην έλλειψη αποτελεσματικής θεραπείας της αρχικής παραβίασης.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η επανάληψη διαδικασίας από το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν ελλιπής και δεν πληρούσε τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (β)-(δ) της Σύμβασης και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (β)-(δ) της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.