Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 19 και 52 του ν. 4387/2016 (Α’ 85), συνάγεται ότι η διαδοχική ασφάλιση, η οποία σκοπό έχει την ασφαλιστική κάλυψη των ασφαλισμένων που διαδοχικά ασφαλίζονται σε περισσότερους ασφαλιστικούς οργανισμούς, τη διατήρηση των δικαιωμάτων τους από την κοινωνική ασφάλιση, σε περιπτώσεις μεταβολής του ασφαλιστικού φορέα και τη μη απώλεια του χρόνου ασφάλισης των ασφαλισμένων (πρβλ. ΣτΕ 2935/1994, 1127/1989 7μ.), αποτελεί δικαίωμα των ασφαλισμένων και, για τον λόγο αυτό, χωρεί πάντοτε ύστερα από σχετικό αίτημα αυτών (πρβλ. ΣτΕ 360/2023, 1774/2019, 195/2019, 2272/2013, 3703/2009), η δε διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του ν. 4387/2016 παρέχει, ρητώς, στον ασφαλισμένο τη δυνατότητα επιλογής του συνυπολογισμού ή μη του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης που έχει διανύσει σε κάποιον από τους ενταχθέντες στον e-Ε.Φ.Κ.Α. φορείς έως την 31η.12.2016, ενώ δεν θέτει, ως χρονικό περιορισμό, για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, τη συνταξιοδότηση του ενδιαφερομένου. Εν προκειμένω, μόνο εκ του γεγονότος ότι η καθ’ ης υπέβαλε αίτηση για απονομή σύνταξης γήρατος, χωρίς να ζητήσει τον συνυπολογισμό των χρόνων ασφάλισής της σε άλλους φορείς (τέως Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και τέως Ο.Α.Ε.Ε.), πλην του τέως Ο.Γ.Α., δεν μπορεί να συναχθεί βούλησή της να παραιτηθεί από το δικαίωμά της αυτό ούτε, άλλωστε, συντρέχει νόμιμος λόγος απόρριψης τυχόν μεταγενέστερης αίτησης, μόνο εκ του λόγου τούτου. Άλλωστε, τα επκαλούμενα από το προσφεύγον Φ1500/οικ.13016/562/12.11.2020 έγγραφο και 50/2020 εγκύκλιος, με την οποία παρέχονται οδηγίες και διευκρινίσεις στις αρμόδιες υπηρεσίες του προσφεύγοντος, για την εφαρμογή των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 4387/2016 και σύμφωνα με την οποία η προσμέτρηση χρόνου διαδοχικής ασφάλισης σε μεταγενέστερο της συνταξιοδότησης χρονικό σημείο δεν είναι δυνατή, διότι η δήλωση περί συνυπολογισμού ή μη του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης είναι δεσμευτική για τον ασφαλισμένο, στερείται νομικής δεσμευτικότητας (πρβλ. ΣτΕ 1686/2024, 2228/2023, 1372/2022, 1591/2021, 2919/2019, 967/2016 7μ., 4243/2014, 4541/2009) και δεν δύναται να αποτελεί νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα για την απόρριψη της αίτησης προσμέτρησης του επιπλέον χρόνου ασφάλισης. Ωστόσο, λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη ότι η Τ.Δ.Ε., στο πλαίσιο εξέτασης ένστασης κατά απόφασης του αρμόδιου Διευθυντή του ασφαλιστικού φορέα, δεν έχει εξουσία να αποφανθεί, το πρώτον, για θέμα επί του οποίου δεν έχει προηγηθεί εκφορά κρίσης του ως άνω Διευθυντή, καθώς και ότι τυχόν τέτοια νομική πλημμέλεια της απόφασης της Τ.Δ.Ε. εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται προσφυγή κατά της απόφασης της τελευταίας (πρβλ. ΣτΕ 3521/2008, ΔΕφΘεσ. 674/2017, ΔΕφΑθ. 816/2016, ΔΕφΘεσ. 1236/2011), το Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, η Τ.Δ.Ε., η οποία εξέτασε την ένσταση της καθ’ ης, με την οποία είχε υποβληθεί, το πρώτον, αίτημα για συνυπολογισμό των χρόνων ασφάλισής της σε άλλους φορείς, δεν είχε εξουσία να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος, αφού δεν είχε προηγηθεί απόφαση του Διευθυντή της Τοπικής Διεύθυνσης Α΄Μεσσηνίας του e-Ε.Φ.Κ.Α.. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. παρίσταται μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, ενώ πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στον αρμόδιο Διευθυντή του προσφεύγοντος, προκειμένου αυτός να αποφανθεί επί του αιτήματος της καθ’ ης να συνυπολογισθεί ο χρόνος ασφάλισής της σε άλλους φορείς, κατά τις διατάξεις για τη διαδοχική ασφάλιση.
Πηγή :