Κρίση του Δικαστηρίου ότι από το σύνολο των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης, ιδίως δε από την από 29.8.2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιατροδικαστή Α΄ τάξεως και Προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Φ.Κ. και την από 29.6.2012 όμοια των Π-Γ προκύπτουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής: Ο θάνατος της … , στις 24.4.2011 και ώρα 12:30, επήλθε λόγω καρδιοαναπνευστικής κάμψης, συνεπεία εγκεφαλικής νέκρωσης μετά από δηλητηρίαση με αιθανόλη (οινόπνευμα). Η ανωτέρω είχε εισέλθει την ίδια μέρα, κατά τις 04:30, στα επείγοντα περιστατικά του εναγομένου νοσοκομείου, έχοντας συμπτώματα οξείας μέθης, καθόσον απέπνεε έντονα αλκοόλ, ενώ ήταν σε ημικωματώδη – τουλάχιστον – κατάσταση, με εμφανή έκπτωση του επιπέδου του λόγου της, και σχεδόν ληθαργική. Τα όργανα του εναγομένου, ακολουθώντας, όπως συνάγεται από τις καταθέσεις του ιατρικού προσωπικού του κατά την ποινική διαδικασία, τα σχετικά πρωτόκολλά του, προέβησαν σε έλεγχο της κλινικής εικόνας της ασθενούς, ήτοι των ζωτικών σημείων αυτής (αρτηριακή πίεση 133/85, κορεσμός οξυγόνου 98%, θερμοκρασία 36οC, μέτρηση σάκχαρο και σφίξεις 87). Εκτίμησαν, περαιτέρω, το επίπεδο συνείδησής της με τη μέθοδο της κλίμακας Γλασκόβης (GCS), το οποίο και βαθμολογήθηκε με 10 -11. Δεν προέβησαν, όμως, στη διενέργεια των εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων που απαιτούντο, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες γνωματεύσεις, για την αντιμετώπιση των περιστατικών μέθης, ιδίως της οξείας, όπως ΗΚΓ, μέτρηση αερίων αρτηριακού αίματος (για την εκτίμηση της ανταλλαγής των αερίων και της οξεοβασικής ισορροπίας), εξετάσεις αίματος (γενική αίματος, βιοχημικός έλεγχος: γλυκόζη – ουρία – κρεατινίνη – ηπατική βιοχημεία – ηλεκτρολύτες, έλεγχος πυκνότητας), γενική εξέταση ούρων και ακτινογραφία θώρακος. Οι εξετάσεις αυτές πραγματοποιούνται προκειμένου να εκτιμηθεί, μεταξύ άλλων, η συγκέντρωση αιθανόλης στο αίμα του ασθενούς. Ήταν δε, εν προκειμένω, επιβεβλημένες και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι ιατροί του εναγομένου δεν είχαν λάβει ιστορικό για τη θανούσα (η ίδια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει στις ερωτήσεις τους, οι δε συνοδοί της απέκρυπταν σκόπιμα σημαντικές για τη διάγνωση της κατάστασής της πληροφορίες, όπως η ποσότητα αλκοόλ που είχε καταναλώσει και οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό συνέβη). Περαιτέρω, κατά το διάστημα από τις 04:30, ήτοι, κατά την εισαγωγή της ανωτέρω στο εναγόμενο Νοσοκομείο, μέχρι τις 08:45, οπότε η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της ήταν πλέον εμφανής, τα όργανα του τελευταίου, πέρα από έναν «αδρό κλινικό επανέλεγχο» στον οποίο προέβησαν στις 06:05 (άγγιξαν την ανήλικη, επανεκτίμησαν το επίπεδο συνείδησής της, έλεγξαν τον σφυγμό της, εξ όψεως την αναπνοή της, καθώς και αν βρισκόταν σε θέση ανάνηψης) δεν την εξέτασαν με τρόπο επισταμένο ούτε προβληματίστηκαν για την πορεία της, παρ’ όλο που εκείνη δεν εμφάνιζε σημάδια βελτίωσης. Εξάλλου, ουδείς εκ του προσωπικού του νοσοκομείου δεν φρόντισε να καλέσει τους γονείς της. Επιφορτισμένοι με τη φροντίδα και παρακολούθηση της ανήλικης παρέμειναν μέχρι το τέλος τρίτα πρόσωπα, κατηγορούμενα για τον βιασμό της, για τον οποίο, εξάλλου, ο ένας εκ των συνοδών της, επίσης ανήλικος, τελικώς και καταδικάστηκε. Το Δικαστήριο λαμβάνει, περαιτέρω, υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες ως άνω πραγματογνωμοσύνες, αλλά και από τη σχετική βιβλιογραφία (ενδεικτικά, «Μέθη: Κλινική εικόνα και Διάγνωση», στην ιστοσελίδα https://www.iatronet.gr/ygeia/pathologia/article/4052/methi-kliniki-eikona-kai-diagnwsi.html, τελευταία αναζήτηση 09/04/2025, και «Ethanol intoxication in children: Clinical features, evaluation, and management», Carl R. Baum, UpToDate, 07/01/2025), κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση των ασθενών με οξεία μέθη είναι η τακτική παρακολούθηση του επιπέδου συνείδησης και των ζωτικών λειτουργιών τους, μέχρι να αποβληθεί επαρκώς η αλκοόλη από τον οργανισμό τους και να σημειωθεί βελτίωση της κλινικής τους εικόνας. Ειδικώς δε, στην περίπτωση που δεν βελτιώνεται το επίπεδο συνείδησης των ασθενών, συνιστάται η συχνή επανεκτίμηση της προστασίας του αεραγωγού και της αναπνοής τους, η επαναληπτική διενέργεια γενικών αιματολογικών και βιοχημικών εξετάσεων ή ακόμη και περαιτέρω διερεύνηση αναλόγως των ενδείξεων (π.χ. διενέργεια αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου). Οι εξετάσεις αυτές είναι απαραίτητες ακριβώς διότι η μέθη, ιδίως σε ανήλικους, αποτελεί μια δυνητικά επικίνδυνη για τη ζωή του ασθενούς κατάσταση, η έκβαση της οποίας εξαρτάται – όπως τονίζεται σε όλες τις πραγματογνωμοσύνες που συντάχτηκαν για την υπόθεση – από πολλούς παράγοντες, απαιτεί δε, λόγω της μη προβλεπτής εξέλιξής της, εγρήγορση και συνεχή ιατρικό έλεγχο. Το Δικαστήριο σημειώνει συναφώς ότι η θανούσα, εκτός του ότι ήταν ανήλικη (ήτοι, κατά τεκμήριο, ένας σχετικά παρθένος στο αλκοόλ οργανισμός), ήταν επιπλέον γυναίκα με ιδιαίτερα μικρό βάρος (45 κιλά), γνωρίσματα (γυναικείο φύλο και μικρός σωματότυπος) που λειτουργούν επιβαρυντικά για την πρόγνωση των περιστατικών οξείας μέθης (βλ. τις προαναφερόμενες πραγματογνωμοσύνες). Παρ’ όλο δε που έφερε αυτά τα χαρακτηριστικά και περαιτέρω εισήχθη στο εναγόμενο Νοσοκομείο σε κατάσταση εμφανώς μειωμένης συνείδησης, οριακά κωματώδη με βάση την κλίμακα της Γλασκόβης, στην οποία (κατάσταση) και παρέμεινε για ώρες χωρίς βελτίωση, δεν δόθηκε στην περίπτωσή της από το προσωπικό του εναγομένου η ανάλογη προσοχή, πέραν της απλής και συνήθους. Δεν έγιναν, δηλαδή, πριν από τη σαφή και αναπόδραστη επιδείνωση της υγείας της, εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις ούτε εισήχθη εγκαίρως στη ΜΕΘ για παρακολούθηση, το οποίο συνιστάτο για την περίπτωσή της (βλ. την σχετική ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη). Οι παραλείψεις αυτές ήταν παράνομες, κατά την έννοια των διατάξεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 4-6 της παρούσας, δεν μπορεί δε να αποκλειστεί ότι συνέβαλαν στον θάνατο της ανωτέρω. Επομένως, υφίσταται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μεταξύ αυτών αιτιώδης συνάφεια, έστω και απομακρυσμένη (πρβλ. ΣτΕ 1500/2022). Το Δικαστήριο καταλήγει στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, χωρίς να αμφισβητεί την αθωότητα των υπεύθυνων για την παρακολούθηση της θανούσας ιατρών του εναγομένου για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και της θανατηφόρας έκθεσης, για την απόδειξη των οποίων, εξάλλου, απαιτείτο η έλλειψη οιασδήποτε σχετικής αμφιβολίας. Αντίθετα, για την τεκμηρίωση των επίμαχων παραλείψεων, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, απαιτούνται απλώς επαρκή προς τούτο στοιχεία, τα οποία υφίστανται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εκτέθηκαν δε παραπάνω (σχετικά με τον διαφορετικό βαθμό απόδειξης στην ποινική και διοικητική δίκη και τη σημασία του, βλ. Σ.τ.Ε. 156/2022 7μ., 297/2019, 951/2018 7μ., κ.α., και αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 12ης.07.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 19ης.04.2011 Erkol κατά Τουρκίας και της 30ης.04.2015 Καπετάνιος κατά Ελλάδας). Σε κάθε δε περίπτωση, είναι δεδομένο ότι η ένταξη σε ένα σύστημα υγείας, με τα δικά του πρωτόκολλα, τις «ρουτίνες» του, καθώς και με συγκεκριμένα επίπεδα δυνατοτήτων, συνιστά αναπόδραστη πραγματικότητα για το ιατρικό (και νοσηλευτικό) προσωπικό των νοσοκομείων της Χώρας και κατευθύνει σε καθοριστικό βαθμό τις αποφάσεις τους, ορίζοντας το πλαίσιο τους. Το γεγονός, όμως, ότι – εν όψει και των εν λόγω περιστάσεων – στοιχειοθετείται δύσκολα ποινικώς κολάσιμη πράξη ή παράλειψη του παραπάνω προσωπικού δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι οι ενέργειές του είναι σε κάθε περίπτωση οι επιβαλλόμενες από την ιατρική επιστήμη και πρακτική ούτε αποκλείει την, ούτως ή άλλως αντικειμενική, ευθύνη του εκάστοτε εναγόμενου με την αγωγή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ νοσοκομείου.
Δεκτή εν μέρει η αγωγή.