ΑΠΟΦΑΣΗ
Păcurar κατά Ρουμανίας της 24.06.2025 (προσφ. αρ. 17985/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων ήταν υψηλόβαθμος αξιωματικός της αστυνομίας. Του επιβλήθηκε δήμευση περιουσιακών του στοιχείων, βάσει της κείμενης νομοθεσίας που αποσκοπούσε στη διαφύλαξη της καθαρότητας κατά την άσκηση δημόσιου αξιώματος, καθώς η προέλευση των περιουσιακών στοιχείων του δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί και ήταν «αδιευκρίνιστη». Ως αποτέλεσμα της επαλήθευσης που διενήργησε η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας, η οποία προκλήθηκε από την αδυναμία του προσφεύγοντος να συμπληρώσει σωστά τις δηλώσεις του περί πόθεν έσχες, δημεύθηκαν περίπου 57.000 ευρώ κατόπιν απόφασης του Εφετείου του Cluj τον Φεβρουάριο του 2016.
Το Δικαστήριο έκρινε, ότι το άρθρο 6 ήταν εφαρμοστέο στο πλαίσιο του αστικού του σκέλους και όχι του ποινικού, καθώς η διαδικασία δεν αφορούσε ποινικά αδικήματα αλλά διοικητικά. Ο προσφεύγων είχε ευκαιρία να συμμετάσχει στη διαδικασία, τόσο γραπτά όσο και προφορικά και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο της επιλογής του και η διαδικασία δεν ήταν αυθαίρετη. Επιπλέον, η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, όπως εφαρμόστηκε από τα ρουμανικά δικαστήρια όσον αφορά τη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, κρίθηκε νόμιμη. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η δήμευση ήταν αναλογική, διότι υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις στο νομικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιήθηκε, και η Ρουμανία ενήργησε στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας στην καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο όπου καλούνταν να λάβει συγκεκριμένα μέτρα στον τομέα αυτό.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1) ούτε και του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Ioan Păcurar, είναι Ρουμάνος υπήκοος, γεννημένος το 1960 και κάτοικος Cluj-Napoca (Ρουμανία). Ήταν επικεφαλής της αστυνομικής διεύθυνσης ενός νομού.
Το 2011, η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας (Agenția Națională de Integritate – «ANI») διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε συμπληρώσει σωστά τη δήλωση πόθεν έσχες σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του. Η δήλωση αυτή ήταν υποχρεωτική για υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους, για τα μέλη του δικαστικού σώματος, για άτομα που κατείχαν διευθυντικές θέσεις και για δημόσιους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον ν. 115/1996. Στους παραπάνω συμπεριλαμβάνονταν ο προσφεύγων. Ξεκίνησε διαδικασία επαλήθευσης των περιουσιακών του στοιχείων.
Τον Σεπτέμβριο του 2012, ο προσφεύγων ενημερώθηκε ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δαπανών και των εσόδων του. Αργότερα τον ίδιο μήνα, η ANI ανέφερε ότι για τις περιόδους 2001, 2003, 2004 και 2008 έως 2010, οι διαφορές ανέρχονταν συνολικά σε 718.847,54 ρουμανικά λέϊ (περίπου 189.143 ευρώ).
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Ελέγχου Περιουσιακών Στοιχείων του Εφετείου του Cluj. Η ακροαματική διαδικασία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2012, με τον προσφεύγοντα να εκπροσωπείται από δικηγόρο της επιλογής του. Ο ίδιος υπέβαλε Υπόμνημα με τις θέσεις του. Η Επιτροπή εξέδωσε το πόρισμά της τον Μάρτιο του 2013. Μεταξύ άλλων, έκρινε ότι υπήρχαν ασυμφωνίες για την περίοδο έως το 2004. Κρίθηκε ότι το βάρος της απόδειξης βαρύνει την ANI και τον προσφεύγοντα, διαπιστώνοντας ότι η διαφορά που μπορούσε να αποδειχθεί ανερχόταν σε 261.310 ROL (περίπου 59.000 ευρώ). Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Εφετείο του Cluj για την έκδοση απόφασης για κατάσχεση. Μετά από αρκετές ακροάσεις και την προσκόμιση εγγράφων, τον Φεβρουάριο του 2016 εκδόθηκε απόφαση κατά του προσφεύγοντος. Το Εφετείο του Cluj απάντησε, σε 18 σελίδες, στους ισχυρισμούς που προέβαλε ο ίδιος. Επανέλαβε ότι, ενώ γενικά τεκμαίρονταν ότι η περιουσία αποκτήθηκε με νόμιμο τρόπο, το τεκμήριο αυτό παύει να ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους όταν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις (dovezi certe) ότι ορισμένα περιουσιακά στοιχεία δεν αποκτήθηκαν νόμιμα και συνδέεται στενά με την υποχρέωση δήλωσης των περιουσιακών τους στοιχείων. Το εγχώριο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν σαφείς αποδείξεις ότι η πηγή των 254.924 ROL (περίπου 57.000 ευρώ) δεν είχε δικαιολογηθεί από τον προσφεύγοντα και διέταξε τη δήμευση αυτού του ποσού σύμφωνα με το άρθρο 18 § 1 του ν. 115/1996. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε τον Μάρτιο του 2017.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6,
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο αποφάσισε καταρχάς ότι το άρθρο 6 § 1 ήταν εφαρμοστέο στο πλαίσιο του αστικού του σκέλους, καθώς η διαδικασία κατάσχεσης δεν αφορούσε την εκδίκαση ποινικής κατηγορίας κατά του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η διαδικασία ήταν πολυεπίπεδη, μέσω διοικητικών διαδικασιών και σε διάφορα επίπεδα δικαιοδοσίας δικαστηρίων. Ο προσφεύγων είχε προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον της Επιτροπής Επαλήθευσης Περιουσιακών Στοιχείων σε κατ΄αντιμωλία διαδικασία, ορισμένοι από τους οποίους είχαν γίνει δεκτοί από τον εν λόγω φορέα. Τα πορίσματα της Επιτροπής είχαν εξεταστεί από τα δικαστήρια, τα οποία είχαν βασίσει τις αποφάσεις τους, ορθώς, στην ερμηνεία του νόμου όπως είχε προηγουμένως καθοριστεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο. Είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αναίρεση και να υποβάλει νέα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως και έκανε.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, κατ’ αρχήν, η μετατόπιση του βάρους της απόδειξης στον εναγόμενο σε υποθέσεις που αφορούν την επαλήθευση της προέλευσης της περιουσίας ενός δημόσιου λειτουργού, δεν δημιουργεί προβλήματα στο πλαίσιο της Σύμβασης. Αυτό ήταν σύμφωνο με το νόμο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η σχετική νομοθεσία δεν ήταν σε καμία περίπτωση ασαφής.
Ο προσφεύγων είχε την άνεση της ευκαιρίας να συμμετάσχει στη διαδικασία, τόσο γραπτά όσο και προφορικά και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο της επιλογής του, ενώ η διαδικασία δεν ήταν αυθαίρετη.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη.
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο, σημειώνοντας αρχικά ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εναπόκειται κατά κύριο λόγο στις εθνικές αρχές, έκρινε ότι υπήρχε σαφής νομική βάση για τη δήμευση της περιουσίας του προσφεύγοντος. Η δήμευση είχε τον νόμιμο στόχο της καταπολέμησης της διαφθοράς και της διασφάλισης της ακεραιότητας των δημοσίων λειτουργών. Όσον αφορά την αναλογικότητα του μέτρου, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στο δικαίωμα στην προστασία της περιουσίας μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη μόνο εάν μπορεί να αξιολογηθεί στο πλαίσιο κατ΄αντιμωλία διαδικασίας που εξασφαλίζει την ισότητα των όπλων.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η σχετική ρουμανική νομοθεσία (ν. 115/1996 και ν. 176/2010) και η δραστηριότητα της «ANI» είχαν επαινεθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συμβολή τους στην καταπολέμηση της διαφθοράς στη Ρουμανία. Ο προσφεύγων δεν είχε τηρήσει τη νομοθεσία σχετικά με τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που έθετε υπό αμφισβήτηση τον τρόπο απόκτησής τους. Η διαδικασία που ακολούθησε ήταν σύμφωνη με σαφώς καθορισμένους κανόνες και ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί την υπόθεσή του.
Συνολικά, υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις στο νομικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιήθηκε η δήμευση και η Ρουμανία ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας («περιθώριο εκτίμησης») στην καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο όπου καλούνταν να λάβει μέτρα στον τομέα αυτό.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσχεση ήταν αναλογική προς τον επιδιωκόμενο στόχο και ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της περιουσίας.