ΑΠΟΦΑΣΗ
Τράπεζα Saderat Iran κατά Ελλάδας της 22.07.2025 (αρ. προσφ. 31687/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα τράπεζα εδρεύει στην Τεχεράνη. Ίδρυσε υποκατάστημα στην Αθήνα το 1976. Στις 7 Μαΐου 1980, η Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος (ΑΤΕ) κατέθεσε αγωγή κατά της προσφεύγουσας τράπεζας ζητώντας αποζημίωση για παράνομες πράξεις. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1980, η προσφεύγουσα κατέθεσε αγωγή κατά της ΑΤΕ, ενώ στις 22 Μαρτίου 1984 η ΑΤΕ κατέθεσε δεύτερη αγωγή κατά της προσφεύγουσας για τόκους.
Η υπόθεση εξελίχθηκε με πολλαπλές αναβολές και καθυστερήσεις. Το 2010, το Πρωτοδικείο Αθηνών εξέδωσε απόφαση που υποχρέωνε την προσφεύγουσα να καταβάλει στην ΑΤΕ ποσά 325.772,77 ευρώ συν τόκους και 150.754,22 ευρώ συν τόκους. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση υποστηρίζοντας ότι οι αξιώσεις της ΑΤΕ για τόκους είχαν παραγραφεί σύμφωνα με την πενταετή προθεσμία παραγραφής, αμφισβητώντας την εφαρμογή του άρθρου 34 § 8 του N. 4332/1929 που προέβλεπε εικοσαετή παραγραφή για τις αξιώσεις της ΑΤΕ.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση, κρίνοντας ότι οι ευνοϊκές για την ΑΤΕ διατάξεις εξακολουθούσαν να ισχύουν παρά τη μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία το 1990, λόγω του ειδικού νομικού καθεστώτος της ως κύριου φορέα στήριξης της αγροτικής πίστης. Ο Άρειος Πάγος επιβεβαίωσε την απόφαση του Εφετείου.
Η προσφεύγουσα προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθώς και των άρθρων 6 § 1 και 13 λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας και της έλλειψης αποτελεσματικής προσφυγής.
Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή σχετικά με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ως απαράδεκτη ratione materiae, καθώς η προσφεύγουσα δεν διέθετε «υπάρχουσα περιουσία» ή «νόμιμη προσδοκία» κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, αλλά απλά την ελπίδα ότι το χρέος της προς την ΑΤΕ δεν θα θεωρούνταν εισπράξιμο λόγω συντομότερης προθεσμίας παραγραφής.
Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της εύλογης διάρκειας των διαδικασιών (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ), καθώς η διαδικασία διήρκεσε πάνω από τριάντα τρία (33) χρόνια για δύο βαθμούς δικαιοδοσίας! Επίσης, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13, καθώς το ελληνικό νομικό σύστημα δεν προσέφερε αποτελεσματικό ένδικο μέσο για την καταγγελία της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 9.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.075 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Τράπεζα Saderat του Ιράν, είναι τράπεζα με έδρα την Τεχεράνη του Ιράν, η οποία το 1976 ίδρυσε υποκατάστημα στην Αθήνα.
Στις 7 Μαΐου 1980, η Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος (ΑΤΕ) κατέθεσε αγωγή κατά της προσφεύγουσας τράπεζας και δύο προστηθέντων της στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας αποζημίωση για πράξεις που διέπραξαν και τις οποίες η ΑΤΕ ισχυρίστηκε ότι ήταν παράνομες. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1980, η προσφεύγουσα τράπεζα κατέθεσε αγωγή κατά της ΑΤΕ και των προστηθέντων της, ζητώντας αποζημίωση για την φερόμενη συμμετοχή ορισμένων από αυτούς σε παράνομες πράξεις. Στις 22 Μαρτίου 1984, η ΑΤΕ κατέθεσε δεύτερη αγωγή κατά της προσφεύγουσας τράπεζας, διεκδικώντας τόκους από την ημερομηνία επίδοσης της πρώτης αγωγής της.
Η υπόθεση εξετάστηκε από διάφορα δικαστήρια με πολλαπλές αναβολές και καθυστερήσεις. Μετά από μακρά διαδικασία, το Πρωτοδικείο Αθηνών εξέδωσε την απόφαση αριθ. 4622/2010 στις 15 Ιουλίου 2010, αποδεχόμενο εν μέρει τις δύο αγωγές που κατέθεσε η ΑΤΕ και διατάσσοντας την προσφεύγουσα τράπεζα να καταβάλει το ποσό των 325.772,77 ευρώ συν τόκους και 150.754,22 ευρώ συν τόκους για τη ζημία που προκλήθηκε στην ΑΤΕ. Επίσης ανέβαλε την εξέταση της αγωγής της προσφεύγουσας τράπεζας.
Στις 18 Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα τράπεζα άσκησε έφεση κατά της απόφασης της 15ης Ιουλίου 2010. Στις 27 Ιουλίου 2012, η ΑΤΕ τέθηκε υπό εκκαθάριση και οι απαιτήσεις της μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Πειραιώς, η οποία διαδέχθηκε την ΑΤΕ στις εκκρεμείς διαδικασίες. Η προσφεύγουσα τράπεζα υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι οι αξιώσεις της ΑΤΕ για τόκους είχαν παραγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 250 § 15 του Αστικού Κώδικα και τη γενική πενταετή προθεσμία παραγραφής. Υποστήριξε ότι το άρθρο 34 § 8 του Νόμου αριθ. 4332/1929, το οποίο προέβλεπε ότι όλες οι αξιώσεις της ΑΤΕ θα παραγράφονταν μετά από προθεσμία παραγραφής είκοσι ετών, δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί επειδή ήταν αντίθετο με το Σύνταγμα.
Με την απόφαση αριθ. 4551/2013 της 22ας Ιουλίου 2013, το Εφετείο Αθηνών απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας τράπεζας και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Το εφετείο έκρινε ότι οι διατάξεις που ευνοούσαν την ΑΤΕ, συμπεριλαμβανομένης της εικοσαετούς προθεσμίας παραγραφής, εξακολουθούσαν να ισχύουν και δεν ήταν αντίθετες με το Σύνταγμα ακόμη και μετά τη μετατροπή της τράπεζας σε ανώνυμη εταιρεία το 1990 (Νόμος αριθ. 1914/1990).
Στις 7 Μαρτίου 2014, η προσφεύγουσα τράπεζα άσκησε αναίρεση κατά της Τράπεζας Πειραιώς, υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις υπέρ της ΑΤΕ ήταν αντίθετες με τη συνταγματική αρχή της ισότητας και την υποχρέωση μη διαφορετικής μεταχείρισης ουσιαστικά παρόμοιων καταστάσεων. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση με την απόφαση αριθ. 2259/2014 (που εκδόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2014), επιβεβαιώνοντας τα ευρήματα του εφετείου ότι η ΑΤΕ είχε ιδρυθεί ως τραπεζική οντότητα με σκοπό κοινής ωφέλειας και ότι οι ευνοϊκές διατάξεις παρέμειναν σε ισχύ βάσει του Νόμου αριθ. 1914/1990 ακόμη και μετά τη μετατροπή της.
Η προσφεύγουσα τράπεζα κατήγγειλε βάσει του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Σύμβασης ότι η εφαρμογή της εικοσαετούς προθεσμίας παραγραφής αντί της γενικής πενταετούς στις αξιώσεις της ΑΤΕ παραβίασε το δικαίωμά της στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών της στοιχείων. Επικαλούμενη τα άρθρα 6 § 1 και 13 της Σύμβασης, κατήγγειλε επίσης ότι η διάρκεια των διαδικασιών ήταν υπερβολική και ότι δεν είχε αποτελεσματικό εσωτερικό ένδικο μέσο για την καταγγελία της.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1,
Άρθρο 13,
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην προκειμένη υπόθεση έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω της υπερβολικής διάρκειας των δικαστικών διαδικασιών και παραβίαση του άρθρου 13 λόγω της έλλειψης αποτελεσματικής προσφυγής για το ζήτημα της υπερβολικής διάρκειας των διαδικασιών.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διαδικασίες διήρκεσαν πάνω από τριάντα τρία (33) έτη για δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, γεγονός που υπερβαίνει κατά πολύ την εύλογη προθεσμία που απαιτείται από το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Παρά το γεγονός ότι η υπόθεση παρουσίαζε κάποια πολυπλοκότητα, αυτό δεν δικαιολογούσε τη συνολική διάρκεια των διαδικασιών. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι καθυστερήσεις που αποδίδονται στις κρατικές αρχές ανέρχονται σε περισσότερα από 19 έτη για δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το ελληνικό νομικό σύστημα δεν προσέφερε στους ενδιαφερόμενους αποτελεσματική προσφυγή που θα τους επέτρεπε να διαμαρτυρηθούν για τη διάρκεια των διαδικασιών, κατά παράβαση του άρθρου 13.
Αναφορικά με την καταγγελία της προσφεύγουσας τράπεζας σχετικά με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο την έκρινε απαράδεκτη λόγω ασυμβατότητας ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ελπίδα ενός οφειλέτη να ακυρωθεί από τα εθνικά δικαστήρια μια διάταξη που θεσπίζει ειδική προθεσμία παραγραφής υπέρ του πιστωτή δεν μπορεί να θεωρηθεί «περιουσία» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα τράπεζα το ποσό των 9.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.075 ευρώ για δικαστικά έξοδα.