Ιρακινός υπήκοος υπέβαλε αίτηση ασύλου στην Ελλάδα υποστηρίζοντας ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του. Κατά δήλωσή του, είχε τραυματιστεί με πυροβόλο όπλο από μέλος της οικογένειας μιας κοπέλας με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση και είχε ληφθεί απόφαση φυλών που διέτασσε τη θανάτωσή του. Ωστόσο, η αίτησή του απορρίφθηκε λόγω ανεπάρκειας των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων. Η προσφυγή του κατά της απόφασης επί της αίτησης ασύλου απορρίφθηκε από ανεξάρτητη επιτροπή ως προδήλως αβάσιμη. Τούτο διότι ο αιτών δεν παρέστη αυτοπροσώπως ενώπιον της επιτροπής, ενώ η σχετική εθνική ρύθμιση καθιερώνει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής σε περίπτωση που ο αιτών δεν παραστεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου που την εξετάζει.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης της ανεξάρτητης επιτροπής, υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Το εθνικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η διαδικαστική υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης και, ειδικότερα, οι έννομες συνέπειες της μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής είναι συμβατές με την οδηγία της Ένωσης σχετικά με τη διεθνή προστασία 2.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής όπως αυτό κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης του αιτούντος άσυλο να παραστεί αυτοπροσώπως ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Πράγματι, μοναδικός σκοπός της υποχρέωσης αυτής είναι η εξακρίβωση της παρουσίας του ενδιαφερομένου στην εθνική επικράτεια και όχι η ακρόασή του.
Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη ρύθμιση μπορεί μεν να συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού συστήματος, καθόσον οι δικαστές που επιλαμβάνονται των εν λόγω προσφυγών επικεντρώνονται σε εκείνες που ασκούνται από αιτούντες οι οποίοι έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την έκβαση της προσφυγής τους, πλην όμως δεν τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
Κατά το Δικαστήριο, θα μπορούσαν να ληφθούν λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως είναι η δυνατότητα των αιτούντων να εκπροσωπηθούν από δικηγόρο ή άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο και να αποδείξουν την παρουσία τους στην ελληνική επικράτεια εμφανιζόμενοι ενώπιον αστυνομικού τμήματος ή άλλης δημόσιας ή δικαστικής αρχής που βρίσκεται κοντά στον τόπο διαμονής τους.
Επιπλέον, η υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης των αιτούντων συνιστά μη εύλογη και υπερβολική
Διεύθυνση Επικοινωνίας
Υπηρεσία Τύπου και Πληροφόρησης curia.europa.eu επιβάρυνση για εκείνους οι οποίοι δεν διαμένουν στην περιοχή της Αθήνας όπου εκδικάζονται οι προσφυγές. Τούτο διότι οι εν λόγω αιτούντες υποχρεούνται να μεταβούν στην Αθήνα προκειμένου απλώς να δηλώσουν την παρουσία τους, χωρίς ωστόσο να τύχουν οπωσδήποτε ακρόασης. Ο δυσανάλογος χαρακτήρας της ανωτέρω νομοθεσίας έγκειται ιδίως στο γεγονός ότι καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής, με αποτέλεσμα αυτή να απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη, χωρίς εξέτασή της επί της ουσίας.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 3ης Ιουλίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Πολιτική ασύλου – Διεθνής προστασία – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 46 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Απαίτηση πλήρους και ex nunc εξέτασης της προσφυγής – Υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον της αρχής που είναι αρμόδια για την εξέταση της προσφυγής – Τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης προσφυγής – Απόρριψη της προσφυγής ως προδήλως αβάσιμης χωρίς εξέτασή της επί της ουσίας – Αρχή της αναλογικότητας »
Στην υπόθεση C‑610/23 [Al Nasiria] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (Ελλάδα) με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Οκτωβρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
FO
κατά
Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, A. Kumin, I. Ziemele και S. Gervasoni, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: L. Medina
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη Z. Χατζηπαύλου, τον Κ. Γεωργιάδη και την Τ. Παπαδοπούλου,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Blanc-Simonetti και Α. Κατσιμέρου,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 2025,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, εν συνόψει, την ερμηνεία του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60, και διορθωτικά ΕΕ 2015, L 29, σ. 16, και ΕΕ 2015, L 114, σ. 25), υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του FO και του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου (Ελλάδα) σχετικά με την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο FO.
Το νομικό πλαίσιο
Το διεθνές δίκαιο
3 Στη Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 και συμπληρώθηκε με το σχετικό προς το καθεστώς των προσφύγων πρωτόκολλο, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967, περιλαμβάνεται το άρθρο 33, το οποίο τιτλοφορείται «Απαγόρευσις απελάσεως ή επαναπροωθήσεως» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται διά λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.»
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2008/115/ΕΚ
4 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98), ορίζει στην παράγραφο 4 τα εξής:
«Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία, ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, τα κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή μπορούν να χορηγούν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.»
5 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:
«Οι αποφάσεις επιστροφής συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου:
α) εφόσον δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, ή
β) εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση επιστροφής.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις επιστροφής μπορούν να συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου.»
Η οδηγία 2011/95/ΕΕ
6 Το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), ορίζει τα ακόλουθα:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
[…]
δ) “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·
[…]
στ) “πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας·
[…]».
7 Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων», προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.
[…]
3. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:
α) όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·
β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·
γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·
[…]
5. Οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του·
β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων·
γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του·
δ) ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει και
ε) η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.»
Η οδηγία 2013/32
8 Οι αιτιολογικές σκέψεις 18, 23, 25, 43 και 50 της οδηγίας 2013/32 έχουν ως εξής:
«(18) Είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων διεθνή προστασία να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.
[…]
(23) Στο πλαίσιο των διαδικασιών προσφυγών, θα πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση από πρόσωπα που βάσει της εθνικής νομοθεσίας έχουν τις σχετικές ικανότητες. Επιπλέον, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, οι αιτούντες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται, ιδία δαπάνη, νομικούς ή άλλους συμβούλους που γίνονται δεκτοί ή στους οποίους επιτρέπεται να λειτουργούν με την ιδιότητα αυτή βάσει του εθνικού δικαίου.
[…]
(25) Προς τον σκοπό της ορθής αναγνώρισης των ατόμων που χρήζουν προστασίας ως πρόσφυγες κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης [περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951,] ή ως πρόσωπα που δικαιούνται επικουρική προστασία, κάθε αιτών θα πρέπει να έχει πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες, τη δυνατότητα να συνεργάζεται και να επικοινωνεί καταλλήλως με τις αρμόδιες αρχές ώστε να υποβάλλει τα στοιχεία της υπόθεσής του, καθώς και επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για να προωθεί την υπόθεσή του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Επιπλέον, η εξέταση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει κανονικά να δίδει στον αιτούντα τουλάχιστον: το δικαίωμα παραμονής εν αναμονή της απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή, […] το δικαίωμα κατάλληλης κοινοποίησης της απόφασης και πραγματικό και νομικό σκεπτικό της απόφασης, τη δυνατότητα συνεννόησης με νομικό ή άλλο σύμβουλο, το δικαίωμα ενημέρωσής του για τη νομική του κατάσταση στα κρίσιμα σημεία της διαδικασίας, σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, καθώς και, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, το δικαίωμα ουσιαστικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.
[…]
(43) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάζουν όλες τις αιτήσεις επί της ουσίας, δηλαδή να αξιολογούν κατά πόσον ο συγκεκριμένος αιτών μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσωπο που δικαιούται διεθνή προστασία κατά την έννοια της οδηγίας [2011/95], εκτός εάν η παρούσα οδηγία προβλέπει άλλως, ιδίως όταν μπορεί να υποτεθεί εύλογα ότι άλλη χώρα θα εξετάσει το θέμα και θα παράσχει επαρκή προστασία. […]
[…]
(50) Σύμφωνα με βασική αρχή της ενωσιακής νομοθεσίας, οι αποφάσεις επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, οι αποφάσεις που αφορούν την άρνηση εκ νέου έναρξης της εξέτασης μιας αίτησης μετά την παύση της, και οι αποφάσεις περί ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας πρέπει να επιδέχονται αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.»
9 Το άρθρο 2 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
[…]
στ) “αποφαινόμενη αρχή”: κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις·
[…]».
10 Το άρθρο 28 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία σε περίπτωση σιωπηρής ανάκλησης της αίτησης ή υπαναχώρησης από αυτήν», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:
«1. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποφαινόμενη αρχή να αποφασίσει είτε να σταματήσει την εξέταση είτε, σε περίπτωση που η αποφαινόμενη αρχή θεωρήσει την αίτηση ως αβάσιμη αφού την εξετάσει επαρκώς επί της ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας [2011/95], να απορρίψει την αίτηση.
Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν ότι ο αιτών έχει ανακαλέσει σιωπηρά την αίτησή του για διεθνή προστασία ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι:
α) δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 της οδηγίας [2011/95] ή δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη όπως προβλέπεται στα άρθρα 14 έως 17 της παρούσας οδηγίας, εκτός εάν ο αιτών αποδείξει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ότι αυτό οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του·
β) διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή ευρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την αρμόδια αρχή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, εκτός εάν αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του.
Για τον σκοπό της εφαρμογής των προκειμένων διατάξεων, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να ορίσουν χρονικά όρια ή κατευθυντήριες γραμμές.
2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών που αναφέρεται και πάλι στην αρμόδια αρχή μετά τη λήψη απόφασης να σταματήσει η εξέταση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της υπόθεσής του ή να υποβάλει νέα αίτηση η οποία δεν υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 40 και 41.
Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα χρονικό όριο τουλάχιστον εννέα μηνών μετά το οποίο η υπόθεση του αιτούντος δεν θα μπορεί να επανεξετασθεί ή η νέα αίτηση θα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μεταγενέστερη αίτηση και να υπόκειται στη διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 40 και 41. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η υπόθεση του αιτούντος μπορεί να επανεξετασθεί μόνο μία φορά.
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το πρόσωπο αυτό να μην απομακρυνθεί κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στην αποφαινόμενη αρχή να συνεχίσει την εξέταση από το στάδιο στο οποίο είχε σταματήσει.»
11 Το άρθρο 31 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία εξέτασης», ορίζει στην παράγραφο 8 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι μια διαδικασία εξέτασης σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ μπορεί να επιταχυνθεί και/ή να διενεργηθεί στα σύνορα ή σε ζώνες διέλευσης σύμφωνα με το άρθρο 43, εφόσον:
α) ο αιτών, κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των γεγονότων, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95]· ή
β) ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής κατά την έννοια της οδηγίας αυτής· ή
γ) ο αιτών παραπλάνησε τις αρχές με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων όσον αφορά την ταυτότητα και/ή την ιθαγένειά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση· ή
δ) είναι πιθανόν ότι ο αιτών έχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του· ή
ε) ο αιτών έχει παρουσιάσει προδήλως ασυνεπείς και αντιφατικές πληροφορίες ή σαφώς ψευδείς ή προφανώς απίθανες πληροφορίες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με επαρκώς τεκμηριωμένες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, καθιστώντας έτσι σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ως προς το εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95]· ή
στ) ο αιτών έχει καταθέσει μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία δεν είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 5· ή
ζ) ο αιτών υποβάλλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του ή
η) ο αιτών εισήλθε παράνομα στο έδαφος του κράτους μέλους ή παρέτεινε παράνομα τη διαμονή του και, χωρίς σοβαρό λόγο, δεν παρουσιάσθηκε στις αρχές ή δεν υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία το συντομότερο δυνατό, δεδομένων των συνθηκών της εισόδου του· ή
θ) ο αιτών αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων του […]· ή
ι) ο αιτών ενδέχεται, για σοβαρούς λόγους, να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, ή έχει απελαθεί διά της βίας για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»
12 Το άρθρο 32 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αβάσιμες αιτήσεις», ορίζει τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν αίτηση ως αβάσιμη εφόσον η αποφαινόμενη αρχή διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95].
2. Στις περιπτώσεις αβάσιμων αιτήσεων για τις οποίες ισχύουν οποιεσδήποτε από τις περιστάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 31 παράγραφος 8, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεωρούν μια αίτηση προδήλως αβάσιμη, εφόσον λαμβάνει το χαρακτηρισμό αυτό στην εθνική νομοθεσία.»
13 Το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:
α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:
i) με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,
ii) με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2,
iii) που λαμβάνονται στα σύνορα ή τις ζώνες διέλευσης κράτους μέλους όπως περιγράφεται στο άρθρο 43 παράγραφος 1,
iv) να μη διεξαχθεί εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 39·
β) άρνηση να αρχίσει εκ νέου η εξέταση της αίτησης η οποία σταμάτησε σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 28·
γ) απόφαση ανάκλησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 45.
[…]
3. Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95], τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
4. Τα κράτη μέλη ορίζουν εύλογες προθεσμίες και θεσπίζουν τις λοιπές απαιτούμενες διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τον αιτούντα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι προθεσμίες δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος.
Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να προβλέπουν αυτεπάγγελτη επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 43.
5. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αιτούντες να παραμείνουν στο έδαφός τους μέχρι να λήξει η προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε πραγματική προσφυγή και, σε περίπτωση άσκησης εντός της προθεσμίας του εν λόγω δικαιώματος, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής.
6. Σε περίπτωση απόφασης:
α) με την οποία κρίνεται μια αίτηση προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2, ή αβάσιμη μετά την εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 8, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι αποφάσεις βασίζονται στις περιστάσεις του άρθρου 31 παράγραφος 8 στοιχείο η)·
β) με την οποία κρίνεται μια αίτηση απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο α), β) ή δ)·
γ) με την οποία απορρίπτεται η επανεξέταση της υπόθεσης του αιτούντος αφότου έχει σταματήσει, σύμφωνα με το άρθρο 28· ή
δ) μη εξέτασης ή μη πλήρους εξέτασης της αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 39,
η δυνατότητα παραμονής του αιτούντος στο έδαφος του κράτους μέλους κρίνεται από δικαστήριο είτε με αίτημα του ενδιαφερόμενου αιτούντος είτε αυτεπάγγελτα, εάν η εν λόγω απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την παύση ισχύος του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος στο κράτος μέλος και εφόσον, σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής δεν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο.
[…]
11. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική νομοθεσία τους όρους σύμφωνα με τους οποίους να μπορεί να τεκμαίρεται ότι ο αιτών ανακάλεσε σιωπηρά ή παραιτήθηκε από την προσφυγή του σύμφωνα με την παράγραφο 1 καθώς και τους κανόνες για τη διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις.»
Το ελληνικό δίκαιο
Ο νόμος 3907/2011
14 Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 4, του νόμου 3907/2011, Ίδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής, προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ «σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών» και λοιπές διατάξεις (ΦΕΚ Αʹ 7/26.1.2011), το οποίο φέρει τον τίτλο «Οικειοθελής αναχώρηση»:
«Αν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή ο υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια […] ή αν η αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική, οι κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης.»
Ο νόμος 4375/2016
15 Με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 4375/2016, Οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Ασύλου, Αρχής Προσφυγών, Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, σύσταση Γενικής Γραμματείας Υποδοχής, προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)» (L 180/29.6.2013), διατάξεις για την εργασία δικαιούχων διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Αʹ 51/3.4.2016), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 4399/2016 (στο εξής: νόμος 4375/2016), συστάθηκαν, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 46 της οδηγίας αυτής, Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες εδρεύουν στην Αθήνα και έχουν κατά τόπον αρμοδιότητα για ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Οι εν λόγω επιτροπές είναι αρμόδιες για την εκδίκαση ενδικοφανών προσφυγών των αιτούντων διεθνή προστασία, προκειμένου να ελέγχονται κατά νόμον και κατ’ ουσίαν οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου (Ελλάδα) που απορρίπτουν σε πρώτο βαθμό τις υποβληθείσες από αυτούς αιτήσεις διεθνούς προστασίας.
Ο νόμος 4636/2019
16 Ο νόμος 4636/2019 περί Διεθνούς Προστασίας και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Αʹ 169/1.11.2019), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 4636/2019), μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία 2013/32.
17 Το άρθρο 78, παράγραφοι 3 και 9, του νόμου αυτού όριζε τα εξής:
«3. Οι αιτούντες υποχρεούνται να παρουσιάζονται ενώπιον των Αρχών Παραλαβής αυτοπροσώπως, χωρίς καθυστέρηση προκειμένου να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και όποτε κληθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, ενώπιον των αρμόδιων αρχών. […] Κατά την αυτοπρόσωπη παράστασή τους δύνανται να συνεπικουρούνται από πληρεξούσιους δικηγόρους καθώς και από ειδικώς εξουσιοδοτημένους συμβούλους κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 71. Η υποχρέωση για αυτοπρόσωπη παράσταση σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ή της προσφυγής δεν αναιρείται από την παρουσία των αναφερόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προσώπων. Κατ’ εξαίρεση ειδικώς για τη συζήτηση των προσφυγών ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών ισχύουν τα ακόλουθα:
(α) εφόσον οι αιτούντες διαμένουν σε Δομές Υποδοχής ή Φιλοξενίας δεν έχουν υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης. Στις περιπτώσεις αυτές οι αιτούντες μπορούν, είτε να εκπροσωπούνται από πληρεξούσιους δικηγόρους ή εξουσιοδοτημένους συμβούλους ή άλλα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 71 είτε να αποστέλλεται στην Αρχή Προσφυγών με κάθε πρόσφορο τρόπο έως την προτεραία της συζήτησης της υπόθεσης, βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δομής Υποδοχής ή Φιλοξενίας. Στη βεβαίωση αυτή αναφέρεται ότι οι αιτούντες διαμένουν πράγματι στη δομή Υποδοχής ή Φιλοξενίας κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση της βεβαίωσης. Η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να απέχει πέραν των τριών (3) ημερών από τη συζήτηση της προσφυγής,
(β) εφόσον στους αιτούντες έχει υποβληθεί περιορισμός στην ελευθερία κυκλοφορίας ή υποχρέωση διαμονής σε συγκεκριμένο τόπο κατά το άρθρο 45, τότε δεν έχουν υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης. Στις περιπτώσεις αυτές οι αιτούντες μπορούν είτε να εκπροσωπούνται από πληρεξούσιους δικηγόρους ή εξουσιοδοτημένους συμβούλους ή άλλα πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 71 είτε να μεριμνούν για την αποστολή στην Αρχή Προσφυγών με κάθε πρόσφορο τρόπο, έως την προτεραία της συζήτησης της υπόθεσης, βεβαίωσης του αστυνομικού τμήματος ή του Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών της περιοχής όπου διαμένουν, περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον τους κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση της βεβαίωσης. Η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να απέχει πέραν των δύο (2) ημερών από τη συζήτηση της προσφυγής. Σε περίπτωση μη περιέλευσης στην Αρχή Προσφυγών των βεβαιώσεων που αναφέρονται στις περιπτώσεις αʹ και βʹ, τεκμαίρεται ότι ο αιτών έχει ανακαλέσει σιωπηρά την προσφυγή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 81 του παρόντος.
Σε περίπτωση συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας όπως σοβαρή ασθένεια ή σοβαρή σωματική αναπηρία, ή ανυπέρβλητου κωλύματος που κατέστησαν αδύνατη την αυτοπρόσωπη παράσταση του αιτούντος, αναστέλλεται η υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η ανωτέρα βία. Στις περιπτώσεις αυτές ο αιτών θα πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση με την οποία να επικαλείται κατά τρόπο ορισμένο [τα περιστατικά] που συνιστούν ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την αυτοπρόσωπη παράστασή του, πρέπει δε ο ισχυρισμός να αποδεικνύεται αμέσως με έγγραφα στοιχεία και με ανάλογα πιστοποιητικά ή βεβαίωση δημόσιας υπηρεσίας. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί η συνδρομή των ως άνω λόγων ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος και υπό την προϋπόθεση της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αιτούντος ενώπιον των αρμοδίων Αρχών, αίρονται οι συνέπειες της μη εμφάνισης κατά την παράγραφο αυτή.
[…]
9. Σε περίπτωση παραβίασης του επιβαλλόμενου καθήκοντος συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές, όπως αυτό εξειδικεύεται με τις προηγούμενες παραγράφους, ιδίως, μη επικοινωνίας με τις αρχές και μη συνεργασίας, προκειμένου να διαπιστωθούν τα αναγκαία για την εξέταση της αίτησης στοιχεία, που συνεπάγεται την παρεμπόδιση της απρόσκοπτης ολοκλήρωσης των διαδικασιών εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, τεκμαίρεται σιωπηρή ανάκληση της αίτησης διεθνούς προστασίας ή προσφυγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 81 του παρόντος.»
18 Το άρθρο 81 του εν λόγω νόμου προέβλεπε τα εξής:
«1. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι Αρχές Απόφασης εξετάζουν την αίτηση επαρκώς επί της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και, εφόσον θεωρήσουν ότι είναι αβάσιμη, την απορρίπτουν. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η επαρκής εξέταση της αίτησης με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, οι Αρχές Απόφασης σταματούν την εξέταση της αίτησης και εκδίδουν απόφαση διακοπής. Στην απόφαση με την οποία διακόπτεται η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, διατάσσεται και η επιστροφή του αιτούντος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 3907/2011 και στο ν. 3386/2005. Οι ως άνω πράξεις κοινοποιούνται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 82 του παρόντος.
2. Σιωπηρή ανάκληση θεωρείται ότι υπάρχει ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι ο αιτών:
α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του […] ή
β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη ή σε ακρόαση ενώπιον της [Ανεξάρτητης] Επιτροπής Προσφυγών, όπως προβλέπεται στα άρθρα 77 και 97 του παρόντος, παρότι κλήθηκε νόμιμα ή
γ. διέφυγε από τον χώρο όπου βρισκόταν υπό κράτηση […] ή
δ. αναχώρησε από τον χώρο όπου διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές εφόσον είχε προς τούτο υποχρέωση ή εγκατέλειψε τη Χώρα χωρίς να λάβει άδεια από τις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής,
ε. δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις του άρθρου 78 του παρόντος, ή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, […] ή
στ. δεν εμφανίστηκε για να ανανεώσει το δελτίο [αιτούντος διεθνή προστασία] κατά την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του σύμφωνα με το άρθρο 70,
ζ. δεν συνεργάζεται με τις αρχές κατά παράβαση του καθήκοντος συνεργασίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 78,
[…]
3. Κατά των απορριπτικών αποφάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ο αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος.
4. Στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, ο αιτών έχει δικαίωμα μόνο μία φορά και εντός προθεσμίας εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του ή να υποβάλει νέα αίτηση, η οποία δεν υπόκειται στη διαδικασία [των μεταγενέστερων αιτήσεων] που προβλέπεται στο άρθρο 89. Μέχρι την τελεσίδικη κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από τη χώρα ούτε εκτελείται απόφαση επιστροφής.»
19 Το άρθρο 92 του νόμου 4636/2019, με τίτλο «Δικαίωμα άσκησης προσφυγής», προέβλεπε στις παραγράφους 1 και 4 τα ακόλουθα:
«1. Ο αιτών δικαιούται να ασκήσει την προβλεπόμενη ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 7 παράγραφος 5 του ν. 4375/2016, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών του άρθρου 4 του ν. 4375/2016:
α. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας ως αβάσιμη με την κανονική διαδικασία ή με την οποία ανακαλείται καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς και κατά της απόφασης με την οποία χορηγείται καθεστώς επικουρικής προστασίας, κατά το μέρος που αφορά τη μη αναγνώριση του αιτούντος ως πρόσφυγα, εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης ή από τότε που τεκμαίρεται ότι ο προσφεύγων έλαβε γνώση, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 82,
β. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας με την ταχύρρυθμη διαδικασία ή ως απαράδεκτη […]
[…]
4. Σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής ο αιτών, εξαιρουμένων των ασυνόδευτων ανηλίκων, κρατείται στο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης, μέχρι να ολοκληρωθεί η απομάκρυνσή του ή να γίνει τελεσίδικα δεκτή η αίτησή του. Η κατάθεση μεταγενέστερης αίτησης ή/και αίτησης ακύρωσης ή/και αίτησης αναστολής δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως την άρση της κράτησης.»
20 Κατά το άρθρο 95, παράγραφος 1, του νόμου αυτού:
«Με την κατάθεση της προσφυγής η Αρμόδια Αρχή Παραλαβής ενημερώνει αυθημερόν τον προσφεύγοντα για την ημερομηνία συζήτησής της.»
21 Το άρθρο 97, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου όριζε τα ακόλουθα:
«Κατά τη διαδικασία ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών παρίσταται υποχρεωτικά ο προσφεύγων αυτοπροσώπως ή διά πληρεξουσίου δικηγόρου με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 78. Σε περίπτωση μη αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αιτούντος ή μη αποστολής της βεβαίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 78 τεκμαίρεται ότι, ο αιτών υπέβαλε την προσφυγή μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή με άλλον τρόπο απομάκρυνσής του και η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
22 Στις 28 Φεβρουαρίου 2019 ο FO, Ιρακινός υπήκοος, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Σάμου (Ελλάδα), με την αιτιολογία ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του.
23 Κατά τη διάρκεια συνέντευξης που διεξήχθη στις 24 Φεβρουαρίου 2020 στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Θεσσαλονίκης (Ελλάδα), ο FO διευκρίνισε ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με μια κοπέλα και ότι, για τον λόγο αυτόν, δέχθηκε επίθεση και τραυματίστηκε με πυροβόλο όπλο από μέλος της οικογένειας της κοπέλας. Ο FO υπέβαλε αναφορά για το συμβάν στην αστυνομία, η οποία όμως δεν προέβη ακολούθως σε κάποια ενέργεια. Δεδομένου ότι, μετά το εν λόγω συμβάν, ο FO συνέχισε τη σχέση του με την κοπέλα, ελήφθη απόφαση φυλών σύμφωνα με την οποία αυτός έπρεπε να θανατωθεί. Κατά τη διοικητική διαδικασία εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο FO προσκόμισε έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2018, το οποίο, σύμφωνα με την επ’ αυτού ανεπίσημη μετάφραση, απευθύνεται προς «όλες τις φυλές και διατάσσει τη θανάτωση του αιτούντος για παράπτωμα που αφορά τη φυλή».
24 Με απόφαση της 18ης Μαΐου 2020, το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Θεσσαλονίκης απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας του FO, με την αιτιολογία ότι οι ισχυρισμοί του όσον αφορά τη σχέση του με την κοπέλα και τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του ήταν αναξιόπιστοι. Το από 1ης Οκτωβρίου 2018 έγγραφο που φέρεται να διέτασσε τη θανάτωση του FO δεν έγινε δεκτό ως πλήρες αποδεικτικό στοιχείο, λόγω της αοριστίας των ισχυρισμών που περιέχονταν σε αυτό και της αδυναμίας να ερευνηθεί η αυθεντικότητά του.
25 Στις 27 Αυγούστου 2021 ο FO άσκησε, με τη συνδρομή πληρεξούσιου δικηγόρου, ενδικοφανή προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. Κατά την κατάθεση της προσφυγής ενημερώθηκε, πρώτον, ότι ως ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής του ορίστηκε η 11η Οκτωβρίου 2021, δεύτερον, ότι η διαδικασία εξέτασης αυτού του είδους των προσφυγών ήταν κατά κανόνα γραπτή, αλλά ότι, σε περίπτωση που καλούνταν σε προφορική ακρόαση, αυτός θα ειδοποιούνταν τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής του, και ότι, τρίτον, ακόμη και αν δεν καλούνταν σε ακρόαση, θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να παραστεί αυτοπροσώπως κατά την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής του και ώρα 09.30 π.μ. ενώπιον της εν λόγω επιτροπής, εκτός αν διέμενε νομίμως σε Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης ή του είχε επιβληθεί μέτρο περιορισμού κυκλοφορίας ή διαμονής σε τόπο που βρίσκεται εκτός της περιφέρειας Αττικής (Ελλάδα).
26 Ο FO δεν παρέστη αυτοπροσώπως ενώπιον της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών κατά την ημερομηνία συζήτησης της προσφυγής του. Ως εκ τούτου, η επιτροπή αυτή, αφού εξακρίβωσε ότι ο FO δεν διέμενε σε Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, ούτε του είχε επιβληθεί μέτρο περιορισμού της κυκλοφορίας, ούτε προέκυπτε ότι συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας που καθιστούσε αδύνατη την αυτοπρόσωπη παράστασή του κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής, απέρριψε την προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη, βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 2, του νόμου 4636/2019, χωρίς να την εξετάσει επί της ουσίας. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 4, του νόμου 3907/2011, επέβαλε εις βάρος του FO το μέτρο της επιστροφής χωρίς να ταχθεί προθεσμία προς οικειοθελή αναχώρηση από τη χώρα.
27 Ο FO άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ελλάδα), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η 3η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών παρανόμως απέρριψε την προσφυγή του με μόνη αιτιολογία την απουσία του κατά τη συζήτηση της προσφυγής αυτής και χωρίς να εξετάσει επαρκώς την ουσία της, ενώ ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να εμφανιστεί κατά την ως άνω συζήτησή της λόγω οικονομικής ένδειας που δεν του επέτρεπε να μεταβεί από τη Θεσσαλονίκη, όπου διαβιοί, στην Αθήνα (Ελλάδα).
28 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, προκαταρκτικώς, ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών συστάθηκαν με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου 4375/2016 προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 και στο άρθρο 47 του Χάρτη υπέρ των προσώπων ως προς τα οποία εκδίδονται αποφάσεις περί απόρριψης της αίτησης διεθνούς προστασίας. Εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, D. και A. (C‑175/11, EU:C:2013:45), οι επιτροπές αυτές συνιστούν «δικαστήρια», κατά την έννοια του άρθρου 46 της εν λόγω οδηγίας.
29 Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον των ανωτέρω επιτροπών και οι συνέπειες της μη τήρησης της εν λόγω υποχρέωσης οι οποίες προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία είναι συμβατές με το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 και, ελλείψει ειδικού κανόνα στην οδηγία αυτή ο οποίος να διέπει την παράσταση των αιτούντων διεθνή προστασία ενώπιον του επιληφθέντος δικαιοδοτικού οργάνου, με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
30 Επ’ αυτού, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το άρθρο 46, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2013/32 απαιτεί να διενεργείται πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων από το δικαστήριο στο οποίο προσφεύγει ο αιτών διεθνή προστασία, πράγμα το οποίο η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία δεν διασφαλίζει όταν ο αιτών δεν παρίσταται αυτοπροσώπως ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη χωρίς να εξεταστεί επί της ουσίας.
31 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής της ισοδυναμίας, η διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον των εν λόγω επιτροπών πρέπει να συγκριθεί με τη διαδικασία ενώπιον άλλων διοικητικών αρχών που εξετάζουν ενδικοφανείς προσφυγές ή με τη διαδικασία που εφαρμόζεται επί προσφυγής ουσίας ή αίτησης ακυρώσεως ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου. Διευκρινίζει ότι σε καμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις ο ενδιαφερόμενος δεν υποχρεούται να παρίσταται αυτοπροσώπως κατά την εξέταση της εν λόγω προσφυγής ή αίτησής του, αλλά μπορεί να εκπροσωπηθεί, μεταξύ άλλων, από πληρεξούσιο δικηγόρο.
32 Όσον αφορά, τρίτον, την αρχή της αποτελεσματικότητας, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι σκοπός του άρθρου 97, παράγραφος 2, του νόμου 4636/2019 είναι να παράσχει στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών τη δυνατότητα να διασφαλίσουν ότι οι αιτούντες διεθνή προστασία εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για την έκβαση της προσφυγής τους και βρίσκονται ακόμη στην ελληνική επικράτεια, ώστε να αποφευχθεί η επί της ουσίας εξέταση αιτήσεων που έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου για τους εν λόγω αιτούντες και να επιταχυνθεί η εξέταση των λοιπών προσφυγών. Εντούτοις, το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν η συγκεκριμένη διάταξη, υποχρεώνοντας τους αιτούντες που δεν εμπίπτουν σε μια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 78, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου να μεταβούν, από οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας διαβιούν, στην έδρα των ανωτέρω επιτροπών στην Αθήνα, χωρίς να δύνανται να εκπροσωπηθούν από δικηγόρο ή άλλο πρόσωπο, και προβλέποντας τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής σε περίπτωση μη τήρησης της διαδικαστικής αυτής υποχρέωσης, καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλει δυσανάλογη επιβάρυνση στους εν λόγω αιτούντες.
33 Επ’ αυτού, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, ενώ το άρθρο 97, παράγραφος 2, του νόμου 4636/2019 προβλέπει, σε τέτοιες περιπτώσεις, την απόρριψη της προσφυγής ως προδήλως αβάσιμης, η οδηγία 2013/32 προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίσουν τεκμήριο σιωπηρής ανάκλησης της αίτησης διεθνούς προστασίας σε περίπτωση μη τήρησης μιας από τις καθοριζόμενες στην οδηγία υποχρεώσεις ανταπόκρισης σε αιτήματα των αρχών. Πράγματι, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, η απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης ως προδήλως αβάσιμης προϋποθέτει ότι η αίτηση είναι τουλάχιστον αβάσιμη.
34 Επιπλέον, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, και το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115, η απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης ως προδήλως αβάσιμης εμποδίζει τη χορήγηση προθεσμίας προς οικειοθελή αναχώρηση και συνεπάγεται επίσης την επιβολή απαγόρευσης εισόδου στον υπήκοο τρίτης χώρας. Εξάλλου, μολονότι το άρθρο 46, παράγραφος 11, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν τους όρους σύμφωνα με τους οποίους είναι δυνατόν να τεκμαίρεται ότι ο αιτών διεθνή προστασία ανακάλεσε σιωπηρά την προσφυγή του ή παραιτήθηκε σιωπηρά από αυτήν, καθώς και τους κανόνες για την ακολουθητέα διαδικασία, η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με τη δυνατότητα απόρριψης προσφυγών ως προδήλως αβάσιμων.
35 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Δεδομένης της σημασίας της κατά το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32 προσφυγής, μπορεί ο νομοθέτης να συνάγει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησής της και να θέτει ως συνέπεια την απόρριψή της, χωρίς πλήρη και ex nunc έλεγχο της υπόθεσης, ως προδήλως αβάσιμης (που έχει ως συνέπεια και τη μη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 3907/2011 και 7 της οδηγίας 2008/115) λόγω μη αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αιτούντος [διεθνή προστασία] ενώπιον της Επιτροπής που την εξετάζει;
2) α) Σε περίπτωση δε που ήθελε κριθεί ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, θα πρέπει ως παρεμφερείς εθνικοί διαδικαστικοί κανόνες, στο πλαίσιο εξέτασης της αρχής της ισοδυναμίας, να θεωρηθούν αυτοί που διέπουν διαδικασίες ενώπιον διοικητικών Επιτροπών που κρίνουν ενδικοφανείς προσφυγές του εθνικού δικαίου ή οι δικονομικοί κανόνες για την άσκηση προσφυγής ουσίας (ή αίτησης ακύρωσης) ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων;
β) Συνάδει η πρόβλεψη της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης εμφάνισης (ή αποστολής της βεβαίωσης της παρ. 3 του άρθρου 78 του ν. 4636/2019 στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται) με την αρχή της αποτελεσματικότητας του Ενωσιακού δικαίου και ειδικότερα με την αποτελεσματική άσκηση της πραγματικής προσφυγής; Στο πλαίσιο αυτό, ερωτάται, περαιτέρω, εάν έχει σημασία αφενός το κατά πόσο το τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής που προβλέπει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 97 του ν. 4636/2019 ανταποκρίνεται στα διδάγματα της κοινής πείρας, αφετέρου το ότι στο πλαίσιο εξέτασης (σε πρώτο βαθμό) των αιτήσεων διεθνούς προστασίας η ίδια συμπεριφορά θα οδηγούσε σε συναγωγή τεκμηρίου σιωπηρής ανάκλησης και όχι σε απόρριψη ως προδήλως αβάσιμης της αίτησης.»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
36 Στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με την οποία τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, το οποίο προβλέπει διαδικασία προσφυγής κατά των αποφάσεων της αρχής που είναι αρμόδια να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, πρέπει να εξακριβωθεί, προκαταρκτικώς, αν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «οιονεί δικαιοδοτικά» όργανα στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 86 του νόμου 4399/2016, που τροποποίησε τον νόμο 4375/2016, και συστάθηκαν με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του τελευταίου αυτού νόμου, μπορούν να θεωρηθούν ως «δικαστήρια», κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα οποία διασφαλίζουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.
37 Επ’ αυτού, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών δεν θεωρούνται δικαστήρια κατά την εθνική έννομη τάξη, εντούτοις ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, πράγμα το οποίο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι πράξεις τους υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, των οποίων οι αποφάσεις συνεπάγονται υποχρέωση εκτέλεσης.
38 Πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες διεθνή προστασία να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά διαφόρων πράξεων που αφορούν τις αιτήσεις τους για διεθνή προστασία, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων με τις οποίες απορρίπτονται οι αιτήσεις αυτές ως αβάσιμες. Άλλωστε, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 50 της οδηγίας 2013/32, σύμφωνα με βασική αρχή του δικαίου της Ένωσης, οι αποφάσεις που λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, επί αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να είναι δεκτικές αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.
39 Συναφώς, το Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει αν ένα όργανο αποτελεί «δικαστήριο» για τους σκοπούς της άσκησης πραγματικής προσφυγής κατά των αποφάσεων της αποφαινόμενης αρχής, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ 2005, L 326, σ. 13), παρέπεμψε στα ίδια κριτήρια με εκείνα που αναπτύχθηκαν προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένα αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, D. και A., C‑175/11, EU:C:2013:45, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), διευκρινιζομένου ότι η ως άνω οδηγία περιείχε, στην πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 27, ρητή αναφορά σε «δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου [267 ΣΛΕΕ]». Το γεγονός ότι η αιτιολογική σκέψη 50 της οδηγίας 2013/32 δεν περιέχει τέτοια αναφορά ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή.
40 Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένα αρμόδιο όργανο είναι «δικαστήριο», πρέπει να ληφθεί υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, Dorsch Consult, C‑54/96, EU:C:1997:413, σκέψη 23, και της 7ης Μαΐου 2024, NADA κ.λπ., C‑115/22, EU:C:2024:384, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Εν προκειμένω, η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία προβλέπει τη σύσταση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, οι οποίες είναι αρμόδιες για την εκδίκαση των ενδικοφανών προσφυγών που ασκούν οι αιτούντες διεθνή προστασία, προκειμένου να ελέγχονται κατά νόμον και κατ’ ουσίαν οι αποφάσεις που απορρίπτουν σε πρώτο βαθμό τις υποβληθείσες από αυτούς αιτήσεις.
42 Συναφώς, από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι καθεμία από τις επιτροπές αυτές συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, των οποίων η θητεία είναι τριετής και οι οποίοι απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον, οι εν λόγω επιτροπές έχουν την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τους διαδίκους της προσφυγής της οποίας έχουν επιληφθεί και κανένα από τα μέλη τους δεν εκπροσωπεί τη Διοίκηση, γεγονός που διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της αμεροληψίας. Περαιτέρω, κατά την ενώπιόν τους διαδικασία τηρούνται το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και τα δικαιώματα άμυνας, λαμβάνονται δε παράλληλα υπόψη οι ιδιαιτερότητες της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, οι οποίες επιβάλλουν την τήρηση εμπιστευτικότητας. Τέλος, οι αποφάσεις των ανωτέρω επιτροπών εκδίδονται μετά από ενδελεχή εξέταση κατά νόμον και κατ’ ουσίαν και περιλαμβάνουν πλήρη, εξειδικευμένη και συγκεκριμένη αιτιολογία. Οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν τα μέρη, ιδίως δε τον αρμόδιο υπουργό, και μπορούν να προσβληθούν μόνο με άσκηση αίτησης ακυρώσεως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
43 Όσον αφορά, ειδικότερα, το κριτήριο της ανεξαρτησίας, πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι οι πράξεις των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο ασκούμενο από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι ικανό, αυτό καθεαυτό, να προφυλάξει τις εν λόγω επιτροπές από τυχόν πειρασμούς να υποκύψουν σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των μελών τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, D. και A., C‑175/11, EU:C:2013:45, σκέψη 103).
44 Υπό τις συνθήκες αυτές, με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες συστάθηκαν με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία για να εξετάζουν τις ενδικοφανείς προσφυγές των αιτούντων διεθνή προστασία κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται εις βάρος τους, πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να θεωρηθούν ως «δικαστήρια», κατά την έννοια του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32. Πράγματι, ούτε οι πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο ούτε τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιέχουν στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση αυτή υπό το πρίσμα των κριτηρίων που απορρέουν από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή υπενθυμίστηκε στη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
45 Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, σε περίπτωση μη τήρησης από αιτούντα διεθνή προστασία της διαδικαστικής υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής που αυτός άσκησε κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του, καθιερώνει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής και προβλέπει ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη χωρίς εξέτασή της επί της ουσίας.
46 Εν προκειμένω, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης πηγάζουν από το γεγονός ότι, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32 στην εσωτερική έννομη τάξη, όταν ο αιτών διεθνή προστασία δεν παρίσταται αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής που αυτός άσκησε κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του, η προσφυγή τεκμαίρεται ότι ασκήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή με άλλον τρόπο απομάκρυνσής του και πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Ωστόσο, κατά το αιτούν δικαστήριο, η μη αυτοπρόσωπη παράσταση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου μπορεί να οφείλεται σε λόγους μη συνδεόμενους με πρόθεση παρεμπόδισης ή καθυστέρησης της εκτέλεσης προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που διατάσσει την απέλαση του αιτούντος ή την απομάκρυνσή του με άλλον τρόπο. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά την οδηγία 2013/32, η μη τήρηση από τον αιτούντα της υποχρέωσης παράστασης ενώπιον των αρχών οδηγεί σε συναγωγή τεκμηρίου σιωπηρής ανάκλησης της αίτησης διεθνούς προστασίας και όχι σε απόρριψη της αίτησης αυτής ως προδήλως αβάσιμης.
47 Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι αιτούντες διεθνή προστασία έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των αποφάσεων επί των αιτήσεών τους, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων που απορρίπτουν αίτηση διεθνούς προστασίας ως αβάσιμη, χωρίς ωστόσο να καθορίζει εξαντλητικώς τους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν την εν λόγω προσφυγή.
48 Περαιτέρω, το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, το οποίο διευκρινίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, ορίζει ότι, προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας να διενεργεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95]» (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 105 και 106).
49 Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, η προσφυγή που ασκεί ο αιτών διεθνή προστασία πρέπει να συνεπάγεται δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων ώστε ο δικαστής να έχει τη δυνατότητα να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, προκειμένου να μπορεί η αίτηση διεθνούς προστασίας να τύχει πλήρους εξέτασης χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος στην αποφαινόμενη αρχή. Η ως άνω ερμηνεία εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2013/32 σκοπό της εξασφάλισης της κατά το δυνατόν ταχείας εξέτασης τέτοιων αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης [απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης), C‑216/22, EU:C:2024:122, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
50 Τέλος, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2013/32, στα κράτη μέλη επαφίεται να θεσπίσουν τις απαιτούμενες διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τον αιτούντα διεθνή προστασία [απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης – Προθεσμία για την άσκηση προσφυγής), C‑651/19, EU:C:2020:681, σκέψη 33].
51 Μολονότι, ελλείψει σχετικής ρύθμισης της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη, βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες όσον αφορά τα ένδικα βοηθήματα τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2025, Barouk, C‑283/24, EU:C:2025:236, σκέψη 37), τα κράτη μέλη φέρουν πάντως την ευθύνη να διασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, τον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
52 Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά της προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει, υπέρ κάθε προσώπου του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Επομένως, κάθε κράτος μέλος που δεσμεύεται από την οδηγία αυτή οφείλει να διαμορφώσει το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπο που να παρέχει στους αιτούντες διεθνή προστασία τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους πραγματικής προσφυγής, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο 47 και συγκεκριμενοποιείται με το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 [πρβλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης), C‑216/22, EU:C:2024:122, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
53 Εν προκειμένω, το άρθρο 92 του νόμου 4636/2019, το οποίο μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, προβλέπει το δικαίωμα του αιτούντος διεθνή προστασία να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του. Το άρθρο 97 του νόμου αυτού ρυθμίζει τη διαδικασία συζήτησης της εν λόγω προσφυγής ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών. Βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 97, οι αιτούντες διεθνή προστασία υποχρεούνται, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής τους στην Ελλάδα, να μεταβούν στην έδρα των εν λόγω επιτροπών για να παραστούν ενώπιον τους, εκτός αν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 78, παράγραφος 3, του ως άνω νόμου. Οι επιτροπές αυτές, όμως, εδρεύουν όλες στην Αθήνα. Επιπλέον, το άρθρο 97, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω νόμου προβλέπει, ως έννομη συνέπεια της μη τήρησης της ως άνω υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης, αφενός, τη συναγωγή τεκμηρίου περί του ότι ο αιτών άσκησε την προσφυγή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή με άλλον τρόπο απομάκρυνσής του και, αφετέρου, την απόρριψη της προσφυγής του ως προδήλως αβάσιμης.
54 Είναι αληθές ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία, θεσπίζοντας την ανωτέρω διαδικαστική απαίτηση και προβλέποντας ότι η μη τήρησή της επιφέρει την προαναφερθείσα συνέπεια, εισάγει απλώς έναν κανόνα για την άσκηση, εκ μέρους των αιτούντων, προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση διεθνούς προστασίας τους. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός είναι δυνατόν να περιορίζει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των αιτούντων, καθώς τους επιβάλλει υποχρέωση σχετική με τη φυσική παρουσία τους κατά τη διαδικασία ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών που έχουν επιληφθεί της υπόθεσής τους, επ’ απειλή της εφαρμογής τεκμηρίου περί σιωπηρής ανάκλησης των αιτήσεών τους και της απόρριψης των αιτήσεων αυτών ως προδήλως αβάσιμων, χωρίς εξέτασή τους επί της ουσίας.
55 Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 51].
56 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι η οδηγία 2013/32 δεν προβλέπει συγκεκριμένες απαιτήσεις όσον αφορά τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που υπέχει ο αιτών κατά την εξέταση της πραγματικής προσφυγής που βάλλει κατά απόφασης περί απόρριψης της αίτησής του για διεθνή προστασία, όπως είναι η αυτοπρόσωπη παράσταση, ούτε τις συνέπειες της μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών, το άρθρο 46, παράγραφος 11, της οδηγίας 2013/32 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν στην εθνική νομοθεσία τούς όρους σύμφωνα με τους οποίους μπορεί να τεκμαίρεται ότι ο αιτών ανακάλεσε σιωπηρά την κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 46 προσφυγή του ή παραιτήθηκε σιωπηρά από αυτήν, καθώς και τους κανόνες για την ακολουθητέα διαδικασία.
57 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η διαδικαστική απαίτηση που προβλέπεται από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία και η συνέπεια που απορρέει από τη μη τήρησή της αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν ότι οι αιτούντες έχουν πραγματικό συμφέρον για την άσκηση προσφυγής, μέσω της εξακρίβωσης της παρουσίας τους στην εθνική επικράτεια κατά τον χρόνο εκδίκασής της, και στο να συμβάλουν κατά τον τρόπο αυτόν στην εύρυθμη και ταχεία διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Οι σκοποί της ταχείας εκδίκασης τέτοιων προσφυγών και της διαφύλαξης της αποτελεσματικότητας του δικαιοδοτικού συστήματος είναι θεμιτοί, καθόσον συμβάλλουν στο να επικεντρώνονται οι δικαστές που επιλαμβάνονται των προσφυγών αυτών σε εκείνες που ασκούνται από αιτούντες οι οποίοι έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την έκβαση της προσφυγής τους. Επομένως, συνιστούν θεμιτούς σκοπούς και δικαιολογούν τη θέσπιση τεκμηρίου, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο ανταποκρίνεται τόσο στο συμφέρον των κρατών μελών όσο και στο συμφέρον των αιτούντων διεθνή προστασία, όπως διευκρινίζει η αιτιολογική σκέψη 18 της ανωτέρω οδηγίας.
58 Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι διαδικαστικοί κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν την ταχύτερη διεκπεραίωση των προδήλως αβάσιμων αιτήσεων διεθνούς προστασίας καθιστούν δυνατή την αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των αιτήσεων που υποβάλλονται από άτομα που όντως μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα και συμβάλλουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας [πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης – Προθεσμία για την άσκηση προσφυγής), C‑651/19, EU:C:2020:681, σκέψεις 54 και 55 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
59 Συνεπώς, εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας και, σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής, τεκμήριο παρόμοιο με τεκμήριο σιωπηρής ανάκλησης ή παραίτησης από μια τέτοια αίτηση μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί λαμβανομένων υπόψη του σκοπού της ταχείας διεκπεραίωσης τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2013/32, της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της εύρυθμης διεξαγωγής της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης – Προθεσμία για την άσκηση προσφυγής), C‑651/19, EU:C:2020:681, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
60 Ωστόσο, η νομοθεσία κράτους μέλους η οποία αποσκοπεί στο να θέσει σε εφαρμογή το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 πρέπει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που προϋποθέτει ιδίως ότι είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ότι δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο και ότι δεν εμφανίζεται ως δυσανάλογη [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
61 Πρώτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 53 και 57 της παρούσας απόφασης, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία αποσκοπεί στο να παράσχει στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών τη δυνατότητα να διασφαλίζουν την ταχεία εκδίκαση των προσφυγών κατά των αποφάσεων περί απόρριψης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και στο να διαφυλάξει την αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού συστήματος, ώστε οι επιτροπές αυτές να μπορούν να επικεντρωθούν στους αιτούντες που έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την έκβαση της προσφυγής τους. Πράγματι, η διαδικαστική υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης των αιτούντων ενώπιον των εν λόγω επιτροπών είναι ικανή να συμβάλει στην επίτευξη των ανωτέρω σκοπών. Επομένως, κατά το μέρος που καθιστά δυνατή την αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των αιτήσεων που υποβάλλονται από αιτούντες οι οποίοι ενδιαφέρονται για την έκβαση της προσφυγής τους, αποκλείοντας παράλληλα την επί της ουσίας εξέταση αιτήσεων που έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου, συμβάλλει στην εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας.
62 Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν η εν λόγω εθνική νομοθεσία υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών μέτρο, εν προκειμένω, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης λιγότερο περιοριστικών μέτρων, όπως είναι η δυνατότητα των αιτούντων που έχουν ασκήσει προσφυγή να εκπροσωπηθούν από δικηγόρο ή άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο και, προκειμένου να αποδείξουν την παρουσία τους στην ελληνική επικράτεια, να εμφανιστούν ενώπιον αστυνομικού τμήματος ή άλλης δημόσιας ή δικαστικής αρχής που βρίσκεται κοντά στον τόπο διαμονής τους, η οποία είναι παρόμοια με τη δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 78, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του νόμου 4636/2019.
63 Βεβαίως, όπως υποστήριξε η Ελληνική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η διαδικαστική υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης και οι συνέπειες της μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής προβλέπονται σαφώς στον εθνικό νόμο. Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του νόμου 4636/2019, ο αιτών που ασκεί προσφυγή κατά της απόφασης περί απόρριψης της αίτησης διεθνούς προστασίας του ενημερώνεται για την ημερομηνία συζήτησης της προσφυγής του την ίδια ημέρα με την άσκησή της και λαμβάνει γνώση της υποχρέωσής του να εμφανιστεί αυτοπροσώπως κατά την ημερομηνία αυτή ενώπιον της αρμόδιας Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που καθιστούν αδύνατη την παράστασή του, κατά την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω νόμου, περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ανασταλεί η υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενόσω διαρκεί η ανωτέρα βία και μπορούν να αρθούν οι έννομες συνέπειες της μη παράστασης.
64 Ωστόσο, τρίτον, πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί αν οι διαδικαστικοί κανόνες που επιβάλλει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία είναι δυσανάλογοι σε σχέση με τον σκοπό της ταχείας διεκπεραίωσης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, λαμβανομένου υπόψη του αντικτύπου που ενδέχεται να έχουν στην άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τους αιτούντες.
65 Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι, μολονότι ένας εθνικός κανόνας ο οποίος προβλέπει διαδικαστική απαίτηση περί αυτοπρόσωπης παράστασης και, σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αυτής, τεκμήριο σιωπηρής ανάκλησης ή παραίτησης από ένδικο βοήθημα μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους που αφορούν την ασφάλεια δικαίου και την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, εντούτοις ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να εμποδίζει τη διενέργεια κατάλληλης και πλήρους εξέτασης των εν λόγω αιτήσεων. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι ένα μέτρο με σκοπό την επιτάχυνση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας το οποίο θεσπίζεται από τη νομοθεσία κράτους μέλους δεν πρέπει να θίγει τη διεξαγωγή κατάλληλης και πλήρους εξέτασης των αιτήσεων αυτών.
66 Όπως, όμως, προκύπτει εν προκειμένω από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η υποχρέωση του αιτούντος να παραστεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή του κατά απόφασης περί απόρριψης τέτοιας αίτησης, υποχρέωση η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της παρουσίας του αιτούντος στην εθνική επικράτεια και όχι την ακρόασή του, επιβάλλει μη εύλογη και υπερβολική επιβάρυνση στους αιτούντες διεθνή προστασία που δεν διαμένουν στην περιοχή της Αθήνας, όπως ο αιτών της κύριας δίκης, ο οποίος κατοικεί σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων χιλιομέτρων από την περιοχή αυτή, δεδομένου ότι, εάν δεν βρίσκονται σε κατάσταση που να στοιχειοθετεί μια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 78, παράγραφος 3, του νόμου 4636/2019, υποχρεούνται να μεταβούν στην Αθήνα, όπου βρίσκονται οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, προκειμένου απλώς να δηλώσουν την παρουσία τους, χωρίς ωστόσο να τύχουν οπωσδήποτε ακρόασης. Συναφώς, το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του νόμου 4636/2019, οι αιτούντες ενημερώνονται εγκαίρως για την υποχρέωσή τους να παραστούν αυτοπροσώπως ενώπιον των εν λόγω επιτροπών δεν είναι ικανό να μεταβάλει τη διαπίστωση αυτή.
67 Πράγματι, ο δυσανάλογος χαρακτήρας της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας απορρέει, ιδίως, από την έννομη συνέπεια που προβλέπει η νομοθεσία αυτή σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης ή μη αποστολής βεβαίωσης περί ύπαρξης ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, καθόσον καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής, με αποτέλεσμα αυτή να πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη, χωρίς εξέτασή της επί της ουσίας. Όπως υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο, η μη αυτοπρόσωπη παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής μπορεί να οφείλεται σε λόγους μη συνδεόμενους με πρόθεση παρεμπόδισης ή καθυστέρησης της εκτέλεσης προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που διατάσσει την απέλαση του αιτούντος ή την απομάκρυνσή του με άλλον τρόπο.
68 Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως υπογράμμισε, εν συνόψει, η γενική εισαγγελέας στα σημεία 77 έως 89 των προτάσεών της, εφόσον οι αιτούντες διεθνή προστασία πρέπει να μεταβούν στην πρωτεύουσα της χώρας για να παραστούν αυτοπροσώπως και όχι για να τύχουν ακρόασης, καταβάλλοντας σημαντικά, ενδεχομένως, έξοδα μετακίνησης, διαμονής και καταλύματος, ένα τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής το οποίο οδηγεί στην απόρριψή της ως προδήλως αβάσιμης, χωρίς να προβλέπονται άλλα μέσα με τα οποία ο αιτών να μπορεί να αποδείξει την παρουσία του στην εθνική επικράτεια και χωρίς να του παρέχονται τα υλικά μέσα που καθιστούν δυνατή την τήρηση της υποχρέωσης φυσικής παρουσίας του κατά τη συζήτηση, είναι δυνατόν να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, υπερβολικά δυσχερή και, ως εκ τούτου, να θίξει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.
69 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, σε περίπτωση μη τήρησης από αιτούντα διεθνή προστασία της διαδικαστικής υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή που αυτός άσκησε κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του, υποχρέωσης η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της παρουσίας του στην εθνική επικράτεια και όχι την ακρόασή του, καθιερώνει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής και προβλέπει ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.
Επί των δικαστικών εξόδων
70 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, σε περίπτωση μη τήρησης από αιτούντα διεθνή προστασία της διαδικαστικής υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή που αυτός άσκησε κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του, υποχρέωσης η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της παρουσίας του στην εθνική επικράτεια και όχι την ακρόασή του, καθιερώνει τεκμήριο καταχρηστικής άσκησης της προσφυγής και προβλέπει ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.
(υπογραφές)