ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Θεσσαλονίκη, 27/06/2025
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 1198
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α8 – ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση : Τακαντζά 8-10
Ταχ. Κώδικας : 54639 – Θεσσαλονίκη
Τηλέφωνο : 2313-332249
E-Mail : ded.thess@aade.gr
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Έχοντας υπ’ όψη:
1. Τις διατάξεις :
α. Του άρθρου 72 του ν. 5104/2024 (ΦΕΚ Α΄ 58)«Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».
β. του άρθρου 10 της Δ. ΟΡΓ. Α 1125859 ΕΞ 2020/23-10-2020 Απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ B’ 4738/26-10-2020) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ.)», όπως αναριθμήθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει.
γ. Της ΠΟΛ 1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β΄ 1440/27-07-2017).
δ. Την με αριθμό Α.1165/22.11.2022 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με θέμα «Υποβολή ενδικοφανών προσφυγών και αιτημάτων αναστολής του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4987/2022), αποκλειστικά ψηφιακά μέσω διαδικτύου από το δικτυακό τόπο της ΑΑΔΕ.» (ΦΕΚ Β’ 6009),
- Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
- Την Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β΄ 2759/1.9.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».
- Την από …….2020 και με αριθμό πρωτοκόλλου υποβολής …… ενδικοφανή προσφυγή του …… του ……, με Α.Φ.Μ. ……, καθ’ ερμηνεία κατά της υπ’ αρ. ……2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2012 (εισοδήματα 01.01.2011-31.12.2011) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σερρών:
- Την υπ’ αρ. ……2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2012 (εισοδήματα 01.01.2011-31.12.2011), της οποίας ζητείται η ακύρωση.
- Τις απόψεις της ανωτέρω φορολογικής αρχής
- Την υπ’ αριθ. …….2020 Απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας μας με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω ενδικοφανή προσφυγή.
- Την με αριθμό κατάθεσης …….2020 δικαστική προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της υπ’ αριθ. …….2020 Απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας μας.
- Την υπ’ αριθ. 20/2025 Απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών αναπομπής της υπόθεσης στην Υπηρεσία μας.
- Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α8 – Επανεξέτασης όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από …….2020 και με αριθμό πρωτοκόλλου …… ενδικοφανούς προσφυγής του …… του ……, με Α.Φ.Μ. ……, και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με την με αριθμό ……2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος/πράξη επιβολής προστίμου οικονομικού έτους 2012 (εισοδήματα 01.01.201131.12.2011), του (αναπληρωτή) Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σερρών, καταλογίστηκε σε βάρος του προσφεύγοντος, ασκούντος ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών τις επενδύσεις δαπέδων και τοιχών, φόρος ύψους 67.033,65€, πλέον προστίμου άρθρου 49 παρ. 1 του Ν. 4509/17 λόγω μη υποβολής 73.170,73€ και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης 6.643,44€ ήτοι συνολικό ποσό 147.147,82€.
Η ως άνω προσβαλλόμενη πράξη εδράζεται επί της από 15/07/2019 έκθεσης μερικού φορολογικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. Σερρών, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε στον προσφεύγοντα δυνάμει της υπ’ αρ. ……/30.01.2019 εντολής του Προϊσταμένου του.
Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας μας στις 02.11.2020 εξέδωσε την υπ’ αριθ. …….2020 απόφαση, με την οποία απερρίφθη η με αρ. πρωτ. ……/…….2020 προσφυγή ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της στις …….2020, ήτοι μετά τις 30/09/2019 (καταληκτική ημερομηνία, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ. 1 του Ν. 4987/2022).
Κατά της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας μας, ο προσφεύγων κατέθεσε την με αρ. κατάθεσης …….2020 δικαστική προσφυγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς που είχε συμπεριλάβει στην ενδικοφανή προσφυγή του.
Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Σερρών με την υπ’ αριθ. ……/2025 απόφασή του επί της ως άνω δικαστικής προσφυγής, η οποία κοινοποιήθηκε στην Υπηρεσία μας την 21/02/2025, έκανε αυτή δεκτή:
− Ακυρώνοντας την υπ’ αριθ. …….2020 Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε.
− Αναπέμποντας την υπόθεση στην Υπηρεσία μας, προκειμένου να εξετασθούν κατ’ ουσίαν οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος, που προβλήθηκαν στο πλαίσιο άσκησης της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία κρίθηκε ως εμπρόθεσμη, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι ο προσφεύγων δεν είχε έλαβε πλήρη γνώση της καταλογιστικής πράξης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
1.Ουδέποτε κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα η προσβαλλόμενη πράξη και για τον λόγο αυτό η ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί εμπρόθεσμη. Σε κάθε περίπτωση η μη άσκησή της εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας.
- Παραγραφή του δικαιώματος του δημοσίου να επιβάλει φόρο στο εισόδημα για την χρήση 2011.
- Επικουρικώς, θα έπρεπε να υπολογιστούν διαφορετικώς τα καθαρά έσοδα αυτού και συνεπώς και τα καταλογιστέα σε βάρος του ποσά, καθώς και η καταλογισθείσα εισφορά αλληλεγγύης.
Επειδή εν προκειμένω, στο παρόν στάδιο παρέλκει η εξέταση του πρώτου ισχυρισμού του προσφεύγοντος, αναφορικά με το εμπρόθεσμο της άσκησης της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής, ο οποίος έχει ήδη εξεταστεί από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Σερρών στο πλαίσιο εκδίκασης της με αρ. κατάθεσης …….2020 δικαστικής προσφυγής, και έχει γίνει αποδεκτός με την υπ’ αριθ. ……./2025 απόφαση, με την οποία αναπέμφθηκε η υπόθεση στην υπηρεσία μας, προκειμένου να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 72§11 του Ν. 4174/13: «Διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, προστίμων, προϊσχύουσες του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τις χρήσεις, τις περιόδους, τις υποθέσεις και τις φορολογικές υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν……… Όπου σε κείμενες διατάξεις ουσιαστικού φορολογικού δικαίου, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προβλέπεται προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου, πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, πράξεις επιβολής προστίμων και κάθε άλλη συναφή πράξη, η παραγραφή διακόπτεται με την έκδοσή τους».
Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 84 του Ν.2238/1994 (Κ.Φ.Ε.), ορίζεται ότι:« 1. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 69, δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας…….5. Αν δεν υποβληθεί δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση απόδοσης παρακρατούμενων φόρων ή δήλωση φόρου εισοδήματος του άρθρου 64, το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει το φύλλο ελέγχου ή την πράξη καταλογισμού φόρου του άρθρου 64, παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης. Σε περίπτωση υποβολής των πιο πάνω δηλώσεων κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους πριν από την ημερομηνία λήξης του χρόνου παραγραφής, το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της δήλωσης».
Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1139/01.06.2012: «Η προθεσμία υποβολής των ετήσιων δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος για τους υπόχρεους της παρ. 1 του άρθρου 62 του ΚΦΕ, ανεξάρτητα αν η υποβολή τους γίνεται με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου ή χειρόγραφα μέσω ΔΟΥ και ανεξάρτητα από το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ τους, η οποία λήγει στις 15 Ιουνίου 2012, παρατείνεται ως εξής: α. Για τους υπόχρεους που η υποβολή τους γίνεται χειρόγραφα μέσω ΔΟΥ και ανεξάρτητα από το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ τους, έως και τις 2 Ιουλίου 2012. β. Για τους υπόχρεους που η υποβολή τους γίνεται με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου και ανεξάρτητα από το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ τους, έως και τις 16 Ιουλίου 2012».
Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία του φακέλου της υπό κρίση υπόθεσης προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το οικ. έτος 2012 (διαχειριστική περίοδο 01/01/2011-31/12/2011) και ως εκ τούτου, βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων το δικαίωμα του δημοσίου για επιβολή φόρων και προστίμων για την χρήση 2011 παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπενταετίας από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης (άρθρο 84§5 ν. 2238/94), ήτοι στις 16/07/2027.
Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου για καταλογισμό φόρων για την διαχειριστική περίοδο 01.01.2011-31.12.2011 απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό
Επειδή, στο άρθρο 23§1 του Ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «1. Η Φορολογική Διοίκηση έχει την εξουσία να επαληθεύει, να ελέγχει και να διασταυρώνει την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων εκ μέρους του φορολογούμενου, την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται σε αυτήν και να επιβεβαιώνει τον υπολογισμό και την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, διενεργώντας έλεγχο σε έγγραφα, λογιστικά στοιχεία και στοιχεία γνωστοποιήσεων και παρόμοιες πληροφορίες, θέτοντας ερωτήσεις στον φορολογούμενο και σε τρίτα πρόσωπα, ερευνώντας εγκαταστάσεις και μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διαδικασίες και χρησιμοποιώντας μεθόδους που προβλέπονται στον Κώδικα».
Επειδή, στο άρθρο 64 του Ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου».
Επειδή, στο άρθρο 34§1 του Ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «1. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί, μετά από έλεγχο, σε έκδοση πράξης διόρθωσης οποιουδήποτε προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή προληπτικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον από τον έλεγχο διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι ο προηγούμενος προσδιορισμός φόρου ήταν ανακριβής ή εσφαλμένος….»
Επειδή, στο άρθρο 28 του ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «…… 2. Η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, εντός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής των απόψεων του φορολογούμενου ή, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει τις απόψεις του, την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1. Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται με βάση έκθεση ελέγχου την οποία συντάσσει η Φορολογική Διοίκηση. Η έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα τα γεγονότα, τα στοιχεία και τις διατάξεις τις οποίες έλαβε υπόψη της η Φορολογική Διοίκηση για τον προσδιορισμό του φόρου. Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου μαζί με την έκθεση ελέγχου κοινοποιούνται στον φορολογούμενο».
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 21§2 του ΠΔ 186/92: «2. Τα βιβλία, οι οπτικοί δίσκοι και γενικά όλα τα ηλεκτρομαγνητικά μέσα στα οποία αποθηκεύονται δεδομένα βιβλίων, για τα οποία δεν υπάρχει υποχρέωση εκτύπωσής τους, τα στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, καθώς και τα λοιπά δικαιολογητικά των εγγραφών στα βιβλία διατηρούνται στον εκάστοτε οριζόμενο από τις σχετικές φορολογικές διατάξεις χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου. Tα βιβλία και τα στοιχεία αυτά διατηρούνται οπωσδήποτε όσο χρόνο εκκρεμεί σχετική υπόθεση ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Eπικρατείας».
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30§4 του Π.Δ 186/92: « Τα βιβλία και τα στοιχεία της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανακριβή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά: α) ……. β) ……. γ) ….. δ) …… ε) ……. στ) δεν διαφυλάσσει ή δεν επιδεικνύει στον τακτικό φορολογικό έλεγχο, εντός τακτού εύλογου χρόνου, που ορίζεται με σημείωμα της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., κατά περίπτωση το ισοζύγιο γενικού – αναλυτικών καθολικών ή τη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων – εξόδων επί μηχανογραφικής τήρησης των βιβλίων ή τα θεωρημένα ημερολόγια και το θεωρημένο βιβλίο εσόδων – εξόδων επί χειρόγραφης τήρησης, τα συνοδευτικά στοιχεία των αγαθών, καθώς και τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα αυτό παραστατικά, με τα οποία ενεργούνται οι πρωτογενείς εγγραφές, ανεξάρτητα από τις διαχειριστικές περιόδους στις οποίες αυτά αφορούν. Δεν εμπίπτει στην περίπτωση αυτή η μη διαφύλαξη και επίδειξη, η οποία οφείλεται σε λόγους αποδεδειγμένης ανωτέρας βίας, εφαρμοζόμενων αναλόγως των οριζόμενων στις διατάξεις της».
Επειδή, σύμφωνα με την 1883/2014 απόφαση του ΣτΕ η μη άμεση προσκόμιση στον φορολογικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης, χωρίς να τεκμηριώνεται ότι οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, ισοδυναμεί με άρνηση του νόμιμου εκπροσώπου αυτής να υποστεί τον έλεγχο, δικαιολογώντας την προσφυγή της φορολογικής διοίκησης στον εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων.
Επειδή, από τις φορολογικές διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες το εισόδημα προσδιορίζεται εξωλογιστικώς στις περιπτώσεις που δεν είναι εφικτός ο λογιστικός προσδιορισμός του με βάση τα τηρούμενα από την επιχείρηση βιβλία και στοιχεία, και μάλιστα ασχέτως της συνδρομής ή μη υπαιτιότητας της τελευταίας ως προς την τήρηση και διαφύλαξη αυτών, συνάγεται ότι ο εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος, ο οποίος δεν αποτελεί κύρωση αλλά μέθοδο προσδιορισμού του εισοδήματος, χωρεί και στις περιπτώσεις απώλειας ή καταστροφής από οποιαδήποτε αιτία, ακόμη και εξ ανωτέρας βίας, των τηρηθέντων βιβλίων και στοιχείων ή ορισμένων από αυτά, εφ’ όσον δεν είναι δυνατή η διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων με βάση τα βιβλία και στοιχεία που διασώθηκαν, διότι η περίπτωση αυτή εξομοιώνεται, από την άποψη προσδιορισμού του εισοδήματος, με την περίπτωση που δεν τηρήθηκαν τα βιβλία και στοιχεία (ΣτΕ 1163/2012).
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30§4 του Π.Δ 186/92: « Τα βιβλία και τα στοιχεία της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανακριβή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά: α) ……. β) ……. γ) ….. δ) …… ε) ……. στ) δεν διαφυλάσσει ή δεν επιδεικνύει στον τακτικό φορολογικό έλεγχο, εντός τακτού ευλόγου χρόνου, που ορίζεται με σημείωμα της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., κατά περίπτωση το ισοζύγιο γενικού – αναλυτικών καθολικών ή τη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων – εξόδων επί μηχανογραφικής τήρησης των βιβλίων ή τα θεωρημένα ημερολόγια και το θεωρημένο βιβλίο εσόδων – εξόδων επί χειρόγραφης τήρησης, τα συνοδευτικά στοιχεία των αγαθών, καθώς και τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα αυτό παραστατικά, με τα οποία ενεργούνται οι πρωτογενείς εγγραφές, ανεξάρτητα από τις διαχειριστικές περιόδους στις οποίες αυτά αφορούν. Δεν εμπίπτει στην περίπτωση αυτή η μη διαφύλαξη και επίδειξη, η οποία οφείλεται σε λόγους αποδεδειγμένης ανωτέρας βίας, εφαρμοζόμενων αναλόγως των οριζόμενων στις διατάξεις της».
Επειδή, με το άρθρο 30§2 του ν.2238/1994 ορίζεται ότι: «2. Ο προσδιορισμός των ακαθάριστων εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται ως ακολούθως: […] γ) Για επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ. ή τα τηρούμενα είναι κατώτερα της προσήκουσας κατηγορίας ή ανεπαρκή ή ανακριβή, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται εξωλογιστικά, με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι αγορές, οι πωλήσεις και το μικτό κέρδος που εμφανίζει η επιχείρηση, το μικτό κέρδος που πραγματοποιείται από ομοειδείς επιχειρήσεις που λειτουργούν με παρόμοιες συνθήκες, το απασχολούμενο προσωπικό, το ύφος των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί, καθώς και των ίδιων κεφαλαίων κίνησης, το ποσό των δανείων και των πιστώσεων, το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων, των εξόδων διαχείρισης και γενικά κάθε επαγγελματική δαπάνη. Ειδικά, στην περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή/και μη έκδοση στοιχείων ή/και έκδοση πλαστών – εικονικών στοιχείων που συνεπάγονται το χαρακτηρισμό των βιβλίων ως ανακριβών, το σχετικό ποσό που προκύπτει, το οποίο σε περίπτωση επανάληψης των ως άνω παραβάσεων μέσα στην ίδια διαχειριστική χρήση διπλασιάζεται, προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα των βιβλίων και το άθροισμα προσαυξάνεται κατά ένα ποσοστό, ως ακολούθως: α) κατά τέσσερα τοις εκατό (4%), εάν το ποσό της απόκρυψης της φορολογητέας ύλης που προκύπτει από τους ως άνω λόγους δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της δηλωθείσας και σε ποσό τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, β) κατά οκτώ τοις εκατό (8%), εάν το ποσό υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της δηλωθείσας και σε ποσό τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. 3. Στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, η κρίση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για τον προσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων πρέπει να μην απέχει από τα δεδομένα της κοινής πείρας».
Επειδή, με την ΠΟΛ. 1087/2005 ορίζεται ότι: «Εξάλλου, στις λοιπές περιπτώσεις παραβάσεων που επισύρουν μεν ανακρίβεια των τηρούμενων βιβλίων κατά τις οικείες διατάξεις του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται στις ανωτέρω διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Ν. 3296/04, εξακολουθεί βεβαίως να υφίσταται η δυνατότητα προσαύξησης των ακαθάριστων εσόδων κατά τις διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Ν. 2238/94, επί των οποίων σημειωτέον δεν επήλθε καμία μεταβολή, θεωρείται ωστόσο σκόπιμο κατά τον προσδιορισμό της κατ’ έλεγχο προσαύξησης των ακαθάριστων εσόδων να συνεκτιμούνται, χωρίς αυτό να είναι δεσμευτικό, τα καθοριζόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Ν. 3296/04 ποσοστά προσαύξησης, αφού με τις διατάξεις αυτές ρυθμίζονται ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις φοροδιαφυγής…..».
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν.2238/1994, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν.4110/2013 (ΦΕΚ Α΄ 17/23-01-2013): «1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους…… 2. Για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, ο οποίος εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα.
Οι μοναδικοί συντελεστές καθαρού κέρδους περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο συντελεστής καθαρού κέρδους που εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα δεν μπορεί να είναι ανώτερος από τα τρία πέμπτα (3/5) του συντελεστή μικτού κέρδους, που έχει καθορίσει το Υπουργείο Εμπορίου.
Όταν το Υπουργείο Εμπορίου, αντί για συντελεστές μικτού κέρδους, έχει καθορίσει συντελεστές καθαρού κέρδους, δεν εφαρμόζονται οι συντελεστές καθαρού κέρδους του πίνακα, αλλά οι συντελεστές καθαρού κέρδους του Υπουργείου Εμπορίου.
Για τις επιχειρήσεις για τις οποίες τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανακριβή ο συντελεστής προσαυξάνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Επίσης, κατά σαράντα τοις εκατό (40%) προσαυξάνεται ο συντελεστής για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία που προβλέπονται γι΄ αυτές από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων στα οποία καταχωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές ή τηρούν βιβλία κατώτερης κατηγορίας από τα οριζόμενα από τον ίδιο Κώδικα.
Ειδικά, ο συντελεστής του προηγούμενου εδαφίου δεν προσαυξάνεται όταν η τήρηση βιβλίων προκύπτει από υπέρβαση του ορίου των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης και κατά το πρώτο έτος της υποχρέωσης τήρησης βιβλίων αυτής. Εξαιρετικά, το παραπάνω ποσοστό προσαύξησης διπλασιάζεται εφόσον η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων οφείλεται σε έναν τουλάχιστον από τους πιο κάτω λόγους:
α) Στην έκδοση πλαστών ή εικονικών ή στη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων ως προς την ποσότητα ή την αξία ή στη νόθευση αυτών.β)………………………γ) Στη μη διαφύλαξη ή μη επίδειξη στον τακτικό φορολογικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων. δ)……………………….
Σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 31, συγκρίνεται ο συντελεστής που προκύπτει από το λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος με το συντελεστή που ορίζεται με τα προηγούμενα εδάφια και εφαρμόζεται ο μεγαλύτερος, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του οικείου συντελεστή του πίνακα. Εφόσον τα προκύπτοντα κατά τα ανωτέρω καθαρά κέρδη υπολείπονται των καθαρών κερδών που προσδιορίζονται από τον έλεγχο λογιστικά, ως τελικά καθαρά κέρδη λαμβάνονται τα λογιστικώς προσδιοριζόμενα, ανεξάρτητα αν αυτά αντιστοιχούν σε συντελεστή ανώτερο του διπλάσιου του οικείου συντελεστή του πίνακα. Σε κάθε περίπτωση ο συντελεστής καθαρού κέρδους που τελικά εφαρμόζεται ή αντιστοιχεί στα τελικά προσδιοριζόμενα, κατ΄ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθαρά κέρδη, δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%)».
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν.2238/1994, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν.4110/2013 (ΦΕΚ Α΄ 17/23-01-2013) και σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 28 του ιδίου νόμου ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση, από το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013) και μετά: «1. Ο προσδιορισμός του ακαθάριστου και του καθαρού εισοδήματος των φυσικών και νομικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα γίνεται με αντικειμενικό τρόπο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Όταν δεν τηρούνται τα προβλεπόμενα βιβλία ή τηρούνται βιβλία απλογραφικά αντί διπλογραφικά, δεν τηρούνται τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά προβλεπόμενα δικαιολογητικά έγγραφα, καθώς και τα συνοδευτικά στοιχεία συναλλαγών και καθίστανται αδύνατες οι ελεγκτικές επαληθεύσεις. β) Όταν δεν διαφυλάσσονται ή δεν προσκομίζονται μετά από δύο τουλάχιστον προσκλήσεις τακτικού φορολογικού ελέγχου τα τηρούμενα βιβλία, τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά προβλεπόμενα δικαιολογητικά έγγραφα, καθώς και τα συνοδευτικά στοιχεία συναλλαγών εκτός εάν υπάρχει η δυνατότητα αναπαραγωγής αυτών με αξιόπιστο τρόπο, από τον ίδιο τον υπόχρεο ή/και από τις διασταυρώσεις του ελέγχου.
2. Για τους υπόχρεους για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1: α) Το ακαθάριστο εισόδημα προσδιορίζεται με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει η ελεγκτική αρχή για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι αγορές, οι πωλήσεις και το μικτό κέρδος που εμφανίζει η επιχείρηση, το μικτό κέρδος που πραγματοποιείται από ομοειδείς επιχειρήσεις που λειτουργούν με παρόμοιες συνθήκες, το απασχολούμενο προσωπικό, το ύψος των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί, καθώς και των ίδιων κεφαλαίων κίνησης, το ποσό των δανείων και των πιστώσεων, το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων, των εξόδων διαχείρισης και γενικά κάθε επαγγελματική δαπάνη. Ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες για τον προσδιορισμό του ακαθαρίστου εισοδήματος λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος και ο τρόπος άσκησης του επαγγέλματος, ο τόπος που ασκείται αυτό, η ειδικότητα, ο επιστημονικός τίτλος, ο κύκλος των εργασιών, το ύψος της αμοιβής που εισπράττεται κατά περίπτωση, το προσωπικό το οποίο απασχολείται, τα μέσα που διαθέτονται, η πελατεία, το ύψος των επαγγελματικών δαπανών και γενικά κάθε άλλο στοιχείο που προσδιορίζει την επαγγελματική δραστηριότητα και απόδοση αυτών. Η κρίση της ελεγκτικής αρχής για τον προσδιορισμό του ακαθαρίστου εισοδήματος πρέπει να βασίζεται στα δεδομένα της κοινής πείρας. β) Το καθαρό εισόδημα προσδιορίζεται με πολλαπλασιασμό του ακαθαρίστου εισοδήματος, όπως αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ με το μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους που περιλαμβάνεται σε ειδικό πίνακα ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Στην περίπτωση που για κάποια δραστηριότητα δεν έχει προβλεφθεί μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους στον ανωτέρω πίνακα, θα έχει εφαρμογή ο μέσος όρος των συντελεστών της κατηγορίας του πίνακα στην οποία θα εντασσόταν η δραστηριότητα αυτή προσαυξημένος κατά πενήντα τοις εκατό (50%)».
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η αρμόδια ελεγκτική αρχή, μη έχοντας δεδομένα από την ίδια την επιχείρηση του προσφεύγοντος, λόγω μη προσκόμισης των τηρούμενων βιβλίων και στοιχείων του οικονομικού έτους 2012 (χρήσης 2011) στο πλαίσιο της με αρ. πρωτ. …/01.02.2019 πρόσκλησης, ορθώς έκρινε καταρχήν αυτά ανακριβή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 περ. στ΄ του άρθρου 30 του Π.Δ 186/92, και προσδιόρισε τα ακαθάριστα έσοδα του οικείου έτους εξωλογιστικά στο ποσό των 173.585.88€, αξιοποιώντας τα δεδομένα που προέκυψαν από τις συγκεντρωτικές καταστάσεις προμηθευτών του άρθρου 20 του Κ.Β.Σ. που υπέβαλαν οι πελάτες του. Ακολούθως, προσδιόρισε τον συντελεστή κέρδους σε ποσοστό 18% με την χρήση του Μ.Σ.Κ..Κ (1027 Έμπορος μαρμάρων και σχιστολίθων) και με την προσαύξηση αυτού κατά 80%, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/94, ο εν λόγω συντελεστής διαμορφώθηκε σε ποσοστό 32,4%, ο οποίος εφαρμόστηκε επί των ακαθαρίστων εσόδων ύψους 173.585,88€, προσδιορίζοντας τα καθαρά κέρδη εξωλογιστικού προσδιορισμού για το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011) στο ποσό των 56.241,82€.
Στη συνέχεια, η φορολογική αρχή προέβη σε λογιστικό προσδιορισμό των κερδών της χρήσης 2011, τα οποία ανήλθαν στο ποσό των 173.585,88€, ήτοι στο ύψος των ακαθαρίστων εσόδων, όπως αυτά προσδιορίστηκαν στο πλαίσιο του εξωλογιστικού προσδιορισμού, δίχως να αναγνωρίζεται καμία δαπάνη, λόγω μη προσκόμισης των τηρούμενων βιβλίων και στοιχείων της οικείας περιόδου.
Συγκρίνοντας, έπειτα, η φορολογική αρχή τα δύο αποτελέσματα (λογιστικά και εξωλογιστικά), βάσει των οριζόμενων στην παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2238/94, επέλεξε τα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη, προσδιορίζοντάς τα στο τελικό ποσό των 173.585,88€, βάσει των οποίων υπολογίστηκε ο αναλογών φόρος.
Επειδή, ο προσφεύγων με την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή διατείνεται ότι εσφαλμένα η φορολογική αρχή προέβη σε προσαύξηση του συντελεστή κέρδους κατά 80% (αντί 50% που ορίζεται στην νεότερη διάταξη του άρθρου 32§2β’ ν. 2238/94). Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η φορολογική αρχή μη σύννομα προσδιόρισε τα καθαρά κέρδη της χρήσης 2011 στο ποσό 173.585,88€, παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 30-32 του ν. 2238/94 και ζητά την μείωση των αναλογούντων φόρων και προσαυξήσεων καθώς και της εισφοράς αλληλεγγύης, βάσει των εξωλογιστικώς προσδιορισθέντων κερδών ύψους 56.241,82€.
Επειδή, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης η φορολογική αρχή καταρχήν νομίμως έκρινε τα βιβλία του προσφεύγοντος ανακριβή για την χρήση 2011, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 περ. στ΄ του άρθρου 30 του Π.Δ 186/92 και προέβη σε εξωλογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων και επίσης ορθώς προσαύξησε τον Μ.Σ.Κ.Κ. κατά ποσοστό 80%, βάσει των διατάξεων του άρθρου 32 του Ν. 2238/94, όπως ίσχυε στο υπό κρίση έτος, καθόσον οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν.4110/2013 με τις οποίες ορίστηκε προσαύξηση 50% στον Μ.Σ.Κ.Κ. ισχύουν, όπως ρητώς αναφέρεται στην περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 28 του ιδίου νόμου, για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση, από το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013).
Ωστόσο, ελλείψει βιβλίων και στοιχείων για το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011), ο λογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων καθίσταται αδύνατος και ως εκ τούτου η φορολογική αρχή εσφαλμένα έκρινε ότι τα λογιστικά καθαρά κέρδη ταυτίζονται με τα προσδιορισθέντα, βάσει των συγκεντρωτικών καταστάσεων προμηθευτών που υποβλήθηκαν από τους πελάτες του προσφεύγοντος, ακαθάριστα έσοδα, μη αναγνωρίζοντας καμία δαπάνη. Ως εκ τούτου, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα, όπως προσδιορίστηκε με τον εξωλογιστικό προσδιοριμό των αποτελεσμάτων.
Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ως προς τον εσφαλμένο προσδιορισμό των καθαρών κερδών της χρήσης 2011 και κατ’ επέκταση του αναλογούντος φόρου εισοδήματος, του προστίμου ανακρίβειας και της εισφοράς αλληλεγγύης έχει νομικό έρεισμα, προβάλλεται βάσιμα και γίνεται εν μέρει δεκτός ως προς το ύψος των καθαρών κερδών, το οποίο βάσει της παρούσας απόφασης διαμορφώνεται στο ποσό των 56.241,82€.
Κατόπιν των ανωτέρω το φορολογητέο εισόδημα και ο αναλογών φόρος εισοδήματος του οικονομικού έτος 2012 (χρήση 2011)επαναπροσδιορίζεται ως ακολούθως:
Οικονομικό έτος 2012 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2018 | Ποσά Δήλωσης | Ποσά Ελέγχου | Ποσά βάσει απόφασης ΔΕΔ | Διαφορά απόφασης ΔΕΔ- Δήλωσης | |||
Ατομικό και τέκνων | Της συζύγου | Ατομικό και Τέκνων | Της συζύγου | Ατομικό και Τέκνων | Της συζύγου | ||
Α-Β Από ακίνητα | |||||||
Γ. Από κινητές αξίες | 173.585,88 | 56.241,82 | |||||
Δ. Από εμπορική δραστηριότητα | |||||||
Ε. Από γεωργικές επιχειρήσεις | |||||||
ΣΤ. Από μισθωτές υπηρεσίες | |||||||
Ζ. Από ελευθέρια επαγγέλματα | |||||||
Συνολικό δηλωθέν εισόδημα | 173.585,88 | 56.241,82 | |||||
Αρνητικά στοιχεία εισοδήματος που συμψηφίζονται | |||||||
Υπόλοιπο | 173.585,88 | 56.241,82 | |||||
Προστιθέμενη διαφορά δαπανών | |||||||
Εκπτώσεις εισοδήματος | |||||||
Φορολογητέο εισόδημα | 173.585,88 | 56.241,82 |
(Α) | (Β) | (Γ) | (Δ)=(Β)+(Γ) | ΕΠΙΕΙΚΕΣΤΕΡΗ ΚΥΡΩΣΗ ΜΕΤΑΞΥ (Α) και (Δ) | |
ΑΡΘΡΟ 1 Ν.2523/1997 (120%) | ΑΡΘΡΟ 58 Ν. 4174/2013 (50%) | ΤΟΚΟΙ ΑΡΘΡΟΥ 53 ΚΦΔ (66 μήνες Χ 0,73% = 48,91%) | ΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ ΠΑΡ. 1 ΑΡΘΡΟΥ 49 Ν. 4509/2017 | ||
ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΦΟΡΟΣ/ΠΡΟΣΤΙΜΟ | 19677,53€ | 8.198,97€ | 8.020,23€ | 16.219,20€ | 16.219,20€ |
Πίνακας Εκκαθάρισης Φόρου
ΑΝΑΛΥΣΗ | Δήλωσης | Ελέγχου | Απόφασης ΔΕΔ | Διαφορά απόφασης ΔΕΔ- Δήλωσης | ||
Φορολογητέο εισόδημα | του υπόχρεου | 173.585,88 | 56.241,82 | 56.241,82 | ||
της συζύγου | ||||||
Υπόλοιπο φόρου | Πιστωτικό ποσό | 16.397,94 | ||||
Χρεωστικό ποσό | 67.033,65 | 16.397,94 | ||||
Προκαταβολή φόρου | ||||||
Τέλη χαρτοσήμου μισθωμάτων ακινήτων | ||||||
Εισφορά υπέρ ΟΓΑ στα πιο πάνω τέλη χαρτοσήμου | ||||||
Πρόστιμο μη υποβολής | 73.170,73 | 16.219,20 | 16.219,20 | |||
Εισφορά αλληλεγγύης | 6.943,44 | 1.687,25 | 1.687,25 | |||
Τέλος επιτηδεύματος | ||||||
Φόρος πολυτελούς διαβίωσης | ||||||
Διαφορά συμψηφισμού | ||||||
Ποσό που επιστράφηκε ή ζητήθηκε προς επιστροφή | ||||||
Σύνολο φόρων, τελών και εισφορών | για καταβολή | 147.147,82 | 34.304,39 | 34.304,39 | ||
για επιστροφή | ||||||
Αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά | ||||||
Α π ο φ α σ ί ζ ο υ μ ε
Την μερική αποδοχή της με αριθμ. πρωτ. ……/…….2020 ενδικοφανούς προσφυγής του …… του ……, με Α.Φ.Μ. …… και την τροποποίηση της υπ’ αριθ. ……2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2012, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σερρών.
Οριστική φορολογική υποχρέωση – καταλογιζόμενο ποσό / πρόστιμο με βάση την παρούσα απόφαση:
Υπ’ αριθ. ……2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2012, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Σερρών
Είδος φόρου | Ποσό βάσει ελέγχου | Ποσό βάσει απόφασης Δ.Ε.Δ | Διαφορά απόφασης Δ.Ε.Δ- Ελέγχου |
Διαφορά φόρου εισοδήματος | 67.033,65€ | 16.397,94€ | -50.635,71 € |
Πρόστιμο λόγω μη υποβολής άρθρου 49 παρ. 1 Ν. 4509/17 | 73.170,73€ | 16.219,20€ | -56.951,53 € |
Εισφορά Αλληλεγγύης | 6.943,43€ | 1.687,25€ | -5.256,18 € |
Σύνολο | 147.147,82€ | 34.304,39€ | -112.843,43 € |
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.
Ακριβές αντίγραφο ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Η υπάλληλος του Αυτοτελούς
Γραφείου Διοικητικής Υποστήριξης Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΜΑΒΙΝΙΔΟΥ ΚΥΡΑΤΣΑ
Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.