ΑΠΟΦΑΣΗ
Siles Cabrera κατά Ισπανίας της 17.07.20205 (αριθ. προσφ. 5212/23)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων είναι Βολιβιανός υπήκοος. Ζήτησε άδεια διαμονής το 2018 με αιτιολογία την κοινωνική του ένταξη στην Ισπανία, δεδομένου ότι εκεί έμεναν η σύζυγος και το παιδί του. Ο ανωτέρω είχε έρθει στην Ισπανία με την σύζυγό του το 2005 και το 2012 απέκτησαν ένα γιο. Ο γιός του είχε πρόβλημα υγείας.
Η αίτησή του απορρίφθηκε επειδή οι αρχές διαπίστωσαν ότι δεν είχε υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία που να αποδείκνυε ότι διέθετε δικά του μέσα και πόρους για την διαβίωσή του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισπανικές αρχές, ενεργώντας στο πλαίσιο της διακριτικής τους ευχέρειας («περιθώριο εκτίμησης»), είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του προσφεύγοντος και εκείνων του κράτους όσον αφορά τον έλεγχο της μετανάστευσης προς το δημόσιο συμφέρον της οικονομικής ευημερίας της χώρας.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 (σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Julio Cesar Siles Cabrera, είναι Βολιβιανός υπήκοος, γεννημένος το 1968, ο οποίος ζει στο Erandio (Χώρα των Βάσκων, Ισπανία). Ο προσφεύγων έφτασε στην Ισπανία το 2005 και από τότε ζει εκεί με τη σύζυγό του. Ο γιος τους γεννήθηκε το 2012. Η σύζυγός του και ο γιος του είναι επίσης Βολιβιανοί υπήκοοι. Μεταξύ άλλων προβλημάτων υγείας, ο γιος του παρουσίασε διαταραχή του αυτιστικού φάσματος, για την οποία λάμβανε εξειδικευμένη υποστήριξη από τα πρώτα του χρόνια. Τον Μάρτιο του 2018, ο προσφεύγων υπέβαλε πρώτη αίτηση για άδεια διαμονής, στην περίπτωση αυτή για εξαιρετικές περιστάσεις βάσει «κοινωνικών ριζών» (arraigo social), γνωστών και ως κοινωνική ένταξη. Η αρχική έκθεση για την κοινωνική του ένταξη ήταν θετική, με αναφορά στην κατάσταση στέγασής του, τους οικογενειακούς δεσμούς του στην Ισπανία, την εκμάθηση της βασκικής γλώσσας και την ιατρική κατάσταση του γιου του. Η αρχή που εξέδωσε την έκθεση συνέστησε την απαλλαγή του προσφεύγοντος από την υποχρέωση υποβολής σύμβασης εργασίας στην αίτηση για άδεια διαμονής, με βάση την σοβαρή αναπηρία του γιου του και την ανάγκη του για συνεχή φροντίδα.
Ωστόσο, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, οι αρμόδιες αρχές αρνήθηκαν να χορηγήσει στον προσφεύγοντα άδεια διαμονής για εξαιρετικές περιστάσεις βάσει κοινωνικών ριζών. Επισήμαναν δε την παράλειψή του να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία ότι διέθετε δικά του μέσα διαβίωσης και βασιζόταν στις κοινωνικές παροχές (βασικό εγγυημένο εισόδημα και συμπληρωματικό επίδομα στέγασης) που λάμβανε για να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του. Η απόφαση ανέφερε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα εντός 15 ημερών. Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή. Τον Μάρτιο του 2019, το Διοικητικό Δικαστήριο Πρώτου Βαθμού του Μπιλμπάο αρ. 5 απέρριψε την προσφυγή, διαπιστώνοντας, ιδίως, ότι ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει ότι διέθετε μέσα διαβίωσης. Παρόλο που μπορούσε να γίνει εξαίρεση από την υποβολή σύμβασης στις αιτήσεις για arraigo social, ο προσφεύγων εξακολουθούσε να είχε την υποχρέωση να αποδείξει ότι διέθετε τα δικά του μέσα για να καλύψει τις ανάγκες του στην Ισπανία, χωρίς να επιβαρύνει το δημόσιο ταμείο. Σε έφεση, τον Μάιο του 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας των Βάσκων επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για την άδεια διαμονής για την οποία είχε υποβάλει αίτηση. Οι μεταγενέστερες αιτήσεις ακύρωσης και προστασίας δεν ευδοκίμησαν. Τον Απρίλιο του 2019, οι ισπανικές αρχές χορήγησαν στον γιο του προσφεύγοντος άδεια διαμονής για εξαιρετικές περιστάσεις και για ανθρωπιστικούς λόγους, και το 2023, στη σύζυγο του, για σκοπούς κατάρτισης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διέθετε το Δικαστήριο, όλη η οικογένεια συνέχιζε να ζει στο Erandio.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος κατά το μεγαλύτερο μέρος των 13 ετών παραμονής του στην Ισπανία ήταν παράνομη και, ως εκ τούτου, η κατάστασή του στην Ισπανία δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με νόμιμη διαμονή, στην οποία οι αρχές έχουν χορηγήσει σε αλλοδαπό την άδεια να εγκατασταθεί στη χώρα. Υπήρχε διαταγή απέλασης στην απόρριψη της άδειας διαμονής το 2018, αλλά δεν φαίνεται να έχουν υλοποιηθεί οι διαδικασίες απέλασης και ο ίδιος παρέμενε στην Ισπανία, τουλάχιστον μέχρι την έκδοση της απόφασης του ΕΔΔΑ. Δεν υπήρξε διακοπή της «οικογενειακής ζωής» του προσφεύγοντος, όπως υποστήριξε ο ίδιος. Ο γιος του συνέχισε να λαμβάνει εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση και άλλες παροχές στην Ισπανία και, αντίθετα με τα επιχειρήματά του, ο προσφεύγων μπόρεσε να συνεχίσει να είναι ο νόμιμος εκπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει εάν, αρνούμενο να ικανοποιήσει το αίτημα του προσφεύγοντος όπως αυτό είχε διατυπωθεί, το καθ’ ου κράτος είχε παραβεί την υποχρέωση να ενεργεί για την προστασία των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 8 της Σύμβασης.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι αποφάσεις διαμονής στερούνταν νομικής βάσης. Όμως αυτές είχαν ληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 31 του ν. 4/2000 και 47 και 124 του ΒΔ. 557/2011.
Η πρόθεση πίσω από την απαίτηση να αποδειχθεί η ύπαρξη επαρκών πόρων χωρίς προσφυγή σε κοινωνικές παροχές ήταν το συμφέρον του ελέγχου της μετανάστευσης για την οικονομική ευημερία της χώρας. Καθώς ο προσφεύγων είχε επιλέξει να υποβάλει αίτηση για προσωρινή άδεια διαμονής για εξαιρετικές περιστάσεις μέσω της κοινωνικής ένταξης, ήταν υποχρέωσή του να αποδείξει ότι διέθετε επαρκή μέσα για να συντηρήσει τον εαυτό του και ότι δεν αποτελεί βάρος για το δημόσιο ταμείο, ως μέτρο αυτής της κοινωνικής ένταξης. Δεν το είχε κάνει. Το εφετείο είχε σημειώσει ότι θα μπορούσε να είχε αποδεχθεί την αίτηση εάν η λήψη επιδομάτων ήταν προσωρινή, αλλά αυτό δεν ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η στάση των ισπανικών δικαστηρίων δεν ήταν παράλογη.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι οι ισπανικές αρχές δεν έδειξαν επαρκή
ευελιξία και δεν έλαβαν υπόψη τις οικογενειακές του συνθήκες, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια έλαβαν υπόψη την προσωπική του κατάσταση κατά την αξιολόγησή τους. Απέρριψαν το επιχείρημά του ότι δεν ήταν σε θέση να εργαστεί, σημειώνοντας ότι η σύζυγός του ήταν διαθέσιμη να μοιραστεί τα καθήκοντα φροντίδας των παιδιών με αυτόν. Σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε στη διάθεσή του και άλλες δυνατότητες για να νομιμοποιήσει την παραμονή του στην Ισπανία, τις οποίες δεν είχε εξετάσει. Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αρχές συνέχισαν, παρ’ όλα αυτά, να του καταβάλλουν κοινωνικές παροχές για την οικογένειά του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισπανικές αρχές είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του προσφεύγοντος και εκείνων του κράτους όσον αφορά τον έλεγχο της μετανάστευσης προς το γενικό συμφέρον της οικονομικής ευημερίας της χώρας. Είχαν ενεργήσει στο πλαίσιο της διακριτικής τους ευχέρειας («περιθώριο εκτίμησης») απορρίπτοντας την αίτηση για συγκεκριμένο τύπο άδειας προσωρινής διαμονής.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης).