Αριθμός 766/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Παρασκευής Μιλήση, πληρεξουσίας Παρέδρου του Ν.Σ.Κ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Χ. Ρ. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Δαμασκόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-10-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1101/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5946/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4-2-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Ιωάννης Δουρουκλάκης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του Ανθρώπου [ΕΣΔΑ], που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται κάθε άτομο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, δεν διασφαλίζουν και το δικαίωμα ασκήσεως ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που θα εκδοθούν. Κατά συνέπεια, τα ένδικα μέσα μπορεί κατ` αρχήν να προβλέπονται ή όχι και να καταργούνται ή να περιορίζονται από τον κοινό εθνικό νομοθέτη σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, με σκοπό την ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη [370 ΚΠΔ]. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται ειδικά κάτι άλλο, σε αναίρεση υπόκεινται οι αποφάσεις με τις οποίες περατώνεται η ποινική δίωξη και το δικαστήριο απεκδύεται από κάθε περαιτέρω εξουσία για να επιληφθεί και πάλι της κατηγορίας. Από το περιεχόμενο δε των διατάξεων των άρθρων 533 μέχρι 544 του ΚΠΔ, που καθορίζουν την αποζημίωση των κρατηθέντων και μετέπειτα αθωωθέντων, [όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 26 ν.2915/2001], προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως δεν παρέχεται αυτοτελώς κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε, είτε ως απαράδεκτη είτε ως αβάσιμη είτε έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία αίτηση αποζημιώσεως από το Δημόσιο εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά με διάταξη του ανακριτή ή με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση και μετέπειτα αθωώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή καταδικάστηκε σε ποινή κατώτερη εκείνης την οποία είχε εκτίσει προσωρινά. Εάν δε ασκηθεί αναίρεση κατά τέτοιας αποφάσεως αυτοτελώς, αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται στο ένδικο αυτό μέσο, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται με αυτή τελειωτικά για την κατηγορία και δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει ειδικά κάτι άλλο και ως εκ τούτου απορρίπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ.1 και 513 παρ.1 του ΚΠΔ [ΑΠ 468/2019, 1524/2016, 337/2015, 239/2012, 624/2010, 1738/2010]. Με το άρθρο 505 § 2 ΚΠΔ παρέχεται στον Εισαγγελέα του ΑΠ το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση κάθε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 § 2 (αρθρ. 483 § 3). Μετά την προθεσμία αυτή μπορεί να ζητήσει την αναίρεση μόνο υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 και για κάθε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, με διαφύλαξη όμως στην περίπτωση αυτή απαραμείωτων των δικαιωμάτων των διαδίκων. Εξ’ άλλου με το αρθρ. 513 § 1 ρυθμίζονται οι διατυπώσεις για την προπαρασκευή της κύριας ενώπιον του ΑΠ διαδικασίας, κατά τις οποίες ο Εισαγγελέας του ΑΠ κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους άλλους διάδικους με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του αρθρ. 166 στο ακροατήριο του δικαστηρίου του ΑΠ ή της Ολομέλειάς του, αν, ενόψει της σοβαρότητας των λόγων αναιρέσεως ήθελε συμφωνήσει στο τελευταίο αυτό ο Πρόεδρος του ΑΠ. Στην Ολομέλεια του ΑΠ εισάγεται πάντοτε η υπέρ του νόμου αίτηση του εισαγγελέα του ΑΠ. Με το αρθρ. δε 476 § 1 προβλέπεται η ακρόαση των τυχόν αυτοκλήτως εμφανιζομένων διαδίκων μόνο στα πλαίσια της ρυθμιζόμενης από το άρθρο αυτό διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου να κρίνει επί του ενδίκου μέσου δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου (εν συμβουλίω) για την απόρριψη αυτού ως απαράδεκτου. Παραπέρα με το άρθρο μεν 73 ορίζεται ότι η ιδιότητα του κατηγορουμένου διατηρείται μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή απόφασης καταδικαστικής ή αθωωτικής αμετάκλητης, αναβιώνει δε μόνο στις περιπτώσεις του αρθρ. 57 § 2, δηλαδή στις περιπτώσεις των αρθρ. 58, 81 § 2, 525 και 526, με το άρθρο δε 91 αναγνωρίζεται δικαίωμα για παρέμβαση στην ποινική διαδικασία μόνο στον αστικώς υπεύθυνο. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει με σαφήνεια ότι η αναίρεση του Εισαγγελέα του ΑΠ υπέρ του νόμου δεν αποτελεί γνήσιο ένδικο μέσον, αλλά ιδιότυπη προσφυγή κατά των νομικώς ελαττωματικών αποφάσεων, αποσκοπούσα στην άρση μόνο των νομικών σφαλμάτων αυτών για να μη μείνουν στο διηνεκές ως επικίνδυνα προηγούμενα, δυνάμενα να κλονίσουν την πεποίθηση της κοινωνίας για την αληθινή έννοια και την ισχύ των νόμων και ως εκ τούτου δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο και τους άλλους διαδίκους, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σε παράσταση κατά την επί της ιδιότυπης αυτής προσφυγής διαδικασίαν ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ, που διεξάγεται σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς έννομες συνέπειες γι` αυτούς, αφού τα δικαιώματα του διατηρούνται απαραμείωτα, χωρίς στην περίπτωση αυτή να παραβιάζονται τα αρθρ. 2 § 1, 5 § 1,7 § 2 και 20 του ισχύοντος Συντάγματος, ούτε το αρθρ. 6 της από 4 Νοεμβρίου 1950 συμβάσεως της Ρώμης “για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” που κυρώθηκε με το ν.δ. 5319/20.9.1974, γιατί αυτά έχουν εφαρμογή μόνο επί ενδίκων μέσων, που έχουν μεταβιβαστικό αποτέλεσμα για τους διαδίκους και συνεπώς έννομες συνέπειες γι` αυτούς (Ολ.ΑΠ 1/2017, 427/1986, 827/1984, 444/1981). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9 παρ.5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά δικαιώματα που κυρώθηκε και κατέστη εσωτερικό δίκαιο με το ν. 2464/1997 “κάθε πρόσωπο θύμα παράνομης σύλληψης ή κράτησης έχει δικαίωμα αποζημίωσης”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.4 του Συντάγματος “νόμος ορίζει με ποιους όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν άδικα ή παράνομα ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν παράνομα την προσωπική τους ελευθερία”. Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης η παροχή αποζημίωσης με δικαστική απόφαση σε αδίκως προφυλακισθέντες ή καταδικασθέντες ή στερηθέντες την ελευθερία τους προϋποθέτει τη διάγνωση από δικαστήριο του αδίκου ή παρανόμου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος στην συνέχεια κηρύχθηκε αθώος ή απηλλάγη από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή συμβουλίου ή άλλου οργάνου (εισαγγελέα, ανακριτή), εντεταγμένου στη διαδικασία της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη. Στα άρθρα 533 – 545 ΚΠΔ, περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων ή προσωρινά κρατηθέντων και τελικά αθωωθέντων, όπως απαιτείται από τα άρθρα 7 παρ. 4 του Συντάγματος και 9 παρ.5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά δικαιώματα και σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών (άρθρα 94 – 96, ΑΠ1593/2016, 1123/2010, 918/2008), ορίζονται δε ειδικότερα, τα εξής: Α) Άρθρο 533: “1. Έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από το Δημόσιο αποζημίωση: α) οι προσωρινά κρατηθέντες που αθωώθηκαν αμετάκλητα με βούλευμα ή απόφαση δικαστηρίου, β) οι κρατηθέντες με καταδικαστική απόφαση η οποία μετέπειτα εξαφανίστηκε … 2. Όσοι κρατήθηκαν λόγω καταδίκης ή κρατήθηκαν προσωρινά κατά την παρ. 1, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση και αν ακόμη έχουν απαλλαγεί επειδή, μολονότι τέλεσαν την πράξη, δεν τους επιβλήθηκε ποινή για οιονδήποτε λόγο”. Β) Άρθρο 535: “Το δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση αν εκείνος που καταδικάστηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση υπαίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής του κράτησης”. Γ) Άρθρο 536: “1. Σχετικά με την υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση αποφαίνεται το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση, με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφαση, υστέρα από προφορική ή γραπτή αίτηση εκείνου που αθωώθηκε και αφού προηγουμένως ο αιτών και ο εισαγγελέας ακουστούν. 2. Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση εκείνου που αθωώθηκε, του επιδικάζεται κατ` αποκοπή ημερήσια αποζημίωση συνολικά για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 8,80 ευρώ, ούτε ανώτερη από 29 ευρώ την ημέρα και της οποίας το ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Το κατώτερο και ανώτερο ύψος της αποζημίωσης μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Δ) Άρθρο 537: “1. Εκείνος που ζημιώθηκε μπορεί να υποβάλει και αργότερα αίτηση για αποζημίωση στο ίδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση παραδίδεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου αυτού μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία (10) ημερών από την απαγγελία της απόφασης στο ακροατήριο ή από την κοινοποίηση στον προσωρινά κρατούμενο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απαλλακτικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του. Η παραπάνω προθεσμία δεν παρατείνεται λόγω αποστάσεως. Η αίτηση εισάγεται στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο που συγκαλείται εκτάκτως για την εκδίκαση της κατά το δυνατό σε μία από τις πρώτες εργάσιμες ημέρες μετά την παράδοση της αίτησης. 3. Το δικαστήριο αποτελείται κατά προτίμηση από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για την ποινική υπόθεση. Ε) Άρθρο 538: “Απόφαση που αναγνωρίζει υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση, αν εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων 536 και 537 είναι άκυρη. ΣΤ) Άρθρο 539: “1. Αν αναγνωριστεί από το ποινικό δικαστήριο μόνο υποχρέωση για αποζημίωση από το Δημόσιο, χωρίς να επιδικαστεί αποζημίωση ή αν η επιδικασθείσα αποζημίωση κρίνεται από τον δικαιούχο ανεπαρκής για να καλύψει το σύνολο της ζημίας του ή από το Δημόσιο κρίνεται υπερβολική, οι διάδικοι μπορούν να εγείρουν αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, που δεν μπορούν να εξετάσουν πάλι την ύπαρξη αυτής της υποχρέωσης για τον ακριβή προσδιορισμό “του ποσού της αποζημίωσης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να υπερβεί το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 του άρθρου 536. 2. Η αξίωση παραγράφεται ύστερα από δύο χρόνια από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση για την ποινική υπόθεση”. Ζ) Άρθρο 540: “1. Αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση στα πολιτικά δικαστήρια είναι κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της ποινής ή της προσωρινής κράτησης στην περιουσιακή κατάσταση εκείνου που ζημιώθηκε και η ηθική βλάβη που υπέστη” και Η) Άρθρο 544: “Στις διατάξεις των άρθρων 533-542, ως δικαστήριο και απόφαση νοούνται και τα δικαστικά συμβούλια και τα βουλεύματα τους”. Με τις παρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικώς αθωώθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών (άρθρα 94, 95, 96) ότι αρμόδιο δικαστήριο για τη διάγνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο) που αθώωσε ή απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια, μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις που το ποινικό δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει τη σχετική υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Και τούτο, γιατί ο ποινικός δικαστής, ο οποίος έχει πλήρη γνώση της διεξαχθείσας ενώπιον του ποινικής διαδικασίας, εκτιμώντας τις συνθήκες και όλες τις προσκομισθείσες αποδείξεις, είναι ο πλέον κατάλληλος για να αποφανθεί για την υποχρέωση ή μη του Δημοσίου προς αποζημίωση (ΑΠ 918/2008). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απαραίτητη προϋπόθεση της άσκησης στα πολιτικά δικαστήρια αγωγής αποζημίωσης για άδικη προσωρινή κράτηση και επιδίκασης αυτής είναι η προηγουμένη αναγνώριση της συναφούς υποχρέωσης του Δημοσίου με απόφαση του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου ή συμβουλίου, και δη αμετακλήτως, η έλλειψη της οποίας καθιστά την αγωγή απαράδεκτη και αντικείμενο της αποζημίωσης αυτής είναι κάθε ζημία που προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της προσωρινής κράτησης κλπ και χρηματική ικανοποίηση, το ποσό της οποίας καθορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου (άρθρο 540 παρ. 1, ΑΠ 444/2015, 366/2013). Από όλα τα παραπάνω και αφού ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απαραίτητη προϋπόθεση της άσκησης στα πολιτικά δικαστήρια αγωγής αποζημίωσης για άδικη προσωρινή κράτηση και επιδίκασης αυτής είναι η προηγουμένη αναγνώριση της συναφούς υποχρέωσης του Δημοσίου με απόφαση του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου ή συμβουλίου, και δη αμετακλήτως, η έλλειψη της οποίας καθιστά την αγωγή απαράδεκτη (πρβλ. ΑΠ 1123/2010), ειδικά ως προς το ζήτημα της παραγραφής αξίωσης προς αποζημίωση των αδίκως προσωρινά κρατηθέντων και της έναρξης αυτής συνάγεται ότι: Η παραγραφή της αξίωσης αυτής, ο χρόνος της οποίας ορίζεται ειδικά σε δύο έτη, αρχίζει, καταρχήν, κατ` άρθ. 539§2 ΚΠΔ, από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η αθωωτική απόφαση ή το βούλευμα για την ποινική υπόθεση (σημειώνεται ότι ως “αθώωση” νοείται και η οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής). Τούτο, όμως, προδήλως στην περίπτωση, κατά την οποία για την υποχρέωση του Δημοσίου αποφάνθηκε ταυτόχρονα, με ιδιαίτερη απόφαση, το ίδιο το δικαστήριο που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση ή το απαλλακτικό βούλευμα για την ποινική υπόθεση για πρώτη φορά, από την έκδοση των οποίων (πριν δηλ. αποκτήσουν αμετάκλητο χαρακτήρα) γεννάται και το σχετικό δικαίωμα αποζημίωσης, και η οποία, απόφαση (στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται, όπως προαναφέρθηκε, και το βούλευμα) για την υποχρέωση αυτή του Δημοσίου, μη προσβαλλομένη αυτοτελώς με ένδικα μέσα (άρθ. 536§2 ΚΠΔ), κατέστη αμετάκλητη μαζί με την απόφαση, με την ως άνω έννοια, για την κύρια ποινική υπόθεση (λόγω απόρριψης των ασκηθέντων κατ` αυτής ενδίκων μέσων ή παρόδου της σχετικής προθεσμίας), καθόσον πράγματι στην περίπτωση αυτή είναι έκτοτε δυνατή κατά νόμον η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης με αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια. Εάν, όμως, η αναγνώριση της υποχρέωσης αυτής του Δημοσίου γίνει μετά την αμετάκλητη “αθώωση” του κατηγορουμένου, με ιδιαίτερη απόφαση ή βούλευμα, κατά την παρεχομένη από το νόμο ευχέρεια, κατά της απόφασης αυτής, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία η αίτηση αποζημιώσεως από το Δημόσιο εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά με διάταξη του ανακριτή ή με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση και μετέπειτα αθωώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή καταδικάστηκε σε ποινή κατώτερη εκείνης την οποία είχε εκτίσει προσωρινά, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που αρχικά αναφέρθηκαν, δεν παρέχεται αυτοτελώς στον κατηγορούμενο-αιτούντα το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, καθόσον με την απόφαση αυτή το δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά επί της κατηγορίας και δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει ειδικά κάτι άλλο, με αποτέλεσμα η απόφαση αυτή να καθίσταται αμετάκλητη από της εκδόσεώς της, η δε διετής παραγραφή της σχετικής αξιώσεως του αιτούντος αρχίζει από την επομένη ημέρα της εκδόσεως αυτής, οπότε έκτοτε είναι δυνατή κατά νόμο η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης με αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που η αίτηση του αιτούντος και αδίκως κρατηθέντος απορριφθεί με μεταγενέστερη απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη κατ’ ουσία στο σύνολό της. Η παρεχόμενη από το νόμο δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υπέρ του νόμου, κατά της αποφάσεως αυτής, ουδόλως διαφοροποιεί τα προαναφερθέντα σε σχέση με τις αξιώσεις του αιτούντος και ουδεμία συνέπεια έχει ως προς τον χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής ως αμετακλήτου και εντεύθεν στην έναρξη της διετούς παραγραφής της αξιώσεως του αιτούντος, δοθέντος ότι, κατά τα αναφερόμενα στην σχετική νομική σκέψη, η υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου δεν αποτελεί γνήσιο ένδικο μέσο, αλλά ιδιότυπη προσφυγή κατά των νομικών ελαττωμάτων της αποφάσεως και αποσκοπεί στην άρση μόνο των νομικών σφαλμάτων αυτής για να μη μείνουν στο διηνεκές ως επικίνδυνα προηγούμενα, δυνάμενα να κλονίσουν την πεποίθηση της κοινωνίας για την αληθινή έννοια και την ισχύ των νόμων και ως εκ τούτου δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο-αιτούντα (και τους τυχόν άλλους διαδίκους), ο οποίος δεν νομιμοποιείται ούτε σε παράσταση κατά την επί της ιδιότυπης αυτής προσφυγής διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ, που διεξάγεται σε θεωρητικό και μόνο επίπεδο, χωρίς έννομες συνέπειες γι` αυτόν, αφού τα δικαιώματά του, όπως, η υπ’ αυτού είσπραξη της επιδικασθείσης υπό του δικαστηρίου αποζημιώσεως ή σε περίπτωση που αυτός κρίνει την επιδικασθείσα αποζημίωση ανεπαρκή να προσφύγει στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο για να καλύψει το σύνολο της ζημίας του, διατηρούνται απαραμείωτα, χωρίς στην περίπτωση αυτή να παραβιάζονται τα αρθρ. 2 § 1, 5 § 1,7 § 2 και 20 του ισχύοντος Συντάγματος, ούτε το αρθρ. 6 της από 4 Νοεμβρίου 1950 συμβάσεως της Ρώμης “για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” που κυρώθηκε με το ν.δ. 5319/20.9.1974, γιατί αυτά έχουν εφαρμογή μόνο επί ενδίκων μέσων, που έχουν μεταβιβαστικό αποτέλεσμα για τους διαδίκους και συνεπώς έννομες συνέπειες γι` αυτούς.
Εν προκειμένω, από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 14-10-2016 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 63219/1879/17-10-2016 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο αναιρεσίβλητος-ενάγων είχε εκθέσει: Ότι ασκηθείσης σε βάρος του ποινικής διώξεως την 15-4-2011, οπότε και συνελήφθη, για τα εγκλήματα α) της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή και από κοινού, β) παράνομης οπλοφορίας, γ) οπλοχρησίας, δ) απάλειψης αριθμού όπλου και ε) παράνομης κατοχής πυρομαχικών, διατάχθηκε αρμοδίως και κρατήθηκε προσωρινά μέχρι την 6-9-2012, οπότε, δυνάμει της 381/6-9-2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, κηρύχθηκε ομόφωνα αθώος των αποδοθεισών σ’ αυτόν κατηγοριών και αποφυλακίστηκε. Ότι, μη αποφανθέντος του ως άνω Δικαστηρίου περί της αποζημιώσεως του, λόγω του ότι κρατήθηκε προσωρινά και μετέπειτα αθωώθηκε, την 17-9-2012 κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ταυτόχρονη αίτησή του με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει για την παραπάνω αιτία το συνολικό ποσό των 14.996,31 ευρώ (511 ημέρες κράτησης χ 29,347 ευρώ την ημέρα). Ότι με την 547/30-1-2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η αίτηση του έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία, ορισθείσης της ημερησίας αποζημιώσεως του αιτούντος στο ποσό των 15 ευρώ (αθροιστικά για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) και συνολικά το ποσό των 7.665 ευρώ. Ότι η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο την 19-9-2014, παρελθούσης δε της προθεσμίας για άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατέστη αμετάκλητη την 19-10-2014. Ακολούθως επικαλούμενος, ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση είναι ανεπαρκής για να καλύψει το σύνολο της ζημίας που υπέστη από την προσωρινή του κράτηση για τους προβαλλόμενους λόγους, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, για αποζημίωση και για την χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνολικά το ποσό των 162.913,35 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 1101/2017 απόφασή του, απορρίπτοντας την παραδεκτώς υπό του Ελληνικού Δημοσίου υποβληθείσα ένσταση παραγραφής της αξιώσεως του ενάγοντος του άρθρου 539 παρ. 2 ΚΠΔ, δέχτηκε την αγωγή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 21.530 ευρώ. Ασκηθεισών εκατέρωθεν υπό των διαδίκων εφέσεων, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του, ως προς το ζήτημα της παραγραφής της αξιώσεως του ενάγοντος-εκκαλούντος-αναιρεσιβλήτου, δέχτηκε τα ακόλουθα: “Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν της Α έφεσης – εναγόμενο ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη θεώρησε ότι η διετής παραγραφή της αξίωσης του ενάγοντα άρχεται από την 19-10- 2014, ενώ έπρεπε να την υπολογίσει με έναρξη την 30-01-2013 που εκδόθηκε η με αριθμό 547/2013 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Ωστόσο, σύμφωνα και με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, στις περιπτώσεις που η αναγνώριση της υποχρέωσης του Δημοσίου γίνει μετά την αμετάκλητη “αθώωση” του κατηγορουμένου, με ιδιαίτερη απόφαση ή βούλευμα, κατά την παρεχομένη από το νόμο ευχέρεια, και αποκτήσει, έτσι, αμετάκλητο χαρακτήρα σε μεταγενέστερο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε η διετής αυτή παραγραφή αρχίζει από τον μεταγενέστερο αυτόν χρόνο, διότι μόνον από τότε είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της επιδίκασης αποζημίωσης στα πολιτικά δικαστήρια. Στην προκειμένη δε περίπτωση, η με αριθμό 547/2013 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία επιδικάσθηκε η προβλεπόμενη από τα άρθρα 533 επ. αποζημίωση, όπως προκύπτει από το σώμα αυτής, αλλά και από το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό του Εφετείου Αθηνών, Τμήματος Ενδίκων Μέσων, καταχωρίσθηκε στο Ειδικό Βιβλίο την 19-9-2014, κατέστη δε αμετάκλητη 19-10-2014, οπότε εκκίνησε η διετία για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Σημειωτέον ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν απορρίφθηκε η αίτηση εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά ως αβάσιμη ή ως απαράδεκτη, ώστε να μην παρέχεται αυτοτελώς το ένδικο μέσο της αναιρέσεως (περίπτωση που αντιμετωπίζει η ΑΠ 1738/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο-εκκαλούν στην Ά έφεση με τον πρώτο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα”. Ακολούθως, το Εφετείο: α) δέχτηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου και β) δέχτηκε τυπικά και ως βάσιμη κατ’ ουσία την έφεση του εναγομένου-αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και στη συνέχεια δικάζοντας επί της αγωγής, δέχτηκε αυτήν εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσία και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου-αναιρεσείοντος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσόν των 16.530 ευρώ. Υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές, ως προς το ζήτημα της παραγραφής της αξιώσεως του αναιρεσιβλήτου, κρίνοντας δηλαδή το Εφετείο ότι: 1) η εκδοθείσα την 30-1-2013, με αριθμό 547/2013 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία, μετά την έκδοση της 381/6-9-2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, με την οποία ο ενάγων-αναιρεσίβλητος κηρύχθηκε αθώος και κατέστη, ως απόφαση επί της κύριας ποινικής υποθέσεως, αμετάκλητη, αναγνώρισε μεταγενεστέρως την υποχρέωση του αναιρεσείοντος να αποζημιώσει τον ενάγοντα, 2) η απόφαση αυτή, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία η αίτηση του εκεί αιτούντος -ενάγοντος, ενόψει ότι δεν απορρίφθηκε ως αβάσιμη ή απαράδεκτη, κατέστη αμετάκλητη, μετά την καταχώριση της στο Ειδικό Βιβλίο την 19-9-2014, την 19-10-2014, δηλαδή μετά την παρέλευση της προθεσμίας προς άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, 3) η διετής παραγραφή της αξιώσεως του ενάγοντος (άρθρο 539 παρ. 2 ΚΠΔ) ξεκίνησε από την 10-9-2014 και 4) ως εκ τούτου η ασκηθείσα με την προαναφερθείσα αγωγή αξίωση του ενάγοντος με κατάθεση αυτής την 17-10-2016 και επίδοση της στο εναγόμενο την 18-10-2016, μη συμπληρωθέντος του χρονικού διαστήματος των δυο ετών, δεν είχε παραγραφεί και συνεπώς το Ελληνικό Δημόσιο είχε υποχρέωση να αποζημιώσει τον ενάγοντα, για το πέραν του ήδη επιδικασθέντος υπό του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με την 547/2013 απόφασή του επιδικασθέντος ποσού, το οποίο κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή ήταν ανεπαρκές για να καλύψει το σύνολο της ζημίας που υπέστη από την άδικη κράτησή του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ιδίως αυτή του άρθρου 539 παρ. 2 ΚΠΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, καταστάσης αμετακλήτου της 381/6-9-2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών για την κύρια ποινική υπόθεση, η με αρ. 547/2013, εκδοθείσα την 30-1-2013, απόφαση του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, επί μεταγενέστερης της ως άνω απόφασης του ΜΟΔ Αθηνών αίτησης του αιτούντος-ενάγοντος και με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία η αίτηση του, κατέστη από της εκδόσεώς της (30-1-2013) αμετάκλητη, καθόσον, όπως απαγγέλθηκε, μη αποφαινόμενη δηλαδή τελειωτικά επί της κατηγορίας, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση, ενόψει ότι δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει ειδικά κάτι άλλο. Η παρεχόμενη δε από το νόμο δυνατότητα άσκησης αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεση δεν συνιστά γνήσιο ένδικο μέσο αλλά ιδιότυπη προσφυγή, θα αποσκοπούσε στη διόρθωση ενδεχόμενων νομικών σφαλμάτων της απόφασης, χωρίς να επηρεάζει τα δικαιώματα του αιτούντος-ενάγοντος, που παραμένουν αμείωτα, και εντεύθεν χωρίς να επηρεάζει τον χαρακτήρα της προαναφερθείσης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ως αμετακλήτου από την 30-1-2013 που εκδόθηκε. Επομένως αρξαμένης της διετούς παραγραφής της αξιώσεως του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου από την 31-1-2013, αυτή συμπληρώθηκε την 31-1-2015, με αποτέλεσμα η ασκηθείσα μεταγενεστέρως, την 18-10-2016, αγωγή του να είναι απορριπτέα λόγω παραγραφής της ασκουμένης με αυτήν αξιώσεως. Κατ’ ακολουθία αυτών ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται από το αναιρεσείον η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και ιδίως αυτής του άρθρου 539 παρ. 2 ΚΠΔ, είναι βάσιμος, και, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει, κατ` εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. α` του KΠολΔ, να κρατηθεί αυτή και δικασθεί από το παρόν αναιρετικό Τμήμα και στη συνέχεια να γίνει δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη η από 12-6-2018 έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη με αριθ. 1101/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που δέχθηκε την από 14-10-2016 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου ως νόμιμη και κατ` ουσία βάσιμη και απορρίπτοντας την παραδεκτώς και νομίμως προβληθείσα ένσταση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου περί παραγραφής της αγωγικής του αξιώσεως, ως ασκηθείσης της αγωγής μετά την παρέλευση του υπό του άρθρου 539 παρ. 2 ΚΠΔ χρονικού διαστήματος των δυο ετών από την έκδοση (30-1-2013) της ως άνω αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, υποχρέωσε τον εναγόμενο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.530 ευρώ, ως αποζημίωση για την άδικη κράτηση του προς συμπλήρωση της ήδη επιδικασθείσης με την ως άνω απόφαση του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της εφέσεως, που αναφέρεται στην εσφαλμένη απόρριψη της προεκτεθείσης ενστάσεώς του και να απορριφθεί η αγωγή λόγω παραγραφής της με αυτήν ασκουμένης αξιώσεως. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα εν γένει δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της παρούσας αναιρετικής δίκης, μειωμένα κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 σε συνδυασμό με το άρθρο 21 παρ. 9 του ν. 1902/1990, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 5946/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ` ουσίαν την από 12-6-2018 με αριθμ. καταθ. 5794/4764/2018 έφεση του εκκαλούντος-αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου.
Δέχεται αυτήν κατ` ουσία.
Εξαφανίζει την με αριθμ. 1101/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 14-10-2016 με αριθ. κατ. 63219/1879/2016 αγωγή του ενάγοντος Χ. Ρ. του Α.
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει τον ενάγοντα-εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου-εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ, και καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ