Αριθμός 502/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Δ. συζύγου Θ. Μ., το γένος Θ. και Φ. Μ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τακουρίδη, και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Χ. συζύγου Χ. Κ., το γένος Θ. και Φ. Μ., κατοίκου … και προσωρινά διαμένουσας στο Ντύσσελντορφ-Γερμανίας, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-5-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σερρών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1095/2021 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13-12-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η αναιρεσείουσα παραστάθηκε, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της 1.095/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της 12/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, περί ακυρώσεως της από 23.11.2016 και με αριθμό … δημόσιας διαθήκης ενώπιον του συμβολαιογράφου Σερρών Ι. Λ., που δημοσιεύθηκε με το 86/2017 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Σερρών, λόγω απειλής σε βάρος της διαθέτη, μητέρας των διαδίκων. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔικ. προκύπτει, ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης για αναίρεση κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του ερευνάται αυτεπαγγέλτως αν ο διάδικος που δεν εμφανίσθηκε ή αν και εμφανίσθηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Αν όμως κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προχωρεί η συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την αναιρεσείουσα, η οποία επισπεύδει την συζήτηση της υποθέσεως, …09.02.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Σερρών, Η. Γ.. Α., ακριβές αντίγραφο της από 13.12.2021 αιτήσεως αναιρέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση νια τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσίβλητης, Στέφανο Αλιάμη, ο οποίος την εκπροσώπησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη 1095/2021 απόφαση. Ωστόσο, η αναιρεσίβλητη, δεν εμφανίσθηκε κατά την ως άνω δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατατέθηκε δήλωση κατ άρθρο 242 & 2 ΚΠολΔ, οπότε η συζήτηση της υποθέσεως, κατά τα ως άνω, θα προχωρήσει παρά την απουσία της.
Κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του ποοσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 10/2011 ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήρια εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματική περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018, 1/2013). Με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κλπ ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δέκτή στην ουσία (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1717/2022, ΑΠ 652/2022, 561/2022, ΑΠ 334/2021, ΑΠ 65/2020). Ειδικότερα, στην περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής β) οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου γ) το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, ήτοι η αποδιδομένη με τον λόγο αναίρεσης πλημμέλεια και η διαγνωσθείσα βάση αυτής έννομη συνέπεια (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 109/2020, ΑΠ.38/2020, ΑΠ 1551/2018). Συνακόλουθα η ευθεία παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ’ ουσία, πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης. Διότι η ευδοκίμηση της αναίρεσης εξαρτάται από την ορθότητα όχι του αιτιολογικού αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 578), το τελευταίο δε συνάπτεται αιτιωδώς με τις παραδοχές του δικαστηρίου. Για το ορισμένο αυτού του λόγου, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 1551/2018, ΑΠ 319/2017). Και τούτο, διότι, μόνο κατ αυτό τον τρόπο μπορεί να κριθεί αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται τελικά, κατά τα προεκτιθέντα, η ευδοκίμηση της αναίρεσης. Η κατά τα άνω αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 1551/2018), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος αλλά ούτε από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση, που προσβάλλεται με αναίρεση, διότι, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αυτές που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν αναιρετικό σφάλμα και έτσι μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που να μην συνιστούν σφάλμα και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όμως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχομένως το ανωτέρω αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό (ΑΠ 972/2022, ΑΠ 123/2021, ΑΠ 892/2019). Ο ως άνω λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως αυτός θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί πλήπει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου (ΑΠ 616/2023, ΑΠ 2105/2022, ΑΠ1183/2021, 548/2021, 540/2021, 894/2020, ΑΠ 1141/2019).
Περαιτέρω, με το εδάφιο β’ του ως άνω αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται η παράβαση των διδαγμάτων κοινής πείρας, μόνον εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς των πραγματικών γεγονότων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, μόνον όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να εξειδικεύονται, δηλαδή τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με την βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου (ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, δηλ. για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών) ή για την υπαγωγή ή όχι σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει εν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά, ή για να εκτιμήσει την αξία των αποδεικτικών μέσων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 20302022, ΑΠ 1273/2022, ΑΠ 1285/2021, ΑΠ 1106/2020 ΑΠ 589/2020, 334/2019, ΑΠ 13332018). Για να είναι ορισμένος ο ως άνω λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται σε αυτόν: 1) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο της ουσίας. 2) ο κανόνας δικαίου για την ερμηνεία ή την εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. 3) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε και 4) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1273/2022, ΑΠ 1285/2021, ΑΠ 609/2020, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 208/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα αιτιάται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεχόμενη ότι η …23.11.2016 δημόσια διαθήκη της μητέρας των διαδίκων, Φ. χήρας Θ. Μ., με την οποία αυτή ανακαλώντας όλες τις προηγούμενες διαθήκες της εγκατέστησε την ίδια ως αποκλειστική κληρονόμο στο σύνολο της περιουσίας της και αποκλήρωσε την ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη αδελφή της, είναι άκυρη λόγω απειλής σε βάρος της ως άνω διαθέτιδας, παραβίασε ευθέως τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή αυτών σε κανόνες δικαίου. Ειδικότερα, στον λόγο αυτό η αναιρεσίουσα παραθέτει καταρχήν το περιεχόμενο των ενόρκων βεβαιώσεων των Δ. Κ., ιατρού, της Β. χήρας Δ. Κ., και της Α. Α., που δόθηκαν με τις νόμιμες διατυπώσεις με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας οι δύο πρώτες και της αναιρεσίβλητης, η τελευταία, και οι οποίες λήφθηκαν υπόψη, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων, για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος της προσβαλλόμενης απόφασης, τις οποίες αξιολογεί η ίδια, ως προς το βαθμό γνώσης και την αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα, χαρακτηρίζοντας ως πλέον εμπεριστατωμένες, αντικειμενικές και αξιόπιστες τις ένορκες βεβαιώσεις του ως άνω ιατρού ο οποίος παρακολουθούσε την διαθέτιδα και της Β. Κ., συγγενούς εξ αγχιστείας αμφοτέρων των διαδίκων και ως αναξιόπιστη και ψευδή την ένορκη βεβαίωση της Α. Α., φίλης και γειτόνισσάς της μητέρας των διαδίκων. Κατά τις αιτιάσεις δε τις αναιρεσείουσας, η προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάζοντας τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής κατέληξε σε “λανθασμένα συμπεράσματα”: α) ως προς την κατάσταση της υγείας της διαθέτιδας δεχόμενη ότι αυτή, η οποία έπασχε ήδη λόγω ηλικίας από υπέρταση και οστεοαρθρίτιδα, κατά τα μέσα Νοεμβρίου παρουσίαζε δυσχέρειες στην ομιλία και ακράτεια, συμπτώματα, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, προσιδιάζουν σε εκείνα ενός ελαφρού εγκεφαλικού επεισοδίου και ότι ο ως άνω θεράπων ιατρός της πιθανολόγησε ότι υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και συνέστησε να εισαχθεί στο νοσοκομείο, ενώ στην ένορκη βεβαίωση του ως άνω ιατρού, ουδόλως αναφέρεται ότι αυτή υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, έστω και ελαφρύ και γίνεται μνεία ότι η κατάσταση της υγείας της διαθέτιδας εκείνο το διάστημα δεν επέβαλε τη νοσηλεία της σε νοσηλευτικό ίδρυμα, β) ως προς το εάν η θανούσα είχε πράγματι λόγους να αποκληρώσει την αναιρεσίβλητη, εξαιτίας της προηγούμενης συμπεριφοράς της, γ) ως προς το ότι η θανούσα ήταν ευχαριστημένη από την συμπεριφορά της αναιρεσείουσας και δ) ως προς το ότι ουδεμία υπήρξε εκ μέρους της υπόνοια απειλής ή ψυχολογικής πίεσης, προς την μητέρα της, ώστε να συντάξει την επίδικη διαθήκη με την οποία την εγκατέστησε αποκλειστική κληρονόμο της, αποκληρώνοντας την αναιρεσίβλητη-αδελφή της. Επίσης, με τον ίδιο λόγο η αναιρεσείουσα αναφέρεται και στις ένορκες βεβαιώσεις του γιού της, Κ. Μ. και του πρώτου εξαδέλφου του συζύγου της Α. Μ., τις οποίες επίσης η ίδια χαρακτηρίζει αξιόπιστες, και παραπονείται ότι το Εφετείο δεν τις υιοθέτησε. Ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης είναι, πρωτίστως, απαράδεκτος, λόγω αοριστίας του, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, δεν αναφέρεται σε αυτόν, ως έδει για να είναι ορισμένος, ο κανόνας δικαίου για την ερμηνεία ή την εφαρμογή του οποίου έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πολύ δε περισσότερο η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε. Ανεξαρτήτως δε της αοριστίας του ο ίδιος λόγος είναι και αβάσιμος. Τούτο δε, διότι, τα παραπάνω αναφερόμενα ως διδάγματα κοινής πείρας και λογικής δεν έχουν τον χαρακτήρα αυτό, ούτε άλλωστε χρησιμοποιήθηκαν για την ερμηνεία μη κατονομαζόμενου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτόν πραγματικών περιστατικών που έχουν γίνει δεκτά, αλλά αναφέρονται ευθέως στην απόδειξη κρίσιμων γεγονότων και στην εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, που δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ για παραβίαση από αυτήν των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1782 παρ. 1, 150 και 151 ΑΚ., αιτιώμενη ότι το Εφετείο που την εξέδωσε και δέχθηκε ότι την επίδικη …/11.9.2014 δημόσια διαθήκη ενώπιον του συμβολαιογράφου Σερρών Ι. Λ., που δημοσιεύθηκε νόμιμα, συνέταξε η διαθέτης και μητέρα των διαδίκων, Φ. χήρα Θ. Μ., υπό το κράτος απειλών από αυτήν (αναιρεσείουσα), αποφαινόμενο εν τέλει ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ενώ δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Επίσης με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα υπό την επίκληση της ίδιας αναιρετικής πλημμέλειας του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1839 και 1840 ΑΚ αιτιώμενη, ότι εσφαλμένα το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση τις εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν τις εφάρμοσε.ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους Ειδικότερα, κατά τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις μαρτυρίες των προαναφερόμενων μαρτύρων ανταπόδειξης, από τις οποίες προέκυπτε: 1) ότι η αναιρεσίβλητη επιβουλευόταν τη ζωή της μητέρας της, της προξενούσε σωματικές κακώσεις, ασκώντας σε βάρος της ενδοοικογενειακή βία και απειλή, λόγοι εξαιτίας των οποίων η διαθέτης την αποκλήρωσε, στερώντας αυτήν από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, 2) ότι η διαθέτης προέβη στη σύνταξη τα διαθήκης της από δική της βούληση, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε απειλή αλλά ούτε και παρότρυνση εκ μέρους της αναιρεσείουσας, 3) ότι ακόμη και με την υπόθεση ότι υπήρξε απειλή δεν πρόκειται για απειλή ικανή να προκαλέσει φόβο στην διαθέτη, διότι αυτή δεν ήταν ευάλωτο άτομο, δεν είχε βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό, σύμφωνα με την κατάθεση του θεράποντος ιατρού της και διέθετε πνευματική διαύγεια τέτοια ώστε να μην υφίσταται περίπτωση να επηρεαστεί από τις απειλές που ανέφερε στην αγωγή της η αναιρεσίβλητη και δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Ακόμη, με μέρος του δεύτερου λόγου αναίρεσης, υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ότι το Εφετείο, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία, αν η επίδικη διαθήκη ήταν προϊόν απειλής, η ίδια θα φρόντιζε ώστε να προβεί στη σύνταξή της η μητέρα της στις αρχές Νοεμβρίου πριν την εγκαταστήσει στη δική της οικία για να την φροντίζει και όχι μεταγενέστερα, ήτοι στις 23.11.2016 που συντάχθηκε. Με το περιεχόμενο αυτό ο τρίτος λόγος αναίρεσης και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδονται πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τον αριθμό 1 εδ.α’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αόριστοι και συνακόλουθα απαράδεκτοι, διότι στο οικείο δικόγραφο, δεν διαλαμβάνονται, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για την ακύρωση της επίδικης διαθήκης ως προϊόν απειλών κατά της διαθέτιδας, και την απόρριψη ως αναπόδεικτων των ισχυρισμών της αναιρεσείουσας περί συνδρομής λόγων αποκλήρωσης της αναιρεσίβλητης από τη νόμιμη μοίρα της, υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη ευθεία παραβίαση των ως άνω κανόνων Ουσιαστικού δικαίου, ούτε αναφέρεται το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη του εκ του αριθμού 1εδ. α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, είναι απαράδεκτοι και επειδή, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους στις ως άνω διατάξεις του αριθμού 1 α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη [περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο δε δεύτερός λόγος αναίρεσης κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδονται πλημμέλειες στην προσβαλλρμενη απόφαση από τον αριθμό 1 β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, διότι τα αναφερόμενα ως διδάγματα κοινής πείρας και λογικής δεν έχουν τον χαρακτήρα αυτό, ούτε άλλωστε χρησιμοποιήθηκαν για την ερμηνεία των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτόν πραγματικών περιστατικών που έχουν γίνει δεκτά, αλλά αναφέρονται ευθέως στην ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από το δικαστήριο της ουσίας.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η από 13.12.2021 αίτηση της Δ. συζύγου Θ. Μ. για αναίρεση της 1.095/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Σε βάρος της ηττηθείσας αναιρεσείουσας, δεν θα επιβληθούν δικαστικά έξοδα εφόσον η αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και συνεπώς δεν υποβλήθηκε σε τέτοια έξοδα, ούτε υπέβαλε σχετικό αίτημα περί καταδίκης της αναιρεσείουσας στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13.12.2021 αίτηση της Δ. συζύγου Θ. Μ. για αναίρεση τής 1.095/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :