Αριθμός 479/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Π. Μ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Μ. του Π., κατοίκου … Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Βαρελά, και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Μ. του Γ., 2) Ε., χήρας Β. Μ., 3) Γ. Μ. του Β., 4) Κ. Μ. του Β., 5) Α. Μ. του Β., κατοίκων … Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Ρότσο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσαν προτάσεις, 6) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στην Αθήνα…, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Χαρίτο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από … αγωγή των πέντε πρώτων ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1532/2011 μη οριστική, 7435/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3303/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2-11-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 02.11.2020 αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, εκδοθείσα, υπ’ αριθμ. … τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 16.11.2018 έφεση των αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ. … οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε κάνει δεκτή την από … και από το άρθρο 6§§1, 2 του ν. 2664/1998 αγωγή των αναιρεσιβλήτων (πλην της έκτης). Η αίτηση αυτή αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553§1 στοιχ. β’, 556§1, 558 εδάφ. α’, 564§3, 566§1 του Κ.Πολ.Δ.).. Αναφορικά τώρα με την παραδεκτή ή μη άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της έκτης αναιρεσίβλητης τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία “…”, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 558 και 566 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται εναντίον εκείνων, οι οποίοι ήσαν διάδικοι στη δίκη, στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και αντίδικοι του αναιρεσείοντος, όχι όμως εναντίον όλων αυτών, αλλά μόνον εναντίον εκείνων από αυτούς, από τους οποίους επιδιώκεται με αυτήν και, με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, είναι δυνατή η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, κατά το μέρος της που στρέφεται κατ’ εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, τους οποίους δεν αφορούν οι αποδιδόμενες με αυτήν πλημμέλειες και ως προς τους οποίους, συνεπώς, δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση και αν ακόμη ευδοκιμήσουν οι λόγοι αυτοί (Α.Π. 465/2019, Α.Π. 1399/2017, Α.Π. 731/2005). Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, η από 02.11.2020 αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται και κατά της (έκτης αναιρεσίβλητης) τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία “…”, η οποία είναι ενυπόθηκη δανείστρια του αναιρεσείοντος, είχε εναχθεί με την από 21.11.2009 αγωγή, ήταν εφεσίβλητη με την από 16.11.2018 έφεση των αναιρεσειόντων, η έφεση απορρίφθηκε κατά τύπους ως προς την εφεσίβλητη αυτή και οι λόγοι της αναιρέσεως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του αναιρετηρίου, δεν αφορούν πλημμέλειες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με την ως άνω αναφερόμενη αναιρεσίβλητη τραπεζική ανώνυμη εταιρεία. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά της έκτης αναιρεσίβλητης. Μετά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους, παραδεκτά ασκήθηκε (άρθρο 577§1 του Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577§2 του Κ.Πολ.Δ.).
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561§2 του Κ.Πολ.Δ.) των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως, υπήρξε κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Οι αναιρεσίβλητοι (Α. Μ. του Γ., Ε. χήρα Β. Μ., Γ. Μ. του Β., Κ. Μ. του Β., Κ. Μ. του Β., Α. Μ. του Β.) ήγειραν κατά του αναιρεσείοντος (Β. Μ. του Π.) και της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία “…”, την από … αγωγή, από το άρθρο 6§§1, 2 του ν. 2664/1998, την οποία απηύθηναν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αγωγή συζητήθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. … εν μέρει οριστική απόφασή του, με την οποία, εκτός των άλλων, διέταξε τη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης. Ακολούθως, η αγωγή επανήλθε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου και συζητήσεως γενομένης, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο με την υπ’ αριθμ. … οριστική απόφασή του δέχθηκε την αγωγή. Ο ηττηθείς εναγόμενος – αναιρεσείων άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής την από 16.11.2018 έφεσή του, την οποία έστρεψε κατά των εναγόντων – αναιρεσιβλήτων και απηύθηνε στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, ζητώντας την τυπική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, τη διακράτηση της υποθέσεως από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, την αναδίκαση της αγωγής και την απόρριψη αυτής (αγωγής). Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξεδίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και εξέδωσε την υπ’ αριθμ. … μη οριστική απόφασή του, με την οποία διέταξε τα στο διατακτικό της. Μετά ταύτα και τη διενέργεια των διαταχθέντων, η έφεση επανήλθε ενώπιον του αυτού δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο την εξεδίκασε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία εξέδωσε δε την υπ’ αριθμ. … τελεσίδικη απόφασή του, με την οποία απέρριψε κατά τύπους την έφεση ως προς την έκτη αναιρεσίβλητη, δέχθηκε την έφεση κατά τύπους και κατ’ ουσίαν ως προς τους λοιπούς διαδίκους, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, διακράτησε την υπόθεση, αναδίκασε την αγωγή και έκανε αυτή δεκτή, σύμφωνα με τα στο διατακτικό της. Την απόφαση αυτή του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου προσέβαλε με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων και ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιέχονται στο αναιρετήριο. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για την εκφορά της δικανική του κρίσεως στηρίχθηκε στις ακόλουθες, κατ’ αντιγραφήν, παραδοχές: “Με το με αριθμό … συμβόλαιο του συμβολαιογράφου … Π. Κ., που μεταγράφηκε στον τόμο ….. και με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του …, ο Β. Μ. του Γ., απώτατος κοινός δικαιοπάροχος των διαδίκων, απέκτησε, λόγω αγοράς από τον κληρούχο Γ. Λ. του Ι., έναν αγρό, εκτάσεως 6.407 τ.μ., κείμενο στη θέση “…” της τότε κοινότητας Ν. Π. του τέως …, οριζόμενο ανατολικά με κοινοτικό αγρό, δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Κ., βόρεια με δημόσια οδό και νότια με δρόμο νεκροταφείων, ο οποίος είχε περιέλθει στον πωλητή δυνάμει του υπ’ αριθμ. … παραχωρητηρίου της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Προσφύγων (Ε.Α.Π.). Η δικαιοπραξία αυτή επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. … απόφαση της, συσταθείσας κατ’ άρθρο 71 του Αγροτικού Κώδικα, Α’ Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Αθηνών, η οποία μεταγράφηκε στον τόμο …. και με αριθμό … των ίδιων ως άνω βιβλίων. Το ακίνητο αυτό σήμερα αποτελείται από πέντε ξεχωριστά γεωτεμάχια, συνολικής έκτασης 6.368 τ.μ., που καταχωρήθηκαν στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου … με ΚΑΕΚ …, έκτασης 918 τ.μ., ΚΑΕΚ …, έκτασης 696 τ.μ., ΚΑΕΚ …, έκτασης 2.023 τ.μ., ΚΑΕΚ …, έκτασης 642 τ.μ. και ΚΑΕΚ …, έκτασης 2.089 τ.μ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά το θάνατο του Β. Μ. του Γ., που επισυνέβη στις …, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγός του Α. και τα τρία τέκνα του Γ. Μ., Ε. Μ. και Π. Μ. αποδέχθηκαν σιωπηρά την κληρονομία του, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου έκαστος, στην οποία περιλαμβανόταν και το ανωτέρω ακίνητο. Μετά το θάνατο της μητέρας τους Α., χήρας Β. Μ., που επισυνέβη στις 3-11-1962, τα τρία ανωτέρω τέκνα αυτής αποδέχθηκαν σιωπηρά την κληρονομία της, στην οποία περιλαμβανόταν και το ιδανικό της μερίδιο επί του ανωτέρω αγροτεμαχίου, που είχε περιέλθει σε αυτή από την κληρονομία του συζύγου της, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Με τις με αριθμό … και … πράξεις δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου … Θ. Μ., που μεταγράφηκαν στον τόμο … και με αριθμούς αντίστοιχα … και … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, οι ως άνω κληρονόμοι Γ. Μ. του Β. και Ε. Μ. του Β. αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία των γονέων τους, συνισταμένη, μεταξύ άλλων ακινήτων, εξ ενός αγρού εκτάσεως 8.000 τ.μ., κείμενου στη θέση “…” της περιφέρειας του …, οριζομένου βορείως με δημόσια οδό, ανατολικά με Κοινότητα, νότια με ιδιοκτησία Ε. Χ. και δυτικά με ιδιοκτησία Χ. Κ.. Την ίδια ημέρα (1-6-1963) ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου Θ. Μ., συντάχθηκε το με αριθμό … προικοσύμφωνο, που μεταγράφηκε στον τόμο … και με αριθμό … των ίδιων ως άνω βιβλίων μεταγραφών, με το οποίο, σε συνέχεια των ανωτέρω αποδοχών κληρονομίας, ο Γ. Μ. του Β. και η σύζυγός του Α., το γένος Α. Μ., συμπράξαντος στο ανωτέρω συμβόλαιο ως εκ τρίτου συμβαλλόμενου και του αδελφού του Ε. Μ. του Β., συνέστησαν υπέρ της θυγατέρας τους Α. προίκα, μεταβιβάζοντας σε αυτή κατά ψιλή κυριότητα και κατά τη διοίκηση και επικαρπία στο σύζυγό της Θ. Π., μεταξύ άλλων ακινήτων κειμένων εντός της περιφέρειας του …, και έναν αγρό στη θέση …, έκτασης 515 τ.μ., ήτοι πέντε οργιών πλάτους και είκοσι δύο μήκους, οριζόμενο βορείως με ιδιοκτησία Ε. Μ. του Β., νοτίως με ιδιοκτησία του εκ των προικοδοτών Γ. Μ. του Β., δυτικά με ιδιοκτησία Χ. Κ. και ανατολικά με κτήματα της κοινότητας Ν. Π.. Στο ανωτέρω προικοσύμφωνο συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων, σχετικά με το ανωτέρω ακίνητο, ότι σε περίπτωση κατά την οποία η κοινότητα κλείσει τον υπάρχοντα ανατολικά του προικοδοτούμενου αγρού δρόμο ο προικολήπτης θα υποχρεούται να αφήσει τρία μέτρα προκειμένου να σχηματισθεί άλλος δρόμος ανατολικά του όλου κτήματος των κληρονόμων Β. Μ.. Επίσης, στο ανωτέρω προικοσύμφωνο αναφέρεται ότι το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στον προικοδότη Γ. Μ. του Β. και της Α. εν μέρει εκ κληρονομίας του πατέρα του και εν μέρει εκ κληρονομίας της μητέρας του, σε συνδυασμό προς τις υπ’ αριθ. … και … πράξεις δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του ίδιου συμβολαιογράφου …, που συντάχθηκαν αυθημερόν και μεταγράφηκαν στον τόμο …. και με αριθμούς αντίστοιχα … και … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … και συνεπεία προφορικής μετά των συγκληρονόμων του διανομής. Ο εκ τρίτου συμβαλλόμενος Ε. Μ. του Β., αδελφός του προικοδότη Γ. Μ. του Β., δήλωσε ότι αναγνωρίζει την προίκιση ως προς τα ακίνητα τα προερχόμενα από την κληρονομία των γονέων τους ως καλώς και εγκύρως και νομίμως γενομένη, αναγνωρίζων ότι πράγματι τα ακίνητα είχαν παραχωρηθεί προφορικώς, προ της αποβιώσεως του πατρός του, στον προικοδότη και ότι η ίδια κατάσταση συνεχίσθηκε μέχρι τη σύνταξη του προικοσυμφώνου, μη έχων κατά συνέπεια ουδεμία αξίωση απαίτηση ή δικαίωμα επί τούτων. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο αγρός που περιγράφεται στις ως άνω … και … πράξεις δήλωσης αποδοχής κληρονομίας είναι ο αγρός που περιήλθε στην κυριότητα του Β. Μ. του Γ. με το με αριθμό … συμβόλαιο του συμβολαιογράφου … Π. Κ., παρότι περιγράφεται εσφαλμένα ως αγρός έκτασης 8.000 τ.μ. και με νότιο όριο αυτού την ιδιοκτησία Ε. Χ., αντί του ορθού με αγροτικό δρόμο. Πράγματι, όπως αποδείχθηκε, οι τρεις συγκληρονόμοι του Β. Μ. του Γ. και της συζύγου αυτού Α., ήτοι ο Γ. Μ., ο Ε. Μ. και ο Π. Μ., διένειμαν ατύπως πριν τη σύνταξη των ανωτέρω συμβολαίων το προαναφερθέν αγροτεμάχιο, αφού το χώρισαν σε έξι μικρότερα, από τα οποία τα τρία εξ αυτών είχαν πρόσοψη στην … – … (Π.Ε.Ο.Α.Κ.) και ήταν κάθετα, ως προς το μήκος τους, σε σχέση με αυτή, ενώ τα υπόλοιπα τρία, που βρίσκονταν στην πίσω πλευρά του όλου ακινήτου, ήταν οριζόντια, ως προς το μήκος τους, σε σχέση με την (Π.Ε.Ο.Α.Κ.). Έλαβε δε, μετά από κλήρωση, κάθε συγκληρονόμος από δύο λαχίδια. Ειδικότερα: 1) ο πατέρας του εναγομένου Π. Μ. του Β. έλαβε από τα εμπρόσθια τμήματα το δυτικό, εμβαδού περίπου 935 τ.μ., στο οποίο υπήρχε πηγάδι και το οποίο ήδη αντιστοιχεί στο γεωτεμάχιο, που καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο με Κ.Α.Ε.Κ. … με εμβαδόν 918 τ.μ., και από τα πίσω τμήματα έλαβε το νότιο (τελευταίο), εμβαδού περίπου 1.240 τ.μ. και το οποίο ήδη περιλαμβάνεται στο γεωτεμάχιο, που καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο με Κ.Α.Ε.Κ. … με εμβαδόν 2.089 τ.μ., 2) ο πατέρας του πρώτου ενάγοντος, πεθερός της δεύτερης και παππούς από την πατρική γραμμή των λοιπών εναγόντων Γ. Μ. του Β. έλαβε από τα εμπρόσθια τμήματα το μεσαίο, εμβαδού περίπου 675 τ.μ., στο οποίο υπήρχε κτίσμα (πτηνοτροφείο) και το οποίο ήδη αντιστοιχεί στο γεωτεμάχιο που καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, με εμβαδόν 696 τ.μ. και από τα πίσω τμήματα έλαβε επίσης το μεσαίο, εμβαδού περίπου 1.160 τ.μ. και το οποίο ήδη κατά ένα μέρος περιλαμβάνεται στο γεωτεμάχιο που καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, με εμβαδόν 642 τ.μ., το οποίο μεταβίβασε, κατά τα ανωτέρω, λόγω προίκας, στη θυγατέρα του Α., σύζυγο Θ. Π. και το υπόλοιπο περιλαμβάνεται στο καταχωρηθέν με Κ.Α.Ε.Κ. … γεωτεμάχιο, έκτασης 2.089 τ.μ. και 3) ο Ε. Μ. του Β. έλαβε από τα εμπρόσθια τμήματα το ανατολικό, εμβαδού περίπου 622 τ.μ., στο οποίο επίσης υπήρχε κτίσμα (πτηνοτροφείο) ενιαίο με του αδελφού του Γ. Μ. και από τα πίσω τμήματα έλαβε το βόρειο, εμβαδού περίπου 1.160 τ.μ. και τα οποία ήδη αντιστοιχούν στο καταχωρηθέν στο Κτηματολόγιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ενιαίο γεωτεμάχιο, έκτασης 2.023 τ.μ. Επίσης, οι ανωτέρω συγκληρονόμοι αδελφοί δημιούργησαν εντός του αρχικού ενιαίου ακινήτου δύο κοινόχρηστους δρόμους προς εξυπηρέτηση των αγροτεμαχίων, έναν κατά μήκος του ανατολικού ορίου του, πλάτους περίπου τριών μέτρων, για είσοδο από την Π.Ε.Ο.Α.Κ. και έναν άλλο κάθετο προς αυτόν, πλάτους περίπου πέντε μέτρων, ο οποίος χώριζε το αρχικό αγροτεμάχιο στο βόρειο τμήμα του, που περιλάμβανε τα τρία κάθετα προς την Εθνική Οδό τεμάχια και στο νότιο τμήμα που περιλάμβανε το τρία οριζόντια προς την Εθνική Οδό τεμάχια. Οι κοινόχρηστοι αυτοί δρόμοι δεν αποτυπώθηκαν ξεχωριστά, αλλά η έκταση που καταλάμβαναν περιλαμβάνεται στα προαναφερθέντα γεωτεμάχια με Κ.Α.Ε.Κ. …, …, …, Κ.Α.Ε.Κ. … και …, που καταχωρήθηκαν στο Κτηματολόγιο με συνολικό εμβαδόν 6.386 τ.μ. Μετά την ανωτέρω άτυπη διανομή οι ως άνω κληρονόμοι του Β. Μ. του Γ., νεμόταν ο καθένας αποκλειστικά για λογαριασμό του, μέχρι το χρόνο θανάτου του, τα ανωτέρω τμήματα του αγροτεμαχίου, που τους έλαχαν, χωρίς αμφισβήτηση ή διένεξη από τους λοιπούς συγκληρονόμους ή τους κληρονόμους αυτών. Στις 11-5-1992 απεβίωσε ο Γ. Μ. του Β. και της Α. χωρίς να αφήσει διαθήκη και με τη με αριθμό … πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου … Τ. Α. – Π., που μεταγράφηκε στον τόμο … και με αριθμό …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, οι γιοί του Α. Μ. (πρώτος ενάγων) και Β. Μ. (άμεσος δικαιοπάροχος των λοιπών εναγόντων) αποδέχθηκαν ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κατά ποσοστό 1/2 εξαδιαιρέτου ο καθένας, την κληρονομιαία ακίνητη περιουσία του, καθώς και την περιουσία της αποβιωσάσης στις 20-10-1998 μητέρας τους Α., χήρας Γ. Μ., το γένος Α. και Σ. Μ., ενόψει του ότι η αδελφή τους και τρίτη συγκληρονόμος – θυγατέρα των ως άνω αποβιωσάντων – Α., σύζυγος Θ. Π., το γένος Γ. και Α. Μ., παραιτήθηκε από κάθε αξίωση επί της κληρονομιαίας περιουσίας των γονέων τους, δηλώνοντας με τις υπ’ αριθ. … πράξεις της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου ότι δεν επιθυμεί να συνεισφέρει τα προικώα ακίνητά της και να συμμετάσχει στην κληρονομία τους. Ειδικότερα, με την ως άνω πράξη τους οι γιοι του Γ. Μ. του Β. δήλωσαν ότι αποδέχονται, μεταξύ άλλων, ως περιλαμβανόμενο στην κληρονομιαία περιουσία του, ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση “…” της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Ν. Π. Αττικής, εκτός σχεδίου και ζώνης της πόλης της Ν. Π., που έχει συνολική έκταση 726,75 τ.μ. και συνορεύει βόρεια, επί πλευράς 47,50 μέτρων με ιδιοκτησία Α., συζύγου Ι. Π. (το γένος Θ. Π.) νότια, επί πλευράς 47,50 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. Μ., ανατολικά επί πλευράς 15,30 μέτρων με Δημοτικό Σχολείο Ν. Π. και δυτικά επί πλευράς 15,30 μέτρων με ιδιοκτησία Χ. Κ.. Δήλωσαν δε, ότι το κληρονομούμενο ακίνητο το απέκτησε ο κληρονομούμενος πατέρας τους αρχικά κατά ιδανικό μερίδιο και σε μεγαλύτερη έκταση από την κληρονομία των γονέων του Β. Μ. και Α. Μ., που απεβίωσαν χωρίς διαθήκη, σε συνδυασμό με τις … και … πράξεις αποδοχής κληρονομίας του τότε συμβολαιογράφου … Θ. Μ., που μεταγράφηκαν στον τόμο …..και με αριθμούς αντίστοιχα … και … των βιβλίων μεταγραφών του … και αργότερα καθ’ ολοκληρίαν και αυτούσια μετά από προφορική και άτυπη διανομή με τους συγκληρονόμους του από το έτος 1964, άλλως εξ εκτάκτου χρησικτησίας δια της αδιαλείπτου και αδιαταράκτου νομής και κατοχής αυτών από του ανωτέρω έτους (1964) μέχρι το χρόνο θανάτου του (1992), στον οποίο προσμετράται και ο χρόνος νομής και κατοχής των κληρονόμων του. Με τον τρόπο αυτό ο Β. Μ. του Γ. και ο Α. Μ. του Γ. (πρώτος ενάγων) κατέστησαν συγκύριοι κατ’ ισομοιρία του ανωτέρω ακινήτου. Εν συνεχεία, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, προκειμένου να καταχωρηθεί το ανωτέρω ακίνητό τους στα κτηματολογικά βιβλία, οι ανωτέρω υπέβαλαν στο Εθνικό Κτηματολόγιο, βάσει του ν. 2308/1995, τις με αριθμό πρωτοκόλλου 014786/20-5-2003 και 015069/22-7-2003 δηλώσεις ιδιοκτησίας, συμπληρωμένες, μετά από υπόδειξη των αρμοδίων υπαλλήλων, με τον ως άνω τίτλο κτήσης αυτών, ήτοι τη με αριθμό … πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου … Τ. Α. – Π., καθότι αρχικά, είχαν υποβάλλει τις με αριθμό πρωτοκόλλου … δηλώσεις ιδιοκτησίας, στις οποίες δεν αναφέρονταν τίτλος κτήσης. Στις 3-6-2003 απεβίωσε ο εκ των συγκυρίων Β. Μ. του Γ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του Ελευθερία, χήρα Β. Μ. (δεύτερη ενάγουσα) και τα τρία τέκνα του Γ. Μ., Κ. Μ. και Α. Μ. (τρίτο, τέταρτο και πέμπτη των εναγόντων), κατά ποσοστό 1/4 από τον καθένα. Στη συνέχεια, με την 228/13-4-2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.), που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 591/Β/21-4-2004, ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στο Δήμο Ν. Π. Νομού Αττικής η 23η Απριλίου 2004, αφού διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του εν λόγω Δήμου κατά μεταφορά από τους αναμορφωμένους κτηματολογικούς πίνακες της Β’ Ανάρτησης. Όπως προαναφέρθηκε, το ανωτέρω ακίνητο των κληρονόμων του Γ. Μ. του Β. δεν καταχωρήθηκε, κατά τις αρχικές κτηματολογικές εγγραφές, στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο ως αυτοτελές γεωτεμάχιο με ξεχωριστό Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.), όπως καταχωρήθηκαν τα υπόλοιπα τμήματα του αρχικού αγροτεμαχίου, τα οποία είχαν δημιουργηθεί από την προαναφερθείσα άτυπη διανομή μεταξύ των συγκληρονόμων του Β. Μ. του Γ., αλλά περιελήφθη στο γεωτεμάχιο που καταχωρήθηκε με Κ.Α.Ε.Κ. …, με εμβαδόν 2.089 τ.μ., με αναγραφόμενο κύριο αυτού στο οικείο κτηματολογικό φύλλο τον εναγόμενο Β. Μ. του Π., κατά ποσοστό 100% και με αναφερόμενους τίτλους κτήσης αυτού τα με αριθμούς …, … και … συμβόλαια της συμβολαιογράφου … Α. Κ. – Μ., που μεταγράφηκαν την 11-12-1992 στον τόμο 336 και με αριθμούς 22, 23 και 24 αντίστοιχα των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …. Ο εναγόμενος, καθώς και οι λοιποί τέσσερις συγκληρονόμοι του Π. Μ. του Β., που απεβίωσε στις 21-5-1983, ήτοι η χήρα αυτού Β., το γένος Ι. Κ. και οι γιοι του Ι. Μ., Α. Μ. και Γ. Μ. αποδέχθηκαν με το πρώτο από τα αναφερθέντα στο ως άνω κτηματολογικό φύλλο συμβόλαια, ήτοι με την … πράξη της συμβολαιογράφου … Α. Κ. – Μ., την κληρονομία του και ως ακίνητα αυτής, μεταξύ άλλων, τα κείμενα στη θέση “…” της Ν. Π. δύο αγροτεμάχια, που περιήλθαν στον κληρονομούμενο από την κληρονομία του πατέρα του Β. Μ. του Γ. – κληρονομία την οποία αποδέχθηκαν για λογαριασμό του κληρονομούμενου – δηλώνοντας ότι από το χρόνο θανάτου του πατέρα του ο κληρονομούμενος Π. Μ. του Β. είχε σιωπηρά αποδεχθεί την κληρονομία αυτή και μάλιστα αρχικά κατά ιδανικό μερίδιο και αργότερα καθ’ ολοκληρία, μετά από προφορική και άτυπη διανομή με τους συγκληρονόμους του δια της αδιαλείπτου και αδιαταράκτου νομής και κατοχής τους. Ειδικότερα δε, αποδέχθηκαν ως ακίνητο της κληρονομιαίας περιουσίας του Π. Μ. ένα οικόπεδο-αγροτεμάχιο, κείμενο στην ανωτέρω περιοχή, εμβαδού 2.075 τ.μ., που φαίνεται με τα στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Α. στο προσαρτώμενο στο συμβόλαιο αυτό από Σεπτέμβριο 1992 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ. Γ., που συνορεύει βόρεια, επί της πλευράς ΔΓ, μήκους 47,50 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Μ., νότια, επί της πλευράς ΑΒ, μήκους 47,50 μέτρων με αγροτική οδό, ανατολικά επί της πλευράς ΑΔ μήκους 43,68 μέτρων με ιδιοκτησία Νηπιαγωγείου Ν. Π. και δυτικά επί της πλευράς ΒΓ μήκους 43,68 μέτρων με ιδιοκτησία Κ.. Με το επόμενο συμβόλαιο, που συντάχθηκε αυθημερόν, ήτοι το με αριθμό … της ίδιας συμβολαιογράφου, η μητέρα του εναγομένου Β., χήρα Π. Μ. του μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής το κληρονομικό της μερίδιο 4/16 εξαδιαιρέτου επί των ως άνω ακινήτων της κληρονομίας του συζύγου της και στη συνέχεια, με το με αριθμό … συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου, οι αδελφοί του Ι. Μ., Α. Μ. και Γ. Μ. του μεταβίβασαν, λόγω δωρεάς, τα κληρονομικά τους μερίδια (3/16 έκαστος). Στη συνέχεια και αμέσως μετά τη σύνταξη των ανωτέρω συμβολαιογραφικών πράξεων, ο εναγόμενος υπέβαλε στο Πολεοδομικό Γραφείο … την από 18-1-1993 αίτηση και βάσει αυτής και του ανωτέρω σχεδιαγράμματος του πολιτικού μηχανικού Θ. Γ., στο οποίο αποτυπώνεται μόνο του το ακίνητο των 2.075 τ.μ. και βεβαιώνεται ότι είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, αφού πρόκειται μεν για εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης της Ν. Π. αγροτεμάχιο, αλλά άνω των 2.000 τ.μ. και, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, εκδόθηκε η με αριθμό … άδεια οικοδομής από την ανωτέρω Υπηρεσία, βάσει της οποίας ο εναγόμενος ανήγειρε στο νότιο τμήμα του περιγραφόμενου στο ως άνω διάγραμμα οικοπέδου – αγροτεμαχίου, διώροφη οικοδομή, ολικής επιφάνειας 200 τ.μ. . Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο φύλλο του ακινήτου με Κ.Α.Ε.Κ. … καταχωρήθηκε οριστικά, ως μεταγενέστερη εγγραφή, με αριθμό καταχώρισης 157/23-7-2004, η δυνάμει της 8931Σ/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εγγραφείσα στις 16-3-2004, στον τόμο 212 και με αριθμό 12 των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου …, προσημείωση υποθήκης Β’ τάξης υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, για ασφαλιζόμενη απαίτηση αυτής ύψους 91.000 ευρώ με βεβαρημένο οφειλέτη τον εναγόμενο Β. Μ. του Π.. Στην εγγραφείσα ως άνω προσημείωση υποθήκης το προσημειούμενο ακίνητο περιγράφεται ως έχον έκταση 2.075 τ.μ., κατά τους τίτλους κτήσης κυριότητας του οφειλέτη (εναγομένου) κατά δε το με αριθμό πρωτοκόλλου … κτηματογραφικό απόσπασμα του Εθνικού Κτηματολογίου ως έχον έκταση 1.402 τ.μ. και ότι συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Μ., νότια με αγροτική οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία Νηπιαγωγείου … και δυτικά με ιδιοκτησία Κ.. Από την περιγραφή του γεωτεμαχίου με Κ.Α.Ε.Κ. … στην ως άνω περίληψη εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και την αναφορά ως προς το εμβαδόν αυτού ως 1.402 τ.μ. – σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου … κτηματογραφικό απόσπασμα του Εθνικού Κτηματολογίου – σε συνδυασμό και με την αποτύπωση του εν λόγω γεωτεμαχίου στο απόσπασμα του προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος της Β’ Ανάρτησης, που προσκομίζουν οι ενάγοντες, όπου εμφανίζεται με διαφορετικό σχήμα και με σαφώς μειωμένο εμβαδόν σε σχέση με το σχήμα και με το εμβαδόν των 2.089 τ.μ., με τα οποία αποτυπώθηκε τελικά στο οικείο κτηματολογικό διάγραμμα, αλλά εμφανίζεται και διαχωριζόμενο με δρόμο από το προς ανατολάς αυτού ακίνητο του Νηπιαγωγείου Ν. Π., ο οποίος (δρόμος) συνεχίζει προς βορρά και διαχωρίζει και το όμορο προς βορρά αυτού γεωτεμάχιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ιδιοκτησίας Α. Π., προκύπτει ότι το ακίνητο που εμφανίζεται με Κ.Α.Ε.Κ. … στο προσωρινό κτηματολογικό διάγραμμα της Β’ Ανάρτησης με εμβαδόν 1.402 τ.μ., ιδιοκτησίας του εναγομένου, ταυτίζεται με το νότιο (τελευταίο) τμήμα, εμβαδού περίπου 1.240 τ.μ. των πίσω τμημάτων του αρχικού ενιαίου ακινήτου, το οποίο έλαβε ο δικαιοπάροχός του Π. Μ. του Β., κατά την προαναφερθείσα άτυπη διανομή. Στο γεωτεμάχιο δε, που καταχωρήθηκε με Κ.Α.Ε.Κ. … και με εμβαδόν 2.089 τ.μ. ως ιδιοκτησία του εναγομένου, περιλαμβάνεται και το τμήμα που απέμεινε στον δικαιοπάροχο των εναγόντων Γ. Μ. του Β., μετά τη σύνταξη του προαναφερθέντος προικοσυμφώνου, από το μεσαίο τμήμα του αγρού, που είχε λάβει από την προαναφερθείσα διανομή, το οποίο αποτελεί το επίδικο ακίνητο. Ειδικότερα, το επίδικο τμήμα αγρού, εμφαίνεται και περιγράφεται στο προσαρτώμενο στην αγωγή με κλίμακα 1/750 από Σεπτέμβριο του 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Τ. με αριθμό 1Β, έχει εμβαδόν 730 τ.μ. και συντεταγμένες κορυφών, σύμφωνα με το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ’ 1987), που χρησιμοποιεί και το Ελληνικό Κτηματολόγιο, τις ακόλουθες:
Α/Α Χ Υ ΜΗΚΟΣ Δ2α 448467.08 4205557.04 15,36 Δ7 448475.18 4205543.99 47,59 Δ6 448434.38 4205519.49 15,36 Δ5 448426.37 4205532.59 47,49 Συνορεύει δε, βόρεια, επί της πλευράς Δ2α – Δ5, μήκους 47,49 μέτρων με το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …, ιδιοκτησίας Α. Π., νότια επί της πλευράς Δ6 – Δ7, μήκους 47,59 μέτρων με το υπόλοιπο τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …, ιδιοκτησίας του εναγομένου Β. Μ. του Π., ανατολικά επί της πλευράς Δ2α – Δ7, μήκους 15,36 μέτρων με το γεωτεμάχιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ιδιοκτησίας του Νηπιαγωγείου Ν. Π. και δυτικά επί της πλευράς Δ5 – Δ6, μήκους 15,36 μ. με το γεωτεμάχιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ιδιοκτησίας Χ. Κ.. Το υπόλοιπο (νότιο) τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …, που αποτυπώνεται με αριθμό 2Β στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα και έχει, σύμφωνα με αυτό, εμβαδόν 1.278,60 τ.μ. αναφέρεται με τις ακόλουθες συντεταγμένες κορυφών: Α/Α Χ Υ ΜΗΚΟΣ …,…. Δ7 …,… …,…. Δ9 …, Ε1 … Ο εναγόμενος, όπως προκύπτει και από τις προαναφερθείσες συμβολαιογραφικές πράξεις, παραδέχεται ότι ο δικαιοπάροχός του Π. Μ. συμμετείχε στην άτυπη διανομή, που έλαβε χώρα μεταξύ των κληρονόμων του Β. Μ. του Γ. και ότι έλαβε τα αναφερόμενα σε αυτές αυτοτελή αγροτεμάχια. Ισχυρίζεται, όμως, προκειμένου να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο ο πατέρας του έλαβε τεμάχια σαφώς μεγαλύτερης έκτασης των λοιπών τεμαχίων, που περιήλθαν στους λοιπούς συγκληρονόμους, ότι η έκταση του αρχικού αγροτεμαχίου δεν διανεμήθηκε εξίσου μεταξύ των τριών συγκληρονόμων και ότι ο πατέρας του έλαβε το μεγαλύτερης έκτασης, εμβαδού 2.075 τ.μ. τμήμα, επί ολοκλήρου του οποίου ασκούσε πράξεις νομής και απέκτησε την κυριότητα με χρησικτησία, για το λόγο ότι στα μερίδια που έλαβαν οι λοιποί συγκληρονόμοι περιλαμβανόταν το κτίριο του πτηνοτροφείου, το οποίο αυτοί εκμίσθωναν και εισέπρατταν μισθώματα. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός από την κατάθεση της συζύγου του Α. Μ. και μόνο, η οποία δεν κρίνεται πειστική και δεν ενισχύεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν αποδεικνύεται. Εξάλλου, αν ίσχυε αυτή η συμφωνία μεταξύ των τριών αδελφών, την οποία επικαλείται ο ενάγων, θα περιελάμβανε όχι μόνο τους γονείς των διαδίκων, αλλά και τον έτερο αδελφό αυτών Ε. Μ., ο οποίος, κατά τα προαναφερθέντα, έλαβε μερίδια σχεδόν ίδιας έκτασης με αυτά που έλαβε ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Γ. Μ.. Όσον αφορά δε, τα μερίδια που έλαβε ο πατέρας του εναγομένου, πράγματι ήταν μεγαλύτερης έκτασης, σε σχέση με αυτά που έλαβαν οι λοιποί συγκληρονόμοι, στους οποίους έλαχε το κτίσμα του πτηνοτροφείου. Επομένως, δεν δικαιολογείται, για τους λόγους που επικαλείται ο εναγόμενος, η εκ μέρους του πατέρα του κατοχή τμήματος αγρού τετραπλάσιας σχεδόν έκτασης, αυτού που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι έλαβε μόνο ο Γ. Μ., στο νότιο τμήμα του αρχικού αγροτεμαχίου, εμβαδού περίπου 515 τ.μ., το οποίο μεταβίβασε με το προαναφερθέν προικοσύμφωνο στη θυγατέρα του Α. Π., στο οποίο εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, αναφέρεται ως νότιο όριο του προικώου το υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου που απέμεινε στον προικοδότη. Επίσης, δεν αποδείχθηκε με κάποιο αποδεικτικό μέσο, η κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ ένσταση ιδίας κυριότητας, που προέβαλε επικουρικά ο εναγόμενος και ειδικότερα ότι αυτός και οι δικαιοπάροχοί του νεμόταν για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, πριν την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου στην περιοχή (23-4-2004) ολόκληρο το ακίνητο που καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ως γεωτεμάχιο εμβαδού 2.089 τ.μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα των 730 τ.μ., που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του και το οποίο διεκδικούν οι ενάγοντες. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι πράξεις νομής στο εν λόγω βόρειο τμήμα του ανωτέρω γεωτεμαχίου ασκούσαν οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοί τους, καθότι μέχρι τον Μάρτιο του 2008 το τμήμα αυτό ήταν σαφώς οριοθετημένο από αυτούς, σε σχέση με το υπόλοιπο νότιο τμήμα, που κατείχε και νεμόταν ο εναγόμενος, με μία παλαιά περίφραξη από δικτυωτό συρματόπλεγμα, στηριζόμενο σε σιδερένιους πασσάλους, την οποία, κατά τον ανωτέρω χρόνο, την κατέστρεψε ο εναγόμενος και για το λόγο αυτό, μετά από σχετική έγκληση των εναγόντων, κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση έξι (6) μηνών με την 72170/12-2-2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πλην, όμως, με την 20614/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών έπαυσε, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα ως άνω ποινική δίωξη εναντίον του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται στα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, ενισχύεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως των εναγόντων, ο οποίος κατέθεσε, μετά λόγου γνώσης, ότι κατ’ εντολή τους πριν από τριάντα περίπου χρόνια ο ίδιος είχε κατασκευάσει την καταστραφείσα από τον εναγόμενο περίφραξη, αλλά επιβεβαιώνεται και από τη με αριθμό … έκθεση του διορισθέντος πραγματογνώμονος Ι. Α., στην οποία αναφέρεται ότι “παρότι ο τίτλος ιδιοκτησίας του εναγομένου προηγείται χρονικά του τίτλου των εναγόντων και παρότι ο εναγόμενος έχει εκδώσει οικοδομική άδεια εκμεταλλευόμενος το εμβαδόν του επιδίκου, από τις Α/Φ που εξετάσαμε, τις φωτογραφίες που μας προσκόμισαν οι ενάγοντες και την υπ’ αριθμ. … απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (σχετικά με το συρματόπλεγμα) αλλά και τα κτηματολογικά αποσπάσματα της Β’ ανάρτησης, προκύπτει ότι το επίδικο μέχρι το 2008 περίπου ήταν μερικώς οριοθετημένο με συρματόπλεγμα και ότι μέχρι σήμερα δεν φέρει σημάδια εκμετάλλευσης, νομής και κατοχής από τον εναγόμενο” και στην οποία επίσης αναφέρεται, ως προς την ερμηνεία της αεροφωτογραφίας του έτους 2007 ως προς τα κατά το χρόνο εκείνο διαπιστωμένα όρια του επιδίκου, ότι “παρότι δεν είναι διακριτή η ύπαρξη συρματοπερίφραξης είναι ευκρινώς ορατή και δια γυμνού οφθαλμού η διαφοροποίηση της χρήσης του εδάφους μεταξύ του επιδίκου τμήματος και της όμορης νότια αυτού ιδιοκτησίας του εναγομένου, η οποία διακρίνεται εξαιτίας της έντονης χρωματικής διαφοράς που εμφανίζουν τα τμήματα γης αυτά” και ότι “η οριοθέτηση αυτής της αλλαγής σε αυτή τη χρονιά όσο και σε προηγούμενες πραγματοποιείται μέσω ευκρινούς ορίου με προσανατολισμό από ανατολή προς δύση, το οποίο όριο είναι παράλληλο με υφιστάμενη συστάδα δένδρων, και έρχεται να συμφωνήσει με υφιστάμενο μικρό πρανές”, στοιχεία από τα οποία ανατρέπεται ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κατείχε ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του ολόκληρο το ακίνητο, κάνοντας ενιαία χρήση αυτού για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος στις 3-6-2003 (πριν την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου στην περιοχή) Β. Μ. του Γ., ήτοι η δεύτερη ενάγουσα, σύζυγός του, και ο τρίτος, ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγόντων, τέκνα αυτού, με τη με αριθμό … πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου … Τ. Α. – Π., η οποία καταχωρήθηκε, κατ’ άρθρο 7Α του ν. 2664/1998, με αριθμό καταχώρισης … στο φύλλο του γεωτεμαχίου με Κ.Α.Ε.Κ. …, αποδέχθηκαν, κατά ποσοστό 1/4 (12,50%) ο καθένας, την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία του, μεταξύ της οποίας και το προαναφερθέν αγροτεμάχιο, που είχε περιέλθει στον κληρονομούμενο με την προαναφερθείσα … πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της ίδιας συμβολαιογράφου. Στην πράξη αυτή οι τέσσερις ενάγοντες – κληρονόμοι του Β. Μ. του Γ. – περιγράφουν το επίδικο ακίνητο, ως συνολικής εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 726,75 τ.μ. και κατά νεότερη και ακριβή καταμέτρηση, μέσα στα ίδια όρια του τίτλου κτήσης του 730,77 τ.μ. το οποίο αποτυπώνεται με τα στοιχεία (Κ-Λ-Μ-Ν-Κ) στο τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Ε. Τ. με ημερομηνία Νοέμβριος του 2006 και συνορεύει κατ’ αυτό βόρεια και βορειοδυτικά με πλευρά (ΚΛ) μήκους 47,81 μ. με ιδιοκτησία του Β. Μ. του Π. (Κ.Α.Ε.Κ. …), νότια και νοτιοανατολικά με πλευρά (ΝΜ) μήκους 47,96 μ. με ιδιοκτησία του Β. Μ. του Π. (Κ.Α.Ε.Κ. …), ανατολικά με πλευρά (ΛΜ) μήκους 15,29 μ. με Νηπιαγωγείο Ν. Π. και δυτικά με πλευρά (ΚΝ) μήκους 15,23 μ. με ιδιοκτησία Χ. Κ.. Ενόψει των ανωτέρω, που αποδείχθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη και αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους του επιδίκου ακινήτου, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε, όπως αβασίμως διατείνεται ο εκκαλών -εναγόμενος με τους σχετικούς, τέταρτο έως όγδοο, λόγους της κρινόμενης έφεσής του, οι οποίοι ως εκ τούτου κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Έσφαλε, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους του επιδίκου, όπως αυτό περιγράφεται στη με αριθμό … πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου … Τ. Α. – Π., περιγραφή που γίνεται σύμφωνα με το από Νοέμβριο 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Ε. Τ., στο οποίο αποτυπώνεται αυτό (επίδικο) με τα στοιχεία (Κ-Λ-Μ-Ν-Κ), με εμβαδόν 730,77 τ.μ. και με βόρειο όριο αυτού, με την πλευρά (ΚΛ) μήκους 47,81 μ. την ιδιοκτησία του εναγομένου Β. Μ. του Π., που καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ενώ έπρεπε να τους αναγνωρίσει συγκυρίους, κατά τα αιτούμενα εξαδιαιρέτου ποσοστά τον καθένα, ακινήτου έκτασης 730 τ.μ., που εμφαίνεται και περιγράφεται στο προσαρτώμενο στην αγωγή με κλίμακα 1/750 από Σεπτέμβριο του 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Τ. με αριθμό 1Β, με τις αναφερόμενες ανωτέρω συντεταγμένες κορυφών, σύμφωνα με το γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς ΕΓΣΑ’ 1987, που χρησιμοποιεί και το Εθνικό Κτηματολόγιο και σύμφωνα με το οποίο (τοπογραφικό διάγραμμα) το επίδικο συνορεύει στη βόρεια πλευρά του, μήκους 47,49 μέτρων με το γεωτεμάχιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ιδιοκτησίας της Α. Π. και στη νότια πλευρά του μήκους 47,59 μέτρων με το υπόλοιπο τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …, που απομένει ως ιδιοκτησία του εναγομένου Β. Μ. του Π., ανατολικά επί της πλευράς μήκους 15,36 μέτρων με το γεωτεμάχιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ιδιοκτησίας του Νηπιαγωγείου Ν. Π. και δυτικά επί πλευράς μήκους 15,36 μ. με το γεωτεμάχιο με Κ.Α.Ε.Κ. …, ιδιοκτησίας Χ. Κ.. Δεδομένου δε, ότι από τις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές παράγεται αμάχητο τεκμήριο ακριβείας υπέρ των αναγραφόμενων ως δικαιούχων κυριότητας, όπως αναφέρεται ανωτέρω και στη νομική σκέψη της παρούσας και εν προκειμένω πρόκειται για αγωγή διόρθωσης ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι από κακή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους ακινήτου εμβαδού 730,77 τ.μ., ενώ οι ίδιοι ζητούσαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι ακινήτου εμβαδού 730 τ.μ., που αποτυπώνεται στο από Σεπτέμβριο του 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Τ. με αριθμό 1Β και ότι εσφαλμένως περιγράφονται και τα όριά του, ειδικά ως προς τη βόρεια πλευρά του. Μετά ταύτα, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου της έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες της τις διατάξεις, ήτοι και ως προς αυτές, που δεν προσβλήθηκαν επιτυχώς με την έφεση, για την ενότητα της εκτέλεσης. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση για να εκδικασθεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο τούτο να γίνει δεκτή η από … και με αριθμό καταθέσεως … αγωγή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, κατά τα ανωτέρω, να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου και δη κατά ποσοστό 50% εξαδιαιρέτου ο πρώτος εξ αυτών και κατά ποσοστό 12,50% εξαδιαιρέτου καθένας εκ των λοιπών, με τίτλους κτήσης αυτών τις προαναφερθείσες για τον καθένα πράξεις δήλωσης αποδοχής της κληρονομίας των δικαιοπαρόχων τους και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, ώστε για το ανωτέρω ακίνητο των εναγόντων, εμβαδού 730 τ.μ., που ήδη περιλαμβάνεται στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …, να δημιουργηθεί ένα νέο κτηματολογικό φύλλο με ξεχωριστό Κ.Α.Ε.Κ., στο οποίο θα αναγραφούν ως δικαιούχοι κυριότητας οι ενάγοντες, βάσει των ανωτέρω τίτλων τους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.”.
Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), συντρέχει δε αν το δικαστήριο, για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στον νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής (αγωγής) που συνίσταται, η μεν στο ότι το δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρει με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αγωγικό αίτημα, η δε στο ότι στο ίδιο δικόγραφο γίνεται επίκληση απλώς των όρων του νόμου χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του, ελέγχονται η μεν ποσοτική αοριστία με βάση τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., η δε ποιοτική με βάση τον αριθμό 14 του ιδίου άρθρου (Α.Π. 1452/2008). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 του Α.Κ. και 216 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής, αλλά και αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής ακινήτου (άρθρα 1094 του Α.Κ., 70 του Κ.Πολ.Δ.) ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει το δικαίωμα της κυριότητάς του πάνω σε αυτό, το οποίο απέκτησε με κάποιο προβλεπόμενο από τον νόμο (παράγωγο ή πρωτότυπο) τρόπο και ότι ο εναγόμενος νέμεται ή κατέχει το επίδικο ακίνητο ή αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητάς του επ’ αυτού, του οποίου απαιτείται να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και η έκταση, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητά του και να μπορεί να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά ακίνητα, όταν δε το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου ο ενάγων έχει την υποχρέωση εκτός από την έκταση του διεκδικουμένου, αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, και οπωσδήποτε των ορίων του, έτσι ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του και να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου (και όχι ασαφούς) επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα αποδείξεως και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως (Α.Π. 1214/2020, Α.Π. 1597/2018, Α.Π. 781/2016, Α.Π. 78/2015). Τέτοια περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνεται και με αποτύπωσή του σε τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα που ενσωματώνεται στην αγωγή. Δεν είναι όμως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής στο οποίο δεν ενσωματώνεται τοπογραφικό διάγραμμα εφόσον από την περιγραφή του ακινήτου δεν υφίσταται αμφιβολία για την ταυτότητά του (Α.Π. 1526/2009). Πλέον τούτων, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής από τις διατάξεις του άρθρου 6§§2, 3 του ν. 2664/1998, δεν νοείται αοριστία ως προς την ταυτότητα του επιδίκου ακινήτου από τη στιγμή κατά την οποία αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του ακινήτου και προσαρτάται απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος, οπότε υπάρχει απόλυτη και πλήρης ταυτοποίηση του γεωτεμαχίου και μάλιστα κατά τρόπο που να μην επιδέχεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση αφού αυτή περιλαμβάνει και τις συντεταγμένες κορυφές του γεωτεμαχίου που είναι μοναδικές σε κάθε ακίνητο. Περαιτέρω επί αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας και ειδικότερα σε σύμβαση (άρθρο 1033 του Α.Κ.) για το ορισμένο αυτής αρκεί κατ’ αρχήν να γίνει επίκληση της συμβάσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και του αμέσου δικαιοπαρόχου του κυρίου του μεταβιβαζομένου ακινήτου, με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφηκε νόμιμα, χωρίς να είναι αναγκαίο να καθορίζεται στο δικόγραφο της αγωγής και ο τρόπος με τον οποίο κατέστη κύριος ο πιο πάνω δικαιοπάροχος του ενάγοντος, διότι, μόνο σε περίπτωση αμφισβητήσεως από τον εναγόμενο και της κυριότητας του τελευταίου, υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει με τις προτάσεις της συζητήσεως τον τρόπο αποκτήσεως αυτής (Α.Π. 1203/2012). Αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας δίκης αμφισβητήσει όχι μόνο την κυριότητα του ενάγοντος, αλλά ειδικά και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του (αμέσου ή και απωτέρων) επί του επιδίκου, τότε ο ενάγων, αν δεν το έχει κάνει καθ’ υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής, είναι υποχρεωμένος, με τις προτάσεις της ιδίας, πρωτοβάθμιας δίκης, να καθορίσει, με σαφή έκθεση γεγονότων, τον τρόπο κτήσεως κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και, αν είναι ανάγκη και των απωτέρων δικαιοπαρόχων του, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ., φθάνοντας μέχρι πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας, όπως είναι η τακτική ή η έκτακτη χρησικτησία, να επικαλεσθεί δε τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες, υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θελήσεως του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν να ήταν δικό του (Α.Π. 1589/2008). Η παράλειψη του ενάγοντος να συμπληρώσει την αγωγή με τον άνω τρόπο ή καθ’ υποφοράν στην αγωγή των άνω στοιχείων, επιφέρει την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης (Α.Π. 180/2006). Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αιτιάται το εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. και τούτο διότι δεν απέρριψε την από … αγωγή των αναιρεσιβλήτων καίτοι το δικόγραφο αυτής (αγωγής) έπασχε από ποσοτική αοριστία. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, που διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, παραδεκτά προβάλλεται, ενόψει του βασίμου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι προβλήθηκε και στους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσεως της αγωγής (άρθρο 562§2 του Κ.Πολ.Δ.), και βρίσκει νόμιμο έρεισμα στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται στον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. και όχι σε αυτήν του αριθμό 14 του αυτού άρθρου του ιδίου Κώδικα. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος συνίσταται (κατά συνοπτική, αλλά περιεκτική απόδοση των όσων περιέχονται στο αναιρετήριο) στο ότι α) το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καίτοι το επίδικο ακίνητο αποτελεί μέρος μείζονος, μη ακριβώς προσδιοριζομένης κληρονομιαίας εκτάσεως, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να διακριβωθεί αν κείται εντός αυτής ή βρίσκεται έξω από αυτή, γεγονός που καθιστά αδύνατη την απάντηση στην αγωγή και την άμυνά του, απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι η αγωγή έπασχε από μη ιάσιμη αοριστία και β) παρά το ότι η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας, δεν καθίσταται δυνατό να κριθεί ο τρόπος με τον οποίο οι αναιρεσίβλητοι κατέστησαν (συγ)κύριοι του επιδίκου ακινήτου, ενόψει του ότι δεν αναφέρεται, σε κάποιο σημείο αυτής (αγωγής) ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος αυτών (αναιρεσιβλήτων), όπως και οι ενδιάμεσοι δικαιοπάροχοι, απέκτησαν το ακίνητο από τον προηγούμενο κύριο αυτού. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, ως προς το πρώτο σκέλος του, παραδεκτώς προβάλλεται πλην όμως κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος αποβαίνει. Ειδικότερα, στο έγγραφο (“σώμα”) της αγωγής προσδιορίζονται σαφώς οι Κ.Α.Ε.Κ. που συνιστούν το όλο ακίνητο, το οποίο απέκτησε ο απώτατος δικαιοπάροχος των εναγόντων, όπως και ο Κ.Α.Ε.Κ. του επιδίκου γεωτεμαχίου, στοιχεία που επιτρέπουν την απάντηση στην αγωγή και την αντίταξη άμυνας κατ’ αυτής εκ μέρους του αναιρεσείοντος, ανεξαρτήτως των περιγραφών των τίτλων επί των οποίων στηρίζουν το δικαίωμα κυριότητάς τους οι αναιρεσίβλητοι. Περαιτέρω και όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του αυτού αναιρετικού λόγου πρέπει να σημειωθεί ότι απαραδέκτως προβάλλεται, διότι δεν παρατίθενται στο αναιρετήριο οι σχετικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή η αναφορά ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν περιέλαβε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του σχετικές παραδοχές. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο τούτο δεν δύναται να συναγάγει το συμπέρασμα ότι ο ένδικος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε σιωπηρά (“σιγή”) από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο διότι ο αναιρεσείων δεν παραθέτει στο αναιρετήριο το σύνολο των παραδοχών του ως άνω Δικαστηρίου, αλλά τις παραδοχές που αφορούν το πρώτο σκέλος του κρινομένου λόγου.
Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 περίπτ. γ’ του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (Α.Π.374/2012, Α.Π. 222/2008, Α.Π. 70/2008, Α.Π. 774/1996) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρισίμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νομίμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.Α.Π. 42/2002, Α.Π. 1874/2008, Α.Π. 105/2005) εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο), κατά τις παραπάνω διακρίσεις. Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (Α.Π. 374/2012, Α.Π. 1134/1993). Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (Α.Π. 798/2010, Α.Π. 22/2005). Για την πληρότητα όμως του ιδίου λόγου αναιρέσεως πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο, και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσκομιδή του στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρισίμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. 374/2012, Α.Π. 567/1996, Α.Π. 1535/1995). Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου η αναιρετική πλημμέλεια από την περίπτωση γ’ του αριθμού 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. και τούτο, διότι δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το εκδώσαν την ανωτέρω δικαστική απόφαση Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είχε ο αναιρεσείων επικαλεσθεί και προσκομίσει για την απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού του ότι οι υιοί του πρώτου κτήτορος του όλου ακινήτου, κατά την άτυπη διανομή αυτού, δεν έλαβαν ίσης εκτάσεως τμήματα, ήτοι: α) Την από 06.10.2018 συγκριτική εκτίμηση αγοραίας αξίας αδομήτου γηπέδου σε σχέση με δομημένο γήπεδο κατά τα έτη 1954 – 1956 στην περιοχή … Αττικής του μηχανικού – οικονομολόγου Ι. Π., β) το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο αγοραπωλησίας αδομήτου γηπέδου του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Π., γ) το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο αγοραπωλησίας αδομήτου γηπέδου του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Π., δ) το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο ανταλλαγής αγροτεμαχίων του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Ζωγοπούλου, ε) το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο αγοραπωλησίας αδομήτου αγροτεμαχίου του συμβολαιογράφου … Θ. Μ., στ) το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο αγοραπωλησίας αδομήτου αγροτεμαχίου του συμβολαιογράφου … Θ. Μ., ζ) το υπ’ αριθμ. … προικοσύμφωνο του συμβολαιογράφου … Γ. Σβολοπούλου, αφορώντος δομημένο γήπεδο, η) την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου … Π. Μ., της οποίας προηγήθηκε η νόμιμη προδικασία, θ) την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση της αυτής συμβολαιογράφου, της οποίας προηγήθηκε η νόμιμη προδικασία, ι) την ομολογία που προκύπτει από την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία οι κλήροι που διανεμήθηκαν στους ανωτέρω τρεις υιούς του αρχικού κτήτορος του όλου ακινήτου δεν ήσαν ίσιοι, και ια) το υπ’ αριθμ. … διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου … Θ. Μ.. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως παραδεκτώς προβάλλεται (πλην της υπό στοιχείο ι περιπτώσεως) πλην όμως είναι αβάσιμος. Ειδικότερα, το εκδώσαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο διαβεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη του για την εκφορά της δικαστικής του κρίσεως όλα τα έγγραφα, τα οποία τα διάδικα μέρη επικαλέσθηκαν και προσεκόμισαν, είτε γίνεται στην απόφαση ειδική αναφορά είτε όχι. Περαιτέρω και όσον αφορά τις ως άνω μνημονευόμενες ένορκες βεβαιώσεις, το Δικαστήριο ρητά αναφέρεται σε αυτές, ενώ για τον ισχυρισμό, τον οποίο τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ήσαν προορισμένα να αποδείξουν, αυτό (δευτεροβάθμιο Δικαστήριο) προβαίνει σε ειδική αξιολόγηση και επιχειρηματολογεί σχετικά. Η εκ μέρους του αυτού Δικαστηρίου αναφορά ότι ο σχετικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος (περί μη ίσων μεριδίων) επιρρωνύεται αποδεικτικά από μία μαρτυρική κατάθεση και μόνο έχει την έννοια ότι από αυτή τη μαρτυρική κατάθεση και μόνον θα μπορούσε να προκύψει ευθέως η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού ενόψει του ότι τα λοιπά αποδεικτικά μέσα μόνο ως δικαστικά τεκμήρια αξιολογούνται. Αναφορικά, τέλος, με την αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την προαναφερόμενη ομολογία, ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, εφόσον δεν γίνεται μνεία στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτώς ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 562§2 του Κ.Πολ.Δ.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93§3 εδάφ. α’ του Συντάγματος 1975/1986/2001/2008/2019 που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (“έλλειψη αιτιολογίας”), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (“ανεπαρκής αιτιολογία”), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (“αντιφατική αιτιολογία”) (Ολ.Α.Π. 1/2019). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.Α.Π. 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξάλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (Α.Π. 1420/2013, Α.Π. 1703/2009, Α.Π. 1202/2008, Α.Π. 520/1995). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.Α.Π. 20/2005, Α.Π. …4/2015. Συνακόλουθα η παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559§1 του Κ.Πολ.Δ.) οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ’ ουσίαν, και η έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (άρθρο 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ.) πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της αποφάσεως ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απορρίψεως της αγωγής, της ενστάσεως ή της αντενστάσεως (Α.Π. 1322/2021, Α.Π. 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν κατά τα ήδη προεκτεθέντα στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναιρέσεως (Ολ.Α.Π. 27/1998, Α.Π. 319/2017). Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το εκδώσαν την πληττόμενη υπόθεση Δικαστήριο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 (όχι όμως από τον αριθμό 1, όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο) του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ενόψει του ότι παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 6§§1, 2 του ν. 2664/1998, 1033, 1710§1, 974 και 1045 του Α.Κ. διαλαβόν αντιφατικές και, σε κάθε περίπτωση, ελλιπείς, αιτιολογίες, σε σχέση με την εκφερθείσα κρίση αναφορικά με τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως παραδεκτά προβάλλεται, ερειδόμενος στο άρθρο 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., εφόσον οι επικαλούμενες πλημμέλειες αφορούν σε αντιφατικές και, σε κάθε περίπτωση, ελλιπείς αιτιολογίες, πλην όμως είναι αβάσιμος και απορριπτέος αποβαίνει. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, διαλαμβάνοντας σε αυτή σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, αγρός, στη θέση “…” της τότε Κοινότητας της Ν. Π. του τέως …, υπολογιζομένου εμβαδού 8.000,00 τ.μ., ακριβούς όμως 6.368,00 τ.μ., περιήλθε νομίμως, στην κυριότητα του απωτάτου δικαιοπαρόχου των διαδίκων, Β. Μ. του Γ., ο οποίος απεβίωσε, αδιάθετος, στις 04.03.1954, κληρονομηθείς από τη σύζυγό του Α., η οποία απεβίωσε, αδιάθετη, στις 03.11.1962, και τα τέκνα του, Γ., Ε. και Π.. Ότι όλοι οι ανωτέρω, αποδέχθηκαν ατύπως την κληρονομία του αρχικού κυρίου και μεταγενεστέρως την κληρονομία της (συγ)κυρίας, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου μητέρας τους, πριν δε τη σύνταξη συμβολαίων αναφορικά με την αποδοχή των κληρονομιαίων μεριδίων, είχαν διανείμει, δια κληρώσεως, το επίδικο ακίνητο και έκαστος είχε λάβει δύο (2) τεμάχιά του, ένα “προνομιούχο”, εξ επόψεως χαρακτηριστικών, και ένα “μη προνομιούχο”, εξ επόψεως χαρακτηριστικών και πάλι. Οι αιτιολογίες αυτές είναι σαφείς και πλήρεις ως προς την περιέλευση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, αμέσου (για τον πρώτο αναιρεσίβλητο) και απωτέρου (για τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους, πλην της τελευταίας) και επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο.
Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς κρίση, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας του αναιρεσείοντος (άρθρο 495§3 εδάφ. ε’ του Κ.Πολ.Δ..) και να καταδικασθεί, κατά παραδοχή σχετικού κοινού αιτήματος των, καταθεσάντων προτάσεις, αναιρεσιβλήτων (πλην της τελευταίας, η οποία δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα αναφορικά με τον αναιρεσείοντα), ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα αυτών (άρθρα 176, 183, 189§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 02.11.2020 αίτηση του Β. Μ. του Π. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. … αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (πλην της τελευταίας), τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (2.700,00€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Μαρτίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :