ΑΡΙΘΜΟΣ 3/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Ασημίνα Υφαντή, Ελένη Κατσούλη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα και Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρους, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Παρασκευή Τσούμαρη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Σωκράτη Πλαστήρα, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλο-Δημήτριο Κοκκορό, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Κορνηλία Πανούτσου, Σταύρο Μάλαινο, Χρυσούλα Πλατιά, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αικατερίνη Χονδρορίζου – Εισηγήτρια, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερασμία Λιούλη, Βάϊα Ζαρχανή, Σπυριδούλα Λιάτη, Στυλιανή Μπλέτα, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου, Διονυσία Νίκα, Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Ευγενία Μπιτσακάκη, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Αικατερίνη Πατσιαρά, Μαρία Αρχοντάκη, Παναγιώτη Φιλόπουλο, Στυλιανό Κακαβιά, Ευαγγελία Γίτση, Αθανάσιο Νικολόπουλο, Ελένη-Παναγιώτα Λεβεντέλη, Μαρία Τατσέλου, Ειρήνη Νικολάου, Παναγιώτη Μπολτέτσο, Αναστασία Καραμανίδου, Ιωάννα Στρατσιάνη, Χριστίνα Τζίμα, Άλκηστη Σιάννου, Βασιλική Μουγιάντση και Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Νοεμβρίου 2025, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση υπέρ του νόμου κατά του υπ’ αριθ. 256/30.01.2024 αμετάκλητου Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1. Γ. – Π. Χ. του Ι. και 2. Την εδρεύουσα στο … ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” με δ.τ. «… Α.Ε.” Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Οκτωβρίου 2024 και με αριθμό 37/2024 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Σπυριδούλας Τζαβίδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 888/2024.
Αφού άκουσε Τoν Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου κατ’άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, χωρίς όμως, αποτελέσματα ως προς τους διαδίκους. Να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το μέρος του εκείνο με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 06.09.2023 πρόσθετη κοινή αίτηση των κατηγορουμένων και διατάχθηκε η μερική αποδέσμευση του λογαριασμού που τηρεί η 2η αιτούσα στην Τράπεζα Πειραιώς.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 περ. α’, 512 παρ. 1 εδ. ζ’ του ΚΠοινΔ και 27 παρ.1, 2 περ.α’ Ν.4938/2022 (ΦΕΚ Α’ 109/6-6-2022) “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών”, στην πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) η υπ’ αριθ.37/2-10-2024 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητείται η υπέρ του νόμου αναίρεση, του αμετάκλητου υπ’ αριθ.256/2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εκδόθηκε στις 30-1-2024, κατά το κεφάλαιο με το οποίο, κατ’αποδοχήν εν μέρει της από …2023 αίτησης της εδρεύουσας στο … εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.” και του νομίμου εκπροσώπου της Γ.-Π. Χ. του Ι., κατοίκου …, αποφάνθηκε για την μερική αποδέσμευση από τον αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η ως άνω εταιρία στην Τράπεζα Eurobank, ο οποίος είχε δεσμευθεί και απαγορευθεί η χρέωσή του με την υπ’αριθ….2023 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, των αναφερομένων χρηματικών ποσών για την κάλυψη των πάσης φύσεως φορολογικών οφειλών της εταιρίας, χωρίς να συμπεριληφθεί και ο κατά το νόμο αναγκαίος όρος, ότι τα ποσά αυτά (τα οποία εμπίπτουν στις περιπτώσεις των κατ’άρθρο 42 παρ.8 του ν.4557/2018, εξαιρούμενων ποσών, ως αναγκαίων για την κάλυψη των βασικών αναγκών λειτουργίας της εταιρίας) θα αποδεσμευθούν, μόνο εφόσον αυτά καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της άνω Διάταξης, πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό της αιτούσας εταιρίας, προερχόμενες τεκμηριωμένα από τα έσοδα της τελευταίας από την εμπορική δραστηριότητα της λιανικής πώλησης καλλυντικών, εξαιρουμένων-τυχόν-πιστώσεων στον ως άνω λογαριασμό από Δημόσια Ταμεία (επιστροφές ΦΠΑ κλπ.) και χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευτεί, με την ως άνω Διάταξη (…2023) του Προέδρου της Αρχής, κατά το χρόνο έκδοσής της, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 40, 42 και 48 του ν.4557/2018, ως ισχύουν, και υπέρβασης της από τα άρθρα αυτά του ν.4557/2018 εξουσίας του εκδόσαντος τούτο Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών καθώς και έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β’ και δ’, στ’ του ΚΠοινΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 483 παρ. 3 και 484 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά την πάροδο της από το άρθρο 480 εδ.α’ του ίδιου Κώδικα οριζόμενης προθεσμίας, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος υπέρ του νόμου, για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 ιδίου Κώδικα λόγους, μεταξύ των οποίων και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η υπέρβαση εξουσίας και η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β’, στ’ και δ’ του ΚΠοινΔ), αλλά και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων, που αφορούν την προδικασία, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων. Η από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπέρ του νόμου ασκούμενη αίτηση αναίρεσης, δεν αποτελεί γνήσιο ένδικο μέσο, αλλά ιδιόρρυθμη προσφυγή, η οποία σκοπό έχει την άρση νομικών σφαλμάτων, τα οποία καθιστούν ελαττωματικό το προσβαλλόμενο βούλευμα, προκειμένου να μην παραμείνει αυτό εσαεί ως επικίνδυνο προηγούμενο, δυνάμενο να κλονίσει την πεποίθηση της κοινωνίας περί της αληθούς έννοιας και της ισχύος των νόμων. Ως εκ τούτου, η τοιαύτη υπέρ του νόμου αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή για οποιοδήποτε νομικό σφάλμα του βουλεύματος, όντος αδιαφόρου, αν το σφάλμα έχει ή όχι επιρροή και επί του διατακτικού, πολύ δε περισσότερο καθόσον με την αναίρεση αυτή δεν βλάπτονται τα συμφέροντα των διαδίκων, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σε παράσταση κατά την διαδικασία επί της ιδιότυπης αυτής προσφυγής, ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία διεξάγεται σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς έννομες συνέπειες γι’ αυτούς, αφού τα δικαιώματά τους διατηρούνται απαραμείωτα, χωρίς στην περίπτωση αυτή να παραβιάζονται τα άρθρα 20 του ισχύοντος Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., που έχουν εφαρμογή μόνον επί ενδίκων μέσων με μεταβιβαστικό αποτέλεσμα για τους διαδίκους και συνεπώς έννομες συνέπειες γι’ αυτούς (ΟλΑΠ 4/2022, 3/2022, 2/2018, 1/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως έχει προεκτεθεί, με την υπό κρίση αίτηση, ζητείται η υπέρ του νόμου αναίρεση του προμνημονευόμενου βουλεύματος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 40, 42 και 48 του ν.4557/2018, ως ισχύουν, και για υπέρβαση της, από τα άρθρα αυτά του ν.4557/2018, εξουσίας του εκδόσαντος τούτο Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών καθώς και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας του βουλεύματος. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, με δήλωση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενώπιον του Γραμματέα του Αρείου Πάγου (άρθρ.473 παρ.3 του ΚΠΔ), μετά το αμετάκλητο του προσβαλλόμενου βουλεύματος (όπως προκύπτει από την από 2-4-2024 βεβαίωση του Τμήματος ποινικών ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών), επειδή δε ασκείται υπέρ του νόμου, δεν υπόκειται σε ορισμένη προθεσμία, αλλά μπορεί να ασκηθεί και μετά το αμετάκλητο του βουλεύματος, υφίσταται δε αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την άσκησή της, μολονότι αφορά σε υπόθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, για την οποία είχε επιληφθεί το Ελληνικό Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων διενεργώντας προκαταρκτική εξέταση προς διερεύνηση αδικημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι η αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υφίσταται μόνο μέχρι και την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης (άρθρ.7 του ν.4786/2021).
Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την βασιμότητα των λόγων της.
Επειδή, κατά το χρόνο τόσο της έκδοσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος (30-1-2024) όσο και της άσκησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης (2-10-2024), ήταν σε ισχύ ο Ν.4557/2018, “περί της πρόληψης-καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες”, με τον οποίο ορίζεται: Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 40 του νόμου αυτού (Ν.4557/2018), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 του Ν. 4786/2021, ότι: “1. Τα περιουσιακά στοιχεία, που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος του άρθρου 4, ή των αδικημάτων του άρθρου 2, ή που έχουν αποκτηθεί αμέσως ή εμμέσως ως προϊόν τέτοιων αδικημάτων, ή τα μέσα που έχουν χρησιμοποιηθεί ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απόδοσής τους στον ιδιοκτήτη, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 311 και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 372 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Σε περίπτωση ανάμειξης του προϊόντος του αδικήματος με περιουσία που προέρχεται, από νόμιμες πηγές, η κατάσχεση και η δήμευση επιβάλλονται μέχρι του ποσού της αξίας του προϊόντος αυτού. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή τον αδικημάτων του άρθρου 2 κατά τον χρόνο κτήσης τους. Η γνώση του τρίτου πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στη δικαστική απόφαση. Όταν ο τρίτος είναι νομικό πρόσωπο, εξετάζεται αν υπήρχε η προβλεπόμενη γνώση σχετικά με την προέλευση των περιουσιακών στοιχείων σε όποιον έχει εξουσία εκπροσώπησής του ή είναι εξουσιοδοτημένος για τη λήψη αποφάσεων ή για την άσκηση ελέγχου, στο πλαίσιο του νομικού προσώπου ή της επιχείρησης ή σε όποιον ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα αυτά. Η παρούσα ισχύει και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων. Δήμευση δεν επιβάλλεται όταν το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτημα διαδίκου ή τρίτου, κρίνει ότι αυτή είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη, όπως όταν υπάρχει κίνδυνος να αποστερήσει τον καταδικασθέντα ή τρίτο, ιδίως την οικογένειά τους, από πράγμα που εξυπηρετεί τον αναγκαίο βιοπορισμό τους ή να προκαλέσει σε αυτούς υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αναλόγως περιορισμένη δήμευση ή χρηματική ποινή, σύμφωνα με την παρ.2. 2. Αν η περιουσία ή το προϊόν, σύμφωνα με την παρ. 1, δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται με τους όρους της παρ. 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος, κατά τον χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο (αναπληρωματική δήμευση). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει, και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος ή ανήκουν σε τρίτο στον οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί δήμευση. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζονται όταν η περιουσία ή το προϊόν της παρ.1 έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο δήμευσης, με βάση αμετάκλητη απόφαση η οποία εκδόθηκε σε άλλη δίκη. Τα εδάφια αυτά εφαρμόζονται όμως, αν η προηγηθείσα δήμευση ήταν αναπληρωματική δήμευση και τα δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία δεν είχαν προέλθει από την αξιόποινη συμπεριφορά για την οποία είχε επιβληθεί η δήμευσή τους. Η δήμευση που επιβάλλεται με τους όρους της παρ.1 και της παρούσας δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι, τρίτοι ή ο ζημιωθείς από το βασικό αδίκημα ή από το αδίκημα νομιμοποίησης επί των δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων. Τα δικαιώματα αυτά, μπορούν να ασκηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.”. Με τις διατάξεις του άρθρου 42 (ν.4557/2018), όπως το άρθρο αυτό συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 4637/2019 και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 9 του Ν. 4816/2021 και όπως οι παρ.7 και 8 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 171 του Ν. 4855/2021, ότι: “1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2, ο ανακριτής μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να διατάξει τη δέσμευση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και του περιεχομένου των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται, άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Η δέσμευση μπορεί να αφορά και σε περιουσιακά, στοιχεία τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δήμευσης αυτών κατά την παρ. 1 του άρθρου 40. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιβολή του μέτρου αυτού από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, η δέσμευση των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτά προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση βασικού αδικήματος ή αδικήματος νομιμοποίησης ή υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα, γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, στο πιστωτικό ίδρυμα ή τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό και επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση εντός είκοσι (20) ημερών από την έκδοσή του. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων επιδίδεται και στον τρίτο συνδικαιούχο, σε περίπτωση δε θυρίδων και στον πληρεξούσιο του μισθωτή. Η επιβολή της δέσμευσης δεν κωλύει το άνοιγμα νέων τραπεζικών λογαριασμών για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά βιοτικών και επαγγελματικών αναγκών εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνονται υποχρεωτικά μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας και ενημερώνεται ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ο ανακριτής για τις διενεργούμενες συναλλαγές. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο. 2. Η δέσμευση που προβλέπεται στην παρ. 1 ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου εκταμίευση χρημάτων από τον λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παρούσας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Η δέσμευση δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί του λογαριασμού, των τίτλων ή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του περιεχομένου της θυρίδας. Δεν εμποδίζεται επίσης ο ζημιωθείς από το βασικό αδίκημα ή το αδίκημα νομιμοποίησης, ακόμη και μετά από την επιβολή της δέσμευσης, να αποκτήσει δικαιώματα επί των περιουσιακών στοιχείων της παρ.1. Τα δικαιώματα των προηγούμενων δύο εδαφίων μπορούν να ασκηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. … 4. Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται το μέτρο της δέσμευσης και ο τρίτος συγκύριος ή δικαιούχος επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή, ή την ανάκληση του βουλεύματος, ή τον περιορισμό αυτών σε περιουσιακά στοιχεία μικρότερης αξίας από τα δεσμευθέντα, με προσφυγή που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της προσφυγής και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Το συμβούλιο, κατά την κρίση του για τον περιορισμό των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη την ύπαρξη και άλλων συγκυριών ή δικαιούχων επί των στοιχείων αυτών. 5. Ανεξάρτητα από την υποβολή της προσφυγής κατά την παρ.4 ή από την κρίση επ’ αυτής, η διάταξη ή το βούλευμα μπορούν να ανακληθούν, ή να μεταρρυθμισθούν και η δέσμευση να αρθεί, ή να περιορισθεί αυτεπάγγελτα από τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο ή με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται ή του τρίτου συγκυρίου ή δικαιούχου επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου, αν προκύψουν νέα στοιχεία, ή συντρέξουν ιδιαίτερες περιστάσεις στο πρόσωπο αυτών ή των μελών των οικογενειών τους. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση ή ο περιορισμός της δέσμευσης, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο ζημιωθείς από το βασικό αδίκημα, ή από το αδίκημα νομιμοποίησης και όταν ακόμη δεν συντρέχει περίπτωση από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 304 ΚΠΔ. Μετά από την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι δυνατή η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της διάταξης ή του βουλεύματος από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, κατά το πρώτο εδάφιο της παρ.1 και την παρ.2 του άρθρου 294 ΚΠΔ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. 6. Δικαίωμα υποβολής προσφυγής ή αίτησης στο δικαστικό συμβούλιο, κατά τις παρ. 4 και 5, έχουν και οι τρίτοι οι οποίοι διεκδικούν για λογαριασμό τους την κυριότητα ή άλλο δικαίωμα επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου. 7. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η δέσμευση των λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθούν σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις· προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες κατά την περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 48. Το αντίγραφο της διάταξης του Προέδρου της Αρχής διαβιβάζεται αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει την συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στις παρ. 4, 5 και. 6. Τα χρονικά όρια, διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 36 ΚΠΔ ισχύουν και για τη δέσμευση ή απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης, η οποία διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Για την εξακολούθηση της ισχύος της διάταξης του Προέδρου της Αρχής πέραν των χρονικών ορίων του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνεται, πριν από την παρέλευση αυτών, ο ανακριτής με διάταξή του, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή το δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των παρ.1 έως 3. 8. Κατά την έκδοση της διάταξης ή του βουλεύματος των παρ. 1, 3 και 7 εξαιρούνται τα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας των ενδιαφερομένων προσώπων ή των οικογενειών τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Τα ενδιαφερόμενο πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρμόδια δικαστική αρχή ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η υπόθεση ή με την προσφυγή ή την αίτηση που προβλέπεται στις παρ.4, 5 και 6, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών για τους παραπάνω λόγους. Είναι, δυνατόν, επίσης, να εξαιρεθούν από τη δέσμευση, ολικά ή μερικά, τραπεζικοί λογαριασμοί στους οποίους κατατίθενται μισθοί, συντάξεις ή ανάλογες πρόσοδοι εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση. ..”. Με το άρθρο 17 παρ. 1 (Ν.4557/2018) ότι: “Η “Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης”, η οποία έχει συσταθεί με το άρθρο 7 του Ν.3691/2008 μετονομάζεται σε “Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες”, σκοπός της δε, μεταξύ άλλων, είναι και η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.”. Με τις διατάξεις της περ. δ’ της παρ.2 του άρθρου 48 (Ν.4557/2018) ότι: “σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Πρόεδρος διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, για να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο Πρόεδρος αίρει την προσωρινή δέσμευση ή την αναστολή. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή διατάσσεται με τους ίδιους όρους και όταν ζητείται από αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν από την έρευνα της Αρχής προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων, ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 42. Μετά το πέρας της εκάστοτε έρευνας, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που έχει αρχειοθετηθεί μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχιστεί η έρευνα η να συσχετιστεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής”. Από το συνδυασμό των προεκτεθεισών διατάξεων, συνάγεται, ότι όταν η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, διενεργεί έρευνα για το έγκλημα αυτό και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι τίτλοι, χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα, που προέρχονται είτε από την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων υπό την έννοια του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, είτε από την τέλεση των βασικών αδικημάτων υπό την έννοια του άρθρου 4 του ίδιου ως άνω νόμου ή σε κάθε περίπτωση που υπόκεινται σε δήμευση κατά τις προβλέψεις του άρθρου 40 του ίδιου νόμου, καθώς και σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι κάποιο ακίνητο έχει αποκτηθεί από το εκάστοτε ελεγχόμενο πρόσωπο με χρήματα που απέκτησε μέσω της τέλεσης των ανωτέρω αδικημάτων και επιπλέον συντρέχει επείγουσα περίπτωση, υπό την έννοια του άμεσου κινδύνου να χαθούν τα ίχνη της πιθανώς τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, ήτοι χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν μόνο ως προς το ουσιαστικό αποτέλεσμα το προϊόν της πράξης, αλλά ταυτόχρονα και τη βασική προϋπόθεση απόδειξης της τέλεσής της, ο Πρόεδρος της Αρχής μπορεί να απαγορεύσει αφενός την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων, που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, αφετέρου το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου και επιπλέον να απαγορεύσει την εκποίηση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο μεταβίβαση ορισμένου ακινήτου του ελεγχόμενου για νομιμοποίηση εσόδων προσώπου και στη συνέχεια να διαβιβάσει τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο φακέλου της υπόθεσης, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Με τις ρυθμίσεις αυτές επιτυγχάνεται ταχύτητα και ευελιξία όχι μόνο στην έκδοση της ως άνω σχετικής διάταξης του Προέδρου της Αρχής, αλλά και στην ανάκληση αυτής, εάν και όταν εκλείψουν οι υπόνοιες. Πρέπει να επισημανθεί ότι για την έκδοση από τον Πρόεδρο της Αρχής διάταξης για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων α) αρκούν “βάσιμες υπόνοιες”, κατά τις διατάξεις των άρθ. 42 παρ. 7 και 48 παρ. 2 περ. δ’ του ως άνω Ν. 4557/2018 και δεν είναι αναγκαίες “σοβαρές ενδείξεις”, διότι η ratio της επάρκειας βάσιμων υπονοιών είναι ότι η επιβολή της δέσμευσης της περιουσίας του υπόπτου πρέπει να είναι ευχερέστερη στα αρχικά διαδικαστικά στάδια, προκειμένου να εξασφαλιστεί το δημευτέο αντικείμενο (ΟλΑΠ 1/2022), και β) η δυνατότητα για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου που παρέχεται από την παρ. 2 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου στον Πρόεδρο της Αρχής έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου, καθώς από τη μια πλευρά προπαρασκευάζει μια πιθανή κατάσχεση, διατηρώντας ακέραιη την περιουσία του υπόπτου, ώστε αυτή (κατάσχεση) να αποτελέσει αντικείμενο της ειδικής δήμευσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 40 του ανωτέρω νόμου, είτε με τη μορφή της υποχρεωτικής παρεπόμενης ποινής είτε με τη μορφή του μέτρου ασφάλειας, από την άλλη δε, τον αδρανοποιεί οικονομικά και ανακόπτει την εγκληματική του δράση, η οποία συνδέεται με τη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το οικονομικό τραπεζικό σύστημα. Επομένως, το ως άνω μέτρο της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής, εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας, διότι ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το αντίστοιχο μέτρο που λαμβάνεται από τον Ανακριτή τα πλαίσια της διεξαγωγής τακτικής ανάκρισης σε βάρος του κατηγορουμένου για το ίδιο ποινικό αδίκημα και, περαιτέρω, ελέγχεται ουσιαστικά καθ’ όμοιο τρόπο από όργανο της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δικαστικό Συμβούλιο), σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.4 και 5 του άνω νόμου 4557/2018 (ΟλΑΠ 1/2022), το οποίο τελεί σε αρμονία με το άρθρο 96 παρ.1 του Συντάγματος (ΣτΕ 4427/2014, ΣτΕ 4428/2014). Οι παραπάνω διατάξεις, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από την Αιτ.Έκθ. του Ν.4816/2021 (σελ.28-29), προσαρμόστηκαν, αναφορικά με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων, προς εκείνες των άρθρων 261 και 262 του ΚΠΔ, σκοπός των οποίων, όπως προκύπτει από την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΚΠΔ (ν.4620/2019), είναι η διευκόλυνση της ανάκτησης των προϊόντων από εγκληματικές δραστηριότητες, η οποία (ανάκτηση), λειτουργεί ως αντικίνητρο τόσο σε επίπεδο γενικής, όσο και σε επίπεδο ειδικής πρόληψης, αφού αποτρέπει την επανάληψη ανάλογων πράξεων στο μέλλον, εμπεδώνει την ισχύ του αξιώματος ότι το έγκλημα δεν συμφέρει οικονομικά, και εξουδετερώνει τον κίνδυνο επανεπένδυσης των εγκληματικών προσόδων σε άλλες εγκληματικές δραστηριότητες. (Αιτιολ. Εκθ. του Ν.4816/2021 σελ. 81-82). Σημειώνεται δε εμφατικά, στην ίδια Αιτιολογική Έκθεση, ότι: “Σταθμό στην ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών σε διεθνές επίπεδο για την ανάκτηση των εγκληματικών προσόδων αποτέλεσε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές ενέργειες, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 8 Νοεμβρίου 1990, η οποία προβλέπει ότι κάθε κράτος μέρος θα υιοθετήσει νομοθετικά και κάθε άλλου είδους μέτρα προκειμένου να καταστεί δυνατή η δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες. Δεύτερο σημαντικό σταθμό στη διεθνή συνεργασία για την καταπολέμηση των εγκλημάτων διαφθοράς αποτέλεσε η υπογραφή στο Παλέρμο της Ιταλίας, στις 15-12-2000, της Σύμβασης του Ο.Η.Ε κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος. Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε από τη Χώρα μας με τον Ν.3875/2010, τα άρθρα δε 12 έως 14 αυτής προβλέπουν τη διακρατική συνεργασία σε θέματα κατάσχεσης και δήμευσης προϊόντων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η υπογραφείσα στη Merida του Μεξικού σύμβαση του Ο.Η.Ε. για την διαφθορά, η οποία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λάβουν εντός του πλαισίου του εσωτερικού νομικού τους συστήματος, εκείνα τα μέτρα που θα καθιστούν δυνατή α) την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από τα εγκλήματα που ορίζονται στη σύμβαση ή της περιουσίας που η αξία της αντιστοιχεί στην αξία των εν λόγω προϊόντων, και β) της περιουσίας του εξοπλισμού ή άλλων μέσων που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για τα εγκλήματα αυτά. Τα ως άνω διεθνή κείμενα έχουν κυρωθεί από τη χώρα μας με τους νόμους 2655/1998, 3666/2008 και 3875/2010”. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 484 παρ.1 του ΚΠΔ λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α)…., β) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, γ)…, δ) η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 139),…, ε)…, στ) η υπέρβαση εξουσίας. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ’ αυτή (διάταξη) διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από αυτό, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την κρίση του δικαστηρίου, προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την υπαγωγή στη διάταξη που εφαρμόστηκε ή όταν στην έκθεση αυτών ενυπάρχει έλλειψη κάποιου από αυτά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό της απόφασης, ώστε λόγω των πλημμελειών αυτών να μην καθίσταται εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη υπαγωγής στο νόμο και να στερείται, έτσι, η απόφαση νόμιμης βάσης. Η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλαδή η ευθεία παράβαση αυτής, προϋποθέτει εσφαλμένη μείζονα πρόταση στο συλλογισμό, συνέπεια της οποίας είναι το εσφαλμένο πόρισμα, ανεξάρτητα από το αν τα πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν ορθά ή εσφαλμένα, από άποψη τυπικής λογικής, στο λόγο της μείζονος πρότασης του συλλογισμού. Η εκ πλαγίου παράβαση προϋποθέτει αληθή μείζονα πρόταση με εσφαλμένη υπαγωγή, ενώ στην έλλειψη νόμιμης βάσης, που συνιστά περίπτωση της εκ πλαγίου παράβασης, υπάρχει ασαφής περιγραφή περιστατικών, η οποία καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη υπαγωγής αυτών στο πραγματικό του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου (ΟλΑΠ 3/2022). Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το Δικαστικό Συμβούλιο, παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο (αρνητική υπέρβαση), αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την, παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε βάρος της εδρεύουσας στο …, …, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.”, και του νομίμου εκπροσώπου της Γ. – Π. Χ. του Ι., κατοίκου …, … εκδόθηκε η υπ’αριθ. πρωτ. …2023 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με την οποία διατάχτηκε η δέσμευση κάθε περιουσίας, ιδίως δε, κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται στα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και απαγορεύτηκε η χρέωση των λογαριασμών αυτών, μη αποκλειομένης της πίστωσής τους, (εξαιρούμενων μερικώς εκείνων των τραπεζικών λογαριασμών στους οποίους κατατίθενται μισθοί συντάξεις, ή ανάλογες πρόσοδοι, μόνο ως προς τα ποσά που αντιστοιχούν στους μισθούς, στις συντάξεις, ή σε ανάλογες προσόδους, ατομικά ή από κοινού με τρίτους, με δικαιούχο ή πληρεξούσιο), καθώς και το άνοιγμα θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο. Η ως άνω Διάταξη εκδόθηκε από τον Πρόεδρο της Αρχής σε βάρος των προαναφερομένων, επειδή από την έρευνα προέκυπταν βάσιμες υπόνοιες ότι η προαναφερόμενη εταιρία μετά του νομίμου εκπροσώπου της, τέλεσαν τόσο το αδίκημα της διασυνοριακής απάτης σχετική με τον ΦΠΑ (άρθρο 23 Ν.4689/2020) και της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση που επιδιώκει την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ), σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαικής Ένωσης, όσο και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 περ. α’ και ιδ’ και 39 παρ. 1 του Ν. 4557/2018). Με αφορμή δε τη Διάταξη αυτή, η οποία κοινοποιήθηκε, λόγω αρμοδιότητας, στο Ελληνικό Γραφείο των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων με το υπ’ αριθ. πρωτ…2023 έγγραφο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, σχηματίστηκε ποινική δικογραφία με ΑΒΜ …2023) για τα αδικήματα της διασυνοριακής απάτης σχετική με το ΦΠΑ κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, το επίκεντρο της οποίας είναι η τέλεση διασυνοριακής απάτης σχετικά με τον Φ.Π.Α., με προκληθείσα περιουσιακή ζημία σε βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαικής Ένωσης, που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 10.000.000 ευρώ, ειδικά δε για την εταιρία «… Α.Ε.” ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 5.089.869 ευρώ, που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό ΦΠΑ που έχει ήδη λάβει ως επιστροφή με αφορμή τις ενδοκοινοτικές της πωλήσεις, και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ εξακολούθηση (άρθρ. 26 εδ. α’, 27, 45, 94 παρ. 1, 98, 187 παρ. 1 και 2 ΠΚ, σε συνδ. με άρθρ. 21, 23 και 26 παρ. 1, 2 Ν. 4689/2020 και άρθρ. 2 παρ. 1, 4 στοιχ. α’ και ιστα’ και 39 παρ. 1 Ν. 4557/2018, ως ισχύει), η οποία εκκρεμεί στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατά της άνω …2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής οι προαναφερόμενοι άσκησαν τις από …2023 και από …2023 προσφυγές τους, η δε εταιρεία επιπροσθέτως και την από 13-2-2203 αίτησή της, ζητώντας, για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, την ολική άλλως μερική άρση της εν λόγω Διάταξης, άλλως επικουρικά την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, που εμπίπτουν στις περιπτώσεις των εξαιρουμένων ποσών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 42 του ν.4557/2018, ως αναγκαίων για την κάλυψη όλων των βασικών αναγκών λειτουργίας της εταιρίας. Επί των προσφυγών αυτών το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το, ήδη, αμετάκλητο υπ’αριθ.1977/20-6-2023 βούλευμά του, αφού έκρινε ότι πληρούνται καθ’όλα οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της κρινόμενης …2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής, και προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες ότι η προσφεύγουσα εταιρεία μετά του νομίμου εκπροσώπου της διαπράττουν εκτός των βασικών αδικημάτων της διασυνοριακής απάτης σχετικής με τον ΦΠΑ που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 10.000.000 ευρώ κατά συναυτουργία και κατ’εξακολούθηση (άρθρο 23 του Ν. 4689/2020) και της συγκρότησης- ένταξης σε επιχειρησιακά δεδομένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ) που επιδιώκει την τέλεση του παραπάνω κακουργήματος, με φερόμενη προκληθείσα ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαικής Ένωσης που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 10.000.000 ευρώ και αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό ΦΠΑ που έχει λάβει ως επιστροφή η εταιρία αυτή με αφορμή τις ενδοκοινοτικές της πωλήσεις, εκ των οποίων η ζημία σε βάρος της Ευρωπαικής Ένωσης ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 5.089.869 ευρώ, και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’εξακολούθηση (άρθρο 2 παρ. 1 σε συνδυασμό προς άρθρο 4 παρ. α’ και ιστα’ καθώς και με το άρθρο 39 του Ν. 4557/2018, όπως ισχύει), για τα οποία σχηματίστηκε και η προαναφερόμενη ποινική δικογραφία από το Ελληνικό Γραφείο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων, επί της οποίας διενεργείται προκαταρκτική εξέταση, και ότι επιπλέον, υπάρχει κίνδυνος να χαθούν τα ίχνη της πιθανώς τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, ήτοι χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία, που αποτελούν εν τέλει και το δημευτέο αντικείμενο, λαμβανομένου υπόψη και ότι οι ανωτέρω συνεχίζουν έως σήμερα την ευρεία συναλλακτική τους δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να έχει και αναμειχθεί το εγκληματικό προϊόν που οι ίδιοι φέρονται ότι έχουν αποκομίσει με άλλα εισοδήματα νόμιμης προέλευσης και να έχει εξαφανισθεί, απέρριψε ως ουσία αβάσιμες τις προσφυγές και την αίτηση. Περαιτέρω, δε, διέταξε την εξαίρεση εν μέρει από τη δέσμευση του υπ’αριθ. GR … λογαριασμού που τηρεί η εταιρία «… Α.Ε.” στην Τράπεζα Eurobank και μόνο ως προς το ποσό των 500.000 ευρώ που απαιτούνται για την κάλυψη αποκλειστικά των σκοπών μισθοδοσίας υπαλλήλων, ΤΕΚΑ, ΦΜΥ, ΕΦΚΑ, πληρωμής μισθωμάτων υποκαταστημάτων, ηλεκτρικού ρεύματος, σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, ασφάλισης κτιρίων, εμπορευμάτων και οχημάτων, υπηρεσιών μεταφορών και διαφήμισης και συντήρησης ανελκυστήρων, ιατρού εργασίας, εξόδων γραφικής ύλης, εξόδων νομικής υποστήριξης και φορολογικών οφειλών της εταιρίας, πάντα υπό τις προϋποθέσεις: αα) ότι η εν λόγω εταιρεία δεν κάνει χρήση της δυνατότητας για άνοιγμα νέων λογαριασμών στην ίδια ή άλλη τράπεζα/ψηφιακή πλατφόρμα, και ββ) εφόσον τα ποσά αυτά καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της Διάταξης πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό, προερχόμενες τεκμηριωμένα από έσοδα της εμπορικής δραστηριότητας (πώληση καλλυντικών και ειδών κομμωτηρίου) της ιδίας ως άνω προσφεύγουσας εταιρίας, χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευτεί κατά το χρόνο έκδοσης της προσβληθείσας ως άνω …2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής, διατηρούμενης κατά τα λοιπά της ισχύος της εν λόγω Διάταξης. Στη συνέχεια με τις από 18-7-2023 κοινή (αρχική) αίτηση και την από …2023 πρόσθετη αίτησή τους οι προαναφερόμενοι, ήτοι η εδρεύουσα στο …, …, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.” και ο Γ. – Π. Χ. του Ι., νόμιμος εκπρόσωπός της, ζήτησαν, εκ νέου για τους αναφερομένους σ’αυτές λόγους, την ολική άρση της επιβληθείσας, δυνάμει της προαναφερόμενης υπ’αριθ….2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, δέσμευσης των περιουσιακών τους στοιχείων, συμπληρωματικά δε την αποδέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών της αιτούσας εταιρείας με ΙΒΑΝ GR … και GR …, που τηρούνται στις Τράπεζες Πειραιώς και Eurobank, έως του ποσού των 3.350.067,23 ευρώ, για την πλήρη κάλυψη φορολογικής υποχρέωσης της ως άνω αιτούσας εταιρίας (εξόφληση φόρου εισοδήματος για τη χρήση από 1-1-2022 έως 31-12-2022). Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ’αριθ. 256/2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο κρίθηκε, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 40, 42, 47, 48 του ν. 4557/2018, ουσιαστικά αβάσιμη η από 18-7-2023 κοινή αίτηση και εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη η από …2023 πρόσθετη κοινή αίτηση και διατάχθηκε η μερική αποδέσμευση του με αριθ.GR … λογαριασμού, που τηρεί η αιτούσα εταιρία «… Α.Ε.”, στην Τράπεζα Eurobank, ως προς το ποσό των 837.516,80 ευρώ, που απαιτείται, για την πληρωμή του ληξιπρόθεσμου φόρου εισοδήματός της, καθώς και όλων των ποσών, που απαιτούνται για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος που οφείλεται για την περίοδο από 1-1-2022 έως 31-12-2022, αλλά και εν γένει των ποσών που απαιτούνται για την κάλυψη των πάσης φύσεως φορολογικών οφειλών της εταιρίας, ως του ποσού των 3.350.067,23 ευρώ, χωρίς όμως να συμπεριληφθούν και οι ως άνω υπό στοιχεία αα και ββ όροι-προϋποθέσεις, που είχαν τεθεί στο προγενέστερο υπ’αριθ.1977/2023 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου (Πλημμελειοδικών Αθηνών) και διαλαμβάνονταν και στην εισαγγελική πρόταση, αλλά με -μόνη- προϋπόθεση να υφίστανται κάθε φορά τα σχετικά παραστατικά πληρωμής, που δικαιολογούν τις πληρωμές και η πληρωμή τους να λαμβάνει χώρα αποκλειστικά διατραπεζικά προς το Ελληνικό Δημόσιο, διατηρουμένης κατά τα λοιπά της ισχύος της προσβαλλομένης Διάταξης.
Η κρινόμενη υπέρ του νόμου αίτηση αναίρεσης, όπως προεκτέθηκε στρέφεται κατά του προαναφερομένου κεφαλαίου του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με το οποίο το Συμβούλιο αποφάνθηκε για την μερική αποδέσμευση του αναφερομένου λογαριασμού κατά τα ορισθέντα ποσά, με τις αιτιάσεις ότι κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 40, 42 και 48 του ν.4557/2018, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 68 ΠΚ και καθ’υπέρβαση εξουσίας και με ελλιπή αιτιολογία, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάνθηκε για την μερική αποδέσμευση του ως άνω λογαριασμού για τα αναφερόμενα ποσά (τα οποία εμπίπτουν στις περιπτώσεις των εξαιρουμένων ποσών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 42 του ν.4557/2018, ως αναγκαίων για την κάλυψη των βασικών αναγκών λειτουργίας της εταιρίας) χωρίς να συμπεριληφθεί ως προϋπόθεση και ο κατά νόμο αναγκαίος όρος (που είχε τεθεί με το προγενέστερο με αριθ.1977/2023 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου και διαλαμβανόταν στην Πρόταση της Εντεταλμένης Ευρωπαίας Εισαγγελέα στο προσβαλλόμενο βούλευμα), ότι τα ποσά θα αποδεσμευθούν, μόνο εφόσον αυτά καλύπτονται από μεταγενέστερες, της έκδοσης της …2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής, πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό της αιτούσας εταιρίας, προερχόμενες τεκμηριωμένα από τα έσοδα της τελευταίας από την εμπορική δραστηριότητά της, της λιανικής πώλησης καλλυντικών, εξαιρουμένων-τυχόν-πιστώσεων στον ως άνω λογαριασμό από Δημόσια Ταμεία (επιστροφές ΦΠΑ, κλπ.), και χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευθεί κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω (…2023) Διάταξης του Προέδρου της Αρχής. Για να καταλήξει στις ανωτέρω κρίσεις του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αναφέρθηκε μεν στην εισαγγελική πρόταση, πλην όμως, διατύπωσε και δικές του σκέψεις, σχετικώς με το ύψος και την προέλευση των δεσμευμένων ποσών που επιτρέπει να αποδεσμευθούν και τους όρους που πρέπει να τεθούν ως αναγκαίες προυποθέσεις αποδέσμευσής τους, οι οποίες διαφοροποιούνται από τις αντίστοιχες εκείνες της εισαγγελικής πρότασης, διαλαμβάνοντας, κατά λέξη, τα ακόλουθα: “Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που συγκεντρώθηκε και συγκεκριμένα από όλα τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν και, ειδικότερα, από το συνυποβληθέν με τη με αριθ. …2023 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες με αριθ. πρωτ. ΕΜΠ …2023 πόρισμα της ως άνω Αρχής και τα από …2023 και …2023 συμπληρωματικά υπομνήματα των αιτούντων, προέκυψαν και κατά την κρίση του Συμβουλίου τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο αναφέρεται για αποφυγή επαναλήψεων, συμπληρωματικά δε αναφορικά με την από …2023 πρόσθετη κοινή αίτηση του Γ. – Π. Χ….και της…εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.”, λεκτέα τα εξής: Η δεύτερη αιτούσα [εταιρία] ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι εξαιτίας της δέσμευσης των εταιρικών της λογαριασμών, δεν δύναται να αποπληρώσει το ποσό που απαιτείται για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος, που οφείλει, για την περίοδο από 1-1-2022 έως 31-12-2022, αλλά· και εν γένει των ποσών που απαιτούνται για την κάλυψη των πάσης φύσεως φορολογικών οφειλών της, ως του ποσού των 3.350.067,23 ευρώ, ενώ έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμη (31-08-2023) η καταβολή του ποσού των 837.516,80 ευρώ. Ας σημειωθεί, ότι κατά της με αριθ. …2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες οι ως άνω αιτούντες άσκησαν τις ήδη κριθείσες από …2023 και από …2023 προσφυγές τους, ζητώντας, για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, να διαταχθεί αφενός μεν η ολική, άλλως μερική άρση της ως άνω Διάταξης, αφετέρου δε συμπληρωματικά και όλως επικουρικά η αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών που είναι αναγκαία για την κάλυψη όλων των αναγκών λειτουργίας της δεύτερης προσφεύγουσας – εταιρίας. Επί των ως άνω προσφυγών εκδόθηκε το με αριθ. 1977/20-6-2023 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίου απορρίφθηκαν μεν αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες, γενομένου δε δεκτού καθ’ ολοκληρίαν του αιτήματος περί εξαίρεσης από τη δέσμευση του με αριθ.GR … λογαριασμού, που τηρεί η δεύτερη προσφεύγουσα – εταιρεία «… Α.Ε.”, στην Τράπεζα Eurobank, έως το ποσό των 500.000,00 ευρώ και μόνο για τα ποσά που απαιτούνται για την κάλυψη αποκλειστικά των σκοπών μισθοδοσίας υπαλλήλων, ΤΕΚΑ, ΦΜΥ, ΕΦΚΑ, πληρωμής μισθωμάτων υποκαταστημάτων, ηλεκτρικού ρεύματος, σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, ασφάλισης κτιρίων, εμπορευμάτων και οχημάτων, υπηρεσιών μεταφορών και διαφήμισης και συντήρησης ανελκυστήρων, ιατρού εργασίας, εξόδων γραφικής ύλης, εξόδων νομικής υποστήριξης και φορολογικών οφειλών της ως άνω εταιρείας προς τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. . Λαμβανομένου, ωστόσο, υπόψη ότι η πρώτη δόση φόρου εισοδήματος της δεύτερης αιτούσας, ποσού 837.516,80 ευρώ, που έχει καταστεί ήδη ληξιπρόθεσμη υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 500.000,00 ευρώ, που τέθηκε ως περιορισμός από το ανωτέρω βούλευμα (το οποίο περιλαμβάνει, εκτός της αποπληρωμής των φορολογικών υποχρεώσεων της δεύτερης προσφεύγουσας-αιτούσας και τα ποσά των 73.000,00 ευρώ, 92.000,00 ευρώ, 1.500,00 ευρώ, 70.000,00 ευρώ, 117.485,93 ευρώ, 43.277,19 ευρώ, 11.549,82 ευρώ, 2.798,00 ευρώ, 9.913,80 ευρώ, 1.894,76 ευρώ, 352,37 ευρώ, 276,24 ευρώ, 365,72 ευρώ, 1.785,60 ευρώ, 1.347,95 ευρώ και 1.250,00 ευρώ) κρίνεται ότι συντρέχουν στην επίδικη περίπτωση νέα στοιχεία, τα οποία στηρίζουν την βασιμότητα της ως άνω νέας πρόσθετης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 4557/2018. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό εν μέρει το αίτημα των αιτούντων και να αρθεί μερικά η δέσμευση του με αριθ.GR … λογαριασμού, που τηρεί η δεύτερη αιτούσα εταιρεία «… Α.Ε.”, στην Τράπεζα Eurobank, για το ποσό των 837.516,80 ευρώ, που απαιτείται για την πληρωμή του ληξιπρόθεσμου φόρου εισοδήματός της, καθώς και όλων των ποσών που απαιτούνται για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος, που οφείλεται για την περίοδο από 1-1-2022 έως 31-12-2022, αλλά και εν γένει των ποσών που απαιτούνται για την κάλυψη των πάσης φύσεως φορολογικών οφειλών της, ως του ποσού των 3.350.067,23 ευρώ, ανεξαρτήτως του ποσοτικού ορίου, που έχει τεθεί στο με αριθ. 1977/2023 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η ως άνω αποδέσμευση πρέπει να γίνει μόνο εφόσον υφίστανται κάθε φορά τα σχετικά παραστατικά πληρωμής, που δικαιολογούν τις πληρωμές και η πληρωμή τους λαμβάνει χώρα αποκλειστικά διατραπεζικά προς το Ελληνικό Δημόσιο, απορριπτομένων των λοιπών όρων που περιλαμβάνονται στην ως άνω εισαγγελική πρόταση, ήτοι ότι η δεύτερη αιτούσα εταιρεία δεν θα πρέπει να κάνει χρήση της δυνατότητας για άνοιγμα νέων λογαριασμών στην ίδια ή σε άλλη τράπεζα και ότι τα ποσά θα αποδεσμευθούν εφόσον αυτά καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της διάταξης πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό της δεύτερης αιτούσας, προερχόμενες τεκμηριωμένα από τα έσοδα της τελευταίας από την εμπορική δραστηριότητα της λιανικής πώλησης καλλυντικών, εξαιρουμένων τυχόν πιστώσεων στον ως άνω λογαριασμό από Δημόσια Ταμεία (επιστροφές ΦΠΑ κλπ.). Και τούτο, διότι, οι καθ’ ων η Διάταξη δέσμευσης δεν κωλύονται από το νόμο στο άνοιγμα νέων τραπεζικών λογαριασμών για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά βιοτικών και επαγγελματικών τους αναγκών, υπό τις προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει (μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του ανακριτή για τις διενεργούμενες συναλλαγές, χωρίς την ισχύ του τραπεζικού απορρήτου). Περαιτέρω, τυχόν τεθείσα από το παρόν Συμβούλιο προϋπόθεση, ώστε τα ποσά, για τα οποία διατάσσεται η αποδέσμευση, να καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της Διάταξης πιστώσεις, χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευτεί, αντιβαίνει στα διαταχθέντα με την προσβληθείσα με αριθ. …2023 Διάταξη, σύμφωνα με την οποία εξαιρούνται από τη διαταχθείσα δήμευση τα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας των ενδιαφερόμενων προσώπων, σαφώς δηλαδή συνάγεται από τη Διάταξη, ότι τα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνονται στα δεσμευθέντα με αυτήν, καθόσον, αφενός μεν, αντίθετη άποψη θα καθιστούσε χωρίς νόημα το διαλαμβανόμενο στη Διάταξη: “Από τη δέσμευση εξαιρούνται”, αφετέρου δε κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ποσά πιστώσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν σχέση με το εγκληματικό προϊόν, αυτονοήτως δεν θα παρέμεναν δεσμευμένα. Επιπλέον, αντιβαίνει στις διατάξεις της πρώτης και της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 42 παρ. 8 ν. 4557/2018, από τις οποίες σαφώς συνάγεται ότι τα εξαιρούμενα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, συντήρησης κτλ. προδήλως περιλαμβάνονται στα δεσμευόμενα με τη Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται η λέξη “εξαιρούνται”, περαιτέρω δε κατά την τελολογική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, ουδόλως προκύπτει ότι κατά τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη τα αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης κλπ εξαιρούμενα από τη δέσμευση ποσά δεν έχουν σχέση με το εγκληματικό προϊόν. Στην αντίθετη περίπτωση θα προέκυπτε ενδεχομένως, το άτοπο, οι ανάγκες διαβίωσης, συντήρησης κτλ. να ικανοποιούνται, εάν μετά την έκδοση της Διάταξης δέσμευσης πιστώνονταν στους δεσμευθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς χρηματικά ποσά, τέτοιες ανάγκες όμως να μην καλύπτονται εάν δεν πραγματοποιούνταν τέτοιες πιστώσεις. Όλα τα ανωτέρω ισχύουν στο βαθμό που στους λογαριασμούς δεν προκύπτει βασίμως ότι περιέχονται χρήματα προερχόμενα αποκλειστικά και μόνο από εγκληματική δραστηριότητα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω…., να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από …2023 πρόσθετη κοινή αίτησή τους και να διαταχθεί η μερική αποδέσμευση μόνο του με αριθ.GR … λογαριασμού, που τηρεί η δεύτερη αιτούσα εταιρεία «… Α.Ε.”, στην Τράπεζα Eurobank, ως προς το ποσό των 837.516,80 ευρώ, που απαιτείται για την πληρωμή του ληξιπρόθεσμου φόρου εισοδήματός της, καθώς και όλων των ποσών, που απαιτούνται για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος που οφείλεται για την περίοδο από 1-1-2022 έως 31-12-2022, αλλά και εν γένει των ποσών που απαιτούνται για την κάλυψη των πάσης φύσεως φορολογικών οφειλών της δεύτερης αιτούσας, ως του ποσού των 3.350.067,23 ευρώ, ανεξαρτήτως του ποσοτικού ορίου, που έχει τεθεί στο με αριθ. 1977/2023 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, πάντα εφόσον υφίστανται κάθε φορά τα σχετικά παραστατικά πληρωμής, που δικαιολογούν τις πληρωμές και η πληρωμή τους λαμβάνει χώρα αποκλειστικά διατραπεζικά προς το Ελληνικό Δημόσιο, διατηρουμένης κατά τα λοιπά της ισχύος της προσβαλλόμενης Διάταξης.”. Με τις παραδοχές αυτές και συγκεκριμένα με το να μην δεχθεί το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ότι, για την μερική αποδέσμευση του με αριθ. GR … λογαριασμού- ο οποίος είχε δεσμευθεί και απαγορευθεί η χρέωσή του με την υπ’αριθ….2023 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής της Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες- τον οποίο τηρεί η αιτούσα εταιρία ” … A.E.”, στην Τράπεζα Eurobank ως προς τα εκεί αναφερόμενα χρηματικά ποσά (που εμπίπτουν στις περιπτώσεις των εξαιρουμένων ποσών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 42 του ν.4557/2018, ως αναγκαίων για την κάλυψη των βασικών αναγκών λειτουργίας της εταιρίας και δη για την κάλυψη των πάσης φύσεως φορολογικών οφειλών της), είναι αναγκαίος κατά τις εφαρμοσθείσες διατάξεις και ο όρος-προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ποσά θα αποδεσμευθούν, μόνο εφόσον αυτά καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της Διάταξης πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό, προερχόμενες τεκμηριωμένα από τα έσοδα της τελευταίας από την εμπορική της δραστηριότητα και χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευτεί κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω (…2023) Διάταξης του Προέδρου της Αρχής, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (διφυούς χαρακτήρα) των άρθρων 42, 40 και 48 του Ν.4557/2018, ως ισχύουν, καθώς και των σε απόλυτο συνδυασμό με αυτές διατάξεων του άρθρου 68 ΠΚ (δήμευση), οι οποίες αποτελούν σύστημα ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων για την αποτελεσματική διαχείριση των δεσμευμένων και δημευτέων περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να διατηρείται η αξία τους για το δημόσιο ή για την αποκατάσταση των θυμάτων και εν προκειμένω, υπέρ της ζημιωθείσας Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο διότι από το σύνολο των διατάξεων του Ν.4557/2018 συνάγεται ότι ο ως άνω πρόσθετος ουσιώδης όρος ως προϋπόθεση αποδέσμευσης του ως άνω λογαριασμού είναι απολύτως αναγκαίος, διότι αποβλέπει, ακριβώς, στο να εξασφαλιστεί το δημευτέο αντικείμενο, δηλαδή να διατηρηθεί ακέραιη η περιουσία των υπόπτων-αιτούντων, ώστε αυτή (κατάσχεση) να αποτελέσει αντικείμενο της ειδικής δήμευσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 40 του ανωτέρω νόμου, για να διευκολυνθεί η ανάκτηση των προϊόντων των προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες των αιτούντων ή η εξασφάλιση της δήμευσης ίσων ποσών προς τα προϊόντα τα προερχόμενα από εγκληματικές δραστηριότητες των αιτούντων, υπέρ των συμφερόντων των ζημιωθέντων Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως εσφαλμένως γίνεται δεκτό στο προσβαλλόμενο βούλευμα, το αντικείμενο δέσμευσης όχι μόνο δεν θα διασφαλιζόταν μέχρι την οριστική δήμευσή του, αλλά τουναντίον, θα έβαινε συνεχώς μειούμενο μέχρις ολικής, ενδεχομένως, έως την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, εξανεμίσεώς του, δι’ υποβολής εκ μέρους των αιτούντων και ικανοποίησης από μέρους των δικαστικών συμβουλίων, συνεχών αιτημάτων κάλυψης των εκάστοτε ανακυπτουσών βιοτικών αναγκών με συνεχή ανάλωση του δεσμευθέντος χρηματικού ποσού. Η αναγκαιότητα και της άνω προϋπόθεσης-όρου για την αποδέσμευση εν μέρει του λογαριασμού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών της εταιρίας, προκύπτει, από όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη και την ανάλυση του πλέγματος των ανωτέρω διατάξεων, με αναδρομή και εμβάθυνση στα κείμενα των αιτιολογικών εκθέσεων τούτων, όπου αποτυπώνεται με ενάργεια και σαφήνεια, η ιστορική βούληση και ο πραγματικός σκοπός του νομοθέτη, διότι άλλως θα κατέληγε η Διάταξη δέσμευσης του Προέδρου της Αρχής να υπάρχει μόνο τυπικά ως κείμενο, χωρίς αντίκρυσμα, γιατί στην πραγματικότητα θα υπήρχε μόνο κάποιο ποσοστό εκ του δημευτέου ποσού, αφού το υπόλοιπο θα είχε αποδεσμευθεί και επιστραφεί σταδιακά στον υπαίτιο δια της προαναφερόμενης μεθόδου, ιδία σε περιπτώσεις βραδύτητας της προόδου της ανακριτικής διερεύνησης υποθέσεων ιδιαίτερης πολυπλοκότητας (ως και η προκειμένη), αλλά και της μετέπειτα χρονοβόρου ποινικής διαδικασίας, δεδομένου, ότι οι άνω αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης, συντήρησης κλπ., θα εξακολουθούσαν υφιστάμενες και θα καλύπτονταν, καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα, με ανάλωση του δεσμευθέντος χρηματικού ποσού. Η με το προσβαλλόμενο βούλευμα μη επιβολή από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, και του προδιαληφθέντος ουσιώδους όρου της κάλυψης των προς αποδέσμευση χρηματικών ποσών από τον εν θέματι Τραπεζικό λογαριασμό της αιτούσας εταιρίας, από μεταγενέστερες της έκδοσης της Διάταξης του Προέδρου της Αρχής πιστώσεις, προερχόμενες από τα έσοδα της τελευταίας, όχι μόνο δεν λειτουργεί τελολογικά με βάση το πνεύμα των διατάξεων του νέου ΚΠοινΔ, ως αντικίνητρο σε επίπεδο γενικής, ή ειδικής πρόληψης, και δεν αποθαρρύνει και δεν αποτρέπει τους υπαιτίους, στην επανάληψη ανάλογων πράξεων στο μέλλον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αλλά, τουναντίον, τους ενθαρρύνει μάλλον, γιατί κατ’ αποτέλεσμα θα μπορούν να αναλαμβάνουν εξακολουθητικά και μάλιστα, δια της δικαστικής οδού, τα δεσμευθέντα προς δήμευση χρηματικά ποσά, δηλαδή αυτά τα ίδια, τα διά της κακουργηματικής απάτης κτηθέντα προϊόντα του εγκλήματός τους ή τα ισόποσα χρήματα, που δεσμεύθηκαν προς αναπληρωματική δήμευση, ως ένα είδος επιστρεπτέων δόσεων προς κάλυψη άλλοτε άλλων βιοτικών τους αναγκών, άλλοτε των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησής τους κλπ. Επιπλέον, η εσφαλμένη αυτή νομική εκδοχή, αφεύκτως δημιουργεί μια εικόνα ανοχής, αν όχι υποκρυπτόμενης “υπόθαλψης” του αδίκου, αφού, κατά μια άποψη, προσεγγίζει προς ένα είδος ιδιότυπης μορφής νομιμοποίησης εσόδων εγκληματικής δραστηριότητας (ξεπλύματος), καθότι, ενώ από την μια μεριά, δεσμεύονται χρηματικά ποσά για να δημευθούν από το δικαστήριο, και να εξασφαλιστούν έτσι τα συμφέροντα των ζημιωθέντων Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη σταδιακά επιστρέφονται “νομιμοποιούμενα” στον ίδιο το δράστη, άλλα ποσά, από τα ήδη δεσμευθέντα ως προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα ή τα ισόποσα προς αυτά δεσμευθέντα χρήματα, προς ανάλωση και χρήση ιδίων αναγκών τούτου, όπερ άτοπον, καθόσον, η έννομη τάξη δεν επιτρέπεται να επικροτεί την απόλαυση βιοτικού επιπέδου με την ανάλωση περιουσίας, η οποία είναι δημευτέα, είτε ως προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας, είτε ως ισόποση με εκείνη που δεν αποκτήθηκε νόμιμα. Περαιτέρω, ο διατυπούμενος νομικός συλλογισμός του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ότι δηλαδή η εξαίρεση δέσμευσης δεν μπορεί, να αφορά σε μελλοντικά ποσά, που πιστώνονται, στους Τραπεζικούς λογαριασμούς μετά την έκδοση της Διάταξης δέσμευσης, αφού αυτά δεν συνδέονται, με το εγκληματικό προϊόν και την αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη, οπότε ουδείς νόμιμος λόγος υφίσταται για τη δέσμευσή τους, και “αυτονοήτως δεν θα παρέμεναν δεσμευμένα”, ερείδεται επί εσφαλμένης νομικής βάσης, καθόσον, αντιστρατεύεται ευθέως τη λογική της αναπληρωματικής δήμευσης, αφού προς εξασφάλισή της, κατ’άρθρο 40 παρ.2 του ν.4557/2018, δεσμεύονται ισόποσα προς το προϊόν της εγκληματικής δραστηριότητας χρήματα, τα οποία, όμως, δεν προέρχονται από την εγκληματική δραστηριότητα, ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη, ότι από την έκδοση της περί δέσμευσης Διάταξης του Προέδρου της Αρχής, υφίσταται το καλούμενο “πάγωμα” (“μπλοκάρισμα”) του περιεχομένου των τραπεζικών λογαριασμών, η δε γενομένη δέσμευση καταλαμβάνει τόσο τα υφιστάμενα κατά την ημερομηνία της δέσμευσης όσο και τα μελλοντικά υπόλοιπα των λογαριασμών. Επομένως, το δικαίωμα κίνησης, ανάληψης και γενικά διαχείρισης τούτων, δεν αποτελεί αυτονόητο δικαίωμα των καθών, ως αυτοί διατείνονται, αλλά υπόκεινται πλέον, σε λεπτομερή διατραπεζικό και ευρύτερα δικαστικό έλεγχο, κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του νόμου. Έχοντας προφανώς υπόψη του όλα τα ανωτέρω επισημαινόμενα, ο ποινικός νομοθέτης επέλεξε να εκφραστεί καθόν τρόπον εξεφράσθη, εννοώντας βεβαίως, ότι επί των τελευταίων αυτών χρηματικών ποσών των μεταγενεστέρως κτηθέντων νομίμως- και όχι των δεσμευμένων προϊόντων εγκλήματος ή ισόποσων προς αυτά χρημάτων, τα οποία, ως προελέχθη, πρέπει να διαφυλαχθούν ακέραια ως αντικείμενα ειδικής κατάσχεσης- χωρεί κατ’ εξαίρεση αποδέσμευση με Διάταξη του Προέδρου της Αρχής, μολονότι η νομοτεχνική διατύπωση της διάταξης, δεν είναι απολύτως ακριβής, και πρέπει προς αποφυγήν παρερμηνείας της, να ανατρέξει ο εφαρμοστής του δικαίου στον ως άνω διαλαμβανόμενο πραγματικό σκοπό του νομοθέτη. Η διατυπούμενη ωσαύτως, λοιπόν συμπερασματική εκδοχή, ότι θα ήταν άτοπο τέτοιες ανάγκες, προσωπικές-επαγγελματικές, “να μην καλύπτονται εάν δεν πραγματοποιούνταν τέτοιες (μεταγενέστερες της έκδοσης της Διάταξης-εννοεί) πιστώσεις”, εκκινεί, από την εσφαλμένη αντίληψη, ότι αποκλειστική επιδίωξη της εν λόγω νομοθετικής ρύθμισης είναι η άνευ ετέρου ικανοποίηση των άνω απαιτήσεων των υπόπτων κακουργηματικών πράξεων εκ του δεσμευθέντος αντικειμένου (χρηματικού ποσού), ενώ αυτή αποβλέπει ουσιαστικά και αποσκοπεί, πρωτίστως και κυρίως, στην ανάκτηση των προϊόντων των προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες και την εξασφάλιση τούτων ως δημευτέων αντικειμένων και, δευτερευόντως, στην κάλυψη των όποιων οικονομικών αναγκών των δραστών. Εξάλλου και το ίδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με το προγενέστερο υπ’ αριθ. 1977/2023 βούλευμά του, επί προσφυγών των ίδιων αιτούντων κατά της ίδιας Διάταξης, διέταξε την εξαίρεση εν μέρει από τη δέσμευση του ίδιου ως άνω λογαριασμού υπ’αριθ. GR … που τηρεί η εταιρεία … Α.Ε.” στην Τράπεζα Eurobank και μόνο ως προς τα αναφερόμενα σ’αυτό ποσά των 500.000 ευρώ, προς κάλυψη των διαλαμβανομένων σ’αυτό οικονομικών αναγκών της ίδιας εταιρίας, θέτοντας ως αναγκαία προϋπόθεση και τον ίδιο ως άνω όρο και συγκεκριμένα ότι τα ποσά αυτά (δηλαδή τα εξαιρούμενα από την δέσμευση) καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της …2023 Διάταξης πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό, προερχόμενες τεκμηριωμένα από έσοδα της εμπορικής δραστηριότητας (πώληση καλλυντικών και ειδών κομμωτηρίου) της ιδίας ως άνω προσφεύγουσας εταιρίας, χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευτεί κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω (…2023) Διάταξης του Προέδρου της Αρχής. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το να μην δεχθεί με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προυπόθεση αποδέσμευσης του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού για τα διαλαμβανόμενα χρηματικά ποσά, την επιβολή και του ανωτέρω αναγκαίου όρου, που είχε διαληφθεί στην εισαγγελική πρόταση, ο οποίος στοχεύει στην εξασφάλιση του δημευτέου αντικειμένου υπέρ των συμφερόντων των ζημιωθέντων Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις και ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 42, 40 και 48 του Ν. 4557/2018, ως ισχύουν, καθώς, και τις σε απόλυτο συνδυασμό με αυτές τελούσες ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 68 ΠΚ. Επίσης, παραλείποντας το Συμβούλιο να επιβάλλει, επί της ήδη γενόμενης παρ’ αυτού δεκτής εν μέρει αποδέσμευσης του εκεί αναφερομένου τραπεζικού λογαριασμού της αιτούσας εταιρίας, και την κατά νόμον αναγκαία προϋπόθεση κάλυψης των διαλαμβανόμενων χρηματικών ποσών από μεταγενέστερες της έκδοσης της Διάταξης πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό, προερχόμενες τεκμηριωμένα από έσοδα της εμπορικής δραστηριότητας της τελευταίας, και χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευτεί κατά το χρόνο έκδοσης της ανωτέρω …2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από εγκληματικές Δραστηριότητες, δεν άσκησε δικαιοδοσία που του παρείχε ο νόμος. Τέλος, με τις προεκτεθείσες παραδοχές στο προσβαλλόμενο βούλευμα, εμφιλοχωρούν αντιφάσεις και ασάφειες στο σκεπτικό του, που καθιστούν την αιτιολογία ελλιπή και ενδοιαστική, και μη προσήκουσα και εμπεριστατωμένη κατά τις ανωτέρω διατάξεις, και συγκεκριμένα ενώ αρχικά γίνεται δεκτή η παραδοχή, ότι: “κατά την τελολογική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, ουδόλως προκύπτει ότι κατά τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη τα αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης κλπ εξαιρούμενα από τη δέσμευση ποσά δεν έχουν σχέση με το εγκληματικό προϊόν”, δηλαδή ενώ αρχικά δέχεται το Συμβούλιο ότι οι ανάγκες διαβίωσης καλύπτονται και από το δεσμευμένο εγκληματικό προϊόν, στο πέρας του νομικού του συλλογισμού, καταλήγει στην αντίθετη ακριβώς της ανωτέρω παραδοχής, κρίση, ότι: “Όλα τα ανωτέρω ισχύουν στο βαθμό που στους λογαριασμούς δεν προκύπτει βασίμως ότι περιέχονται χρήματα προερχόμενα αποκλειστικά και μόνο από εγκληματική δραστηριότητα”, (φύλλο 18ο βουλεύματος)”, δηλαδή εδώ αντιθέτως δέχεται ότι οι ανάγκες διαβίωσης καλύπτονται από τα ισόποσα προς το εγκληματικό προϊόν δεσμευμένα προς εξασφάλιση αναπληρωματικής δήμευσης χρήματα, τα οποία όμως δεν προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα. Κατ’ακολουθία τούτων, οι θεμελιούμενοι στο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β’ και δ’, στ’ του ΚΠοινΔ, λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο αμετάκλητο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 40, 42 και 48 του ν.4557/2018, ως ισχύουν, για υπέρβαση της από τα ίδια άρθρα του ν.4557/2018 εξουσίας του εκδόσαντος τούτο Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών καθώς και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, και ζητεί ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου την υπέρ του νόμου αναίρεσή του, χωρίς βλάβη των καθών η Διάταξη του Προέδρου της Αρχής- αιτούντων, είναι βάσιμοι. Κατά τη γνώμη, όμως, των μελών του Δικαστηρίου Στέφανου-Σπυρίδωνος Πανταζόπουλου, Φωτίου Μουζάκη, Απόστολου Φωτόπουλου, Ερασμίας Λιούλη, Βάιας Ζαρχανή, Ηλία Γιαρένη, Μαρίας Αρχοντάκη, Στυλιανού Κακαβιά και Αθανασίου Νικολόπουλου, αρεοπαγιτών, “Σύμφωνα με το άρθρο του 42 ν. 4557/2018, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 171 ν. 4855/2021 παρ. 7 ” Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η δέσμευση των λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθούν σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες κατά την περ. δ ‘ της παρ. 2 του άρθρου 48. Το αντίγραφο της διάταξης του Προέδρου της Αρχής διαβιβάζεται αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει την συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στις παρ. 4, 5 και 6. Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 36 ΚΠΔ ισχύουν και για τη δέσμευση ή απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης η οποία διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Για την εξακολούθηση της ισχύος της διάταξης του Προέδρου της Αρχής πέραν των χρονικών ορίων του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνεται, πριν από την παρέλευση αυτών, ο ανακριτής με διάταξή του, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή το δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των παρ. 1 έως 3.”. Κατά δε την παρ. 8 του ίδιου ως άνω νόμου ” Κατά την έκδοση της διάταξης ή του βουλεύματος των παρ. 1 , 3 και 7 εξαιρούνται τα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας των ενδιαφερόμενων προσώπων ή των οικογενειών τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρμόδια δικαστική αρχή ενώπιον της οποία εκκρεμεί η υπόθεση ή με την προσφυγή ή την αίτηση που προβλέπεται στις παρ. 4, 5 και 6, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών για τους παραπάνω λόγους. Είναι δυνατόν, επίσης, να εξαιρεθούν από τη δέσμευση, ολικά ή μερικά, τραπεζικοί λογαριασμοί στους οποίους κατατίθενται μισθοί, συντάξεις ή ανάλογες πρόσοδοι εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση”. Τέλος, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 περ. δ του ν. 4557/2018, όπως η περίπτωση δ ‘ της παραγράφου 2. του άρθρου αυτού ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 1 του νόμου 4816/2021, ” Σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Πρόεδρος ( ενν. της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες) διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, για να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο Πρόεδρος αίρει την προσωρινή δέσμευση ή την αναστολή. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή διατάσσεται με τους ίδιους όρους και όταν ζητείται από αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν από την έρευνα της Αρχής προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων, ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 42. Μετά το πέρας της εκάστοτε έρευνας, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που έχει αρχειοθετηθεί μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχιστεί η έρευνα ή να συσχετιστεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο νομοθέτης σταθμίζοντας τα εκατέρωθεν συμφέροντα αφενός της διατήρησης αποδεικτικών στοιχείων της τέλεσης εγκληματικής δραστηριότητας με τη δέσμευση των χρημάτων ή γενικότερα περιουσιακών αντικειμένων του φερόμενου εγκληματία, και αφετέρου της αντιμετώπισης των τρεχουσών αναγκών διαβίωσης ή συντήρησης ή λειτουργίας των ενδιαφερόμενων προσώπων, λαμβάνοντας δε υπόψη τον ιδιαίτερα επαχθή χαρακτήρα του λαμβανόμενου μέτρου για τα έννομα αγαθά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας του φερόμενου ως εγκληματία, εν όψει και του απαιτούμενου κατά το νόμο για τη διάταξή του μέτρου απόδειξης της ύπαρξης βασίμων υπονοιών για την τέλεση των σχετικών αδικημάτων (οι οποίες ενδεχομένως να μην επιβεβαιωθούν με την έκδοση της δικαστικής απόφασης), το οποίο (μέτρο) διατάσσεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας (υπό τις τρεις επιμέρους εκφάνσεις της προσφορότητας, της καταλληλότητας και προεχόντως της stricto sensu αναλογικότητας, βλ. και τη σκέψη με τον αριθμό 18 της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ, που ενσωματώθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με τον νόμο 4478/2017, και η οποία έχει ήδη αντικατασταθεί με την Οδηγία (ΕΕ) 2024/1260 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 όπως και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 7 ης-11-2Ο19, Apostolovi εναντίον Βουλγαρίας (αριθ. προσφυγής 32644/09), έθεσε υπό την κρίση της αρμόδιας δικαστικής αρχής, το εάν θα αποφασίζει εκάστοτε επί της αποδέσμευσης συγκεκριμένων ποσών από τα δεσμευθέντα κατά τον χρόνο της έκδοσης της διάταξης ή του βουλεύματος για τη δέσμευσή τους. Η κρίση αυτή για την αποδέσμευση των ως άνω ποσών δεν μπορεί να βασίζεται στη διάκριση μεταξύ των εσόδων που πραγματοποιεί νομίμως μία επιχείρηση ή ένα φυσικό πρόσωπο και αυτών που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα, έτσι ώστε να αποδεσμεύονται μόνον τα ποσά που προέρχονται από την νόμιμη δραστηριότητα του φερόμενου ως εγκληματία, ούτε πολύ περισσότερο να αφορά αποδέσμευση χρηματικών ποσών που εισάγονται στην περιουσία του ως άνω αποκλειστικά μετά το χρόνο έκδοσης της διάταξης για τη δέσμευσή τους ως προϊόν εγκληματικής ενέργειας, διότι η προυπόθεση αυτή δεν ορίζεται νομοθετικά στις ως άνω διατάξεις, αλλά είναι ζήτημα ενδεχόμενης μελλοντικής νομοθετικής ρύθμισης. Με την ως άνω ρύθμιση ο νομοθέτης ενσυνείδητα εξαίρεσε από την γενικώς διαταχθείσα δέσμευση τα ποσά για την αντιμετώπιση των προαναφερθεισών αναγκών ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται ή όχι για έσοδα από νόμιμες συναλλαγές, επαφιέμενος στην κρίση του αρμόδιου δικαστικού οργάνου, η άποψη δε ότι πρέπει τα έσοδα να αναφέρονται σε χρονική περίοδο μετά την έκδοση της ως άνω δέσμευσης, έτσι ώστε να παραμένει αμετάβλητο ως προς το ύψος το ποσό που δεσμεύθηκε με τη σχετική διάταξη, προσκρούει στην ίδια την προαναφερθείσα νομοθετική ρύθμιση κατά τη γραμματική και τελολογική της διατύπωση και υποκαθιστά τη νομοθετική λειτουργία. Επιπλέον δε, είναι και αντιφατική, εφόσον κατ’ αποτέλεσμα αποκλείει την αποδέσμευση ποσών που έχουν ήδη δεσμευτεί αλλά προέρχονται από νόμιμη δραστηριότητα του προσώπου κατά το χρόνο της έκδοσης της σχετικής διαταγής, όμοια όπως ισχύει και για τα ποσά που εισπράττονται μετά τη διαταγή δέσμευσης. Εν τέλει, η αντίθετη άποψη, υπό την εκδοχή ότι υπάρχει κίνδυνος, που πρέπει να αποτραπεί, να εξανεμίζεται το δημευθέν ποσό, όταν αποδεσμεύονται με τις διαδοχικά υποβαλλόμενες αιτήσεις διάφορα ποσά, ουσιαστικά καθιστά ανεφάρμοστη κατά περιεχόμενο τη νομοθετική διάταξη εξαίρεσης μερικών από τα δεσμευθέντα ποσά για την αντιμετώπιση των προαναφερθεισών αναγκών, κάτι που δεν ήταν στις προθέσεις του νομοθέτη, ο οποίος εναποθέτει την αποδέσμευση των ποσών στη δικαιοδοτική κρίση, λαμβάνει δε η ως άνω άποψη επί πλέον ως δεδομένο ότι μετά την έκδοση της διαταγής δήμευσης θα εισέρχονται νέες πιστώσεις σε λογαριασμούς μιας εταιρείας, σε κάθε δε περίπτωση είναι ενδεχόμενο οι τελευταίες να μην επαρκούν για την αντιμετώπιση των αναγκών διαβίωσης ή λειτουργίας ή την καταβολή μισθών ή την κάλυψη άλλων υποχρεώσεων προς τρίτους άσχετους με την εγκληματική δραστηριότητα του φερόμενου εγκληματία, με συνέπεια η ως άνω διάταξη να αποτελεί φενάκη. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, σύμφωνα με τη γνώμη που μειοψήφησε στο Δικαστήριο, οι λόγοι αναίρεσης που θεμελιώνονται στη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β’, δ’ και στ’ ΚΠΔ, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο με τον αριθμό 256/2024 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 40, 42 και 48 του νόμου 4557/2018, όπως αυτές ισχύουν, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας και ζητείται με την κρινόμενη αίτηση από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου η υπέρ του νόμου αναίρεση του βουλεύματος αυτού, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι”. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, κατά τη γνώμη που επικράτησε στην Ολομέλεια, η κρινόμενη υπ’αριθ.37/2024 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για υπέρ του νόμου αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμων των λόγων αναίρεσης, να γίνει δεκτή. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί, υπέρ του νόμου, εν μέρει το προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. 256/2024 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατ’άρθρο 483 παρ.3 ΚΠοινΔ, χωρίς όμως αποτελέσματα ως προς τους διαδίκους, και δη κατά το κεφάλαιο με το οποίο, κατ’αποδοχήν εν μέρει της από …2023 αίτησης της εδρεύουσας στο … εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.” και του νομίμου εκπροσώπου της Γ.-Π. Χ. του Ι., κατοίκου …, αποφάνθηκε για την μερική αποδέσμευση του με αριθ.GR … λογαριασμού, τον οποίο τηρεί η εταιρεία «… Α.Ε.”, στην Τράπεζα Eurobank και ο οποίος είχε δεσμευθεί και απαγορευθεί η χρέωσή του με την υπ’αριθ….2023 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής, ως προς το ποσό των 837.516,80 ευρώ, για την κάλυψη των πάσης φύσεως φορολογικών οφειλών της εταιρίας, χωρίς να συμπεριληφθεί και ο κατά νόμο αναγκαίος όρος, ότι τα ποσά αυτά (τα οποία εμπίπτουν στις περιπτώσεις των κατ’άρθρο 42 παρ.8 του ν.4557/2018, εξαιρούμενων ποσών, ως αναγκαίων για την κάλυψη των βασικών αναγκών λειτουργίας της εταιρίας), θα αποδεσμευθούν, μόνο εφόσον αυτά καλύπτονται, από μεταγενέστερες της έκδοσης της άνω Διάταξης, πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό της αιτούσας εταιρίας, προερχόμενες τεκμηριωμένα από τα έσοδα της τελευταίας από την εμπορική δραστηριότητά της, της λιανικής πώλησης καλλυντικών, εξαιρουμένων-τυχόν-πιστώσεων στον ως άνω λογαριασμό από Δημόσια Ταμεία (επιστροφές ΦΠΑ κλπ.) και χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευτεί, με την ως άνω Διάταξη (…2023) του Προέδρου της Αρχής, κατά το χρόνο έκδοσής της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί υπέρ του νόμου, εν μέρει, το υπ’αριθ.256/2024 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και συγκεκριμένα κατά το κεφάλαιο με το οποίο το Συμβούλιο αποφάνθηκε για την μερική αποδέσμευση του αναφερόμενου λογαριασμού, τον οποίο τηρεί η εταιρεία «… Α.Ε.”, στην Τράπεζα Eurobank, ο οποίος είχε δεσμευθεί και απαγορευθεί η χρέωσή του με την υπ’αριθ….2023 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ως προς τα οριζόμενα ποσά για την κάλυψη των πάσης φύσεως φορολογικών οφειλών της εταιρίας, χωρίς να συμπεριληφθεί και ο από το νόμο αναγκαίος όρος, ότι τα ποσά αυτά (τα οποία εμπίπτουν στις περιπτώσεις των κατ’άρθρο 42 παρ.8 του ν.4557/2018, εξαιρούμενων ποσών, ως αναγκαίων για την κάλυψη των βασικών αναγκών λειτουργίας της εταιρίας), θα αποδεσμευθούν, μόνο εφόσον αυτά καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της άνω Διάταξης, πιστώσεις στον εν θέματι λογαριασμό της εταιρίας, προερχόμενες τεκμηριωμένα από τα έσοδα της τελευταίας από την εμπορική δραστηριότητα της λιανικής πώλησης καλλυντικών, εξαιρουμένων-τυχόν-πιστώσεων στον ως άνω λογαριασμό από Δημόσια Ταμεία (επιστροφές ΦΠΑ κλπ.) και χωρίς να θίγεται το ποσό που έχει ήδη δεσμευτεί, με την ως άνω Διάταξη (…2023) του Προέδρου της Αρχής, κατά το χρόνο έκδοσής της.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2025. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Μαΐου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ