Αριθμός 28/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σωκράτη Πλαστήρα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Ασπασίας Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη), Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη και Ζωή Καραχάλιου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Α. Λ., για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Β. χας Θ. Π., κατοίκου …, 2) Β. Π. του Θ., κατοίκου …, 3) Β. Π. του Β., κατοίκου … και 4) Θ. Π. του Β., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Ράικο, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 14-3-2024 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Μαριανάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από …-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και …/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από …-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ζωή Καραχάλιου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από …-2022 (αρ.έκθ.κατ. …-2022) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. …/2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευσή της (14-7-2022), αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της (άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και ισχύει από 1-1-2016), (άρθρα 552,553,556,558,564,566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα).
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), αναφορικά με τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από …-2014 (αρ.έκθ. κατ. …/2014) αγωγή τους κατά της αναιρεσίβλητης, με την οποία ιστορούσαν ότι είναι συνιδιοκτήτες, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου έκαστος, των λεπτομερώς περιγραφομένων οριζοντίων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται σε πολυκατοικία επί της συμβολής των οδών …, στην Αθήνα, τις οποίες οι δικαιοπάροχοί τους και εν συνεχεία οι ίδιοι εκμίσθωσαν στην εναγομένη τραπεζική εταιρεία, ήδη αναιρεσίβλητη, με ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης και τα τροποποιητικά αυτού ιδιωτικά συμφωνητικά, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονται σ’ αυτά. Ότι η εναγόμενη παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα μίσθια, τα οποία μίσθωνε μέχρι την 1-2-2013, οπότε και αποχώρησε, ενώ κατέβαλε το μηνιαίο μίσθωμα κατά το αναλογούν σε καθένα των εναγόντων ποσοστό. Ότι η τελευταία κατά τη διάρκεια της μίσθωσης προέβη σε μετασκευές στα μίσθια ακίνητα, χωρίς τη συναίνεσή τους και ότι μετά τη λύση της μίσθωσης η εναγόμενη διαταράσσει τη νομή τους επί των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους, καθώς, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, παρεμποδίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση αυτών στις ιδιοκτησίες τους και δεν αποκαθιστά την ανεξαρτησία των οριζοντίων ιδιοκτησιών, στερώντας σε κάθε μια απ’ αυτές την απευθείας παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνικού δικτύου, κλιματισμού, θέρμανσης με επιμερισμό της δαπάνης και θυροτηλέφωνο. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, έχουν υποστεί ζημία, η οποία ανέρχεται στο μίσθωμα που θα ελάμβαναν από την εκμίσθωση των οριζοντίων ιδιοκτησιών, κατά το χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο του 2013 έως τον Ιανουάριο του 2014, ύψους 11.000 ευρώ μηνιαίως, όσο δηλαδή ήταν και το μίσθωμα που κατέβαλε η εναγόμενη, δεδομένου ότι δεν δύνανται να εκμισθώσουν εκ νέου τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, οι οποίες στερούνται πλέον αυτονομίας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν, κατόπιν περιορισμού του αιτήματος ως προς την καταβολή της αποζημίωσης από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό: α) να αναγνωρισθεί η νομή τους επί των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παύσει κάθε υφιστάμενη διατάραξη της νομής τους, γ) να υποχρεωθεί η τελευταία να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, διενεργώντας όλες εκείνες τις πράξεις που θα ανεξαρτητοποιήσουν τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, με την αποκατάσταση με δικές της δαπάνες της απευθείας παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, της απευθείας παροχής τηλεφωνικού δικτύου, της ανεξάρτητης παροχής κλιματισμού, της απευθείας παροχής θέρμανσης με επιμερισμό της δαπάνης, του συστήματος θυροτηλεφώνου και της ελεύθερης και ακώλυτης πρόσβασης όλες τις ώρες της ημέρας σε κάθε χωριστή οριζόντια ιδιοκτησία, δ) να υποχρεωθεί αυτή να παύσει κάθε μελλοντική διατάραξη της νομής τους επί των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών, ε) να απειληθεί κατ’ αυτής χρηματική ποινή ύψους 1.000 ευρώ ανά ημέρα, επιμεριζόμενη ανάλογα με το ποσοστό συνιδιοκτησίας καθενός των εναγόντων, για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, στ) να απειληθεί κατά της ιδίας χρηματική ποινή ύψους 20.000 ευρώ, επιμεριζόμενη ανάλογα με το ποσοστό συνιδιοκτησίας καθενός των εναγόντων, σε περίπτωση που αυτή δεν ανεχθεί ή παρεμποδίσει την εκ μέρους τους αυτονόμηση των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους και ζ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να καταβάλει, ως αποζημίωση, τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά σε καθένα των εναγόντων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε τη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή περί διατάραξης της νομής (και συγκεκριμένα κατά τα α’έως και στ’ανωτέρω αιτήματά της), ως απαράδεκτη, λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου και, περαιτέρω, δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικοπραξίας βάση της αγωγής και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες, ως αποζημίωση, τα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά. Μετά από έφεση που άσκησε η εναγόμενη, ήδη αναιρεσίβλητη, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. …/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη (υπ’αριθμ. …/2020) απόφαση, κράτησε και δίκασε την αγωγή, την οποία απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφ. β’ και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της, κατά το παραπάνω άρθρο 300 του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ η κρίση για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1του ΚΠολΔ (ΑΠ 1546/2014, ΑΠ 1513/2014). Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 1684/2022, ΑΠ 1591/2014, ΑΠ 76/2014). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017). Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, εφόσον δε το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 32/1996). Για το ορισμένο, επίσης, του λόγου της αναίρεσης σε περίπτωση παραβίασης περισσότερων της μίας διατάξεων πρέπει να εξειδικεύονται για καθεμιά απ’ αυτές οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου και το υπαγωγικό σφάλμα του τελευταίου. Η από τον παραπάνω λόγο αοριστία του δικογράφου της αναίρεσης, η οποία επάγεται την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης (άρθρο 562 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ) δεν μπορεί, όπως, άλλωστε και κάθε αοριστία οποιουδήποτε εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, να αναπληρωθεί από στοιχεία κείμενα εκτός του αναιρετηρίου, ούτε, ειδικότερα, από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση, που προσβάλλεται με την αναίρεση, γιατί, μεταξύ άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιές από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας είναι αυτές, που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν το αναιρετικό σφάλμα και, συνακόλουθα, μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που να μη το συνιστούν και να απορριφθεί από το λόγο αυτό η αναίρεση, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, αλλά δεν τις εξειδίκευσε στο αναιρετήριο, μπορεί να ήταν διαφορετικό το αποτέλεσμα (ΑΠ 1326/2015, ΑΠ 607/2013). Στην ως άνω περίπτωση (άρθρ. 559 αριθ. 1α’ ΚΠολΔ), δεν αρκεί η μνεία μεμονωμένων και αποσπασματικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης κατ` επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 58/2023, ΑΠ 57/2022, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 22/2020). Επομένως, η έκθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο με πληρότητα και όχι αποσπασματικά είναι αναγκαία για να μπορεί να ελεγχθεί από το περιεχόμενό του αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 58/2023, ΑΠ 1198/2023, ΑΠ 109/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (“ανεπαρκής αιτιολογία”), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (“αντιφατική αιτιολογία”) (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015). Συνακόλουθα η παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθ. 559 παρ 1 του ΚΠολΔ) οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ’ ουσίαν, και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (άρθ. 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ) πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1322/2021, ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν κατά τα ήδη προεκτεθέντα στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 27/1998, ΑΠ 465/2023, ΑΠ 319/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την αγωγική αξίωση των αναιρεσειόντων για καταβολή αποζημίωσης από την αναιρεσίβλητη, λόγω αδικοπραξίας, δέχθηκε, ανελέγκτως, ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) τυγχάνουν συνιδιοκτήτες των γραφείων του τρίτου και του έκτου ορόφου και ενός κυλικείου στην πολυκατοικία που βρίσκεται στη συμβολή των οδών … και … στην Αθήνα. Ειδικότερα, οι πρώτη, τρίτη και τέταρτος αυτών (ήδη πρώτη, τρίτη και τέταρτος των αναιρεσειόντων) είναι συγκύριοι και συγκάτοχοι κατά ποσοστό 50%, 25% και 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας αυτών, αντίστοιχα, των υπ’ αριθ. 1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11 και 12 γραφείων του τρίτου ορόφου της εν λόγω πολυκατοικίας, επιφάνειας αυτών 30,20 τ.μ.,26 τ.μ.,26 τ.μ.,42,30 τ.μ.,40 τ.μ.,27,60 τ.μ.,27,60 τ.μ.,27,60 τ.μ.,28,45 τ.μ.,20,25 τ.μ.,18,75 τ.μ. και 37,50 τ.μ., αντίστοιχα. Ο δεύτερος των εναγόντων (ήδη δεύτερος αναιρεσείων) είναι επικαρπωτής των υπ’ αριθ. 1, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 12 γραφείων του έκτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, επιφάνειας αυτών 20,45 τ.μ.,17,60 τ.μ.,17,60 τ.μ.,29,50 τ.μ.,19,25 τ.μ.,19,25 τ.μ., 19,25 τ.μ.,19,25 τ.μ.,19,50 τ.μ.,18,75 τ.μ. και 37,50 τ.μ., αντίστοιχα, η ψιλή κυριότητα των οποίων ανήκει κατά 50% εξ αδιαιρέτου στους τρίτη και τέταρτο των εναγόντων. Η τρίτη των εναγόντων είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του κυλικείου του ισογείου της πολυκατοικίας, επιφάνειας 9,50 τ.μ. και ο τέταρτος αυτών τυγχάνει αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του υπ’ αριθ. 2 γραφείου του έκτου ορόφου της πολυκατοικίας, επιφάνειας 17,60 τ.μ.. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ποια ήταν η κατάσταση του επίδικου μισθίου, κυριότητας των εναγόντων, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης μίσθωσης και παράδοσης αυτού στην εναγομένη, ενώ η μάρτυρας απόδειξης, αρχιτέκτων-μηχανικός, κατέθεσε ότι η ίδια δεν είχε αντίληψη προσωπική σχετικά με το κτίριο και την προηγούμενη κατάστασή του και ότι γνωρίζει και μεταφέρει μόνο όσα της έχουν πει οι πελάτες-εντολείς της- ενάγοντες.
Συνεπώς και ενόψει του ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν άλλο αποδεικτικό των ισχυρισμών τους στοιχείο αυτοί (οι ισχυρισμοί τους) ότι δηλαδή από την ανέγερση της οικοδομής καθεμία από τις προαναφερθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες διέθετε ανεξάρτητη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας (ρολόι ΔΕΗ) και ανεξάρτητη τηλεφωνική γραμμή, επικοινωνούσε με το θυροτηλέφωνο με την είσοδο της πολυκατοικίας και η δαπάνη για τη θέρμανσή της από το μοναδικό λέβητα της πολυκατοικίας επιμεριζόταν ανάλογα με τα χιλιοστά κάθε ιδιοκτησίας πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων και στη συνέχεια οι ίδιοι εκμίσθωσαν τις ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες στην εναγόμενη (ήδη αναιρεσίβλητη), με το από …-1988 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης και τα τροποποιητικά αυτού ιδιωτικά συμφωνητικά η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε. Όπως αποδεικνύεται σύμφωνα με τον όρο 6 του ιδιωτικού αυτού συμφωνητικού η μισθώτρια από την παράδοση του μισθίου, το οποίο είναι συνήθους κατασκευής, είχε το δικαίωμα, σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, να προβαίνει σε κάθε είδους διασκευές, επισκευές και συντηρήσεις του μισθίου στο σύνολό του εσωτερικά και στην πρόσοψη, εφόσον οι εν λόγω διασκευές δεν έθιγαν το φέροντα οργανισμό του κτιρίου. Ενδεικτικά και κατά λέξει αναφέρεται ότι: “Ενδεικτικώς σημειούται ότι εις την πρόσοψιν δύναται να επιφέρη κατά την κρίσιν της τροποποιήσεις (τυχόν αντικαταστάσεις βιτρινών, τυχόν επαναχρωματισμούς προσόψεως κλπ), να τοποθετήση φωτεινός ή μη επιγραφάς συναφείς προς τας εργασίας της καθ’ όλον το ανάπτυγμα της προσόψεως του μισθίου, ως και σιδηρά στηρίγματα ιστού σημαίας, εμβλήματα της Τραπέζης κλπ. εσωτερικώς δε να κατασκευάση ιδιαιτέρους χώρους δι’ Αρχείον, W.C. κλπ. ή να καταργήση τούτους εάν κατά την κρίση της δεν είναι απαραίτητοι δια την χρήσιν δι’ ήν μισθούται το μίσθιον. Ωσαύτως η μισθώτρια Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα κατά την κρίση της εγκαταστάσεως κλιματισμού, των εκμισθωτών υποχρεουμένων εξυπηρέτησιν εις την μισθώτριαν. Γίνεται μνεία ότι συνεπεία των σημαντικών βελτιώσεων του μισθίου, αίτινες θα γίνουν με σοβαρές και σημαντικές δαπάνες της μισθώτριας Τράπεζας, θα επέλθη σημαντική αύξησις του βαθμού πολυτελείας και επαύξησις της προβολής του μισθίου. Ταύτα πάντα όμως, κατά ρητήν συμφωνίαν των συμβαλλομένων, διατυπουμένην δια του παρόντος επ’ ουδενί λόγω δύνανται να επικαλεσθούν και χρησιμοποιήσουν ως στοιχεία οι εκμισθωτές, εις ενδεχομένην δίκην αναπροσαρμογής του μισθώματος, δεδομένου ότι η βελτίωσις του μισθίου θα γίνη δια δαπανών της μισθωτρίας”. Σύμφωνα δε με τον όρο 7 του ως άνω συμφωνητικού μίσθωσης “Η μισθώτρια ουδεμίαν υποχρέωσιν υπέχει προς επαναφοράν του μισθίου εις την προτέραν αυτού κατάστασιν δικαιουμένη αντιθέτως όπως κατά την οπωσδήποτε αποχώρησιν της εκ του μισθίου αποκόμιση εξ αυτού παν είδος εγκαταστάσεως και εν γένει παν ανπκείμενον τοποθετηθέν δαπάναις της εις το μίσθιον κατά την διάρκειαν της λόγω μισθώσεως παραμονής της εις αυτό. Εξ άλλου πάσα διασκευή και κατασκευή μη δυναμένη να αποκομισθή εκ του μισθίου άνευ ουσιαστικής βλάβης τούτου, παραμένει εις όφελος του μισθίου άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως της μισθωτρίας. Ακόμα σύμφωνα με τον όρο 15 του επίδικου συμφωνητικού μίσθωσης συμφωνήθηκαν ακόμα μεταξύ των συμβαλλομένων τα εξής: “Αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν δια του παρόντος ότι η μισθώτρια έχει το δικαίωμα καθ’ όλην την διάρκεια της μισθώσεως, αρχικής και κατά παράτασιν να προβαίνει εις πάσης φύσεως ενέργειες τας οποίας ήθελε κρίνει απαραιτήτους δια την ασφάλειαν, προβολήν της, την διαχείρισιν του κτιρίου κλπ. ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο συναφή προς την χρήση για την οποίαν μισθούται το ακίνητο αντικειμένας εις τας διατάξεις του Κανονισμού Πολυκατοικίας του … αγοραπωλητηρίου συμβολαίου των Σ/φων Αθηνών I. Κ. και Σ. Κ., των εκμισθωτών δηλούντων ρητώς ότι παραιτούνται από παντός δικαιώματος τους που απορρέει από τις διατάξεις του παραπάνω Κανονισμού. Επίσης εις περίπτωσιν μεταβιβάσεως της κυριότητος του μισθίου ή συστάσεως οιουδήποτε εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού οι εκμισθωτές υποχρεούνται να διασφαλίσουν την ισχύν των παραπάνω και να συνομολογήσουν όρον δι’ ού ο νέος κτήτωρ θα αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να σεβασθή καθ’ ολοκληρίαν τον παρόντα όρον και τα εξ αυτού δικαιώματα της μισθώτριας”. Κατά τη διάρκεια της μίσθωσης η εναγόμενη προέβη σε διαμόρφωση των μίσθιων χώρων με τρόπο που να εξυπηρετούνται οι λειτουργικές ανάγκες των υπηρεσιών της που στεγάζονταν εκεί. Με την από 20-4-2012 εξώδικη δήλωσή της, η οποία κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες στις 23-4-2012, η εναγόμενη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας αναγκάστηκε να καταγγείλει την επίδικη μίσθωση και μέχρι το τέλος του έτους 2012 οι υπηρεσίες της αποχώρησαν από το μίσθιο και μεταστεγάστηκαν. Με την από 1-2-2013 εξώδικη πρόσκληση – δήλωσή της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στους ενάγοντες, η εναγόμενη τους κάλεσε να παραλάβουν τα κλειδιά των ιδιοκτησιών τους και τους δήλωσε ότι προέβη στις εργασίες αποκατάστασης των ιδιοκτησιών τους που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ τους κατά τη συνάντηση της 17-12-2012 και ότι επανέφερε το μίσθιο στην αρχική του κατάσταση, μολονότι, όπως ισχυρίστηκε επικαλούμενη το μεταξύ τους ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, δεν είχε τέτοια υποχρέωση από τη σύμβαση. Οι ενάγοντες, όμως, δεν ήταν παρόντες κατά την συνάντηση της 17-12-2012, ενώ ο δεύτερος αυτών στο από 26-12-2012 μήνυμά του προς την εναγομένη δήλωνε ότι δεν είχε αντίρρηση για την εκτέλεση των εργασιών που είχαν συμφωνηθεί με τους παραστάντες ιδιοκτήτες του τέταρτου και πέμπτου ορόφου της πολυκατοικίας αλλά για τις ιδιοκτησίες των εναγόντων δήλωνε ότι θα πρέπει να υπάρξει προηγουμένως συνεργασία μεταξύ του τεχνικού γραφείου που θα αναλάβει να τους εκπροσωπεί ως προς την εκτέλεση των απαιτούμενων εργασιών αποκατάστασης των μισθίων χώρων και των αρμοδίων προσώπων της εναγομένης. Στις 27-2-2013 ο αρχιτέκτονας μηχανικός Ε. Μ., ο οποίος ενεργούσε στο όνομα και κατ’εντολή των εναγόντων, πραγματοποίησε αυτοψία στις ιδιοκτησίες τους στην ως άνω οικοδομή για να εξετάσει αν έχουν λάβει χώρα οι απαιτούμενες ενέργειες για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και αυτονομίας ως προς την πρόσβαση και λειτουργικότητα των ιδιοκτησιών αυτών και παρατήρησε, στο πλαίσιο της ειδικότητάς του, ότι στην είσοδο της πολυκατοικίας απουσιάζει πίνακας θυροτηλεφώνου και κουδουνιών που θα αντιστοιχούν στον καθένα από τους ξεχωριστούς γραφειακούς χώρους. Κατά την αυτοψία αυτή ήταν παρών και ο μηχανολόγος- ηλεκτρολόγος Ι. Σ., επίσης εκπρόσωπος των εναγόντων, ο οποίος παρατήρησε, ως προς την είσοδο του κοινόχρηστου κλιμακοστασίου, ότι με την υπάρχουσα διαρρύθμιση με τη θύρα αποτροπής μεταξύ της εναγομένης και της εισόδου δεν είναι δυνατή η έκδοση πιστοποιητικού πυρασφάλειας για την εναγομένη και για τους ορόφους των γραφείων, λόγω της απουσίας χωρίσματος με συγκεκριμένο δείκτη πυραντίστασης. Ως προς τη ρευματοδότηση του κτιρίου σημείωσε ότι η εναγόμενη, ως μοναδικός χρήστης του κτιρίου πριν από τη λύση της μίσθωσης, αντικατέστησε τους ανεξάρτητους μετρητές του κτιρίου με ιδιωτικό υποσταθμό. Μετά τη λύση της μίσθωσης, η εναγόμενη εγκατέστησε γενικό πίνακα από όπου αναχωρούν οι τροφοδοσίες του τρίτου και του έκτου ορόφου και των κοινοχρήστων, στον οποίο εγκαταστάθηκαν και ιδιωτικοί μετρητές παροχής ρεύματος. Οι τελευταίοι δεν είναι πιστοποιημένοι από τη Δ.Ε.Η., με συνέπεια να μην είναι δυνατό να έρχεται ένας λογαριασμός Δ.Ε.Η. στο κτίριο τον οποίο να πληρώνει η εναγόμενη και, ακολούθως, μέσω των ιδιωτικών μετρητών να τον επιμερίζει στους ορόφους. Ως προς το τηλεφωνικό δίκτυο, ο ως άνω μηχανολόγος- ηλεκτρολόγος διαπίστωσε ότι, αν και είναι σύγχρονο, τερματίζει οδεύοντας κατακόρυφα σε χώρο του τρίτου ορόφου και απαιτείται να γίνουν εργασίες ώστε αυτό να μετατραπεί και να τερματίζει σε χώρο του κάθε ορόφου με στόχο την αυτονόμηση των ορόφων. Περαιτέρω, παρατήρησε ότι η εναγόμενη εγκατέστησε φυσικό αέριο στο κτίριο με ένα μετρητή της Εταιρείας Παροχής Αερίου Αττικής, ο οποίος τροφοδοτεί δύο λέβητες που αντικατέστησαν τον υπάρχοντα λέβητα, εκ των οποίων ο ένας χρησιμοποιείται από την εναγομένη (ισόγειο, ημιώροφος, πρώτος και δεύτερος όροφος) και ο άλλος για τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο των ορόφων, χωρίς όμως να εκδίδονται χωριστοί λογαριασμοί για τους δύο λέβητες. Τέλος, ως προς το σύστημα ψύξης θέρμανσης μεταβλητού όγκου ψυκτικού υγρού, το οποίο εγκατέστησε η εναγόμενη στο κτίριο, ο Ι. Σ. παρατήρησε ότι πρέπει να ρευματοδοτηθεί η κάθε δυάδα εξωτερικών μονάδων κάθε ορόφου από την αντίστοιχη αναχώρηση του ορόφου στο γενικό πίνακα, προκειμένου έτσι να επιμεριστεί η δαπάνη της κατανάλωσης των μονάδων σε κάθε όροφο και να ανεξαρτητοποιηθούν αυτοί πραγματικά. Στις 12-3-2013 ο δεύτερος των εναγόντων απέστειλε τις εκθέσεις αυτοψίας των ανωτέρω στους αρμοδίους της εναγομένης προκειμένου η τελευταία να προβεί στις προβλεπόμενες ενέργειες, πλην όμως η τελευταία ουδέν έπραξε προς τούτο. Οι ενάγοντες στο μεταξύ επικαλούμενοι τις παραπάνω ελλείψεις που διαπίστωσαν οι προαναφερόμενοι εντολοδόχοι τους δεν προέβησαν σε εκ νέου εκμίσθωση των ιδιοκτησιών τους, ισχυριζόμενοι ότι το γεγονός αυτό της μη εκμίσθωσης οφείλεται στις παραπάνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της εναγόμενης τράπεζας η οποία έτσι τους ζημίωσε, αφού, όπως ισχυρίζονται με την αγωγή τους, εξαιτίας των ανωτέρω ελλείψεων δεν ήταν δυνατή η ανεξαρτητοποίηση των οριζοντίων ιδιοκτησιών των εναγόντων και η εκ νέου εκμίσθωσή τους. Προς τούτο επικαλέσθηκαν και την από 10-3-2013 επιστολή της μεσίτριας Μ. Γ., την οποία συνέταξε αφού επισκέφθηκε το χώρο, στην οποία απευθύνθηκαν οι ενάγοντες με σκοπό να της αναθέσουν, όπως ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους, την εκμίσθωση των ιδιοκτησιών τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού πείστηκε αποδεικτικά για τα παραπάνω έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του επί λέξει ότι: “.. εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας αυτής συμπεριφοράς της εναγομένης οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, η οποία ανέρχεται στο μίσθωμα που θα ελάμβαναν συνολικά από την εκμίσθωση όλων των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους κάθε μήνα για το διάστημα από το Φεβρουάριο του 2013 έως τον Ιανουάριο του 2014, ύψους 10.000 ευρώ ανά μήνα (δοθέντος ότι πρόκειται για είκοσι τέσσερα γραφεία και ένα κυλικείο, ενώ το μίσθωμα που κατέβαλε η εναγομένη ανερχόταν σε 11.000 ευρώ), ήτοι στο συνολικό ποσό των (10.000 ευρώ X 12 μήνες=)120.000 ευρώ, δεδομένου ότι δεν δύνανται να εκμισθώσουν εκ νέου τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, οι οποίες στερούνται πλέον αυτονομίας. Με δεδομένο ότι όλες οι οριζόντιες ιδιοκτησίες των εναγόντων αντιστοιχούν συνολικά σε διακόσια δεκαπέντε (215) χιλιοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο που έχει ανεγερθεί η οικοδομή, η ανωτέρω αποζημίωση επιμερίζεται στον καθένα των εναγόντων με βάση τα χιλιοστά που αντιστοιχούν στις ιδιοκτησίες του και το ποσοστό συνιδιοκτησίας του πάνω σε αυτές. Ειδικότερα, η πρώτη των εναγόντων, συγκυρία κατά ποσοστό 50% σε οριζόντιες ιδιοκτησίες, στις οποίες αντιστοιχούν συνολικά 119 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο της πολυκατοικίας, δικαιούται αποζημίωση ύψους {[(10.000 X 119/215) X 50%] X 12 μήνες 33.209,30 ευρώ. Ο δεύτερος των εναγόντων, κύριος μέχρι το Δεκέμβριο του 2013 και έκτοτε επικαρπωτής οριζοντίων ιδιοκτησιών, στις οποίες αντιστοιχούν συνολικά 84 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο της πολυκατοικίας, δικαιούται αποζημίωση ύψους [(10.000 X 84/215) X 12 μήνες 46.883,72 ευρώ. Η τρίτη των εναγόντων, συγκυρία κατά ποσοστό 25% σε οριζόντιες ιδιοκτησίες, στις οποίες αντιστοιχούν συνολικά 119 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο της πολυκατοικίας και κυρία οριζόντιας ιδιοκτησίας στην οποία αντιστοιχούν 6 χιλιοστά, δικαιούται αποζημίωση ύψους {[(10.000 X 119/215) X 25%] X 12 μήνες 16.604,65 ευρώ, πλέον [(10.000 X 6/215) X 12 μήνες =] 3.348,83 ευρώ, ήτοι συνολικά (16.604,65 + 3.348,83=)19.953,48 ευρώ. Ο τέταρτος των εναγόντων, συγκύριος κατά ποσοστό 25% σε οριζόντιες ιδιοκτησίες, στις οποίες αντιστοιχούν συνολικά 119 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο της πολυκατοικίας και κύριος οριζόντιας ιδιοκτησίας στην οποία αντιστοιχούν 6 χιλιοστά, δικαιούται αποζημίωση ύψους {[(10.000 X 119/215) X 25%] X 12 μήνες=} 16.604,65 ευρώ, πλέον [(10.000 X 6/215) X 12 μήνες =] 3.348,83 ευρώ, ήτοι συνολικά (16.604,65 + 3.348,83 =) 19.953,48 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες βαρύνονται με κάποιου βαθμού συνυπαιτιότητα στην πρόκληση της ανωτέρω ζημίας τους, καθώς η εναγόμενη ήταν αυτή που παρέλειψε να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την εκ νέου ανεξαρτητοποίηση των οριζόντιων ιδιοκτησιών των εναγόντων ύστερα από τη λύση της μίσθωσης και πριν την παράδοση των μισθίων ακινήτων στους ενάγοντες, γεγονός που δεν αποτελεί αντικείμενο της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας και του διαχειριστή αυτής. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η ένσταση της εναγομένης εκ του άρθρου 300 ΑΚ”. Έτσι όμως που έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να εξαφανιστεί στο σύνολό της, να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση και οι 5ος, 6ος, 8ος, 9ος, 10ος, 11ος λόγοι αυτής που αφορούν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλουμένη απόφαση και να διαταχθεί η επιστροφή του αναφερόμενου στην παρούσα παράβολου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στην εναγόμενη. Πρέπει, δε, να κρατηθεί η αγωγή από το παρόν δικαστήριο η οποία είναι, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ορισμένη, απορριπτομένου του σχετικού 1ου λόγου της ένδικης έφεσης, και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προς αποφυγή επαναλήψεων και να κριθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Ειδικότερα, όπως παραπάνω αποδείχθηκε χωρίς αμφιβολία, η εναγόμενη δεν είχε καμία υποχρέωση να επαναφέρει το μίσθιο στην προτέρα κατάστασή του και αυτό ρητά και κατηγορηματικά είχε συμφωνηθεί ήδη από την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης από τα συμβαλλόμενα σε αυτή μέρη, δηλαδή τους διαδίκους. Το ότι οι επεμβάσεις της εναγόμενης είχαν ως αποτέλεσμα τη στέρηση της αυτονομίας και ανεξαρτησίας των χώρων εξαιτίας των προαναφερθεισών ελλείψεων αφενός είναι ο αγωγικός ισχυρισμός τον οποίο διαπίστωσαν οι ιδιώτες, αρχιτέκτονας -μηχανικός, Ε. Μ. και ο μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος, Ι. Σ., εντολοδόχοι των εναγόντων-οι οποίοι μάλιστα δεν κάνουν κανέναν λόγο σχετικά με το πώς ακριβώς ήταν η προτέρα της μίσθωσης κατάσταση του μισθίου ακινήτου, προϋπόθεση απαραίτητη προκειμένου να κριθεί η πραγματική κατάσταση του μισθίου καθώς και η αξιοπιστία των λεγομένων τους – οπωσδήποτε όμως αλυσιτελώς προβάλλεται από τους ενάγοντες, αφού αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι καμία υποχρέωση δεν βάρυνε εξαρχής την εναγομένη, που λειτουργούσε ως τραπεζικό ίδρυμα, να επαναφέρει το μίσθιο στην προτέρα – η οποία μάλιστα και δεν αποδείχθηκε ποιά ήταν η κατάστασή του και τούτο μάλιστα είχε συμφωνηθεί ρητά και ανεπιφύλακτα. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων συμβαλλομένων στη σύμβαση μίσθωσης και τα τροποποιητικά αυτής ώστε να προκύψει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, προσφεύγοντας στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Και αν ακόμα όμως αυτό ίσχυε -που δεν το επικαλούνται οι ενάγοντες-τα μέρη όφειλαν να προβλέψουν ρητά εξαίρεση από τον κανόνα της μη υποχρέωσης επαναφοράς του μισθίου στην προτέρα κατάστασή του, αν πραγματικά ήθελαν κάτι τέτοιο, και τούτο διότι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου, τη συναλλακτική πρακτική, την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τους κανόνες ερμηνείας των δικαιοπραξιών, επιβάλλεται να γνωρίζει το τυχόν υπόχρεο αντισυμβαλλόμενο μέρος επακριβώς τις υποχρεώσεις του και να υπάρχει ασφάλεια δικαίου, πλήρη ενημέρωση για τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης και ισορροπία, διαφάνεια και δικαιοσύνη στις συναλλακτικές σχέσεις. Αντιθέτως, οι ενάγοντες γνώριζαν ότι εκμίσθωναν τις ιδιοκτησίες τους σε τραπεζικό ίδρυμα με ό,τι συνεπάγεται αυτό και αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα και αναντίρρητα να προβεί η μισθώτρια σε όλες τις αναγκαίες και απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να λειτουργήσει ως τέτοιο, αποκομίζοντας μάλιστα οι μισθωτές το σημαντικό ποσό του συμφωνηθέντος μισθώματος ύψους έντεκα χιλιάδες (11.000) ευρώ μηνιαίως και μάλιστα όπως συνομολογούν μειωμένο λόγω της οικονομικής κρίσης εξαιτίας της οποίας και αναγκάστηκε η εναγόμενη να λύσει τη μίσθωση. Το συμφωνηθέν μάλιστα μίσθωμα ελάμβαναν στο ακέραιο για όλο το χρονικό διάστημα που λειτούργησε απρόσκοπτα η σύμβαση μίσθωσης. Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται ότι σε καμία αδικοπρακτική συμπεριφορά δεν προέβη η εναγόμενη τράπεζα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι αγωγικοί ισχυρισμοί των εναγόντων ότι δηλαδή οι οριζόντιες ιδιοκτησίες τους κατέστησαν μη εκμεταλλεύσιμες αυτοτελώς, εξαιτίας της απουσίας πίνακα θυροτηλεφώνου και κουδουνιών στην είσοδο της πολυκατοικίας που να αντιστοιχούν σε καθέναν από τους ξεχωριστούς γραφειακούς χώρους, της μη δυνατότητας έκδοσης πιστοποιητικού πυροπροστασίας στο κτίριο λόγω της ύπαρξης στην είσοδο του κλιμακοστασίου θύρας αποτροπής μεταξύ του καταστήματος και της εισόδου, της μη ύπαρξης ανεξάρτητων πιστοποιημένων μετρητών για τη μέτρηση της κατανάλωσης ρεύματος του κτιρίου, της μη ύπαρξης ανεξάρτητου τηλεφωνικού δικτύου που να τερματίζει σε χώρο του κάθε ορόφου με στόχο την αυτονόμηση των ορόφων, της μη δυνατότητας έκδοσης χωριστών λογαριασμών φυσικού αερίου, της μη δυνατότητας επιμερισμού της δαπάνης ηλεκτρικού ρεύματος για το σύστημα ψύξης – θέρμανσης μεταβλητού όγκου ψυκτικού υγρού…”. Μετά ταύτα, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση της εκκαλούσας-αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη υπ’αριθμ. …/2020 απόφαση, που είχε κρίνει διαφορετικά, και δικάζοντας την αγωγή των εναγόντων- αναιρεσειόντων, κατά το μέρος της που αφορούσε την καταβολή αποζημίωσης, λόγω της φερόμενης αδικοπραξίας της αναιρεσίβλητης -δοθέντος ότι η σωρευόμενη αγωγή περί διατάραξης της νομής τους είχε απορριφθεί πρωτοδίκως ως απαράδεκτη- απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330, 914 ΑΚ και δεν παραβίασε αυτές με τη μη εφαρμογή τους, αφού τα ως άνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών, καθόσον δεν στοιχειοθετούν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης και εντεύθεν δεν θεμελιώνουν αδικοπρακτική ευθύνη αυτής και συνακόλουθα αξίωση των αναιρεσειόντων προς αποζημίωση, δεδομένου ότι, ειδικότερα, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: α) από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ποία ήταν η κατάσταση του επίδικου μισθίου, κυριότητας των αναιρεσειόντων, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης μίσθωσης και παράδοσης αυτού στην αναιρεσίβλητη, ότι δηλαδή από την ανέγερση της οικοδομής καθεμία από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες διέθετε ανεξάρτητη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας (ρολόι ΔΕΗ) και ανεξάρτητη τηλεφωνική γραμμή, επικοινωνούσε με το θυροτηλέφωνο με την είσοδο της πολυκατοικίας και η δαπάνη για τη θέρμανσή της από το μοναδικό λέβητα της πολυκατοικίας επιμεριζόταν ανάλογα με τα χιλιοστά κάθε ιδιοκτησίας, β) ότι σύμφωνα με τον όρο 6 του από …-1988 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, η μισθώτρια- αναιρεσίβλητη, από την παράδοση του μισθίου, είχε το δικαίωμα, καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, να προβαίνει σε κάθε είδους διασκευές, επισκευές και συντηρήσεις του μισθίου, στο σύνολό του, εσωτερικά και στην πρόσοψη, εφόσον οι εν λόγω διασκευές δεν έθιγαν τον φέροντα οργανισμό του κτιρίου, γ) ότι σύμφωνα με τον όρο 7 του ως άνω συμφωνητικού μίσθωσης, η μισθώτρια- αναιρεσίβλητη ουδεμία υποχρέωση είχε να επαναφέρει το μίσθιο στην προτέρα αυτού κατάσταση, δικαιούμενη, αντιθέτως, όπως κατά την οπωσδήποτε αποχώρησή της από το μίσθιο να αποκομίσει εξ αυτού κάθε είδος εγκατάστασης και εν γένει κάθε αντικείμενο, που είχε τοποθετηθεί με δαπάνες της κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, δ) ότι σύμφωνα με τον όρο 15 του επίδικου συμφωνητικού η αναιρεσίβλητη είχε δικαίωμα να προβαίνει σε πάσης φύσεως ενέργειες, τις οποίες έκρινε απαραίτητες για την ασφάλεια, προβολή της, τη διαχείριση του κτιρίου κ.λ.π. ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο συναφή προς τη χρήση για την οποία είχε μισθώσει το ακίνητο, ακόμα και αντικείμενες στον Κανονισμό Πολυκατοικίας, με ρητή δήλωση των αναιρεσειόντων ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμά τους που απορρέει από τις διατάξεις του παραπάνω Κανονισμού, ε)ότι αποδείχθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι καμία υποχρέωση δεν βάρυνε εξαρχής την αναιρεσίβλητη, που λειτουργούσε ως τραπεζικό ίδρυμα να επαναφέρει το μίσθιο στην προτέρα -η οποία μάλιστα δεν αποδείχθηκε ποια ήταν- κατάσταση και τούτο μάλιστα είχε συμφωνηθεί ρητά και ανεπιφύλακτα, ενώ οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων συμβαλλομένων στη σύμβαση μίσθωσης και τα τροποποιητικά αυτής, ώστε να προκύψει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, προσφεύγοντας στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ως εκ τούτου δε, δεν υπερέβη το δικαίωμα που της έδινε η μισθωτική σύμβαση και στ) ότι σε καμία αδικοπρακτική συμπεριφορά δεν προέβη η αναιρεσίβλητη και οι αγωγικοί ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων ότι δηλαδή οι οριζόντιες ιδιοκτησίες τους κατέστησαν μη εκμεταλλεύσιμες αυτοτελώς, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι. Εξάλλου, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τη μη συνδρομή εν προκειμένω των περιστατικών που είναι κατά νόμο αναγκαία για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση και άλλης ειδικότερης αιτιολογίας, με συνέπεια να δικαιολογείται η απόρριψη της θεμελιούμενης στις ανωτέρω διατάξεις περί αδικοπραξίας αγωγής των αναιρεσειόντων περί καταβολής αποζημίωσης.
Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειες, της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι ίδιοι ως άνω λόγοι, ως προς τις λοιπές προβαλλόμενες με αυτούς αιτιάσεις, που αφορούν στις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί υπό την επίκληση των ανωτέρω λόγων αναίρεσης, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του Εφετείου. Επί πλέον δε, ο πρώτος λόγος ως προς την προβαλλόμενη αιτίαση της ευθείας παραβίασης των διατάξεων της διατάραξης της νομής (άρθρο 989 ΑΚ), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς η σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή περί διατάραξης της νομής των αναιρεσειόντων, απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτη και δεν προσβλήθηκε με έφεση από τους αναιρεσείοντες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την άνω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997). Επομένως, δεν αποτελούν “πράγματα” η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ένστασης, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων (ΑΠ 49/2022, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 536/2019). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 250/2014) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 562 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενο του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 1401/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 352 του ΚΠολΔ, “η ομολογία του διαδίκου, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 335 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δικαστική ομολογία, η οποία περιέχει πλήρη απόδειξη, είναι μόνον εκείνη του διαδίκου, που γίνεται προφορικώς ή γραπτώς ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει τη δίκη (ή του εντεταλμένου δικαστού), κάθε δε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, έστω και αν έγινε ενώπιον δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη, στην οποία έγινε επίκλησή της, ως αποδεικτικού μέσου. Η κατά τα ανωτέρω δε ομολογία, δηλαδή η παραδοχή, με μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη προς το δικαστήριο, που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη, ενός κρίσιμου γεγονότος από τον αντίδικο, εκείνου, που φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, πρέπει να έγινε με πρόθεση από αυτόν προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Απόδειξη, δηλαδή, δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνο η γενόμενη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος, πρέπει δε να είναι σαφής και συγκεκριμένη. Ειδικότερα, δικαστική ομολογία υπάρχει, όταν το ενώπιον του δικαστηρίου αναγνωριζόμενο από τον διάδικο επιζήμιο γι’ αυτόν γεγονός αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 973/2021, ΑΠ 336/2020, ΑΠ 677/2019, ΑΠ 1517/2013, ΑΠ 953/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο αναιρετικό λόγο, οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη: α) την ομολογία της αναιρεσίβλητης, παραβιάζοντας ευθέως τη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, η οποία (ομολογία) αποτυπώνεται στο από 13.3.2018 πρακτικό συνέλευσης ιδιοκτητών, σύμφωνα με το οποίο- κατά τους αναιρεσείοντες- η αναιρεσίβλητη συνομολόγησε ότι οι επίδικες ιδιοκτησίες ήταν ανεξάρτητες κατά την έναρξη της μίσθωσης και συμφώνησε να αποκαταστήσει την αυτονομία τους, με ευθύνη και με δαπάνες της, όπως και το έπραξε, καθώς και την ομολογία της (δια των προστηθέντων της) σχετικά με την αδυναμία επιμερισμού της δαπάνης ηλεκτρικού ρεύματος β) τον ισχυρισμό τους ότι η αναιρεσίβλητη είχε αποξηλώσει το σύστημα επικοινωνίας των ορόφων με την κεντρική είσοδο και τα κουδούνια του θυροτηλεφώνου της πολυκατοικίας, που αποδεικνυόταν εγγράφως και γ) τον ισχυρισμό τους ότι με την αντικατάσταση από την αναιρεσίβλητη του λέβητα πετρελαίου από δύο λέβητες φυσικού αερίου διαταράχθηκε η νομή τους επί των επιδίκων, καθόσον δεν υπήρχε πλέον δυνατότητα επιμερισμού της δαπάνης θέρμανσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ειδικότερα: α) κατά το πρώτο σκέλος του, πρωτίστως, ως αβάσιμος, καθώς τα επικαλούμενα προς θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν δικαστική ομολογία, υπό την προαναφερόμενη νομική έννοια, σχετικά με το αντικείμενο της δίκης και την ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης της αναιρεσίβλητης, ούτε προκύπτει ότι η μετέπειτα συμπεριφορά της τελευταίας, με την αποκατάσταση της αυτονομίας των οριζοντίων ιδιοκτησιών, έγινε με σκοπό αποδοχής του επιβλαβούς για αυτήν γεγονότος της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της. Όπως προκύπτει δε από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό των αναιρεσειόντων, συνεκτιμώντας τον ελεύθερα με τις λοιπές αποδείξεις, αλλά τον απέρριψε, εκ των πραγμάτων, κατ’ ουσίαν, β)κατά το τρίτο σκέλος του, επίσης, ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης δεν αποτέλεσε η σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή διατάραξης της νομής, η οποία είχε απορριφθεί πρωτοδίκως ως απαράδεκτη και ως εκ τούτου δεν υπάρχει παραδοχή του Εφετείου ως προς τη διατάραξη της νομής τους και γ) κατά το δεύτερο σκέλος του ως απαράδεκτος, γιατί ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αποτελεί “πράγμα”, υπό την προαναφερόμενη στη μείζονα νομική σκέψη έννοια. Σε κάθε δε περίπτωση, ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος, στο σύνολό του, είναι απαράδεκτος, διότι με την προβολή του, με το πρόσχημα των πιο πάνω αιτιάσεων, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από το Εφετείο, με επαναξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, που δεν επιτρέπεται, έστω και αν το δικαστήριο με την εκτίμησή τους, κατέληξε σε εσφαλμένη, κατά τους αναιρεσείοντες, για τα πράγματα κρίση (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας των αναιρεσειόντων (άρθρ. 485 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176,183,189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από …-2022 (αριθμ. έκθ. κατ….-2022) αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. …/2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :