Αριθμός 184/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Σταυρούλα Κουσουλού-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χρήστου Μπαρδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Ζ. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σκούτα, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 4513/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αρ. πρωτ. 2437/27.3.2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 324/23.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αρ.πρωτ. 2437/27-3-2023 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) του Α. Ζ. του Ι., κατοίκου … οδός …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ.4513/2022 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών με την οποία κρίθηκε ένοχος του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρ.464, 466 παρ.1α’, 473 παρ.2 και 3, 474 παρ.2Α και 4, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 α’ του ΚΠΔ), περιέχει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης ,εκ του άρ. 510 παρ.1 στοιχ.Δ’, Ε’ και Θ’ του ΚΠοινΔ. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των αναιρετικών της λόγων.
Από το άρθρο 2 του νέου ΠΚ, που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα από την 1- 7- 2019, με το οποίο ορίζεται ότι “1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”, προκύπτει, ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον” και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν.1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2-4 του Ν.2948/2001, 34 του Ν.3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν.3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν.3943/2011, 20 του Ν.4321/2015 και 8 του Ν.4337/2015, “1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων”. Κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επί μέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε να καταβληθούν αυτά. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού ενδέχεται πλέον να θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη, στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο (ήδη των 100.000 ευρώ) ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των (200.000) ευρώ, χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι’ αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (ΑΠ 1012/2021, ΑΠ 181/2021, ΑΠ 812/2020). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) ότι αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του, συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ο χρόνος δε αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος, και 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών, να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.2523/1997 (Φ.Ε.Κ. 179/11 -9-1997, τεύχος πρώτο), “2. Στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) (…) β) ….Για περιορισμένης ευθύνης εταιρείες, στους διαχειριστές αυτών …). 3. Για τα πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. Για τα χρέη που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την απόκτηση της ιδιότητας αυτής από τους ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται μετά τρεις (3) μήνες από την απόκτησή της. Για τα πρόσωπα, που δεν υπείχαν ποινική ευθύνη κατά τις διατάξεις του άρθρου που αντικαθίσταται, όσον αφορά τα ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το ποινικό αδίκημα διαπράττεται μόλις συμπληρωθούν τέσσερις (4) μήνες από την έναρξη της ισχύος του”. Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 και 3 του Ν.1882/1990 προσδιορίζονται τα φυσικά πρόσωπα των ανωνύμων και λοιπών εμπορικών εταιρειών, συνεταιρισμών, κοινοπραξιών, κοινωνιών, αστικών εταιρειών, συμμετοχικών ή αφανών εταιρειών που ασκούν επιχείρηση, αλλοδαπών επιχειρήσεων γενικά, κάθε είδους αλλοδαπών οργανισμών, καθώς και των άλλων νομικών προσώπων και οντοτήτων, τα οποία υπέχουν ευθύνη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα ή γεννήθηκαν ή κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τον χρόνο που είχαν την ιδιότητα που αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 1882/1990, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κοινωνικό πρόβλημα της φορο-υπερημερίας, που δημιουργείται από τις αλλεπάλληλες μεταβολές, που υφίστανται τα νομικά πρόσωπα στην εκπροσώπηση, διοίκηση ή διαχείριση των υποθέσεών τους, με συνέπεια να επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, να προσδιορίζεται η κατά τα άνω ιδιότητα του υπόχρεου για την καταβολή των χρεών και υπέχοντος προς τούτο ποινική ευθύνη (Ολ ΑΠ 1/2023, ΑΠ 565/2022, ΑΠ 190/2021). Τέλος, με το άρθρο 469 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι ” Μετά το εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: “Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις”. Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ’ αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις. Έτσι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων , ήτοι τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν.4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν.4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το προϊόν που αποκομίστηκε ή επιδιώχθηκε με τις εν λόγω φορολογικές παραβάσεις αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ (ΟλΑΠ 1/2023). Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά – χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ των άλλων, τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν.2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώριση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν.2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της φορολογικής διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν.2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν.2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Εξάλλου, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β` και Γ` κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου (ΣτΕ 89/2019). Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται, επίσης, στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα ελεγκτικά κέντρα ή το τελωνείο προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους (ΑΠ 257/2020). Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, από την οποία ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση ((Ολ. ΑΠ 2/2011 και 3/2008, ΑΠ 1063/2021).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο [Πλημ/των] Αθηνών, το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση και συναξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη, ως προς τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : “……Ο κατηγορούμενος τύγχανε διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία “LIVE Εκδόσεις Περιοδικών Εντύπων Ε.Π.Ε.”, με έδρα στην περιοχή Αγ. Ιωάννη Ρέντη στην Αθήνα. Σε βάρος της ως άνω εταιρείας είχαν βεβαιωθεί χρέη υπέρ του Δημοσίου που αναλυτικά εκτίθενται στον πίνακα χρεών που φέρει αριθμό ειδικού βιβλίου 48/2017 και συνοδεύει την από 22/6/2017 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας. Τα επίδικα χρέη αφορούν αφενός προσωρινό φόρο μισθωτών υπηρεσιών (συγκεκριμένα τα με αύξοντα αριθμό 4,6,7,8,9 και 10) και αφετέρου διάφορα πρόστιμα, ήτοι πρόστιμα από το Υπουργείο Εργασίας (α/α 1,2,3), πρόστιμο επιβολής διοικητικών κυρώσεων (α/α 15,18) και καταλογισμό φόρου ως διαχειριστής (α/α 16,17), τέλος δε πρόστιμα Φ.Π.Α. (α/α 11,12,13 και 14). Ο κατηγορούμενος αν και ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από την ως άνω Υπηρεσία, με την με αριθμό 45/2017 ειδοποίηση, δεν προσήλθε για να τακτοποιήσει την οφειλή του κατά συνέπεια, την 1/6/2017, τα ανωτέρω χρέη κατέστησαν ληξιπρόθεσμα. Τα χρέη αυτά, που αναλυτικά εκτίθενται στον πίνακα που περιλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, δεν εμπίπτουν ως εκ του είδους και του ύψους μίας εκάστης οφειλής, στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, όπως ρητά κατέθεσε η ενώπιον του Δικαστηρίου εξετασθείσα μάρτυρας, υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας και συνεπώς δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 469 του ν. ΠΚ. Τα ανωτέρω προκύπτουν και από τα με αριθμούς ΔΥ/10-11-2021 και ΔΥ/17-3-2022 έγγραφα της Α.Α.Δ.Ε. ,που απέστειλε η Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας και τα οποία αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο, κατά τη δικάσιμο της 17/11/2021, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε (βλ. απόσπασμα της υπ’ αρ. 4218/2021 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού), προκειμένου να κληθεί και προσέλθει η ως άνω μάρτυρας, που επιβεβαίωσε το περιεχόμενο των εγγράφων. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται. Πρέπει να αναφερθεί ότι η έφεση κατά της εκκαλουμένης ήδη είχε γίνει τυπικά δεκτή κατά τη δικάσιμο της 17/11/2021, οπότε και κατά τα προαναφερθέντα, η εκδίκαση της υπόθεσης είχε αναβληθεί για τον προαναφερόμενο λόγο”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία του επέβαλε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή, προς δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον παραπάνω κατηγορούμενο ένοχο του ότι στην Αθήνα, την 1/6/2017, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία “LIVE Εκδόσεις Περιοδικών Εντύπων Ε.Π.Ε.” της οποίας τυγχάνει διαχειριστής, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στην Δ.Ο.Υ. ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ.ειδ.βιβλίου 48/2017) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 22/6/2017 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό [173.402,56] ευρώ ,που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.
Από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του συνημμένου στο διατακτικό της απόφασης αυτής πίνακα χρεών, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα άνω, αιτιολογία για τη θεμελίωση της περί ενοχής του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος κρίσης του, καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και υποπίπτοντας στις πλημμέλειες της έλλειψης από την απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης νόμιμης βάσης, που συνιστούν τους προβλεπόμενους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης, οι οποίοι στην προκείμενη περίπτωση είναι βάσιμοι. Και τούτο, διότι, από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, που συνιστούν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο παραπέμπει, ως αναπόσπαστο μέρος αυτού, στον σχετικό πίνακα χρεών που συνοδεύει τη μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας, προκύπτει ότι περιλαμβάνονται σ’ αυτόν, μεταξύ άλλων, και οι επίμαχες εγγραφές χρεών, με αύξοντα αριθμό 16 και 17, ποσού [58.723,00] ευρώ και [75.586,54] ευρώ αντίστοιχα πλέον συνεισπραττομένων προσαυξήσεων, όπου στη θέση “είδος φόρου” αναφέρεται μόνον η λέξη “καταλογισμός”, υπάρχει ασάφεια, αφού δεν διευκρινίζεται καθαρά, ούτε και προκύπτει αναμφίβολα το είδος και η προέλευση των χρεών αυτών, λόγω έλλειψης επαρκών προσδιοριστικών της ταυτότητάς τους στοιχείων, ώστε να διαπιστωθεί, αν αυτά υπάγονται κατά νόμο στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 25 παρ.1 ν.1882/1990, ή είναι χρέη που απορρέουν από τα αδικήματα που τυποποιούνται στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, και κατά συνέπεια δεν περιλαμβάνεται στην αντικειμενική υπόσταση του ως άνω Ν.1882/1990, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, γεγονός που στερεί την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τα συγκεκριμένα χρέη, από την απαιτούμενη, κατά τα άνω, ειδική αιτιολογία και καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και δη των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίες, ενόψει των παραπάνω ασαφειών, παραβιάζονται εκ πλαγίου και ,ως εκ τούτου, η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Κατ’ ακολουθίαν, κατά παραδοχήν του δευτέρου λόγου αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης νόμιμης βάσης, παρελκούσης της έρευνας των πρώτου και τρίτου λόγων αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως βάσιμη στην ουσία της, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση (άρθρο 519 και 522 του ΚΠοινΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρίθμ.4513/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 184/2024 Ελλιπής αιτιολογία σε υπόθεση μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο
Πηγή :