ΑΠΟΦΑΣΗ
Ν.Τ. κατά Κύπρου της 03.07.2025 (αρ. προσφ. 28150/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, το 2021 κατήγγειλε στην αστυνομία ότι είχε βιαστεί από τον Α.Τ., με τον οποίο διατηρούσε προηγουμένως φιλικές και ερωτικές σχέσεις. Η αστυνομία διενήργησε έρευνα, έλαβε καταθέσεις από την ίδια, φίλους και ψυχολόγους της, καθώς και από τον καταγγελλόμενο και τρίτους, και διαβίβασε τον φάκελο στην εισαγγελία με εισήγηση για ποινική δίωξη. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο με κατηγορία βιασμού.
Κατόπιν συμπληρωματικών καταθέσεων της προσφεύγουσας και αξιολόγησης των στοιχείων, η Εισαγγελία επανεξέτασε την υπόθεση, επικεντρώνοντας σε εσωτερικές αντιφάσεις και στο αν ο κατηγορούμενος μπορούσε να νομίζει ότι υπήρξε συναίνεση, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το παρελθόν των δύο, τα μηνύματα που αντάλλαξαν, καθώς και την έκφραση ενοχής και συμπάθειας της προσφεύγουσας προς τον καταγγελλόμενο. Τελικά, ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας διέταξε την παύση της ποινικής δίωξης λόγω αμφιβολιών ως προς την αξιοπιστία της προσφεύγουσας και τις πιθανότητες επιτυχίας στο δικαστήριο, χωρίς να της επιτραπεί ουσιαστική πρόσβαση στον φάκελο και χωρίς να της χορηγηθεί αιτιολογημένη ενημέρωση.
Η προσφεύγουσα προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενη παραβίαση των άρθρων 3, 8 και 14, υποστηρίζοντας ότι οι αρχές δεν διεξήγαγαν αποτελεσματική έρευνα, ακολουθώντας στερεότυπες και σεξιστικές πρακτικές, ενώ υφίστατο διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τους εισαγγελείς κατά την αξιολόγηση της υπόθεσης μετέφερε προκαταλήψεις και σεξιστικά στερεότυπα, ικανά να αποθαρρύνουν την εμπιστοσύνη των γυναικών, ως θυμάτων έμφυλης βίας, στο δικαστικό σύστημα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κυπριακές αρχές απέτυχαν στην θετική τους υποχρέωση να διερευνήσουν ουσιαστικά το ζήτημα της έλλειψης συναίνεσης, να αξιολογήσουν συνολικά τα αποδεικτικά στοιχεία με γνώμονα το ιδιαίτερο ψυχολογικό πλαίσιο των θυμάτων σεξουαλικής βίας και να προστατεύσουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα της προσφεύγουσας ως θύματος. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της γνησιότητας της συναίνεσης της προσφεύγουσας της στέρησαν την κατάλληλη προστασία και την εξέθεσαν σε δευτερογενή θυματοποίηση
Η απόφαση παύσης της ποινικής δίωξης, βασιζόμενη σε στερεότυπα που προκαλούν ενοχή, ηθικολογία και σεξισμό, οδήγησε σε δευτερογενή θυματοποίηση και διάκριση λόγω φύλου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 3 και 8 ως προς τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους για αποτελεσματική έρευνα και προστασία της προσφεύγουσας, καθώς και παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 8 λόγω διακρίσεων και στερεότυπης μεταχείρισης. Επιδίκασε 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.470 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Ν.Τ., είναι Κύπρια υπήκοος, γεννημένη το 1992 και κάτοικος Λάρνακας.
Στις 10 Απριλίου 2021, η προσφεύγουσα κατήγγειλε στην αστυνομία ότι βιάστηκε από τον Α.Τ. την 1η Ιανουαρίου 2011. Κατά τον χρόνο του φερόμενου περιστατικού, η προσφεύγουσα ήταν 18 ετών και ο καταγγελλόμενος 20 ετών. Σύμφωνα με την κατάθεσή της, μετά από μια νυχτερινή έξοδο μαζί με τη φίλη της C.S. και τον φίλο του Α.Τ., G.H., ο Α.Τ. την οδήγησε σε μια αποθήκη. Εκεί, παρά την αντίστασή της (προσπάθησε να τον σταματήσει γρατζουνώντας και δαγκώνοντάς τον και του ζήτησε προφορικά να σταματήσει), ο Α.Τ. την βίασε. Η φίλη της, C.S., η οποία διανυκτέρευσε μαζί της, είδε την επόμενη μέρα μώλωπες και δαγκωματιές στον λαιμό της.
Η προσφεύγουσα δήλωσε ότι είχε εκμυστηρευτεί τον βιασμό σε έναν φίλο της, τον D.N., και αργότερα σε δύο ψυχολόγους. Αποφάσισε να υποβάλει την καταγγελία αφού έμαθε από έναν άλλο φίλο της, τον S.N., ότι ο Α.Τ. φέρεται να είχε βιάσει και άλλη συμμαθήτριά της.
Η αστυνομία ξεκίνησε έρευνα, λαμβάνοντας καταθέσεις από τους D.N. και C.S., οι οποίες στήριξαν τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας. Η C.S. επιβεβαίωσε τα γεγονότα της νύχτας, την ύπαρξη μωλώπων και κατέθεσε επιπλέον για μια απόπειρα σεξουαλικής επίθεσης σε βάρος της από τον Α.Τ. στο παρελθόν. Ο Α.Τ., όταν κλήθηκε από την αστυνομία, αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση. Ο φίλος του Α.Τ., G.H., έδωσε μια αντικρουόμενη κατάθεση, ισχυριζόμενος ότι δεν άκουσε τίποτα το ασυνήθιστο και ότι η προσφεύγουσα δεν φαινόταν αναστατωμένη όταν έφυγαν από την αποθήκη.
Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υπέβαλε δύο συμπληρωματικές καταθέσεις. Στην πρώτη (10 Μαΐου 2021), προσκόμισε μηνύματα που είχε ανταλλάξει με τον Α.Τ. μετά το περιστατικό, στα οποία του εξέφραζε την αγάπη της, εξηγώντας ταυτόχρονα τα συναισθήματα ενοχής και αυτομομφής που ένιωθε τότε, πιστεύοντας ότι η ίδια έφερε την ευθύνη. Στη δεύτερη (25 Ιουνίου 2021), αποκάλυψε ότι είχε προηγηθεί συναινετική σεξουαλική επαφή με τον Α.Τ. στην ίδια αποθήκη ένα χρόνο νωρίτερα, γεγονός που είχε αναφέρει προφορικά στην αστυνομία κατά την αρχική της κατάθεση, αλλά δεν καταγράφηκε, καθώς και οι δύο πλευρές το έκριναν άσχετο.
Μετά τις συμπληρωματικές καταθέσεις, η υπόθεση επανεξετάστηκε από τη Νομική Υπηρεσία. Την 1η Δεκεμβρίου 2021, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε την παύση της ποινικής δίωξης κατά του Α.Τ.. Στο σκεπτικό του ανέφερε ότι η αξιοπιστία της προσφεύγουσας αμφισβητούνταν, υπήρχαν αντιφάσεις και ότι τα αισθήματά της για τον Α.Τ. και η παραδοχή της ότι η ίδια έφταιγε για ό,τι συνέβη, θα μπορούσαν να του έχουν στείλει «λάθος μήνυμα» ότι η συναίνεσή της ήταν αυτονόητη. Σημείωσε επίσης ότι υπήρχε η πιθανότητα ο Α.Τ. να πίστευε υποκειμενικά, έστω και λανθασμένα, ότι υπήρχε συναίνεση, γεγονός που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του αδικήματος του βιασμού.
Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε τηλεφωνικά για την παύση της ποινικής δίωξης στις 3 Δεκεμβρίου 2021, αφού πρώτα ο Α.Τ. την είχε ήδη δημοσιοποιήσει στα ΜΜΕ. Τα αιτήματά της να της χορηγηθεί γραπτά η αιτιολογία της απόφασης και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης απορρίφθηκαν.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3 ΕΣΔΑ,
Άρθρο 8 ΕΣΔΑ,
Άρθρο 14 ΕΣΔΑ
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το ζήτημα που τέθηκε στην προκειμένη υπόθεση αφορούσε το κατά πόσον οι κυπριακές αρχές τήρησαν τις θετικές τους υποχρεώσεις για τη διερεύνηση και δίωξη της καταγγελίας βιασμού και εάν η προσφεύγουσα υπέστη διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου κατά παράβαση των άρθρων 3, 8 και 14 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η κυπριακή νομοθεσία απαγορεύει το βιασμό και υφίστανται θεσμικά μέτρα για την προστασία των θυμάτων σεξουαλικής βίας. Ωστόσο, το κρίσιμο είναι πώς εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις στην πράξη. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, αν και οι αρχές κινήθηκαν αμέσως μετά την καταγγελία της προσφεύγουσας, υπήρξαν σοβαρές ελλείψεις ως προς τη διερεύνηση κρίσιμων πτυχών της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, οι αρχές δεν προέβησαν σε πλήρη και ευαίσθητη ως προς το πλαίσιο αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας των καταθέσεων, ούτε έλαβαν υπόψη τους τις ιδιαίτερες ψυχολογικές παραμέτρους που συνδέονται με θύματα σεξουαλικής βίας, ιδίως όταν ο δράστης είναι γνωστό ή οικείο πρόσωπο.
Ιδιαίτερη σημασία αποδόθηκε στην στάση των αρχών ως προς το ζήτημα της συναίνεσης, καθώς η απόφαση για παύση της ποινικής δίωξης βασίστηκε σε στερεότυπες, ενοχοποιητικές και σεξιστικές αντιλήψεις, με υπέρμετρη έμφαση στα συναισθήματα της προσφεύγουσας προς τον καταγγελλόμενο. Η προσέγγιση αυτή οδήγησε σε δευτερογενή θυματοποίηση της προσφεύγουσας και σε υπονόμευση της εμπιστοσύνης των γυναικών στη δικαιοσύνη.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα στερήθηκε της ουσιαστικής συμμετοχής στη διαδικασία, καθώς της αρνήθηκε η πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης χωρίς αιτιολόγηση και δεν της παρασχέθηκε επαρκής ενημέρωση και υποστήριξη, κατά παράβαση των δικαιωμάτων της ως θύματος.
Όσον αφορά την καταγγελία περί διακριτικής μεταχείρισης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η γλώσσα και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν από τους εισαγγελείς και τον Αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα αντανακλούσαν προκαταλήψεις και στερεότυπα λόγω φύλου, τα οποία μπορούν να αποθαρρύνουν τις γυναίκες-θύματα έμφυλης βίας από το να απευθυνθούν στη δικαιοσύνη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων του κράτους δυνάμει των άρθρων 3 και 8 (διαδικαστικό σκέλος), καθώς και παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.470 ευρώ για έξοδα.