Επιμέλεια:
Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Αντεισαγγελέας Εφετών
===Το ζήτημα της ταυτότητας του προσώπου αφορά τόσο την ποινική δίωξη, όσο και την εκτέλεση απόφασης σε βάρος του, αλλά και την τύχη της έκδοσης του προσώπου, που έχει συλληφθεί με δικαστικό τίτλο άλλης χώρας π.χ. με ΕΕΣ. Ως εκ τούτου είναι κρίσιμο για την περαιτέρω τύχη του εμπλεκόμενου προσώπου στις πιο πάνω διαδικασίες.
===Η πρώτη παρατήρηση, που πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό είναι ότι σύμφωνα με το άρθρο 75 ΚΠΔ η αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου με το όνομά του ή με τα άλλα χαρακτηριστικά ή με τις άλλες ιδιότητες, δεν εμποδίζει τηνεξέλιξη της ποινικής δίωξης, αν είναι αποδεδειγμένο ότι αυτός είναι το πρόσωπο, στο οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη. Έτσι προέχει η φυσική ταυτότητα του συλληφθέντος χωρίς να ενδιαφέρει αν αυτός μνημονεύεται με ψευδές όνομα ή ιδιότητες, είτε γιατί αυτός προσέλαβε διάφορα ονόματα ή ιδιότητες ανύπαρκτες. Σχετικές είναι οι σκέψεις στην υπ’αριθμ. 2366/2002 απόφαση του ΑΠ.
===Περαιτέρω άξια μνείας είναι η υπ’αριθμ. 1101/2023 απόφαση του ΑΠ. Η υπόθεση, που η ανωτέρω απόφαση αφορά, αποτελεί παράδειγμα για την εφαρμογή στην πράξη, τι σημαίνει ότι προέχει η φυσική ταυτότητα του συλληφθέντος, χωρίς να ενδιαφέρει αν αυτός μνημονεύεται με ψευδές όνομα ή ιδιότητες. Ειδικότερα ο ΑΠ δέχθηκε ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ.4 του ν.3251/2004, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 445 παρ. 5 ΚΠΔ, ο συλληφθείς προς έκδοση αλλοδαπός, δυνάμει εντολής του Εισαγγελέα Εφετών, δικαιούται αν αμφισβητεί την ταυτότητά του, να προσφύγει μέσα σε προθεσμία 24 ωρών από την προσαγωγή του στον Εισαγγελέα Εφετών στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα, αφού ακούσει τον προσφεύγοντα και τον συνήγορό του. Η διάταξη όμως αυτή δεν αποκλείει την δυνατότητα του εκζητουμένου να αμφισβητήσει την ταυτότητά του κατά τη συζήτηση της αίτησηςέκδοσής του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Δεν χρειάζεται όμως να βεβαιωθεί το πραγματικό του όνομα, του οποίου σε κάθε περίπτωση είναι επιτρεπτή η διόρθωση του ονοματεπωνύμου. Στην προκειμένη περίπτωση ο εκζητούμενος – εκκαλών δήλωσε ενώπιον τουΣυμβουλίου όπου εμφανίστηκε, και επανέλαβε δια του συνηγόρου του τα στοιχεία του (όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, χρόνο γέννησης), αρνούμενος ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εκζητούμενο, με τον οποίο, όπως υποστήριξε, δεν έχει καμία σχέση, ενώ αρνήθηκε και ότι διέπραξε την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με βάση όμως όλα τα έγγραφα, που υπάρχουν στη δικογραφία, ο εκκαλών είναι το αυτό πρόσωπο με το εκζητούμενο από τις Τσεχικές Αρχές και συγκεκριμένα είναι το αυτό πρόσωπό με τα στοιχεία του εκζητούμενου, ο οποίος χρησιμοποιεί ψευδή στοιχεία ταυτότητας ως δήθεν υπήκοος Κοσσόβου.
===Επιπλέον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 76 ΚΠΔ, αν ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε με ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες, διατάσσεται η διόρθωση σύμφωνα με τα άρθρα 561 παρ. 2 και 145 σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ή και κατά την εκτέλεση, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79 ΚΠΔ, όταν προκύψει σαφώς ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αποφαίνονται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να μην έγινε. Εκείνο, που βέβαια πρέπει να αναφερθεί εδώ είναι ότι το ζήτημα της πλάνης πρέπει να αφορά πρόσωπο, σε βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή του έχει αποδοθεί κατηγορία και έχει παραπεμφθεί σε δίκη ή έχει καταδικαστεί με βάση την ποινική δίωξη. Δεν αφορά ύποπτο στην προκαταρκτική εξέταση.
===Πλάνη στην ταυτότητα του κατηγορουμένου συντρέχει στην περίπτωση που η ποινική διαδικασία στρέφεται σε βάρος άλλου προσώπου από εκείνο που τέλεσε την αξιόποινη πράξη. Πρακτικά τούτο σημαίνει ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ασκεί ποιική δίωξη κατά του Α. Ωστόσο καλείται σε απολογία ή συλλαμβάνεται άλλο πρόσωπο, που στην πραγματικότητα είναι ο Β. Ο Β. είναι αμέτοχος στην υπόθεση που αφορά η ποινική δίωξη. Τότε λοιπόν θα θεωρηθεί ως μη γενομένη η δίωξη του Β. Για να φθάσουν όμως τα πράγματα στο στάδιο αυτό πρέπει κατ’ άρθρο 73 ΚΠΔ να εκδοθεί προς τούτο αμετάκλητο βούλευμα ή αμετάκλητη απόφαση , σχετικά με τη γενομένη ποινική δίωξή του. Επομένως απαιτείται συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 79 και 73 ΚΠΔ. Το ερώτημα όμως, που προκύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου 79 ΚΠΔ, είναι, ποια θα είναι η τύχη της δίωξης για τον πραγματικό διωχθέντα Α. Απαιτείται νέα δίωξη ή όχι? Κατά την ορθή γνώμη όχι. Τούτο διότι η ποινική διαδικασία με την εμπλοκή σε αυτή του αμέτοχου Β περατώθηκε μόνο γι’αυτόν με το να θεωρηθεί τούτη ως μη γενομένη, ενώ για τον πραγματικά εμπλεκόμενο σε αυτήν Α, τούτη παραμένει σε ισχύ. Μάλιστα. αφού η δίωξη μόνον αυτόν στην ουσία αφορά, αν ασκηθεί νέα δίωξη, θα ανακύψει ζήτημα εκκρεμοδικίας.
===Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι αμφιβολίες στο πρόσωπο μπορούν να αφορούν και τον καταδικασθέντα σε ποινή με απόφαση Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 561 ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία:
1. Αν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα εκείνου, που έχει συλληφθεί για να εκτίσει ποινή ή εκείνου, που δραπέτευσε από τις φυλακές, ενώ την εξέτιε, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου όπου έγινε η σύλληψη εξετάζει εκείνον, που έχει συλληφθεί και ενεργεί κάθε έρευνα ή εξέταση χρήσιμη για την βεβαίωση της ταυτότητας. Αν ο εισαγγελέας βεβαιωθεί ότι αυτός, που έχει συλληφθεί, δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε, διατάσσει με αιτιολογημένη διάταξη την άμεση απόλυσή του. Αν έχει δισταγμούς ή αν αυτός, που έχει συλληφθεί, επιμένει ότι δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε ή εκείνος που δραπέτευσε, ο εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του δικαστηρίου πλημμελειοδικών όπου υπηρετεί και αυτό εφαρμόζει, αν υπάρχει περίπτωση, το άρθρο 77.
2. Αν αυτός εναντίον του οποίου γίνεται η εκτέλεση έχει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου που αναγράφεται στην απόφαση, δεν είναι όμως εκείνος που κατηγορήθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη, για την οποία επακολούθησε καταδίκη και ο οποίος έχει στην πραγματικότητα άλλο ονοματεπώνυμο, ο κατά την προηγούμενη παράγραφο εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του κατά το άρθρο 145 παρ. 2 αρμόδιου δικαστηρίου. Το δικαστήριο βεβαιώνει το γεγονός αυτό και διορθώνει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου, το οποίο έχει αναγραφεί εσφαλμένα στην εκτελούμενη απόφαση, ή και άλλα στοιχεία της ταυτότητάς του (άρθρα 76 και 145 παρ. 2), με την προϋπόθεση όμως ότι ο πραγματικά ένοχος είχε κληθεί στην συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, έστω και με το όνομα που εσφαλμένα είχε αναγραφεί σε αυτήν. Αν δεν είχε κληθεί, εφαρμόζεται υπέρ εκείνου που εσφαλμένα καταδικάστηκε η διάταξη της παρ. 1 αριθμ. 2 του άρθρου 525 για την επανάληψη της διαδικασίας και στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση της σε βάρος του απόφασης.
===Τα σχόλια, που πρέπει να γίνουν εδώ είναι τα εξής:
Η πρώτη παράγραφος αφορά μόνο περίπτωση εκτέλεσης ποινής μη συλληφθέντος ή αποδράσαντος προσώπου. Είναι γενικότερη σε σχέση με τη δεύτερη, αφού αφορά εκδοχή κατά την οποία ο καταδικασθείς έστω και με άλλα στοιχεία, μπορεί να είναι το πρόσωπο, που αφορά η εκτέλεση της απόφασης. Αρμόδιος Εισαγγελέας για να αποφανθεί για την ταυτότητα του συλληφθέντος είναι ο Εισαγγελέας του τόπου της σύλληψης του προσώπου, χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι και ο Εισαγγελέας του εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου. Ο Εισαγγελέας λοιπόν οφείλει να προχωρήσει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τη βεβαίωση της ταυτότητας του συλληφθέντος. Αν από την έρευνά του διαπιστώσει ότι ο συλληφθείς δεν είναι το πρόσωπο, που καταδικάστηκε, διατάσσει άμεσα την απόλυσή του. Προφανώς στη συνέχεια δίνει εντολή στα αρμόδια αστυνομικά όργανα για την αναζήτηση του πραγματικού καταδικασθέντος και την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου. Αν όμως παρά την έρευνά του ο Εισαγγελέας δεν είναι βέβαιος και συνεχίζει να έχει δισταγμούς για την ταυτότητα του συλληφθέντος, τότε τούτος δεν απολύεται αλλά ο Εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του δικαστηρίου πλημμελειοδικών όπου υπηρετεί και αυτό εφαρμόζει, αν υπάρχει περίπτωση, το άρθρο 77. Τούτο στην πράξη σημαίνει ότι αν παρά τον έλεγχο των αποδείξεων της δικογραφίας, η ταυτότητα του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποδειχθεί από το Δικαστήριο, βεβαιώνεται το γεγονός αυτό στην απόφαση και ταυτόχρονα διατάσσεται η απόλυση εκείνου, που έχει συλληφθεί ή που κρατείται προσωρινά, ωσότου εξακριβωθεί η ταυτότητα. Ο δικαστής, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να επιβάλει στον απολυόμενο την καταβολή εγγύησης ή άλλους όρους.
Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 561 ΚΠΑ αφορά αποκλειστικά την ειδική περίπτωση εκτέλεσης ποινής με τα ίδια στοιχεία με αυτό, που αφορά η απόφαση. Ωστόσο δεν είναι το πρόσωπο, που κατηγορήθηκε για την επίμαχη αξιόποινη πράξη. Τούτο οδηγεί στη μη απελευθέρωση του συλληφθέντος, αφού ο Εισαγγελέας οφείλει να παραπέμψει τούτον στο αρμόδιο Δικαστήριο για να προβεί σε διόρθωση, εφόσον ο συλληφθείς δεν είναι το πρόσωπο που αφορά η καταδικαστικη απόφαση και ακολούθως το Δικαστήριο αν έχει τις απαιτούμενες αποδείξεις διορθώνει το επίμαχο σφάλμα της καταδικαστικής απόφασης. Απαιτείται όμως να είχε κληθεί στην συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, έστω και με το όνομα που εσφαλμένα είχε αναγραφεί σε αυτήν. Αν δεν είχε γίνει τούτο, τότε ακολουθεί επανάληψη της διαδικασίας και στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση της σε βάρος του απόφασης. Ο συλληθείς απελευθερώνεται και στις δύο περιπτώσεις της δεύτερης παραγράφου μόνο όταν εκδοθεί απόφαση διόρφωσης από το αρμόδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση όταν εκδοθεί απόφαση μετά από επανάληψη της διαδικασίας. Υποστηρίζεται όμως η άποψη (σχετική μνεία γίνεται στην Ερμηνεία Νέου ΚΠΔ του Λ.Μαργαρίτη), ότι εφόσον ο Εισαγγελέας στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 561 ΚΠΔ πεισθεί ότι ο προσαχθείς ενώπιόν του δεν είναι ο καταδικασθείς και φυσικά άλλος είναι το πρόσωπο, που αφορά η καταδίκη (παρά τη συνωνυμία με τον συλληφθέντα), μπορεί να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο του τόπου που αυτός υπηρετεί για την αναστολή της καταδικαστικής απόφασης κατ’ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 531 ΚΠΔ. Τούτο βέβαια φαίνεται ότι είναι ορθό και άποψης δίκαιης δίκης, δηλαδή για την ανάγκη της άμεσης και αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη και την αποφυγή φορμαλιστικής ερμηνείας του νόμου.
===Επιπλέον το ζήτημα αρμοδιότητας μεταξύ Συμβουλίου και Δικαστηρίου για την αμφισβήτηση της ταυτότητας συλληφθέντος μετά την παραπομπή του σε δίκη απασχόλησε το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Έτσι με το υπ’αριθ. 47/2007 έγινε δεκτό ότι επειδή η υπόθεση ήταν εκκρεμής ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, στο οποίο έχει παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος με απευθείας κλήση, μετά τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, και η διαδικασία κατά του κατηγορουμένου ανεστάλη, κατ’ άρθρο 432 ΚΠΔ, μέχρι τη σύλληψή του, ο δε Εισαγγελέας μετά τη σύλληψή του και την προσαγωγή του σε αυτόν απέρριψε τις αντιρρήσεις του και διέταξε τον εγκλεισμό του στη φυλακή των υποδίκων, το παρόν Συμβούλιο στερείται της εξουσίας να εξετάσει την ως άνω προσφυγή του κατηγορουμένου, όσον αφορά την ταυτότητά του, αφού, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες σκέψεις, μόνο πλέον το δικαστήριο που θα δικάσει την κατηγορία (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων), στο οποίο ήδη έχει προσδιορισθεί η δικάσιμος κατ’ απόλυτη προτεραιότητα για την 27.9.2007 (βλ. σχετική βεβαίωση της Εισαγγελίας Εφετών Δυτικής Μακεδονίας), είναι αρμόδιο να αποφανθεί οριστικά για την ταυτότητα του κατηγορουμένου-προσφεύγοντος, εφαρμόζοντας το άρθρο 77 ΚΠΔ. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί το Συμβούλιο αυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην προς εξέταση της από 29.6.2007 προσφυγής σχετικά με την ταυτότητα του κατηγορουμένου και να παραπεμφθεί η υπόθεση αυτή προς εξέταση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 1, 2 ΚΠΔ, στο αρμόδιο καθ’ ύλην Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας, στο οποίο είναι εκκρεμής η κατ’ αυτού κατηγορία.
===Σε περίπτωση διασταύρωσης ταυτότητας συλληφθέντος για εκκρεμεή απόφαση από το έγκλημα της επιταγής, είναι χρήσιμη η άντληση πληροφοριών από την οικεία τράπεζα για το πρόσωπο του εκδότη. Σχετική είναι η υπ’αριθ.1-Δ/2001 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών δημοσιευθείσα στην Ποιν.Δικ.2001 σελ.1148, σύμφωνα με την οποία από τη μελέτη της δικογραφίας προκύπτει ότι σε βάρος του συλληφθέντος εκκρεμεί απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, που αφορούσε την καταδίκη προσώπου με στοιχεία Α.Σ. (χωρίς να αναφέρει όνομα πατρός και μητρός), κατοίκου Πειραιά, για παράβαση του άρθρου 79 Ν 5960/1933, ο οποίος όμως είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της Ανώνυμης Εταιρίας «Μ. Ε.Α. ΑΒΕΕ». Από το fax, που στάλθηκε από την παραπάνω Τράπεζα Εγνατία προκύπτει ότι η επίδικη επιταγή έχει εκδοθεί από άτομο με τα στοιχεία Α.Σ. του Γ. και της Β., που γεννήθηκε το 1935 στον Ταύρο, με αριθμό δελτίου ταυτότητας … και ΑΦΜ… Κατά λογική συνέπεια λοιπόν, το άτομο αυτό είναι εκείνο που (απών) καταδικάστηκε με την με αριθμό 515/2000 απόφαση του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και πρέπει να συλληφθεί για την έκτιση της ποινής, που του επιβλήθηκε. Από τα στοιχεία όμως που προσκόμισε ο συλληφθείς – αντιλέγων προκύπτει ότι το όνομα της μητέρας του είναι Α., γεννήθηκε στο Χαλάνδρι Αττικής την 4.7.1947. Με πλήρη βεβαιότητα λοιπόν συνάγεται από την σύγκριση των δύο παραπάνω στοιχείων ότι ο συλληφθείς – αντιλέγων δεν είναι το πρόσωπο, που καταδικάστηκε με την υπ΄αριθμ. 515/ 2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και για τον λόγο αυτό διατάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 564 παρ. 1 ΚΠΔ η άμεση απόλυσή του.
===Επίσης ένα περαιτέρω πρακτικό ζήτημα προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 531 ΚΠΔ. Σύμφωνα με αυτό: Μόλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο, που είναι αρμόδιο να την κρίνει, αποφαίνεται μέσα σε τρεις ημέρες, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης. Το ζήτημα, που ανακύπτει, είναι το εξής: Αν κατ’εφαρμογή του άρθρου 531 ΚΠΔ διαταχθεί η αναστολή της εκτέλεσης, τότε ο συλληφθείς απελευθερώνεται άμεσα. Στη συνέχεια όταν εξεταστεί η αίτηση επανάληψης διαδικασίας και τούτη έγινε λόγω νεότερων γεγονότων , που κάνουν φανερό ότι εκείνος, που καταδικάστηκε, είναι αθώος, επειδή η πράξη τελέστηκε από άλλο πρόσωπο και έτσι η καταδικαστική απόφαση ακυρωθεί και η υπόθεση παραπεμφθεί εκ νέου στο δικαστήριο για να συζητηθεί, αν ο αιτών ήταν προσωρινά κρατούμενος, τούτος επανέρχεται στο καθεστώς αυτό.
===Για τη βεβαίωση της ταυτότητας του προσώπου, που αφορά η σύλληψη ή η καταδίκη ο Εισαγγελέας ή το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο χρησιμοποιούν κάθε αναγκαίο – νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Ένα εξ αυτών είναι η αυτοψία. Ειδικά γι’αυτήν αναφέρονται τα εξής:
===Ακόμη για την ταυτοποίηση του προσώπου μέσω βίντεο και φωτογραφιών από υλικό επιχειρησιακών ερευνών της αστυνομίας χρήσιμη είναι η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση GLUKHIN v. RUSSIA. Έτσι αναφέρονται δύο σκέψεις του ΕΔΔΑ:
Σκέψη 78: Το ΕΔΔα θεωρεί ότι στην παρούσα υπόθεση τα ζητήματα της νομιμότητας και της ύπαρξης θεμιτού σκοπού δεν μπορούν να διαχωριστούν από το ερώτημα εάν η παρέμβαση ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Σκέψη 80: Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι δραστηριότητες επιχειρησιακής έρευνας της αστυνομίας θα μπορούσαν να εκτελεστούν μόνο σε σχέση με συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται ως «ποινική» σύμφωνα με εθνικό δίκαιο.
===Τέλος αναφέρεται και η απόφαση του ΕΔΔΑ Nsingi κατά Ελλάδας της 15.10.2024(αριθμ. προσφ. 27985/19) σύμφωνα με την οποία ο προσφεύγων συνελήφθη στις 6 Ιουνίου 2018 από την αστυνομία και, μετά την εξακρίβωση της ταυτότητάς του, καταχωρήθηκε στο όνομα ενός ατόμου, που είχε καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια κάθειρξη για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών. Ο εισαγγελέας διέταξε να οδηγηθεί στη φυλακή για να εκτελεσθεί η επιβληθείσα ποινή. Τον Ιούνιο του έτους 2018 ο προσφεύγων προέβαλε αντιρρήσεις ζητώντας να αφεθεί ελεύθερος, αναφέροντας ότι δεν ήταν το πρόσωπο πουκαταδικάστηκε, αλλά άλλος. Διετάχθη πραγματογνωμοσύνηκαι η σχετική έκθεση δακτυλικών αποτυπωμάτων διαπίστωσε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα του προσφεύγοντος ήταν διαφορετικά από αυτά του καταδικασθέντος. Το Δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις του. Στη συνέχεια ο προσφεύγωνυπέβαλε νέα αίτηση. Το Δικαστήριο, που επελήφθη, διέταξε νέα πραγματογνωμοσύνη και καταθέσεις μαρτύρων.Η δεύτερη έκθεση δακτυλικών αποτυπωμάτωνεπιβεβαίωσε την πρώτη, διαπιστώνοντας ότι ο καταδικασθείς ήταν διαφορετικό πρόσωπο από τον προσφεύγοντα. Το Δικαστήριο τελικά τον άφησε ελεύθερο μετά από 168 ημέρες κράτησης.Ο προσφεύγων μετά την αποφυλάκισή του υπέβαλε αίτημα, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα ΚΠΔ για αποζημίωση για τις μέρες, που κρατήθηκεπαράνομα. Το αίτημα απορρίφθηκεμε την αιτιολογία ότι η περίπτωσή του δεν ενέπιπτε σε καμία από τις περιπτώσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 533 του τότε ισχύοντος ΚΠΔ και ότι το άρθρο 564 του ίδιου ΚΠΔ δεν εξασφάλιζε δικαίωμα αποζημίωσης για τους κρατουμένους, των οποίων οι αντιρρήσεις για την ταυτότητά τους είχαν γίνει δεκτές.Το ΕΔΔΑ τελικά δέχθηκε ότι το εθνικό δικαστήριο, που απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης του προσφεύγοντος, ερμηνεύοντας το άρθρο 533 του τότε ισχύοντος ΚΠΔ με τον τρόπο που το ερμήνευσε, είχε υιοθετήσει μια υπερβολικά φορμαλιστική προσέγγιση που δεν ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του άρθρου 5 § 5 της ΕΣΔΑ.
Ήδη όμως με το άρθρο 535 νέου ΚΠΔ αποζημίωση δικαιούνται και αυτοί που καταδικάστηκαν και στη συνέχεια η ποινική δίωξη θεωρήθηκε σαν να μη έγινε.