Κρίθηκε ότι οι πράξεις εκτέλεσης προκάλεσαν υπέρμετρη ζημία, χωρίς εύλογο όφελος για τον επισπεύδοντα.
Το Εφετείο Θεσσαλονίκης ακύρωσε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, κρίνοντας ότι παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβαινε τα όρια της καλής πίστης, επιβάλλοντας υπέρμετρη θυσία στον οφειλέτη.
Με μια σημαντική απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης επικύρωσε την ακύρωση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά δανειολήπτη, ο οποίος είχε λάβει υψηλότοκο επιχειρηματικό δάνειο για την ανέγερση οικοδομής και είχε εξοφλήσει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου, πριν βρεθεί αντιμέτωπος με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίσπευση της εκτέλεσης υπερέβαινε τα όρια της καλής πίστης και του κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος και παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας (ΜονΕφΘεσ 503/2025).
Η υπόθεση ξεκινά το 2008, όταν ο εργολάβος οικοδομών, κάτοικος Θεσσαλονίκης, συνήψε σύμβαση δανείου ύψους 840.900 ευρώ για την ανάπτυξη οικοδομικού έργου. Η δανειακή υποχρέωση καλυπτόταν από πολυάριθμες προσημειώσεις υποθήκης επί επτά ακινήτων, δικά του και των εγγυητών του. Κατά τα πρώτα τρία έτη, ο δανειολήπτης κατέβαλε ποσά που αντιστοιχούσαν στο 86% του αρχικού κεφαλαίου. Η συνέχεια ωστόσο σημαδεύτηκε από τη βαθιά ύφεση στην οικοδομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση της ρευστότητάς του.
Ακολούθησαν διαδοχικές ρυθμίσεις της σύμβασης, με τροποποιήσεις στο επιτόκιο και την περίοδο αποπληρωμής. Παράλληλα, ο δανειολήπτης συνέχισε να ζητά με επιστολές και προτάσεις την εξόφληση μέσω πώλησης ακινήτων του, συνοδευόμενη από προτάσεις νέας εμπράγματης εξασφάλισης. Οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές, ενώ παρά τις προσπάθειες επικοινωνίας του, ακολούθησε καταγγελία της σύμβασης και έκδοση διαταγής πληρωμής.
Η εκτελεστική διαδικασία, που περιλάμβανε επιταγή πληρωμής και αναγκαστική κατάσχεση επί καταστήματος του δανειολήπτη, αμφισβητήθηκε με ανακοπή, η οποία έγινε δεκτή από το Πρωτοδικείο και επικυρώθηκε από το Εφετείο. Κατά το Δικαστήριο, η δανείστρια όφειλε να αξιολογήσει θετικά τις εναλλακτικές προτάσεις του οφειλέτη για την αποπληρωμή της οφειλής και να απόσχει από ενέργειες που, χωρίς να της αποφέρουν ουσιαστικό όφελος, επιβάρυναν δυσανάλογα τον οφειλέτη και τον οδηγούσαν σε οικονομική κατάρρευση.
Η δικαστική κρίση βασίστηκε στην από κοινού ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, των άρθρων 116 και 933 ΚΠολΔ και του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος. Όπως επισημαίνει η απόφαση, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί άσκηση δικαιώματος δημοσίου δικαίου και συνεπώς υπόκειται στους περιορισμούς της καλής πίστης και της αρχής της αναλογικότητας. Όταν δε ο δανειστής, ενώ υφίσταται ουσιώδης ζημία για τον οφειλέτη, δεν επιτυγχάνει ιδιαίτερο οικονομικό αποτέλεσμα από τις πράξεις εκτέλεσης, η αναγκαστική εκτέλεση καθίσταται καταχρηστική.
Ιδιαίτερη σημασία απέδωσε το Δικαστήριο στην επιμονή του οφειλέτη να εξοφλήσει το υπόλοιπο της οφειλής του με ρευστοποίηση ακινήτων, πράγμα που απαιτούσε τη συναίνεση του δανειστή για την άρση των προσημειώσεων. Ωστόσο, η άρνηση συνδρομής εκ μέρους του πιστωτή, η παράβλεψη της πρότασης για εγγραφή νέων εξασφαλίσεων και η συνακόλουθη επίσπευση πλειστηριασμού, αξιολογήθηκαν ως πρακτικές που δεν συνάδουν με τις αρχές της καλής πίστης και του κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος.
Η απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης απέρριψε την έφεση της δανείστριας, επικύρωσε την ακύρωση των πράξεων εκτέλεσης και καταλόγισε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της. Η αναγκαστική εκτέλεση κρίθηκε ότι παρήγαγε συνέπειες υπέρμετρα δυσμενείς για τον οφειλέτη, που υπερέβαιναν τα ανεκτά όρια θυσίας του, σε πλήρη αναντιστοιχία με την ωφέλεια της επισπεύδουσας.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜονΕφΘεσ 503/2025