Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που διέπουν το πλαίσιο αποζημίωσης των αποχωρούντων ή απολυόμενων με καθεστώς πλήρους συνταξιοδότησης
Πέτρος Ραπανάκης
Όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.435/1976 , που αντικατέστησε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8 του Ν.3198/1955 , οι μισθωτοί (υπάλληλοι και εργατοτεχνίτες ημερομίσθιοι), οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση οιουδήποτε Ασφαλιστικού Οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης και έχουν συμπληρώσει πριν από την αποχώρηση ή την απόλυση από την εργασία τους ή συμπληρώνουν κατά το στάδιο αυτό (της αποχώρησης ή της απόλυσής τους) προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, είτε εάν αποχωρούν, είτε εάν απομακρύνονται από την εργασία τους με βάση απόφαση του εργοδότη τους, δικαιούνται να λάβουν από αυτόν οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι το 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς το 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις στην περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους, εκ μέρους του εργοδότη.
Δεν εφαρμόζεται επομένως η ανωτέρω διάταξη στους μισθωτούς οι οποίοι αποχωρούν από την υπηρεσία τους με μειωμένη ή αναπηρική σύνταξη (`Αρειος Πάγος 67/1991, 414/91, 989/91, κ.λπ.).
Επισημαίνεται ότι, με τις ρυθμίσεις του άρθρου 64 του Ν.4808/19-6-2021 , ο Ν. 2112/1920, ο Ν. 3198/1955 και κάθε άλλη διάταξη που διέπει την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας των υπαλλήλων εφαρμόζονται από 1/1/2022 και επί των εργατοτεχνιτών.
Με βάση τη διάταξη αυτή του Ν.435/1976 προκύπτει ότι με τη συνταξιοδότηση του μισθωτού:
- δεν επέρχεται αυτοδικαίως η λύση της σχέσης εργασίας, αλλά αυτή μπορεί να λυθεί είτε εκ μέρους του εργοδότη με απομάκρυνση του μισθωτού, είτε εκ μέρους του τελευταίου με αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία του και
- δεν καθίσταται υποχρεωτική η απομάκρυνση του μισθωτού, αλλά απλώς παρέχεται η δυνατότητα στο μεν εργοδότη να απομακρύνει το μισθωτό εφόσον στο πρόσωπό του συντρέχουν οι αναφερόμενες σ΄ αυτή προϋποθέσεις, στο δε μισθωτό να αποχωρεί από την εργασία του.
Σημειώνεται ότι, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να απολύσει τον υπάλληλο, όπως επίσης από 1/1/2022 και τον εργατοτεχνίτη, που έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης γήρατος, καταβάλλοντας στους μεν επικουρικώς ασφαλισμένους το 40%, στους δε μη ασφαλισμένους επικουρικώς το 50% της αποζημίωσης.
Δεν μπορεί, όμως, ο εργοδότης να θεωρήσει ότι με τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων επήλθε αυτοδικαίως και εκ του νόμου η λύση της εργασιακής σχέσεως και να απαιτήσει εκ του γεγονότος αυτού και μόνο την αποχώρηση του μισθωτού (υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη) από την εργασία.
Αυτό σημαίνει ότι δεν επέρχεται αυτοδικαίως λύση της εργασιακής σχέσης και ο μισθωτός (υπάλληλος και εργατοτεχνίτης) που δεν επιθυμεί τη λύση αυτής δια της οικειοθελούς αποχωρήσεως του, τότε η σχέση εργασίας του λύεται μόνο δια καταγγελίας της εκ μέρους του εργοδότη, άλλως θεωρείται συνεχιζόμενη (Έγγραφο Υπ. Εργασίας 2134/1992).
Πάντως, για την εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 435/1976 δεν απαιτείται συγκατάθεση του μισθωτού, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα ματαιωνόταν ο προαναφερθείς σκοπός της διάταξης (`Αρειος Πάγος 1098/88).
Αξίζει να αναφερθεί ότι, ο εργαζόμενος ακόμη και αν ενημέρωσε τον εργοδότη του καθυστερημένα όσον αφορά το πλαίσιο συνταξιοδότησης του, δικαιούται την αποζημίωση του άρθρου 8 του Ν.3198/1955, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 435/1976. Εν προκειμένω, για τον υπολογισμό τη αποζημίωσης προσμετρούνται όλα τα έτη υπηρεσίας έως και τη λύση της σχέσης εργασίας και όχι μέχρι την αίτηση συνταξιοδότησης.
Η υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης δεν συνιστά σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου, ούτε οικειοθελή αποχώρηση του από την εργασία. Η συνταξιοδότηση, από μόνη της, δεν επιφέρει τη λύση της εργασιακής σχέσης (`Αρειος Πάγος 284/1996).
Στο πλαίσιο αυτό, είναι νόμιμη και μη καταχρηστική η καταγγελία σύμβασης εργασίας μισθωτού (υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη) μετά τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης του και την καταβολή σε αυτόν της μειωμένης αποζημίωσης σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.
Επιπρόσθετα, από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι δεν καθίσταται υποχρεωτική η απομάκρυνση του μισθωτού, αλλά απλώς παρέχεται από αυτή η δυνατότητα στον μεν εργοδότη να απομακρύνει τον μισθωτό, εφόσον στο πρόσωπό του συντρέχουν οι αναφερόμενες σ΄ αυτή προϋποθέσεις και στο δε μισθωτό να αποχωρεί από την εργασία του.
Οι προαναφερόμενες διατάξεις δημιουργούν μια ιδιόμορφη αξίωση για αποζημίωση, που δεν πηγάζει από την καταγγελία της εργασιακής σχέσης, αλλά από την οικειοθελή αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία, οπότε ο μισθωτός (υπάλληλος ή εργάτης) που απασχολείται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μετά τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης μπορεί να αποχωρήσει ή να απολυθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 435/1976, δικαιούμενος την προβλεπόμενη από αυτό αποζημίωση.
Σκοπός των ανωτέρω διατάξεων, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση των νομοθετημάτων αυτών, είναι η ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την παροχή κινήτρου προς λύση της σύμβασης εργασίας των υπερηλίκων μισθωτών (υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών), ώστε να παρασχεθεί στους νέους η ευχέρεια για την εξεύρεση εργασίας. Συγκεκριμένα, επιδιώκεται η λύση των συμβάσεων εργασίας προς διευκόλυνση της ανανέωσης του προσωπικού των επιχειρήσεων και εισάγεται ως κίνητρο η καινοτομία ότι μειώνεται η οφειλόμενη αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον εργοδότη και ιδρύεται το πρώτο, δικαίωμα λήψης της ίδιας αποζημίωσης από το μισθωτό, όταν αυτός αποχωρεί οικειοθελώς από την υπηρεσία του λόγω συμπληρώσεως των νομίμων προϋποθέσεων για την λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος από τον φορέα κύριας ασφάλισης στον οποίο είναι ασφαλισμένος (`Αρειος Πάγος 1015/95, 93/95, 67/91, κ.λπ.).
Προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος αποζημίωσης αποχώρησης ή απόλυσης μισθωτού που αποχωρεί συνταξιοδοτούμενος
Γενικό πλαίσιο
Για να αποκτήσει δικαίωμα αποζημίωσης ένας μισθωτός (υπάλληλος και εργατοτεχνίτης) που αποχωρεί ή απολύεται με καθεστώς πλήρους συνταξιοδότησης οφείλει:
- να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος από το τέως Ι.Κ.Α – Ε.Φ.Κ.Α. ή άλλο ασφαλιστικό οργανισμό και
- να αποχωρεί ή να απομακρύνεται (απολύεται) από τον εργοδότη του μετά τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησής του με καθεστώς πλήρους σύνταξης γήρατος (`Αρειος Πάγος 414/1991, 989/1991, 106/1990 και 1125/84).
Αν δεν συντρέξουν σωρευτικά και οι δύο αυτές προϋποθέσεις, δεν γεννιέται αξίωση του μισθωτού για την απόληψη της παραπάνω αποζημίωσης και συνεπώς η αποσβεστική προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 3198/1955 αρχίζει, σε περίπτωση αποχώρησης, από τότε που ο μισθωτός, έχοντας συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, ενώ διαρκεί η σύμβαση εργασίας, δηλώνει στον εργοδότη του τη βούλησή του να αποχωρήσει από την εργασία του, αφότου και λύεται η σύμβαση εργασίας (`Αρειος Πάγος 414/1991 και 989/1991). Αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας αυτής δεν είναι η ημέρα, κατά την οποία ο μισθωτός υπέβαλε αίτηση στον Ασφαλιστικό του Οργανισμό για συνταξιοδότηση, αλλά η ημέρα, κατά την οποία ο εργαζόμενος, έχοντας συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση πλήρους σύνταξης γήρατος, αποχωρήσει από την εργασία του εκδηλώνοντας έτσι τη βούληση του να λύσει την εργασιακή σύμβαση (Ειρηνοδικείο Ρόδου 27/2016).
Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 5 του Ν.435/1976 , προϋπόθεση καταβολής της μειωμένης αποζημιώσεως είναι η συμπλήρωση προϋποθέσεων λήψεως πλήρους συντάξεως γήρατος στον Οργανισμό κύριας ασφάλισης. Διευκρινίζεται ότι, για να έχει δικαίωμα πλήρους σύνταξης ο εργαζόμενος που έχει συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας του πρέπει να έχει τουλάχιστον 15 έτη εργασίας (4.500 ένσημα).
Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω ρύθμιση και άρα δεν δικαιούνται την εν λόγω αποζημίωση όσοι μισθωτοί συμπληρώνουν προϋποθέσεις λήψεως μειωμένης σύνταξης από τον φορέα κυρίας ασφάλισης, ούτε όσοι λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας.
Αποδεικτικό πλαίσιο συμπλήρωσης των λήψεως πλήρους συντάξεως
Βασική προϋπόθεση για να λάβει την ως άνω μειωμένη αποζημίωση από τον εργοδότη, όπως αυτή ορίζεται στον Ν.435/1976, ένας απασχολούμενος μισθωτός κατά το στάδιο της αποχώρησής του από την εργασία είναι να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος από τον Ασφαλιστικό Οργανισμό Κύριας Ασφάλισης.
Η συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψεως πλήρους συντάξεως ελέγχεται από τον οικείο Ασφαλιστικό Οργανισμό (τέως Ι.Κ.Α. – Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος εκδίδει και την απόφαση συνταξιοδοτήσεως. Επισημαίνεται ότι, κατά την αποχώρησή του πρέπει να έχει συμπληρώσει πραγματικά ή να είχε τη δυνατότητα να συμπληρώσει πλασματικά τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, την οποία τελικώς μπορεί να αποδείξει με την έκδοση της σχετικής πράξης του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού (τέως Ι.Κ.Α. – Ε.Φ.Κ.Α.).
Στο πλαίσιο αυτό, η επιχείρηση για να του καταβάλλει το 40% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούται κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις στην περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον υπό συνταξιοδότηση εργαζόμενο να προσκομίσει σχετικό έγγραφο του τέως Ι.Κ.Α. Ε.Φ.Κ.Α., που να αναφέρει ότι ο συγκεκριμένος εργαζόμενος έχει συμπληρώσει προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις που επιθυμούν έγκαιρα να προγραμματίσουν τα χρηματικά ποσά που οφείλουν να καταβάλουν στους εργαζόμενους τους που αποχωρούν ή απολύονται με καθεστώς πλήρους συνταξιοδότησης και για το λόγο αυτό θέλουν να έχουν σχετική ακριβή και έγκυρη ενημέρωση, παρατίθεται κατωτέρω σχετική εμπεριστατωμένη διαδικασία που μπορεί να συμπεριληφθεί στον κανονισμό εργασίας τους, για να έχει θεσμική υπόσταση εμπεριέχεται ως όρος στην παρ. 7 του άρθρου 13 της Σ.Σ.Ε. (30/3/2022) για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξένες αεροπορικές εταιρείες:
«Εφόσον ζητηθεί από τον εργοδότη, ο μισθωτός υποχρεούται να υποβάλει εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αίτηση στον ασφαλιστικό του φορέα για τη λήψη βεβαίωσης Ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και να χορηγεί, ευθύς μόλις τη λάβει, αντίγραφο αυτής στον εργοδότη του. Επιπλέον, οφείλει να γνωστοποιεί πάραυτα στον εργοδότη και κάθε πράξη αναγνώρισης ημερών ασφάλισης, η απόφαση αναγνώρισης πλασματικών χρόνων, η οποία ενδεχομένως δεν συμπεριλαμβάνεται στην ως άνω βεβαίωση ασφάλισης. Περαιτέρω, εφόσον ζητηθεί από τον εργοδότη, ο μισθωτός υποχρεούται να λαμβάνει γνωμοδότηση από δικηγόρο της επιλογής του εργοδότη του και με δαπάνες του τελευταίου, αναφορικά με το χρονικό σημείο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για την λήψη πλήρους σύνταξης, υποχρεούμενος όπως θέτει υπόψη του κάθε απαραίτητο στοιχείο και πληροφορία».
Το πλαίσιο υπολογισμού της αποζημίωσης απολύσεως
Η αποζημίωση λόγω αποχώρησης ή απόλυσης με καθεστώς πλήρους συνταξιοδότησης υπολογίζεται βάσει της συνολικής διάρκειας της εργασιακής σχέσεως, έστω και αν επήλθε μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, βαρύνει δε τον κατά τον χρόνο της αποχωρήσεως εργοδότη (`Αρειος Πάγος 1024/1990, Εφετείο Δωδεκανήσου 86/2005 και Εφετείο Θεσσαλονίκης 607/1995). Από τις διατάξεις των άρθρων 4 του Ν. 2112/1920 , 8 του Ν. 3198/1955 και παρ. 2 του άρθρου 669 του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι δεν υποδηλώνει σιωπηρή καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως δια παραιτήσεως εκ μέρους του εργαζομένου, ούτε οικειοθελή αποχώρηση εκ της εργασίας του η υπ΄ αυτού υποβολή αιτήσεως προς τον οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, στον οποίο τυγχάνει ασφαλισμένος κυρίως για την απονομή πλήρους συντάξεως γήρατος μετά τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από τον σχετικό κανονισμό για την εν λόγω σύνταξη ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων, καθόσον δια της υποβολής της αιτήσεως αυτής, που υπάγεται στη σφαίρα της κοινωνικής ασφάλισης και όχι στη συμβατική δράση του μισθωτού και της χορηγήσεως μετ΄ αποδοχών της πλήρους συντάξεως, ουδεμία επέρχεται μεταβολή στις σχέσεις από την εργασιακή σύμβαση μεταξύ αυτού και του εργοδότη, αν ο μισθωτός εξακολουθεί, όπως, και πριν, να παρέχει τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο.
Τούτο είναι πρόδηλο και εκ του ότι η καταγγελία αποτελεί απευθυντέα προς τον εργοδότη δήλωση της βουλήσεως του μισθωτού και συνεπώς η συμπεριφορά του τελευταίου που την υποδηλώνει πρέπει να απευθύνεται προς τον εργοδότη και όχι προς οιονδήποτε τρίτον, όπως ο οργανισμός κοινωνικής ασφαλίσεως. Η δε χορήγηση από τον τελευταίον πλήρους συντάξεως στον μισθωτό δεν επάγεται έννομη συνέπεια επί της ισχύος της συμβάσεως εργασίας, αφού αποτελεί κοινωνική παροχή από ασφαλιστικό οργανισμό και όχι από τον εργοδότη (`Αρειος Πάγος 284/1996).
Πλαίσιο υπολογισμού ποσού αποζημίωσης μισθωτών που αποχωρούν ή απολύονται έχοντας συμπληρώσει προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης
Σχετικά με το πλαίσιο υπολογισμού του ποσού της αποζημίωσης υπαλλήλων (από 1/1/2022 και των εργατοτεχνιτών) που αποχωρούν ή απολύονται έχοντας συμπληρώσει προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης, στην Ερμηνευτική του Ν.4093/2012 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας 26352 /839/28-11-2012 ορίζεται ότι: «Ο νομοθέτης διατυπώνει ρητή εξαίρεση από το σύστημα υπολογισμού της αποζημίωσης ως προς τους ιδιωτικούς υπαλλήλους που πληρούν τις προϋποθέσεις νια λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, κατά τα προβλεπόμενα στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, όπως ισχύει. Συγκεκριμένα για τον υπολογισμό αυτής της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα, πριν τη λύση της σύμβασης εργασίας, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Η εξαίρεση, από το σύστημα υπολογισμού της ανωτέρω αποζημίωσης μισθωτών που πληρούν τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, αναφέρεται μόνο στο ποσό των αποδοχών που λαμβάνονται υπόψη, ενώ χρόνος υπηρεσίας που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης αυτής, είναι εκείνος που συμπλήρωσε ο εργαζόμενος στον ίδιο εργοδότη στις 12-11-2012, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου 4093/2012, οποτεδήποτε κι αν αποχωρήσει ή απομακρυνθεί λόγω συμπλήρωσης προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος. Συνεχίζει να ισχύει το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν.3198/1955 (ΦΕΚ Α΄ 98) στο οποίο αναφέρεται ότι κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης δε λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα κατά το ποσό που υπερβαίνουν το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό 30». Κατά συνέπεια, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης αυτής όσον αφορά τους μισθωτούς που έχουν συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη προϋπηρεσία άνω των 17 ετών έως την 12/11/2012 λαμβάνονται υπόψη:
i) ο χρόνος προϋπηρεσίας που είχε συμπληρώσει ο υπάλληλος κατά τη 12/11/2012 ανεξάρτητα από το χρόνο απόλυσής του και
ii) οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης χωρίς να υφίσταται εν προκειμένω το όριο του ποσού των 2.000 ευρώ (που ισχύει μόνο στις περιπτώσεις καταγγελίας συμβάσεως εργασίας μισθωτών με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που αποχωρούν ή απολύονται έχοντας συμπληρώσει προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης).
Επισημαίνεται ότι, την επιπλέον αυτή αποζημίωση του Ν.4093/2012 την δικαιούνται μόνο εργαζόμενοι οι οποίοι στις 12/11/2012 συμπλήρωσαν στον ίδιο εργοδότη υπηρεσία 17 ετών και άνω και ότι η υπηρεσία που θα διανύσουν στον ίδιο εργοδότη μετά την 12/11/2012 δεν συνεχίζει να προσμετράται για τον υπολογισμό της αποζημίωσής τους.
Δηλαδή, η επιπλέον αυτή αποζημίωση έχει παγιωθεί στον αριθμό των μισθών, στον οποίο έχει ανέλθει την 12/11/2012, οποτεδήποτε κι αν απολυθούν τα πρόσωπα αυτά.
Διευκρινίζεται ότι, για τον υπολογισμό του μισθού της αποζημίωσης συνυπολογίζονται και η ποσοστιαία μηνιαία αναλογία των επιδομάτων εορτών και άδειας, η οποία (αναλογία) τις προσαυξάνει κατά το 1/6 (12/12 +2/12 =14/12).
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 3198/1955, ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ως τελευταίος μήνας εννοείται το χρονικό διάστημα που έχει αφετηρία την ημερομηνία της καταγγελίας της σχέσης εργασίας και εκτείνεται στην αντίστοιχη ημερομηνία του προηγούμενου μήνα, δηλαδή ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται ο εργασιακός μήνας και όχι ο ημερολογιακός (`Αρειος Πάγος 72/98, 1808/84, 999/82, Εφετείο Θεσσαλονίκης 448/88, 187/91 και Μον. Πρωτ. Αθηνών 1408/71).
Επίσης, ο υπολογισμός της αποζημίωσης δεν επηρεάζεται από την τυχόν λήψη μειωμένων αποδοχών κατά τον τελευταίο μήνα πριν από την απόλυση, εφ΄ όσον τούτο οφείλεται λ.χ. στη θέση του σε διαθεσιμότητα ή σε ασθένειά του ή και σε άλλη αιτία που αφορά είτε στο πρόσωπό του είτε στο πρόσωπο του εργοδότη. Συνεπώς, πλήρης απασχόληση με την ανωτέρω έννοια δε θεωρείται εκείνη που εξαντλεί τα επιτρεπόμενα από το νόμο κάθε φορά χρονικά όρια εργασίας, αλλά εκείνη που είχε συμφωνηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ των μερών, έστω και αν ήταν μειωμένη χρονικώς σε σχέση με τα ανωτέρω όρια και ως αποδοχές πλήρους απασχόλησης θα θεωρηθούν εκείνες που αντιστοιχούν σε αυτήν ακριβώς τη συμφωνηθείσα εργασία.
Τέλος, σε περίπτωση συμπλήρωσης προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης εργαζόμενου που μετετράπη η σύμβαση εργασίας του (στον ίδιο εργοδότη) από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, δεν υπολογίζεται για την αποζημίωση ο χρόνος υπό σύμβαση ορισμένου χρόνου (`Αρειος Πάγος 213/1987).
Αποχώρηση μισθωτών που έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη
Σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου α΄ του άρθρου 8 του Ν.3198/1955 , μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920 αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η εφαρμογή της άνω διάταξης προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει εκτός άλλων και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη συναγόμενη εμμέσως από την συμπεριφορά του δηλούντος, ενόψει και των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως.
Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων ή να συναχθεί από τον κανονισμό, με τον οποίο παραχωρείται στον μισθωτό δικαίωμα παραίτησης σε οποιονδήποτε χρόνο, χωρίς να προβλέπεται ότι ο εργοδότης μπορεί να εναντιωθεί ή να αποδεχθεί μόνο με την τήρηση ορισμένης διαδικασίας την παραίτηση του υπαλλήλου από την εργασία του, αφού με την ρύθμιση αυτή δεσμεύεται ο εργοδότης να δέχεται την παραίτηση του υπαλλήλου και συνεπώς να παρέχει εκ των προτέρων την συγκατάθεσή του σε αυτήν, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί (αναφέρεται, δηλαδή, στον κανονισμό εργασίας ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού). Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, μπορεί δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη (`Αρειος Πάγος 19/2013).
Όταν τεθεί σε πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη ΙΙ», θα συμπληρώνεται εν προκειμένω το πεδίο «Οικειοθελής αποχώρηση μισθωτού λόγω συμπλήρωσης 15ετίας στον ίδιο εργοδότη ή υπέρβασης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης με τη συγκατάθεση του εργοδότη».
Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 8 του Ν.3198/1955, θεσπίστηκε η προαιρετική – συναινετική έξοδος των μισθωτών από την επιχείρηση, εκμετάλλευση, κ.λπ.. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή (15 έτη) υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια της παρ. 1 του άρθρο 6 του Ν.2112/1920 ή του Β.Δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με την συγκατάθεση του εργοδότη δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν.2112/1920 ή το ανωτέρω Β.Δ. αποζημίωσης, για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της ανωτέρω διάταξης, με το άρθρο 8 προβλέπεται η καταβολή του 50% της υπό του νόμου 2112/1920 οριζόμενης αποζημίωσης για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, όσον αφορά τους αποχωρούντες της εργασίας με τη δική τους βούληση και με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Πρόκειται, συνεπώς, για αποχώρηση του μισθωτού κατόπιν συμφωνίας, μετά του εργοδότου.
Δεν γίνεται συνεπώς λόγος για μονομερή, εκ μέρους του μισθωτού, καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αλλά για αμοιβαία μεταξύ αυτού και του εργοδότη συμφωνία περί λύσεως αυτής (λύση της εργασιακής συμβάσεως «κοινή συναινέσει»).
Έτσι, με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται και είναι σύμφωνη με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν.2112/1920, όπως η τελευταία αυθεντικά ερμηνεύτηκε με το άρθρο 11 του Α.Ν. 547/1937, η νομική δυνατότητα εργοδότης και μισθωτός, όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, να συνάπτουν έγκυρα συμφωνία μεταξύ τους, με την οποία ο μισθωτός μπορεί να αποχωρήσει από την εργασία του, λαμβάνοντας τη μισή αποζημίωση του Ν.2112/1920 ή του Β.Δ. της 16/18-7-1920.
Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι, σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού από την εργασία του, οι προϋποθέσεις για να δικαιούται του ημίσεως της αποζημιώσεως απολύσεως ποσού είναι οι εξής:
α) Οι μισθωτοί να συνδέονται μετά του εργοδότου τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου,
β) εφαρμόζεται γενικώς επί όλων των μισθωτών των συνδεομένων μετά του εργοδότου τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αδιαφόρως της ιδιότητος αυτών ως υπαλλήλων, εργατοτεχνιτών ή υπηρετών αφού ουδεμία μνεία γίνεται περί της ιδιότητος αυτών,
γ) προϋποθέτει να έχει συμπληρώσει ο μισθωτός ή δεκαπενταετή (15ετή) υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, από τον οποίο και αποχωρεί, ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενο όριο ηλικίας ή το 65ο έτος της ηλικίας του, αν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο στον ασφαλιστικό οργανισμό και
δ) προϋποθέτει οικειοθελή αποχώρηση (όχι απόλυση του μισθωτού), η οποία (αποχώρηση) πρέπει να γίνεται με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Απαιτεί, δηλαδή, αποχώρηση του μισθωτού, του πληρούντος τις προϋποθέσεις, κατόπιν συμφωνίας μετά του εργοδότου που να προβλέπει την αποχώρηση από την εργασία του και την καταβολή της μισής αποζημιώσεως όπως αυτή ορίζεται στη σχετική ρύθμιση (`Αρειος Πάγος 351/1964 – Μ.Π.Π. 489/1974).
Αναφορικά με την απαιτούμενη συγκατάθεση του εργοδότου, που αποτελεί όρο για τη νομιμότητα της σχετικής συμφωνίας, η συγκατάθεση του εργοδότη πρέπει να χορηγείται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού και μπορεί να είναι έγγραφη, προφορική, ρητή ή και σιωπηρή, αρκεί στην τελευταία αυτή περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη (`Αρειος Πάγος 372/1982 και Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας 35/1984). Η παροχή ή η άρνηση παροχής της συναίνεσης του εργοδότη προς αποχώρηση του μισθωτού στα πλαίσια της διατάξεως του πρώτου εδαφίου του άρθρου 8 του Ν.3198/1955 εξαρτάται από τη βούληση του εργοδότη (Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας 1004/5-1-1996). Συνεπώς, βασική προϋπόθεση είναι η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του, η οποία πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού.
Διευκρινίζεται ότι, δεν θεωρείται ρητή και έγγραφη συναίνεση του εργοδότη η συνυπογραφή του εγγράφου της οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου και η διαβίβαση του στον Ο.Α.Ε.Δ., δεδομένου ότι η συναίνεση του εργοδότη, η οποία συνιστά συμφωνία, πρέπει να χορηγηθεί, έστω και σιωπηρά, πριν από και όχι ταυτόχρονα με την αποχώρηση του μισθωτού (`Αρειος Πάγος 2058/2014). Πιο συγκεκριμένα, το έγγραφο που υπογράφει ο εργοδότης και απευθύνει στον Ο.Α.Ε.Δ. (περί αναγγελίας οικειοθελούς αποχωρήσεως) δεν συνιστά ρητή έγγραφη συγκατάθεσή στην αποχώρηση του μισθωτού (`Αρειος Πάγος 426/2016).
Αποχώρηση μισθωτού με ευνοϊκότερους του νόμου όρους
Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 435/1976, που αφορά στην αποζημίωση των αποχωρούντων μισθωτών με προϋποθέσεις πλήρους συντάξεως ορίζει ότι, ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι που περιέχονται σε Σ.Σ.Ε., Κανονισμούς ή ατομικές συμβάσεις κατισχύουν των διατάξεων περί αποζημιώσεως του νόμου αυτού, έχει ανάλογη εφαρμογή και για την αποζημίωση του εδαφίου α΄ του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 (αποχώρηση με την συγκατάθεση του εργοδότου). Αν συμφωνηθεί η λύση της συμβάσεως εργασίας με ευνοϊκότερους ως προς τις προϋποθέσεις και την αποζημίωση όρους σε σχέση προς τους προβλεπόμενους στον νόμο, υπερισχύουν οι ευνοϊκότεροι όροι και δεν υπάρχει δικαίωμα λήψεως αθροιστικώς και της αποζημιώσεως του νόμου, εκτός βεβαίως αντιθέτου συμφωνίας. Αν, συνεπώς, με την ατομική σύμβαση εργασίας ή με μεταγενέστερη αυτής συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού συμφωνήθηκε η λύση της εργασιακής συμβάσεως με ευνοϊκότερους όρους ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος της αποζημιώσεως από εκείνους που προβλέπονται στο άρθρο 8 του Ν. 3198/1955, τότε κατισχύουν οι όροι αυτοί και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του ως άνω άρθρου, ο δε μισθωτός στην εν λόγω περίπτωση δικαιούται να λάβει την αποζημίωση, που προβλέπει η συμβατική ρύθμιση, ενώ δεν δικαιούται, εφόσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, να λάβει αθροιστικώς πέραν της συμφωνηθείσης και την αποζημίωση, που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη ενώ, εάν η προβλεπόμενη από την τελευταία αποζημίωση ή παροχή είναι μικρότερη και καταβλήθηκε, ο μισθωτός δικαιούται, υπό την επιφύλαξη πάντοτε αντίθετης, ρητώς ή σιωπηρώς συναγόμενης συμφωνίας, να αξιώσει τη διαφορά (`Αρειος Πάγος 1283/2001 και `Αρειος Πάγος 1169/2008).
Αξίωση εργαζομένου για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης λόγω συνταξιοδότησης μεγαλύτερη της νόμιμης βάσει επιχειρησιακής συνήθειας ή όρου επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε
Δεν αποκλείεται η λόγω επιχειρησιακής συνήθειας υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει στους εργαζομένους που απομακρύνονται ή αποχωρούν από την εργασία τους, επειδή συμπλήρωσαν τις προϋποθέσεις για να λάβουν σύνταξη γήρατος ακόμη και ολόκληρη την από τις διατάξεις των Ν. 2112/1920 και 3198/1955 προβλεπόμενη αποζημίωση απολύσεως. Επιχειρησιακή συνήθεια είναι η διαμορφούμενη σε μια επιχείρηση πρακτική, λόγω μακροχρονίου και ομοιόμορφου χειρισμού ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένων, ώστε η πρακτική αυτή να έχει αποτελέσει όρο της σύμβασης εργασίας και η υποχρεωτική ισχύς της να πηγάζει από τη σιωπηρή δήλωση βουλήσεως των μερών (Α.Π. 279/2000).
Η ύπαρξη της παραπάνω επιχειρησιακής συνήθειας δεν αναιρείται από το ότι στους αποχωρήσαντες συναδέλφους του ενάγοντος εργαζόμενου δεν καταβλήθηκε το ίδιο ποσό και ποσοστό αποζημίωσης, αφού η ανομοιομορφία αφορά μόνο στο ύψος της παροχής, χωρίς να εμποδίζει τη δημιουργία πρακτικής ως προς τη χορήγηση της παροχής αυτής καθ΄ αυτής, δηλαδή ως προς το σταθερό και ομοιόμορφο τμήμα της, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσδιορισθεί σε ποσοστό κατώτερο του μικρότερου από τα επί μέρους ποσοστά που ήδη είχαν δοθεί στους αποχωρήσαντες λόγω συνταξιοδότησης εργαζόμενους της επιχείρησης και στην προκειμένη περίπτωση σε ποσοστό μικρότερο του 70% της αποζημίωσης, που είναι το ποσοστό που βάσει επιχειρησιακής συνήθειας χορηγείτο ως αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης ή αποχώρησης λόγω πλήρους συνταξιοδότησης. Επί μεταβίβασης επιχείρησης, η επιχειρησιακή συνήθεια δεσμεύει και τον διάδοχο εργοδότη (Εφετείο Θεσσαλονίκης 720/2014). Οι οικειοθελείς παροχές μπορούν να διακοπούν οποτεδήποτε από τον εργοδότη αν αυτός επιφύλαξε ρητώς το δικαίωμα ανακλήσεώς τους. Η αρχή δε αυτή έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που ο εργοδότης, χωρίς να έχει συμβατική ή νόμιμη υποχρέωση, καταβάλλει οικειοθελώς στους εργαζομένους που απομακρύνονται ή αποχωρούν από την εργασία τους, λόγω του ότι συμπλήρωσαν τις προϋποθέσεις να λάβουν σύνταξη γήρατος, ολόκληρη την αποζημίωση απολύσεως και όχι τη μειωμένη (το 40% αυτής), που ορίζεται από τον Ν. 3198/1955 (`Αρειος Πάγος 808/2012 και 793/2008).
Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 64 του Ν.4808/19-6-2021 , ο Ν. 2112/1920, ο Ν. 3198/1955 και κάθε άλλη διάταξη που διέπει την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας των υπαλλήλων εφαρμόζονται από 1/1/2022 και επί των εργατοτεχνιτών.
Στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.435/1976 ορίζεται ότι, τυχόν ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι περιεχόμενοι σε άλλες διατάξεις, Σ.Σ.Ε., κανονισμούς ή ατομικές συμβάσεις εργασίας, κατισχύουν των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.435/1976.
Αν συμφωνηθεί η λύση της συμβάσεως εργασίας με ευνοϊκότερους ως προς τις προϋποθέσεις και την αποζημίωση όρους σε σχέση προς τους προβλεπόμενους στον νόμο, υπερισχύουν οι ευνοϊκότεροι όροι και δεν υπάρχει δικαίωμα λήψεως αθροιστικώς και της αποζημιώσεως του νόμου πλην φυσικά αντιθέτου συμφωνίας (`Αρειος Πάγος 273/2015).
Από τη διασταλτική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, στην περίπτωση που εργατοτεχνίτης επιχείρησης που εφαρμόζει επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας που προέβλεπε και συνεχίζει να προβλέπει ότι για αποχώρηση λόγω πλήρους συνταξιοδότησης οι υπάλληλοι παίρνουν ποσό αποζημίωσης ως ποσοστό μεγαλύτερο των γενικών διατάξεων της από το νόμο 2112/1920 οριζόμενης αποζημίωσης ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους, έστω για παράδειγμα το 75% της αποζημίωσης του Ν.2112/20, όπως ισχύει, ενώ οι εργατοτεχνίτες λαμβάνουν τα ημερομίσθια που καθορίζει η επιχειρησιακή σύμβαση ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους σε ποσοστό έστω 100%, δικαιούται (ο εν λόγω εργατοτεχνίτης) από 1/1/2022, όπως και οι υπάλληλοι σε περίπτωση αποχώρησης λόγω συνταξιοδότησης το 75% της αποζημίωσης των υπαλλήλων [αφού, βεβαίως, ληφθεί υπόψη ότι ως μηνιαίος μισθός του εργατοτεχνίτη λογίζονται τα είκοσι δύο (22) ημερομίσθια, εκτός εάν ήδη αμείβεται με μηνιαίο μισθό], χωρίς, φυσικά, να υφίσταται δικαίωμα λήψεως από τη μεριά του (εργατοτεχνίτη) αθροιστικώς και της αποζημιώσεως των εργατοτεχνιτών.
Συνταξιούχος εργαζόμενος με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας
Όσον αφορά τον απασχολούμενο μισθωτό, ο οποίος προσλήφθηκε όντας συνταξιούχος υπό καθεστώς πλήρους συνταξιοδότησης, ο εργοδότης ο οποίος τον απασχολεί, στην περίπτωση που τον απολύσει, υποχρεούται να του καταβάλει κανσσονικά το ποσό της αποζημίωσης με βάση το Ν.2112/1920. Στην περίπτωση, όμως, που ο ως άνω μισθωτός αποχωρήσει οικειοθελώς, δεν οφείλεται σε αυτόν αποζημίωση.