Εργοθεραπεύτρια κατήγγειλε σεξουαλική παρενόχληση σε βάρος της από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ιδιωτικής επιχείρησης όπου εργαζόταν. Αρχικά, η συμπεριφορά του εργοδότη απέναντί της έγινε ιδιαίτερα διαχυτική και ακολούθησε περιστατικό αιφνιδιαστικής σωματικής επαφής. Η εργαζόμενη προσκόμισε αλληλογραφία στην οποία ο εργοδότης παραδέχεται τη βασιμότητα των ισχυρισμών της.
Από τα δύο SMS που προσκόμισε η εργαζόμενη προέκυψαν ισχυρές ενδείξεις ότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση. Ειδικότερα, στο μήνυμά της η εργαζόμενη αναφέρεται ευθέως σε περιστατικό ανεπιθύμητου αγγίγματός της από τον εργοδότη της, για το οποίο εκφράζει ρητά τη δυσαρέσκεια και τον θυμό της. Ο εργοδότης με την απάντησή του φαίνεται να γνωρίζει σε τι αναφέρεται η εργαζόμενη και να παραδέχεται ότι εκείνη έχει δίκιο.
Ο εργοδότης ισχυρίστηκε ότι εξεπλάγη με το μήνυμα της εργαζόμενης χωρίς ωστόσο να προβάλλει κάποια πειστική εξήγηση για την ως άνω. Παράλληλα, δεν τέθηκε υπόψη του Συνηγόρου κάποιο άλλο
αποδεικτικό στοιχείο (γραπτή επικοινωνία, μαρτυρία κ.λπ.), το οποίο να αποδεικνύει ότι το θέμα των μηνυμάτων δεν αφορά περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης.
Ο Συνήγορος έκρινε ότι δεν προσκομίσθηκαν από την εργοδοτική πλευρά επαρκή στοιχεία ικανά να αντικρούσουν την καταγγελία περί σεξουαλικής παρενόχλησης της εργαζόμενης. Κατόπιν τούτου,
εισηγήθηκε την επιβολή διοικητικού προστίμου, το οποίο επιβλήθηκε από το αρμόδιο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων.
ΣτΠ Τετραμηνιαίο Δελτίο | Ιανουάριος-Απρίλιος 2025