Αριθμός 1658/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Άννα Καλογεροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, Νικόλαος Σκαρβέλης, Σύμβουλοι, Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Μαρία Δρίβα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Χριστίνα Μπόκα.
Για να δικάσει την από 31 Αυγούστου 2017 αίτηση:
του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Γενικό Νοσοκομείο…….”, που εδρεύει στον ……., το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Αθανάσιο Πατσάκα (Α.Μ. …….), που τον διόρισε με εξουσιοδότηση του Διοικητή του Νοσοκομείου,
κατά των: 1) …. του …., κατοίκου … …. (..) .2) ….. του ….., κατοίκου …. (…), ως κληρονόμων του …., οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Γεώργιο Δελλή (Α.Μ. ….), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Νοσοκομείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 110/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χαρίκλειας Χαραλαμπίδη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
- Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της … απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, με την οποία συνεκδικάστηκαν αντίθετες εφέσεις του αναιρεσείοντος νοσοκομείου αφενός και του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων … αφετέρου κατά της …. απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου …….., απορρίφθηκε η πρώτη έφεση, έγινε εν μέρει δεκτή η δεύτερη και μεταρρυθμίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, αφού κρίθηκε ότι το αναιρεσείον νοσοκομείο υποχρεούται να καταβάλει στους αναιρεσίβλητους, κληρονόμους του αρχικού διαδίκου, το συνολικό ποσό των 79.814 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ως αποζημίωση για τη σωματική βλάβη που υπέστη ο δικαιοπάροχός τους από παράνομες πράξεις και παραλείψεις ιατρού του αναιρεσείοντος νοσοκομείου.
3. Επειδή, σύμφωνα με τις παρ.3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι παρ. αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, η παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), αν πρόκειται για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ, για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παρ. 3, ενώ αν το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς υπολείπεται των 40.000 ευρώ, η αίτηση αναίρεσης ασκείται απαραδέκτως χωρίς να ασκεί καμία επιρροή η τυχόν προβολή ισχυρισμών της πιο πάνω παρ. 3 (ΣτΕ 326/2017, 724/2017 κ.ά.). Αν το παραδεκτό της άσκησης αίτησης αναίρεσης εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 4877/2012 7μ., 4163/2012 7μ., 2182, 2582, 3994/2013, 329/2014, 3026/2017, 2196/2018 κ.α.). Εξάλλου, νομολογία «ανώτατου δικαστηρίου» κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 αποτελεί και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), από την οποία προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή ερμηνεία διάταξης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αντίθεση δε προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ νοείται μόνο όσον αφορά ζήτημα ερμηνείας διάταξης της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 111/2020, 2115/2019, 951/2018 7μ, 167/2017 7μ κ.ά.). Επί προβολής δε λόγου περί αντίθεσης προς τη νομολογία, η αντίθεση πρέπει να αφορά το ίδιο νομικό ζήτημα και όχι παραπλήσιο ή ανάλογο (ΣτΕ 2678/2019, 696/2015 κ.ά.). Περαιτέρω, η ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής ως προς την οποία προβάλλεται ότι υφίσταται η αντίθεση μπορεί να διατυπώνεται στη μείζονα ή να συνάγεται από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων των οποίων γίνεται επίκληση (βλ. ΣτΕ 773, 1910/2019, 376/2020). Η αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (ΣτΕ 2678/2019, 1074/2018, 1378/2018, 696/2015 κ.ά.). Περαιτέρω, όταν με λόγο αναίρεσης πλήσσεται η παράλειψη του δικαστηρίου να εκφέρει ειδική αιτιολογία επιβαλλόμενη ως προϋπόθεση της νομιμότητας της κρίσης του από διατάξεις που θεσπίζουν τη σχετική διαδικαστικής φύσης υποχρέωση του δικαστηρίου, το ζήτημα που άγεται κατ΄ αναίρεση είναι νομικό. Στην περίπτωση αυτή, ως αντίθετες νοούνται οι αποφάσεις, με τις οποίες έχει κριθεί καθ΄ ερμηνείαν των ίδιων διατάξεων ότι απαιτείται η ειδική αυτή αιτιολογία (πρβ. ΣτΕ 442/2018, 1207-8/2019). Εξάλλου, στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός αναιρεσείοντες ή αναιρεσίβλητοι, για τον προσδιορισμό του ύψους του χρηματικού αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε καθέναν χωριστά (ΣτΕ 255/2020, 736/2017, 482/2015, 1413/2013, 1419/2012, 2150/2010, 3700/2009).
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις …2017, διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Με την αίτηση αυτή άγεται κατ΄ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο που αντιστοιχεί στο επιδικασθέν υπέρ των αναιρεσιβλήτων χρηματικό ποσό, αυτοτελώς λαμβανόμενο υπόψη για κάθε αναιρεσίβλητο χωριστά. Όπως δε προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα παραδεκτώς λαμβανόμενα υπόψη κατ΄ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα, ο ασκήσας την ένδικη αγωγή … απεβίωσε στις …..2016, πριν από τη συζήτηση των αντίθετων εφέσεων των διαδίκων ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, η οποία έλαβε χώρα στις ….2016. Κατόπιν τούτου, οι ήδη αναιρεσίβλητοι …. του … και … χήρα …. κατέστησαν διάδικοι στη δίκη ενώπιον του διοικητικού εφετείου ως κληρονόμοι του αρχικώς ενάγοντος, επιδικάστηκε δε υπέρ αυτών το ποσό των 79.814 ευρώ, επιμεριζόμενο κατά το ποσοστό της κληρονομικής μερίδας του καθενός και συγκεκριμένα κατά 75% στον πρώτο αναιρεσίβλητο και κατά 25% στη δεύτερη των αναιρεσιβλήτων. Επομένως, το ποσό της διαφοράς ως προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων ανέρχεται σε 59.860,50 ευρώ και ως προς τη δεύτερη των αναιρεσιβλήτων σε 19.953,50 ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη καθ΄ ο μέρος ασκείται κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης, ανεξαρτήτως προβολής ισχυρισμών περί αντίθεσης προς τη νομολογία ή περί ανυπαρξίας νομολογίας, λόγω του ότι το ποσό της διαφοράς ως προς τη διάδικο αυτή υπολείπεται του νόμιμου κατωτάτου ορίου των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, για το παραδεκτό της κρινόμενης αίτησης καθ΄ ο μέρος αυτή ασκείται κατά του πρώτου αναιρεσίβλητου απαιτείται προβολή ισχυρισμών περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία ή έλλειψη νομολογίας σχετικά με νομικό ζήτημα που τίθεται με βάση τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης και τα κριθέντα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων …., στις …..2008 και σε ηλικία …. ετών, εισήλθε στην οφθαλμολογική κλινική του αναιρεσείοντος νοσοκομείου και υποβλήθηκε σε εγχείριση καταρράκτη αριστερού οφθαλμού (…..) με τοπική αναισθησία και τη μέθοδο της φακοθρυψίας και τοποθέτησης ενδοφακού. Την επέμβαση διενήργησε ο …., ιατρός και διευθυντής της Οφθαλμολογικής Κλινικής του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, με βοηθό τον ειδικευόμενο ιατρό ….. Ο ασθενής παρέμεινε νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο έως τις ….2008, οπότε εξήλθε με τη σύσταση για επανεξέταση στις ….2008. Στις ….2008, ο ανωτέρω ασθενής, παραπονούμενος για τη μείωση της όρασής του στον χειρουργηθέντα αριστερό οφθαλμό του, εξετάστηκε από τον ιδιώτη χειρουργό οφθαλμίατρο …., ο οποίος διέγνωσε «οπτική οξύτητα ….: μέτρηση δακτύλων προ οφθαλμού … βυθοσκόπηση ….: πυκνή ενδοϋαλοειδική αιμορραγία» και συνέστησε έλεγχο του βυθού του οφθαλμού με υπερήχους. Κατά την προγραμματισμένη επανεξέταση του ασθενούς στο αναιρεσείον νοσοκομείο στις …..2008, ο θεράπων ιατρός …. διαπίστωσε αιμορραγία υαλοειδούς αριστερού οφθαλμού (….) και παρέπεμψε τον ασθενή σε εξειδικευμένη κλινική της Θεσσαλονίκης για τη διενέργεια υπέρηχου και O.C.T.- φασματικής οπτικής τομογραφίας, λόγω του ότι η οφθαλμολογική κλινική του αναιρεσείοντος νοσοκομείου δεν διέθετε τα κατάλληλα τεχνικά μέσα. Κατά την εξέταση αυτή, ο ιδιώτης χειρουργός οφθαλμίατρος …. προέβη στην εξής διάγνωση: «….: Οπίσθια αποκόλληση υαλοειδούς. Ενδοϋαλοειδικές θολερότητες (αιμορραγίες). Δεν παρατηρείται αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς». Στη συνέχεια, ο ασθενής, του οποίου η όραση από τον αριστερό οφθαλμό εξακολουθούσε να μην παρουσιάζει βελτίωση, μετέβη στο Νοσοκομείο ….. & …. του Λονδίνου όπου διαγνώστηκε με «αριστερή υαλώδη αιμορραγία, παρεπόμενη ενδεχομένως από διάτρηση του βολβού του ματιού από βελόνα τοπικής νάρκωσης» και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση από τον ιατρό ….. … στις …..2008. Ο τελευταίος γνωμάτευσε ότι «έγινε τομή υαλοειδούς που έδειξε μια διάχυτη υαλοειδή αιμορραγία και μη αποκόλληση της κηλίδας του οφθαλμού. Η αριστερή ωχρή κηλίδα του αμφιβληστροειδούς έδινε την εντύπωση συνέχειας υποβόθριου αποτυπώματος βελόνας απευθείας μέσω του κεντρικού βοθρίου από την κάτω κροταφική έως την άνω ρινική κατεύθυνση», ότι κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο ο ασθενής εμφάνισε μια δευτερογενή αύξηση πίεσης, ότι η όραση περιορίστηκε στη μέτρηση δακτύλων συνεπεία της βλάβης και ότι ο δεξιός οφθαλμός έχει οπτική οξύτητα 60 ETDRS γραμμάτων, η οποία οφείλεται σε καταρράκτη. Στις …..2008 ο ασθενής επανεξετάστηκε από τον ίδιο ως άνω ιατρό ….., ο οποίος με την από 10.11.2008 οφθαλμολογική έκθεσή του, επισήμως μεταφρασμένη από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, επιβεβαίωσε την αρχική διάγνωση ότι υπήρχε «αιμορραγία υαλοειδούς σώματος αριστερού οφθαλμού δευτερεύουσα σε τεκμαιρόμενη τοπικής αναισθησίας βελόνας σφαιρική διάτρηση με επακόλουθο τον τραυματισμό της κηλίδας» και γνωμάτευσε ότι κατόπιν της υαλοειδεκτομής που πραγματοποιήθηκε στις …..2008 αποκαλύφθηκε ότι: «… στην αριστερή κηλίδα υπήρχε μια εμφάνιση σε συμφωνία με τη διαδρομή βελόνας στο υποβοθρίο άμεσα μέσω του κέντρου του βοθρίου από την κάτω μετωπική προς την άνω ρινική κατεύθυνση. Ο κ. …. έχει σχετικά μεγάλα μάτια με αξονικό μήκος 26,2 χιλιοστά. Αυτό πιθανόν να εξηγεί το γιατί ήταν μεγαλύτερος ο κίνδυνος ενός τραυματισμού από βελόνα με περί ή οπισθοβολβική έγχυση. Οι πληροφορίες αυτές θα έπρεπε εντούτοις να είναι διαθέσιμες στον αναισθησιολόγο που εκτελούσε την έγχυση όπως αντλείται από τη συνήθως διενεργούμενη βιομετρία που χρησιμοποιείται για να καθορίσει το μόσχευμα των φακών που υιοθετείται … ενημερώθηκε ότι υφίσταται μια μικρή εκκεντρική σταθεροποίηση στον Α.Ο. που οδήγησε σε μια οπτική οξύτητα 6/40, ότι υφίσταται μια μόνιμη και μη αντιμετωπίσιμη ουλή μέσω του κέντρου του αριστερού βοθρίου που δεν αναμένεται να συνδεθεί με την βελτιωμένη όραση στο μέλλον, ενώ υπάρχει ένας μικρός κίνδυνος δευτερεύουσας νεοαγγειοποίησης και περαιτέρω απώλειας του κεντρικού πεδίου … Η τρέχουσα κατάσταση είναι ότι η πίεση ελέγχεται στα 20, ο αμφιβληστροειδής είναι πλήρως προσαρτημένος και ο οφθαλμός διευθετημένος χωρίς φάρμακα. … υποβλήθηκε σε ανεπίπλοκη εγχείριση καταρράκτη στο δεξιό οφθαλμό». Κατόπιν τούτων, ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ….., με την οποία προέβαλε ότι από ιατρικό σφάλμα, οφειλόμενο στη μη τήρηση των επιβαλλόμενων προτύπων επιμέλειας από τους διενεργήσαντες την επέμβαση ιατρούς της οφθαλμολογικής κλινικής του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη στην υγεία του, συνιστάμενη στην απώλεια της όρασής του από τον αριστερό οφθαλμό. Ισχυρίστηκε δε ότι, λόγω της βλάβης αυτής, ζημιώθηκε και υπέστη σωματική αλλά και ψυχική ταλαιπωρία (στενοχώρια και θλίψη) και ζήτησε ως αποζημίωση το ποσό των 5.963,84 ευρώ για τη θετική ζημία του που προκλήθηκε από την καταβολή των εξόδων μετάβασης και νοσηλείας στην οφθαλμολογική κλινική του Νοσοκομείου ….. …. … του Λονδίνου καθώς και το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως ή συνολικώς 3.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αποτίμηση των υπηρεσιών που του πρόσφερε η σύζυγός του, κατά το χρονικό διάστημα από ……2008 έως …..2009 κατά το οποίο δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί (να κινηθεί, να κάνει μπάνιο κ.λπ.). Ζήτησε, επίσης, να υποχρεωθεί το αναιρεσείον νοσοκομείο να του καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ). Για την απόδειξη των ισχυρισμών του, ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων προσκόμισε και επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων: α) την από …..2008 απάντηση του ιατρού …., διευθυντή της Οφθαλμολογικής Κλινικής του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία ο ασθενής «χειρουργήθηκε για αφαίρεση καταρράκτη αριστερού οφθαλμού στις …..2008. Η εγχείριση έγινε με τη μέθοδο της φακοθρυψίας υπό τοπική αναισθησία και έγινε ένθεση ενδοφακού οπίσθιου θαλάμου», β) την από …..2008 απάντηση του αναπληρωτή διευθυντή της ίδιας Κλινικής …., κατά την οποία «Σύμφωνα με τα πρακτικά του χειρουργείου … έγινε περιβολβική αναισθησία και στη συνέχεια κερατική προσπέλαση στον πρόσθιο θάλαμο. Πραγματοποιήθηκε καψουλόρηξη, υδροδιαχωρισμός και εξωπεριφερειακή αφαίρεση του πυρήνα με φακοθρυψία. Μετά από πλύση – αναρρόφηση εμφυτεύθηκε ενδοφακός οπίσθιου θαλάμου τύπου QATRIX CORNEAL με διοπτρική ισχύ 10 διοπτρίες», γ) την από …..2008 απάντηση του ιατρού ….., σύμφωνα με την οποία «Κατά το πρώτο στάδιο της εγχείρισης έγινε περιβολβική ένεση αναισθητικού και όχι οπισθοβολβική αναισθησία … Επηκολούθησε η εγχείριση αφαίρεσης του καταρράκτη … Ο ασθενής … μετά την πάροδο μερικών ημερών ήρθε στην κλινική παραπονούμενος για μείωση της όρασής του και αφού τον εξέτασα διαπίστωσα αιμορραγία υαλοειδούς και … τον παρέπεμψα σε κλινική της Θεσσαλονίκης για να κάνει υπέρηχο και O.C.T του αριστερού οφθαλμού προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έγινε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς χιτώνα αυτού … Ο ασθενής δεν εμφανίστηκε για να με ενημερώσει παρά μόνο μετά την πάροδο ενός ή δύο μηνών μου δήλωσε ότι πήγε στο Λονδίνο και υποβλήθηκε σε εγχείριση για την αφαίρεση της αιμορραγίας του υαλοειδούς … Μου είπε ότι κατά την άποψη του Άγγλου γιατρού … του τρυπήσαμε το μάτι με τη βελόνα κατά τη διάρκεια της τοπικής αναισθησίας … Εγώ του είπα ότι κακώς μετέβη στο Λονδίνο … διότι την εγχείριση που έκανε στο Λονδίνο εφόσον ήταν επιβεβλημένη μπορούσε να την κάνει και σε νοσηλευτικό ίδρυμα της Ελλάδας … Ο ασθενής είναι άτομο με υψηλή μυωπία με συνέπεια να είναι περισσότερο του δέοντος επιρρεπής σε μετεγχειρητικές επιπλοκές … Κατά το πρώτο στάδιο της επέμβασης δεν ακολουθήσαμε τη μέθοδο της αναισθησίας με σταγόνες … επειδή ο ασθενής ήταν φοβερά ανήσυχος με κίνδυνο να προκληθούν προβλήματα κατά τη διάρκεια της επέμβασης γι’ αυτό επιλέχθηκε η χρήση της περιβολβικής ένεσης αναισθητικού προκειμένου να επιτευχθεί ακινησία του οφθαλμού του», δ) τις από 30.4.2008 και 9.5.2008 αποδείξεις του Νοσοκομείου …. & .. …. του Λονδίνου ποσού 2.950 και 37,60 στερλινών, αντιστοίχως, και την …/…..2008 απόδειξη του ιατρού …… …ποσού 1.720 στερλινών (ήτοι 3.739,147 ευρώ, 47,895 ευρώ και σε 2.176,80 ευρώ, αντιστοίχως, συνολικά δε 5.963,842 ευρώ), ε) την 8023/19.10.2009 ένορκη βεβαίωση του πρώτου των αναιρεσιβλήτων και γιού του παθόντος ενώπιον της συμβολαιογράφου ……, ο οποίος κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι ο πατέρας του έχει πάθει κατάθλιψη γιατί δυσκολεύεται πολύ να διαβάσει, να γράψει, να δει τηλεόραση, να οδηγήσει και γενικά έχει μειωθεί η ποιότητα της ζωής του αφού βλέπει μόνο από το δεξί του μάτι και ότι μετά την εγχείριση, έχοντας απώλεια της όρασής του στο αριστερό μάτι και καταρράκτη στο δεξί, τον εξυπηρετούσε για δέκα περίπου μήνες (από 4.4.2008 έως 4.2.2009) η μητέρα του, η οποία συνεχώς όλο το 24ωρο εκτελούσε χρέη οικιακής βοηθού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε εν μέρει δεκτή η αγωγή και υποχρέωσε το αναιρεσείον νοσοκομείο να καταβάλει στον παθόντα το ποσό των 40.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 6.813,842 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που προκλήθηκε σε αυτόν από τη νοσηλεία και τα λοιπά έξοδά του στην αλλοδαπή και, τέλος, το ποσό των 3.000 ευρώ που αντιστοιχούσε στις υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, τις οποίες παρείχε η σύζυγός του κατά το χρονικό διάστημα από 4.4.2008 έως 4.2.2009, συνολικά δε (κατόπιν στρογγυλοποίησης) το ποσό των 49.814 ευρώ, με τον ισχύοντα νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής. Κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις από τον παθόντα – δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων αφενός και το αναιρεσείον νοσοκομείο αφετέρου ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής. Με την έφεσή του το αναιρεσείον επανέλαβε τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς του ότι κατά την εγχείριση δεν έλαβαν χώρα πλημμελείς ενέργειες ή παραλείψεις των ιατρών του, συνδεόμενες με τη βλάβη που υπέστη ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων και περαιτέρω επικαλέστηκε και προσκόμισε, το πρώτον κατ΄ έφεση, την ….. απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …..ς και την …. απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ……, ισχυριζόμενο ότι τα στοιχεία αυτά, ως οψιγενή, προσκομίζονται παραδεκτώς για ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Όπως βεβαιώνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την …. απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …… η οποία είχε καταστεί αμετάκλητη ως προς τον ειδικευόμενο ιατρό του αναιρεσείοντος νοσοκομείου …., ο τελευταίος αθωώθηκε διότι δεν αποδείχθηκε ότι προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια επί του σώματος του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης στον αριστερό οφθαλμό αυτού που πραγματοποιήθηκε στις …..2008, αλλά ο ρόλος του ήταν επικουρικός και συνίστατο στην παράδοση στον διενεργήσαντα την επέμβαση ιατρό …. των αναγκαίων εργαλείων. Με την ίδια απόφαση, ο τελευταίος (…..) κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της σωματικής βλάβης εξ αμελείας κατά τη διάρκεια της πιο πάνω επέμβασης. Ακολούθως, όμως, με την …. απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ………, η οποία κατέστη αμετάκλητη, το ποινικό δικαστήριο, επιληφθέν κατόπιν έφεσης κατά της …. απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …….., κήρυξε αθώο τον διενεργήσαντα την επέμβαση ιατρό ….. για τις πράξεις, για τις οποίες είχε καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή, όπως το περιεχόμενό της παρατίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κρίθηκε ότι η επελθούσα στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων σωματική βλάβη δεν συνδεόταν αιτιωδώς με τη συμπεριφορά αυτού κατά την διενεργηθείσα εγχείρηση καταρράκτη και, επομένως, ο εν λόγω ιατρός δεν ενήργησε κατά παράβαση των κανόνων της επιστήμης, δοθέντος ότι «η αποκόλληση υαλοειδούς είναι σύνηθες φαινόμενο μετά την υποβολή κάποιου σε εγχείρηση καταρράκτη και αυτή μπορεί να προκληθεί από διάφορες αιτίες, όπως από παλαιό τραύμα, από βελόνα, από μακροχρόνια λήψη αντιπηκτικών φαρμάκων, ενώ απαντάται ιδιαίτερα συχνά σε μύωπες και ηλικιωμένους ανθρώπους εξαιτίας εκφυλιστικών αλλαγών στην περιφέρεια του αμφιβληστροειδούς». Το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε κατ΄ αρχάς ότι ήταν δικαιολογημένη η προσκόμιση των πιο πάνω αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, το πρώτον κατ΄ έφεση, κατά το άρθρο 96 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, διότι οι δικαστικές αυτές αποφάσεις ήταν στοιχεία οψιγενή, αφού δεν υπήρχαν κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το διοικητικό δικαστήριο, όταν καλείται να διαπιστώσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (νπδδ), με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου για αντίστοιχη ποινική παράβαση του οργάνου του Δημοσίου ή του νπδδ, υποχρεούται, όμως, να εκτιμήσει αυτήν κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Ακολούθως, το δικάσαν δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πάνω αθωωτικών ποινικών αποφάσεων, δέχθηκε τα εξής: «ο εφεσίβλητος – εκκαλών στις ….-2008 κατά τη διάρκεια εγχείρισης για την αφαίρεση καταρράκτη από τον αριστερό οφθαλμό του, υποβλήθηκε σε τοπική αναισθησία με την έγχυση αναισθητικού με βελόνα. Η εν λόγω αναισθησία γίνεται είτε με περιβολβική είτε με οπισθοβολβική ένεση αναισθητικού είτε με σταγόνες κατ’ επιλογή του χειρουργού ιατρού, στον οποίο και μόνο εναπόκειται να αποφασίσει περί της τεχνικής που θα ακολουθήσει, χωρίς να στοιχειοθετείται οποιαδήποτε ευθύνη αυτού από την υιοθέτηση της μίας ή της άλλης τεχνικής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι κατά την εφαρμογή της επιλεγείσας τεχνικής ο ιατρός ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης καταβάλλοντας την οφειλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια του μέσου ιατρού, όπως είναι υποχρεωμένος, … προς επίτευξη του επιδιωκόμενου θεραπευτικού αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, προκρίθηκε η εφαρμογή τοπικής αναισθησίας με χρήση βελόνας και λόγω της ανατομίας των οφθαλμών του εφεσίβλητου – εκκαλούντος σύμφωνα με τις διενεργηθείσες βιομετρικές εξετάσεις σε συνδυασμό με την βεβαρυμένη κατάσταση αυτού, (υψηλή μυωπία, προχωρημένη ηλικία), γεγονός που συνομολογεί και το εκκαλούν – εφεσίβλητο, ο κίνδυνος τραυματισμού του από την βελόνα, ανεξαρτήτως της περιβολβικής ή οπισθοβολβικής έγχυσης αναισθησίας, ήταν αυξημένος. Από το γεγονός όμως ότι μετά την επέμβαση διαπιστώθηκε οπίσθια αποκόλληση υαλοειδούς και ενδοϋαλοειδική αιμορραγία συνάγεται ότι εξαιτίας της ως άνω μεθόδου αναισθησίας από εσφαλμένο χειρισμό και αστοχία κατά την εφαρμογή τοπικής αναισθησίας με βελόνα προκλήθηκε βλάβη του οφθαλμού του εφεσίβλητου – εκκαλούντος, την οποία ο χειρουργός ιατρός δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως ούτε κατά την διάρκεια της εγχείρησης, κατά την οποία όφειλε να καταβάλει τη μέγιστη προσοχή, αλλά ούτε και τις πρώτες ημέρες της μετεγχειρητικής του πορείας, αφού εξήλθε του νοσοκομείου με τη σύσταση να επανεξεταστεί στις ……-2008. Λόγω δε της πλημμελούς, κατά τα ανωτέρω, εκτέλεσης των καθηκόντων του ιατρού του διάδικου Νοσοκομείου που πραγματοποίησε τη χειρουργική επέμβαση, ο εφεσίβλητος εκκαλών υπέστη οπωσδήποτε ψυχική και σωματική ταλαιπωρία … ενώ κατόπιν της αστοχίας της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, αναγκάστηκε, με δική του πρωτοβουλία να μεταβεί σε νοσοκομείο του Λονδίνου, όπου στις …..-2008 υποβλήθηκε σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση (τομή υαλοειδούς – υαλοειδεκτομή) και διαπιστώθηκε ότι η αιμορραγία του υαλοειδούς σώματος του αριστερού οφθαλμού του προκλήθηκε από τη διάτρηση του βολβού του οφθαλμού αυτού από βελόνα τοπικής νάρκωσης, ενόψει του ότι η αριστερή ωχρή κηλίδα του αμφιβληστροειδούς έδινε την εντύπωση συνέχειας υποβοθρίου αποτυπώματος βελόνας απευθείας μέσω του κεντρικού βοθρίου από την κάτω κροταφική έως την άνω ρινική κατεύθυνση». Εκτιμώντας τα ανωτέρω, το διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι «ο πιο πάνω ιατρός, όργανο του εκκαλούντος – εφεσίβλητου νοσοκομείου, δεν επέδειξε την απαιτούμενη για γιατρούς επιμέλεια ώστε να εξαλείψει κάθε κίνδυνο οφειλόμενο στην επιλογή της τοπικής αναισθησίας με χρήση βελόνας και έτσι επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, κατά παράβαση των θεμελιωδών αρχών της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας» και ότι, ως εκ τούτου, «συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του εκκαλούντος – εφεσίβλητου νοσοκομείου, κατά τα άρθρα 105 -106 του ΕισΝΑΚ, ενόψει της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ανωτέρω παράνομης, ως ιατρικώς μη ενδεδειγμένης εκτέλεσης των καθηκόντων του προαναφερόμενου ιατρού, οργάνου του εκκαλούντος – εφεσίβλητου νοσοκομείου και της επελθούσας βλάβης της υγείας του εφεσίβλητου – εκκαλούντος». Κρίθηκε, επίσης, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο «δεν δεσμεύεται από την αθωωτική απόφαση του Πλημμελειοδικείου …….., την οποία απλώς συνεκτιμά προς διαμόρφωση της κρίσης του, διότι εν προκειμένω πρόκειται για διαφορετική διαδικασία από την ποινική, που αφορά διαφορετικά πρόσωπα…». Ακολούθως, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων υπέστη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, αφού μειώθηκε ουσιωδώς η λειτουργικότητα του αριστερού οφθαλμού του και, επιπλέον, αναγκάστηκε, κατόπιν της αστοχίας της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, να μεταβεί με δική του πρωτοβουλία σε νοσοκομείο του Λονδίνου όπου υποβλήθηκε σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση (τομή υαλοειδούς- υαλοειδεκτομής), διακατεχόμενος από εύλογο φόβο και ανησυχία για τη δυνατότητα ή μη λειτουργικής αποκατάστασης της όρασής του. Λαμβάνοντας δε υπόψη τη φύση και τις επιπτώσεις της αναπηρίας του παθόντος στην καθημερινότητά του, στην κοινωνική του ζωή και στις δραστηριότητές του εν γένει, καθώς επίσης, και την αποκλειστική υπαιτιότητα των οργάνων του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να επιδικαστεί στον παθόντα και ήδη στους κληρονόμους του ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 70.000 ευρώ αντί του ποσού των 40.000 ευρώ που του είχε επιδικαστεί πρωτοδίκως. Με τις ανωτέρω σκέψεις και παραδοχές το διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, δέχθηκε εν μέρει την έφεση των αναιρεσιβλήτων, που συνέχισαν τη δίκη ως κληρονόμοι του αρχικώς ενάγοντος – παθόντος, και μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση.
6. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, διότι παρέβλεψε και έθεσε εν αμφιβόλω την …/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου …., με την οποία ο ιατρός του νοσοκομείου ….. αθωώθηκε αμετακλήτως από το ποινικό αδίκημα της πρόκλησης σωματικής βλάβης εξ αμελείας στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων κατά τη νοσηλεία του τελευταίου στο αναιρεσείον νοσοκομείου για την αφαίρεση καταρράκτη από τον αριστερό οφθαλμό του, αφού δέχθηκε, αντιθέτως προς την πιο πάνω ποινική απόφαση, ότι ο ιατρός ….. προέβη σε εσφαλμένο χειρισμό της βελόνας κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης που έλαβε χώρα στον αριστερό οφθαλμό του δικαιοπαρόχου τους στις …..2008 και, ακολούθως, παρέλειψε να διαπιστώσει εγκαίρως τη βλάβη που προκάλεσε με τον εσφαλμένο αυτό χειρισμό προκαλώντας έτσι δραματική μείωση της όρασης του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων στον αριστερό οφθαλμό του. Συγκεκριμένα, το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι το αθωωτικό αποτέλεσμα της πιο πάνω ποινικής απόφασης αγνοήθηκε και αμφισβητήθηκε από το δικάσαν δικαστήριο όταν αυτό, κρίνοντας για την ίδια ακριβώς συμπεριφορά του ίδιου προσώπου που αθωώθηκε αμετακλήτως από το ποινικό δικαστήριο με βάση τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα ακριβώς αντίθετο από αυτό του ποινικού δικαστηρίου. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης ως προς το ζήτημα που τίθεται με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον προβάλλει ότι από το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει η αντίθεσή της προς τα κριθέντα με την 1992/2016, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, την 124/2017 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ) και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.9.2011 Hrdalo κατά Κροατίας. Όπως προκύπτει από την 1992/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το διατακτικό της απόφασης αυτής στηρίζεται σε κρίση αναγόμενη στην ερμηνεία της παρ. 1 του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (αρχή ne bis in idem, βλ. σκέψη 24 της απόφασης) και όχι στην ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ρητώς δε αναφέρεται στη σκέψη 14 της ίδιας απόφασης ότι οι επιταγές του ne bis in idem υπερκαλύπτουν κατ΄ ουσίαν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας (του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), στο μέτρο που έχουν ως αυτόθροη συνέπεια τον τερματισμό της δικαστικής διαδικασίας που έπεται της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης. Συνεπώς, αβασίμως ισχυρίζεται το αναιρεσείον νοσοκομείο ότι μπορεί να τεθεί ζήτημα αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς την απόφαση αυτή για ζήτημα που ανάγεται στην ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, στην 124/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκφέρεται η εξής κρίση : «… το διοικητικό δικαστήριο ή το διοικητικό όργανο οφείλει να απόσχει από τη διατύπωση κρίσης ή και αιτιολογίας, η οποία θα έθετε εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της οικείας ποινικής διαδικασίας …η διαδικαστική αυτή εγγύηση δεν παραβιάζεται όταν η μεταγενέστερη της αθωωτικής απόφασης διαφορετική δικαστική κρίση στηρίζεται σε διαφορετική νομική βάση και αφορά σε άλλη μορφή ή άλλο χαρακτήρα ευθύνης του αθωωθέντος με συνέπεια να παρουσιάζει αυτοτέλεια σε σχέση με την ποινική διαδικασία … Η δέσμευση του Ελεγκτικού Συνεδρίου από την αθωωτική ποινική απόφαση συντρέχει αποκλειστικά και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώχθηκε ποινικά το προτεινόμενο προς καταλογισμό πρόσωπο, αλλά αθωώθηκε, έστω και λόγω αμφιβολιών, ταυτίζονται πλήρως με αυτά στα οποία στηρίζεται ο καταλογισμός του». Με το σκεπτικό δε αυτό το Ελεγκτικό Συνέδριο δέχθηκε ότι «δεν μπορεί να αποστεί από την αθωωτική κρίση του ποινικού δικαστηρίου ως προς το ότι η ήδη αναιρεσίβλητη δεν τέλεσε τις αποδιδόμενες σε αυτήν ποινικά κολάσιμες πράξεις, που έχουν την ίδια αντικειμενική υπόσταση με τις αποδοθείσες σ΄ αυτήν με την καταλογιστική απόφαση παράνομες πράξεις, οι οποίες αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία πρόκλησης του ελλείμματος στη διαχείριση του Ε.Ο.Φ.». Η κρίση, όμως, αυτή του ΕΣ εκφέρεται καθ΄ ερμηνείαν της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με τις ρητώς μνημονευόμενες στην πιο πάνω απόφαση διατάξεις των άρθρων 17, 18, 32 και 35 του ν.δ/τος 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία καταλογισμού ελλείμματος σε βάρος δημόσιου υπολόγου. Με τα δεδομένα αυτά, το ζήτημα που επέλυσε το ΕΣ με την πιο πάνω απόφασή του κατόπιν συνδυαστικής ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων δεν είναι το ίδιο με το τιθέμενο στην υπό κρίση περίπτωση ζήτημα, το οποίο ανάγεται στην ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 105 -106 του ΕισΝΑΚ. Επομένως, αβασίμως προβάλλεται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς την 124/2017 απόφαση της Ολομέλειας του ΕΣ. Με την απόφαση της 27ης.9.2011 Hdarlo κατά Κροατίας (αρ. προσφ. 23272/2007) το ΕΔΔΑ ερμηνεύει τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ καθορίζοντας το εννοιολογικό της περιεχόμενο, το πεδίο εφαρμογής της, καθώς και το τι συνιστά παραβίασή της, αποτυπώνοντας πάγια νομολογία του, η οποία θα εκτεθεί αναλυτικώς σε επόμενες σκέψεις, προκειμένου να ελεγχθεί αν η ερμηνευτική κρίση που συνάγεται από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για την ίδια διάταξη τελεί σε αντίθεση προς την πιο πάνω νομολογία του ΕΔΔΑ.
7. Επειδή, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι από το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας συνάγεται υποχρέωση του διοικητικού δικαστηρίου να αιτιολογεί ειδικώς την κρίση του αν αυτή είναι διαφορετική από την κρίση αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο βιοτικό συμβάν. Κατά το αναιρεσείον νοσοκομείο το δικάσαν δικαστήριο δεν τήρησε την υποχρέωση αυτή, αφού κατέληξε σε κρίση που αφίσταται της κρίσης του ποινικού δικαστηρίου, παραλείποντας να διαλάβει την απαιτούμενη από τη διάταξη αυτή του ΚΔΔ αιτιολογία. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης ως προς το ζήτημα που τίθεται με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι η πλημμελής τήρηση της πιο πάνω υποχρέωσης εκ μέρους του δικάσαντος δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του που διαφοροποιείται από την αθωωτική κρίση του ποινικού δικαστηρίου καθιστά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντίθετη προς τις 1608/2016, 572/2013, 2521/2008 και 3380/2007 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τις 1608/2016 και 2521/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν ζητήματα αναγόμενα μεν στην ερμηνεία του άρθρου 5 του ΚΔΔ αλλά διαφορετικά από το ζήτημα που τίθεται με την κρινόμενη αίτηση. Για τον λόγο αυτό ο ισχυρισμός περί αντίθεσης ως προς τις αποφάσεις αυτές είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τις 572/2013 και 3380/2007 αποφάσεις ερμηνεύθηκε η παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όπως η παρ. 2 ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), και κρίθηκε ότι υφίσταται η πιο πάνω διαδικαστικής φύσης υποχρέωση των διοικητικών δικαστηρίων να αιτιολογήσουν ειδικώς τη σχετική κρίση τους αν αυτή αφίσταται αθωωτικής κρίσης αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, πρέπει να ερευνηθεί αν από το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει η αντίθεσή της προς τις αποφάσεις αυτές.
8. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …». Στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων, εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, καθώς και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή από παραλείψεις οφειλομένων υλικών ενεργειών αυτών, στις περιπτώσεις που αυτές προέρχονται από την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου του που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. (ΣτΕ 156/2022 7μ., 1774/2020, 4691/2014, 877/2013 7μ., 2976/2006 7μ.). Περαιτέρω, κατά τις ίδιες διατάξεις, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης αποτελεί και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και προκάλεσε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζημιογόνο αποτέλεσμα. (ΣτΕ 156/2022 7μ., 252, 1774/2020, 877/2013 7μ.). Εξάλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. υποχρεούνται σε αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής περιουσιακής ζημίας, τα δε δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επιπλέον, να επιδικάζουν σε βάρος τους εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, ψυχικής οδύνης της οικογένειας του θύματος, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ. (Σ.Ε. 156/2022 7μ., 1774/2020).
9. Επειδή, περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ, ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του…». Το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή, έχει δεχθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της δεν περιορίζεται στις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν κατά συγκεκριμένου προσώπου, αλλά εκτείνεται και στις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν το πρόσωπο αυτό και λαμβάνονται μετά την παύση των διώξεων ή μετά την απαλλαγή του. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, απαιτείται η ποινική διαδικασία να συνδέεται κατ΄ ουσίαν προς τη δικαστική διαδικασία που έπεται αυτής, ανεξαρτήτως αν αυτή η διαδικασία έχει ποινική φύση ή όχι. Τέτοιος σύνδεσμος υπάρχει μεταξύ της ποινικής διαδικασίας που καταλήγει σε αθώωση ή απαλλαγή του κατηγορουμένου ως προς πράξεις ή παραλείψεις που επέφεραν βλάβη στο θύμα και της δικαστικής διαδικασίας αστικής φύσης που ανοίγεται όταν το θύμα διεκδικεί αποζημίωση για τη ζημία ή βλάβη που υπέστη εξαιτίας των ανωτέρω πράξεων ή παραλείψεων του αθωωθέντος. Συγκεκριμένα, ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται είτε η αστική αξίωση συνδέεται ευθέως με τις πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις [βλ. αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) της 11ης.5.2003 Υ. κατά Νορβηγίας (αρ.προσφυγής 56568/2000) και Ringvold κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 34964/1997), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ. προσφυγής 50172/2006), της 11ης.2.2014 Vella κατά Μάλτας (αρ. προσφυγής 69122/2010)], είτε εμμέσως, ως απότοκο αυτών [βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 3ης.10.2019 Fleischner κατά Γερμανίας (αρ.προσφυγής 61985/2012), βλ. και ΑΠ 4/2020 σε πλήρη Ολομέλεια], είτε όταν ενάγεται τρίτος, ο οποίος καθίσταται υπόχρεος δυνάμει διάταξης νόμου να καταβάλει αποζημίωση για πράξη ή παράλειψη προσώπου το οποίο τεκμαίρεται αθώο κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ΕΣΔΑ [βλ. απόφαση της 12ης.4.2012 Lagardere κατά Γαλλίας (αρ. προσφυγής 18851/2007)]. Συνεπώς, η έλλειψη ταυτότητας διαδίκων μεταξύ της προηγηθείσας ποινικής δικαστικής διαδικασίας και της διοικητικής δίκης δεν αποκλείει την εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας στη διοικητική δίκη που έπεται της αμετάκλητης αθώωσης του ενδιαφερομένου (βλ. ΣτΕ 156/2022 7μ.).
10. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας εκτείνεται και στις δίκες που ανοίγονται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του Δημοσίου ή των νπδδ, αν υφίσταται ο απαιτούμενος κατά τα ανωτέρω σύνδεσμος μεταξύ της διοικητικής δίκης που αφορά την αστική ευθύνη του Δημοσίου ή του νπδδ από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων τους και της ποινικής δίκης που καταλήγει στην έκδοση «τελικής» απόφασης περί αθώωσης των οργάνων αυτών. Για τη διαπίστωση αν υφίσταται ο σύνδεσμος αυτός λαμβάνεται υπόψη ότι η αθώωση του φυσικού προσώπου – οργάνου του Δημοσίου ή του νπδδ επηρεάζει άμεσα το τελευταίο, αφού η επιδίωξη των δημόσιων σκοπών του επιτυγχάνεται μέσω των οργάνων του. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι στην περίπτωση αυτή το εναγόμενο Δημόσιο ή το νπδδ μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της αθωότητας που απορρέει από την αθώωση του οργάνου του όσον αφορά τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων που αντιστοιχούν στις αποδιδόμενες από τον ζημιωθέντα πράξεις ή παραλείψεις [πρβ. την πιο πάνω απόφαση της 12ης.4.2012 Lagardere κατά Γαλλίας (αρ. προσφυγής 18851/2007)]. Στην ειδικότερη περίπτωση μάλιστα που ενάγεται νοσοκομείο, το τελευταίο μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο αθωότητας ιατρού του, ο οποίος έχει αθωωθεί ή απαλλαγεί από ποινικά αδικήματα αντίστοιχα με τις αποδιδόμενες στο εναγόμενο νοσοκομείο πράξεις ή παραλείψεις, διότι η εκ μέρους του νοσοκομείου παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού της ζωής και της υγείας κατά τρόπο αποτελεσματικό και σύμφωνο με το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος συνδέεται άμεσα με την επιστημονική επάρκεια και επαγγελματική αξιοπιστία των φυσικών προσώπων, στα οποία το νοσοκομείο έχει αναθέσει την εκπλήρωση του ανωτέρω δημόσιου σκοπού (πρβ. ΑΠ Ποιν. 468/2017), το δε νοσοκομείο υποχρεούται να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των φυσικών αυτών προσώπων – οργάνων του (βλ. ΣτΕ 156/2022 7μ.).
11. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αφορά το πρόσωπο που αθωώθηκε, δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του προσώπου αυτού, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας εγείρεται αν από την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως προκύπτει ότι η αθωωτική απόφαση αγνοήθηκε παντελώς ή αν η κρίση που εξέφερε το πιο πάνω δικαστήριο ισοδυναμεί επί της ουσίας με διαπίστωση της ενοχής του ενδιαφερόμενου, οι όροι δε που χρησιμοποιούνται στη δικαστική απόφαση έχουν κρίσιμη σημασία [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 27ης.9.2007 Β. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος (αρ. προσφ. 3552204), της 12ης.7.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. προσφυγής 25424/2009), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ.προσφυγής 50172/2006), της 30ης.4.2015 Καπετάνιος κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγών 3453, 42941/2012 και 9028/2013), της 3ης.10.2019 Fleischner κατά Γερμανίας (αρ. προσφυγής 61985/2012), βλ. επίσης την απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης.9.2011 Hdarlo κατά Κροατίας (αρ. προσφ. 23272/2007), την οποία επικαλείται το αναιρεσείον]. Συνεπώς, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει υποχρέωση του επιλαμβανόμενου μετά την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης να καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το ποινικό δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό υποχρεούται, ωστόσο, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική αθωωτική ποινική απόφαση, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Περαιτέρω, αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης (βλ. ΣτΕ 156/2022 7μ., 897/2021, 138/2021, 951/2018 7μ., και ΑΠ 4/2020 Πλήρους Ολομ, 83/2021). Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του κρίσης σχετικά με τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή παράλειψης, το ανωτέρω δικαστήριο δεν αποκλείεται να στηριχθεί και σε στοιχεία που δεν είχε λάβει υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή στο διαφορετικό βαθμό απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που ισχύει στην ενώπιόν του δίκη σε σχέση με αυτόν που ισχύει στην ποινική δίκη [βλ. ΣτΕ 156/2022 7μ., 297/2019, 951/2018 7μ, 434, 167-169/2017 7μ, 1992/1996 7μ, 2403/2015, πρβ. ΑΠ Ολομ 4/2020, βλ. και αποφάσεις ΕΔΔΑ της 12ης.7.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. προσφυγής 25424/2009), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ.προσφυγής 50172/2006), της 30ης.4.2015 Καπετάνιος κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγών 3453, 42941/2012 και 9028/2013)]. Επομένως, το τεκμήριο της αθωότητας επιβάλλει στο διοικητικό δικαστήριο, όταν αυτό κρίνει επί αγωγής αποζημίωσης, με την οποία εγείρεται αξίωση κατά του Δημοσίου ή νπδδ, βάση της οποίας είναι πράξη ή παράλειψη οργάνου του που έχει τα συστατικά του ποινικού αδικήματος για το οποίο αθωώθηκε το όργανο αυτό, να μην καταλήγει σε κρίσεις και παραδοχές που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής απόφασης, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως με την επίκληση ότι η αθωότητα του κατηγορούμενου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του ποινικού δικαστηρίου για την αθωότητά του ή ότι η αιτιολόγηση της ποινικής απόφασης είναι ελλιπής ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, επίσης, να αποφεύγει χαρακτηρισμούς και κρίσεις, καθώς και χρήση λέξεων και εκφράσεων που ισοδυναμούν με καταλογισμό ποινικής ευθύνης για τα ποινικά αδικήματα για τα οποία αθωώθηκε το όργανο του εναγομένου και δεν άπτονται του αντικειμένου της διοικητικής δίκης. Επομένως, ο ανωτέρω κανόνας υπερνομοθετικής ισχύος δεν παραβιάζεται όταν το διοικητικό δικαστήριο καταλήγει, κατόπιν εκτίμησης των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη από το ποινικό δικαστήριο, σε αποδεικτικό πόρισμα αντίθετο από αυτό που υιοθέτησε η προηγηθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την ίδια συμπεριφορά του οργάνου του Δημοσίου ή του νπδδ, εκτός αν κατά την εκφορά της σχετικής κρίσης του το διοικητικό δικαστήριο αμφισβητεί την ορθότητα της ποινικής απόφασης ή διατυπώνει κρίση για την ενοχή του ιατρού ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος για το οποίο αθωώθηκε. Βεβαίως, η συμπλήρωση των αποδείξεων και η εκτίμηση από το διοικητικό δικαστήριο πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων, πέραν αυτών που εκτιμήθηκαν από το ποινικό δικαστήριο, καθιστά το διαφορετικό συμπέρασμα του διοικητικού δικαστηρίου περισσότερο δικαιολογημένο [βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 27.9.2007 του ΕΔΔΑ Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (αρ. προσφ. 35522/2004), της 25.9.2008 Παραπονιάρης κατά Ελλάδας (αρ. προσφ. 42132/2006), της 19.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ. προσφ. 50172/2006), της 3.10.2019 Fleischner κατά Γερμανίας (αρ. προσφ. 61985/2012), ΑΠ 4/2020 πλήρους Ολομέλειας].
12. Επειδή, περαιτέρω, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως η παρ. 2 ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζήτησης της υπό κρίση υπόθεσης ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου στις 27.9.2016, πριν η παρ. αυτή αντικατασταθεί με το ισχύον από 22.12.2016 άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α’ 240/22.12.2016, βλ. άρθρο 32 του νόμου αυτού και ΣτΕ 359/2020 Ολομ, 2196/2019, 951/2018 7μ, 458/2018) ορίζεται ότι: «1. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων, κατά το μέρος που αυτές αποτελούν δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σχετικές διατάξεις. 2. Τα δικαστήρια δεσμεύονται, επίσης, από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων, καθώς και από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη».
13. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ΚΔΔ, το διοικητικό δικαστήριο, όταν δικάζει αγωγή με βάση τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω παράνομων πράξεων ή παραλείψεων οργάνου τους, δεν δεσμεύεται από προηγηθείσα απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία το πιο πάνω όργανο κηρύσσεται αθώο ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αντίστοιχου με τις πράξεις ή παραλείψεις που επικαλείται ο ενάγων ως πραγματική βάση της αγωγικής του αξίωσης, υποχρεούται, όμως, να εκτιμήσει την αθωωτική αυτή απόφαση κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Τούτο δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητώς, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. ΣτΕ 1140/2017, 572/2013, 1900, 2026/2009, 1873, 2845, 3380/2007, 4306/2005).
14. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες σκέψεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ευθεία ή έμμεση ερμηνευτική κρίση για τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ τελούσα σε αντίθεση προς τις αντίστοιχες ερμηνευτικές κρίσεις των δικαστικών αποφάσεων που επικαλείται ως αντίθετες το αναιρεσείον. Τούτο διότι, το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη την αμετάκλητη ποινική απόφαση, με την οποία αθωώθηκε ο διενεργήσας την ένδικη επέμβαση θεράπων ιατρός και τη συνεκτίμησε με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Στη συνέχεια δε το δικάσαν διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι συντελέστηκαν οι περιγραφόμενες στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (βλ. 5η σκέψη) παράνομες πράξεις και παραλείψεις εκ μέρους του συγκεκριμένου ιατρού (εσφαλμένος χειρισμός της βελόνας κατά την εφαρμογή της τοπικής αναισθησίας και μη διαπίστωση της προκληθείσας από το εν λόγω ιατρικό σφάλμα βλάβης, τόσο κατά τη διάρκεια της επέμβασης, όσο και μετεγχειρητικώς), αποκλίνοντας από τις αντίστοιχες παραδοχές και σκέψεις της ποινικής απόφασης, κατά τρόπο, όμως, που δεν έθεσε εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα που απέρρεε από την τελευταία αυτή απόφαση, δεδομένου ότι δεν αμφισβήτησε την ορθότητά της ούτε υπεισήλθε στο ζήτημα της τέλεσης ή μη του ποινικού αδικήματος της σωματικής βλάβης εξ αμελείας εκ μέρους του εν λόγω ιατρού. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το αναιρεσείον ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς την απόφαση Hdarlo κατά Κροατίας, δηλαδή την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, προβάλλεται αβασίμως. Για τον λόγο αυτό, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης κατά τον οποίο η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκφέρει κρίση κατά παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, είναι δε για τον ίδιο λόγο και αβάσιμος.
15. Επειδή, περαιτέρω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικάσαν δικαστήριο, το οποίο κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από αυτό του ποινικού δικαστηρίου ως προς τη διάπραξη ιατρικού σφάλματος από τον προαναφερόμενο ιατρό του αναιρεσείοντος νοσοκομείου κατά την αντιμετώπιση του ένδικου ιατρικού περιστατικού, αιτιολόγησε τη διαφορετική αυτή κρίση του με αναφορά σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο παρέλειψε, σε αντίθεση προς τα κριθέντα με τις 572/2013 και 3380/2007 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, να τηρήσει την επιβαλλόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ διαδικαστικής φύσης υποχρέωσή του να αιτιολογήσει ειδικώς την πιο πάνω κρίση του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση. Και
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος νοσοκομείου τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, η οποία ανέρχεται συνολικώς σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου 2020 και στις 10 Φεβρουαρίου 2022
Η Προεδρεύουσα ΣύμβουλοςΗ Γραμματέας
και μετά την αποχώρησή της
Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Άννα ΚαλογεροπούλουΕιρήνη Δασκαλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9ης Αυγούστου 2022.
Η Πρόεδρος του Β´ Θερινού ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Α´ Τμήματος
Μαρίνα-Ελένη ΚωνσταντινίδουΕιρήνη Δασκαλάκη
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.
Αθήνα, ……………………………………….
Η Πρόεδρος του Α΄ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Α΄ Τμήματος