ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 280/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ: Περιουσιακών Διαφορών
(Ανακοπή άρθρου 933 του ΚΠολΔ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Ευθυμία Γαλανή, Πρωτόδικη Ειδικής Επετηρίδας, που ορίστηκε με πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Δικαστηρίου, Προέδρου Πρωτοδικών Ιωαννίνων, και τη Γραμματέα Αλεξάνδρα Ζούγκου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 19η Μαρτίου 2025, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Περιστεριού Αττικής επί της οδού …, με Α.Φ.Μ. ., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της, Χριστίνα Α. Θεμελή, κάτοικο Ιωαννίνων επί της οδού Δωδώνης αριθμός 5 (Α.Μ. 510 του Δ.Σ. Ιωαννίνων).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» (Ντοβαλιου Γκρις Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) και το διακριτικό τίτλο «doValue Greece», πρώην με την επωνυμία «ΕUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΕΦΠΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ) και το διακριτικό τίτλο «ΕΟΚΟΒΑΝΚ FINANCIAL PLANNING SERVICES» (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΦΑΪΝΑΝΣΙΑΛ ΠΛΑΝΙΝΓΚ ΣΕΡΒΙΣΙΣ), η οποία εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, επί της οδού Κύπρου αριθμός 27 και Αρχιμήδους, με Α.Φ.Μ. . της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον ν. 4354/2015, δυνάμει της με αριθ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [(υπ’ αριθ. 880/16.03.2017, Φ.Ε.Κ. (τ. Β’)], η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FRONTIER II ISSUER DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (ΦΡΟΝΤΙΕΡ 2 ΙΣΣΟΥΕΡ ΝΤΕΖΙΓΚΝΕΙΤΙΝΤ ΑΚΤΙΒΙΤΙ ΚΟΜΠΑΝΙ), που εδρεύει στην Ιρλανδία (οδός Denzille Lane, 2ος όροφος, Palmerston House, Δουβλίνο 2), με αριθμό μητρώου 717695, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» (Α.Φ.Μ. . της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις ν. 3156/2003, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της, Απόστολο Αλ. Υφαντή, κάτοικο Ιωαννίνων επί της οδού Π. Μελά αριθμός 8 (Α.Μ. 567 του Δ.Σ. Ιωαννίνων).
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 03.12.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./03-12-2024 ανακοπή της, που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των ανωτέρω διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή και κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής η ανακόπτουσα, ζητεί, για τους αναφερόμενους στο ιστορικό της λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ./04-11-2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, .., που της κοινοποιήθηκε στις 08.11.2024, και δυνάμει της οποίας κατασχέθηκε το λεπτομερώς περιγραφόμενο στο δικόγραφο της ανακοπής ακίνητο της ιδιοκτησίας της [στο δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί του υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΕΝΑ (1-1) διαμερίσματος του ισογείου ορόφου οικοδομής που κείται στα Ιωάννινα επί της οδού .], για την ικανοποίηση απαίτησης της καθ’ ης, του οποίου (ακινήτου) επισπεύδεται, με την ανωτέρω κατασχετήρια έκθεση, αναγκαστικός πλειστηριασμός την 18η.06.2025, ενώπιον της πιστοποιημένης για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων, ., άλλως, δε, και όλως επικουρικώς ζητεί να διορθωθεί η ως άνω κατασχετήρια έκθεση ως προς την αξία του κατασχεμένου ακινήτου και την τιμή πρώτης προσφοράς του. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη και την αμοιβή της πληρεξουσίου Δικηγόρου της.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτά, μετά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και την κατάργηση των Ειρηνοδικείων σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 ν. 5108/2024 (ΦΕΚ Α’ 65/2.5.2024) με έναρξη ισχύος από 16.09.2024 (άρθρο 76 παρ. 2α του αυτού νόμου), εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, δεδομένου ότι το κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3 εδ. α’ του ΚΠολΔ, ως ειδικότερα η παρ. 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 του ν. 5134/2024, ΦΕΚ Α’ 146, και έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 1 του αυτού νόμου, από τη 16.09.2024, και άρθρο 14 παρ. 8 του ν. 5108/2024), προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή, που είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015, ισχύει μετά την εκ νέου αντικατάστασή της από το άρθρο 59 του ν. 4842/2021, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. β’ του ν. 4842/2021, κατά την οποία το άρθρο 937, όπως τροποποιείται με το άρθρο 59, εφαρμόζεται για τις αποφάσεις που θα δημοσιευτούν μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ήτοι μετά την 01η.01.2022 (άρθρο 120 ν. 4842/2021)], δοθέντος ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η ένδικη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, έλαβε χώρα μετά την 011.01.2016 (άρθρο 1 ένατο παρ. 3 του ν. 4335/2015). Ωστόσο, το επικουρικώς υποβαλλόμενο αίτημα περί διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης ως προς την αξία του κατασχεθέντος ακινήτου και την τιμή πρώτης προσφοράς του τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από το δικαστικό επιμελητή της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατάσχεσης, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει την ειδική ανακοπή της διάταξης του άρθρου 954 παρ. 4 του ΚΠολΔ κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ και να ζητήσει τη διόρθωση της έκθεσης (βλ. ΑΠ 1687/2005, ΑΠ 314/2000, ΕφΑνατΚρητ 167/2024, ΕφΠειρ 54/2024, ΕφΠειρ 271/2023, ΕφΑιγ 61/2019, δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο με την παράλληλη επίκληση εκ μέρους του αιτούντος πρόκλησης δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρο 159 παρ. 3 του ΚΠολΔ), συγχωρείται η άσκηση της κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ ακυρωτικής ανακοπής, εφόσον υπάρχουν ιδιαίτερα σοβαρές ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης, που δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση δυνάμει της κατ’ άρθρο 954 παρ. 4 διορθωτικής ανακοπής (βλ. X. Απαλαγάκη, Ερμηνεία ΚΠολΔ κατ’ άρθρο, 2011, υπό άρθρο 954, σελ. 1891), προϋποθέσεις όμως που ουδόλως επικαλείται η ανακόπτουσα ότι συντρέχουν εν προκειμένω. Περαιτέρω, η ένδικη ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 934 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά τον ν. 4335/2015) προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 08.11.2024 (βλ. σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, . ., στο προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ανακόπτουσα αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης), ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 03.12.2024, επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 05.12.2024 (βλ. την ομοίως προσαγόμενη και επικαλούμενη από την ανακόπτουσα με αριθμό ./05-12-2024 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, … .). Σημειώνεται, ότι για την έναρξη της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ στην έμμεση εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων δεν αρκεί το γεγονός της σύνταξης της έκθεσης κατάσχεσης (κατά τη γραμματική διατύπωση του άρθρου), αλλά απαιτείται και η επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση, διότι μόνο με την επίδοση διασφαλίζεται αποτελεσματικά η γνώση της διενεργηθείσας πράξης από τον καθ’ ου η εκτέλεση – οφειλέτη, προκειμένου να την προσβάλλει αποτελεσματικά ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου (βλ. ΕφΠειρ 172/2021, ΕφΑιγ 80/2020, ΜΠρΘεσ 14008/2021, ΜΠρΑθ 986/2020 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – Αντώνη Βαθρακοκοίλη, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αρ.183, σελ.59, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 2017, σελ.702). Πρέπει, επομένως, η κρισιολογούμενη ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω η νομιμότητα και η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, μετά και την καταβολή των νομίμων τελών της παρούσας συζήτησης από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους των διαδίκων (βλ. προσκομιζόμενα με αριθμό 10078702/2025 και 10078848/2025 Γραμμάτια Προκαταβολής Εισφορών & Ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων, αντιστοίχως – αρθρ. 61 παρ. 4 του ν. 4194/2013 “Κώδικα Δικηγόρων”).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται, ότι λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτέλεσης (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1/1997, ΕλλΔνη 1997.534, ΑΠ 502/1997, ΕλλΔνη 1998.103, ΑΠ 347/1996, ΕλλΔνη 1997.84). Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔνη 1995.1531, ΑΠ 893/2008, Αρμ 2009.66). Η αντίθεση της από μέρους του δανειστή επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου, το οποίο είναι δυνατό να οδηγήσει σε ακύρωση αυτού (βλ. ΕφΑΘ 4032/1985, ΕλλΔνη – 1985.946, ΜΠρΑΘ 396/2021, Αρμ 2022.1464, ΜΠρΤρικ 109/2020, ΜΠρΡοδ 24/2014, ΜΠρΡοδ 533/2013 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαρ 3872/2008, ΕπισκΕΔ 2009.247). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας, με τις επιμέρους αρχές στις οποίες αναλύεται, θέτει όρια τα οποία απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών πράξεων εκτέλεσης: α) πρώτον, όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας), β) δεύτερον, όταν δεν είναι αναγκαία, επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και γ) τρίτον, όταν προκαλούν ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, διότι τα ωφελήματα που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις του για τον καθ’ ου η εκτέλεση (αρχή αναλογικότητας υπό στενή έννοια – βλ. ΟλΑΠ 43/2005, δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη της ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική. Περαιτέρω, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα, η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτέλεσης επέρχεται, έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (βλ. σχετ. ΑΠ 692/1983, ΕΕΝ 1984.203 ΑΓ1 431/1981, ΝοΒ 1982.413, ΜΕφΑνατΚρητ 210/2023, ΜΕφΑΘ 2472/2022, ΜΕφΠειρ699/2022, ΜΕφΑιγ 2/2022, ΜΕφΠειρ 172/2021, ΜΕφΠατρ 488/2021, ΜΕφΔωδ 65/2021, ΜΠρΑθ 362/2024, ΜΠρΡεθμ 169/2024, ΜΠρΧαλκίδας 90/2023, ΜΠρΗλειας 88/2023, ΜΠρΓρεβ 3/2023 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως- Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2017, §9 αριθ. 40- πρβλ. επίσης ΜΠρΓυθείου 34/2023, δημ. στη ΤΝΠ ΔΣΑ). Το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (βλ. ΑΠ 385/2010, ΧρΙΔ 2011.201, ΑΠ 381/2009, ΕφΛαμ 159/2011, ΜΕφΠειρ 699/2022, ΜΕφΠατρ 488/2021, δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται ότι η κατάσχεση είναι καταχρηστική, όταν το κατασχεθέν εν γνώσει του κατασχόντος τυγχάνει ουσιώδες στοιχείο για την επιβίωση του οφειλέτη, όπως όταν αποτελεί τη μοναδική κατοικία της οικογένειάς του [βλ. ΑΠ 431/1981, ΝοΒ 1982.413- Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ- Αναγκαστική εκτέλεση, 2η έκδ., 2021, άρθρο 951 αριθ. 4]. Σημειώνεται, δε, ότι η αρχή κατά την οποία το δικαίωμα του δανειστή να επισπεύσει ή να συνεχίσει αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης τελεί υπό τους περιορισμούς των άρθρων 281 ΑΚ και 116 του ΚΠολΔ, ρητά προβλέπεται από τον ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα στη διάταξη του άρθρου 951 παρ. 2 αυτού, που ορίζει ότι: «Η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι ο περιορισμός της καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας των πράξεων της άμεσης ή έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως λ.χ. της κατάσχεσης πράγματος του οφειλέτη αξίας δυσανάλογα μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης του επισπεύδοντας [βλ. και ΜΕφΔωδ 271/2023, ΜΠρΠατρ 274/2023, ΜΠρΠατρ 57/2023, ΜΠρΠατρ 270/2022, ΜΠρΘεσπρωτ 88/2022 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Κονδύλης/ Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ II, 2000, άρθρο 951 αριθ. 4], Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ελάττωμα που αφορά στη συγκεκριμένη πράξη εκτέλεσης, το οποίο επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Έτσι, η εκ μέρους του επισπεύδοντας ενέργεια συγκεκριμένης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, λ.χ. της επιταγής, της κατάσχεσης ή του πλειστηριασμού, κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό της ή προς την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη οδηγεί σε ακυρότητα της συγκεκριμένης πράξης εκτέλεσης, προβαλλόμενη στις εκάστοτε οριζόμενες για την προβολή της προθεσμίες [βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Νικολόπουλος), ό.π., άρθρο 934 αριθ. 10, όπου περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία].
Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτού, την έρευνα του οποίου παραδεκτός προτάσσει το Δικαστήριο, μη δεσμευόμενο από τη σειρά προτεραιότητας με την οποία και εκτίθενται στο δικόγραφο οι λόγοι της ανακοπής (βλ. ΑΠ 696/2021, με περαιτέρω παραπομπές σε ΑΠ 315/2018, ΑΠ 623/2017, ΑΠ 20/2015 και ΑΠ 470/2005, ΜΠρΚω 340/2024, ΜΠρΚαστ 156/2023 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, για τον λόγο ότι η επίσπευση της επίμαχης κατάσχεσης αντίκειται στις αρχές και τα όρια που τίθενται στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και στην αρχή της αναλογικότητας και, κατ’ επέκταση, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης διεξάγεται εναντίον της κατά τρόπο καταχρηστικό. Ότι, ειδικότερα, η καθ’ ης η ανακοπή για απαίτησή της ύψους μόλις 15.123,92 ευρώ κατάσχεσε το επίδικο ακίνητο της ιδιοκτησίας της, η αξία του οποίου, σύμφωνα τουλάχιστον με την τιμή της πρώτης προσφοράς και της εκτίμησης, είναι 53.000,00 ευρώ, ήτοι η αξία του είναι 3,5 φορές μεγαλύτερη από την απαίτηση της καθ’ ης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής παραδεκτώς προβάλλεται με την υπό κρίση ανακοπή, καθότι η επικαλούμενη καταχρηστική συμπεριφορά δεν αφορά την απαίτηση της καθ’ ης καθεαυτή, αλλά τη διαδικασία της εκτέλεσης, και συγκεκριμένα την επιλογή κατάσχεσης συγκεκριμένου ακινήτου του οφειλέτη. Είναι, δε, επαρκώς ορισμένος, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων που προέβαλε η καθ’ ης η ανακοπή, δοθέντος ότι τα στοιχεία που επικαλείται η τελευταία ότι δεν μνημονεύονται στο δικόγραφο της ανακοπής (ήτοι λοιπά περιουσιακά στοιχεία της ανακόπτουσας, αξία αυτών, σύνολο απαιτήσεων της επισπεύδουσας ή τυχόν άλλων δανειστών, έξοδα εκτέλεσης κτλ.) δεν ανάγονται στο ορισμένο του σχετικού ως άνω λόγου, αλλά αφορούν την ουσιαστική βασιμότητά του και είναι ζητήματα αποδείξεως. Επιπλέον, ο εν λόγω λόγος ανακοπής είναι και νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην προπαρατεθείσα μείζονα του δικανικού συλλογισμού της παρούσας, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μερικά από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, τα οποία λήφθηκαν στο σύνολό τους υπόψη (βλ. ΑΠ 76/2013, δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μετά από αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «doValue Greece», πρώην με την επωνυμία «ΕUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΕΦΠΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ) και το διακριτικό τίτλο «ΕURΟΒΑΝΚ FINANCIAL PLANNING SERVICES» (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΦΑΪΝΑΝΣΙΑΛ ΠΛΑΝΙΝΓΚ ΣΕΡΒΙΣΙΣ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ενεργούσα με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «FΡΟΝΤΙΕR II ISSUER DESIGNATED ACTIVITY CIMPANY» (ΦΡΟΝΤΙΕΡ 2 ΙΣΣΟΥΕΡ ΝΤΕΖΙΓΚΝΕΙΤΙΝΤ ΑΚΤΙΒΙΤΙ ΚΟΜΠΑΝΙ), με έδρα στην Ιρλανδία, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία με τη σειρά της έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται, εκδόθηκε η με αριθμό ./31-07-2024 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του τέως Ειρηνοδικείου Ιλίου, Ειρήνης Καφούρου, με την οποία και διατάχθηκε η ανακόπτουσα, ., κάτοικος Περιστεριού Αττικής επί της οδού ., όπως καταβάλει στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 14.693,92 ευρώ, έντοκα από την 08η.06.2017 (επόμενη της επίδοσης της καταγγελίας) με επιτόκιο υπερημερίας, που υπερβαίνει το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, πλέον δικαστικής δαπάνης ποσού 360,00 ευρώ. Ειδικότερα, δε, η προμνησθείσα διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για απαίτηση προερχόμενη από την με αριθμό ./16-04-2014 σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου και της με ιδία ημεροχρονολογία πρόσθετης πράξης, η οποία καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ της δικαιοπαρόχου της προειρημένης αλλοδαπής εταιρίας, ήτοι την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», ως δανείζουσα τράπεζα, και την ανακόπτουσα (ως οφειλέτιδα), και με την οποία (δανειακή σύμβαση) χορηγήθηκε στην τελευταία έντοκο δάνειο ποσού 14.831,54 ευρώ, με σκοπό τη ρύθμιση οφειλών της. Εν συνεχεία, και δη την 06η.09.2024 η καθ’ ης η ανακοπή επέδωσε νόμιμα στην ανακόπτουσα ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αριθ. ./31-07-2024 πρώτου (Α’) απογράφου εκτελεστού της προρρηθείσας με αριθμό ./2024 διαταγής πληρωμής, με την παρά πόδας αυτής από 03.09.2024 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία και επιτάσσονταν η τελευταία να καταβάλει: α) για κεφάλαιο που επιδικάστηκε με την ως άνω διαταγή πληρωμής το ποσό των 14.693,92 ευρώ, με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 360,00 ευρώ, γ) για σύνταξη της επιταγής το ποσό των 35,00 ευρώ και δ) για δαπάνη επίδοσης της επιταγής το ποσό των 35,00 ευρώ, ήτοι συνολικά επιτάσσονταν να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 15.123,92 ευρώ, γίνεται, δε, μνεία ότι τα ως άνω κονδύλια β, γ και δ, συνολικού ποσού 430,00 ευρώ, οφείλονται εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της επιταγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση (βλ. προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την καθ’ ης με αριθμό ./06-09-202 4 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, .). Περαιτέρω, δυνάμει της προσβαλλόμενης με αριθμό ./04-11-2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, ., και προς εκτέλεση του υπ’ αριθ. ./2024 πρώτου (Α’) απογράφου εκτελεστού της περί ης ο λόγος με αριθμό ./2024 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του τέως Ειρηνοδικείου Ιλίου, κάτωθι του οποίου συντάχθηκε η ως άνω από 03.09.2024 επιταγή προς πληρωμή για επιδικασθέν κεφάλαιο ποσού 14.693,92 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ήτοι συνολικά για το ποσό των 15.123,92 ευρώ, σε βάρος της ανακόπτουσας, κατά τα λεχθέντα, η καθ’ ης η ανακοπή επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση, με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης για τη συνολική άνωθεν επιταχθείσα απαίτησή της, πλέον τόκων και εξόδων εκτέλεσης και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, επί της κάτωθι ακίνητης περιούσιας της ανακόπτουσας και δη: στην πλήρη κυριότητά της και σε ποσοστό 100% επί μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας, ήτοι επί του υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΕΝΑ (1-1) διαμερίσματος του ισογείου ορόφου, αποτελούμενο εκ τριών (3) κυρίων δωματίων, χωλ, κουζινοτραπεζαρία κτλ. βοηθητικών χώρων, το οποίο συνορεύει γύρωθεν κι εν όλω με πάροδο οδού ., ακάλυπτο χώρο και ιδιοκτησία . και το οποίο έχει επιφάνεια 64,10 τ.μ., κύριο όγκο 198,70 κ.μ., όγκο κοινοχρήστων 17,06 κ.μ., συνολικό όγκο 215,76 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 13,41/100 εξ αδιαιρέτου και αναλογία εμβαδού επί του οικοπέδου 49,60 τ.μ., όπως τούτο (διαμέρισμα) εμφαίνεται στο προσαρτώμενο στο υπ’ αριθ. ./20-06-1986 συμβόλαιο του τότε Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων, .., από Ιούνιος του έτους 1976 σχέδιο κατόψεως ισογείου του μηχανικού, ., φέρει, δε αριθμό ιδιοκτησίας ΚΑΕΚ ./.. Το ανωτέρω διαμέρισμα βρίσκεται σε μία οικοδομή κείμενη σε μία αυτοτελή και ανεξάρτητη κάθετη ιδιοκτησία, εκτάσεως 112,68 τ.μ., με αριθμό ΚΑΕΚ ././.και με ποσοστό συγκυριότητας στο όλο οικόπεδο 30,48/100 εξ αδιαιρέτου, η οποία (οικοδομή) εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο υπ’ αριθ. ./1975 συμβόλαιο δωρεάς του τότε Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων, . ., από Μάιος του έτους 1965 σχέδιο του πολιτικού μηχανικού, . ., υπό τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Ζ και η οποία κάθετη ιδιοκτησία – οικοδομή προσβλέπει στην οδό .και συνορεύει γύρωθεν κι εν όλω με πάροδο ., με ιδιοκτησία . ., .. και .., ενός μείζονος οικοπέδου ολικής εκτάσεως 370,39 τ.μ. κείμενου στα Ιωάννινα και στην οδό ., το οποίο συνορεύει γύρωθεν κι εν όλω με οδό . (τέως .), ιδιοκτησία ., πάροδο και ιδιοκτησία . και αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Α-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Α στο από Μάιος του έτους 1965 σχέδιο του πολιτικού μηχανικού, … Το προπεριγραφέν ακίνητο περιήλθε στην πλήρη κυριότητα της καθ’ ης η εκτέλεση και ήδη ανακόπτουσας δυνάμει του υπ’ αριθ. ./20-06-1986 συμβολαίου γονικής παροχής του τότε Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων, .., σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. ./20-06-1986 συμβόλαιο σύστασης οροφοκτησίας του ιδίου ως άνω Συμβολαιογράφου, τα οποία και μεταγράφηκαν νόμιμα στις 25.06.1986 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων στον τόμο . με α.α. . και . αντίστοιχα. Το ως άνω ακίνητο εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό ανοικτού πλειοδοτικού τύπου, που θα πραγματοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) στο διαδικτυακό τόπο μέσω της ιστοσελίδας ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ, ενώπιον της πιστοποιημένης για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών Συμβολαιογράφου της Εφετειακής Περιφέρειας Ιωαννίνων, .., που κατοικοεδρεύει στα Ιωάννινα επί της οδού ., ως διορισθείσα επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ή σε περίπτωση κωλύματος της ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της, την 18η του μηνός Ιουνίου του έτους 2025 (18.06.2025), ημέρα Τετάρτη και ώρες 10.00 π.μ. έως 12.00 μ.μ. Εξάλλου, από το περιεχόμενο της ίδιας ως άνω ανακοπτόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, προκύπτει ότι η εμπορική αξία του επίμαχου κατασχεθέντος ακινήτου προσδιορίστηκε, σύμφωνα με το νόμο και την από 30.10.2024 έκθεση εκτίμησης εμπορικής αξίας ακινήτου της προσληφθείσας πιστοποιημένης εταιρείας με την επωνυμία «. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.» (πιστοποιημένη Εκτιμητική Εταιρεία από το Υπουργείο Οικονομικών), την οποία και συνυπογράφουν ο . ., Οικονομολόγος, και η . ., Διπλ. Πολιτικός Μηχανικός, αντίστοιχα, στο ποσό των πενήντα τριών χιλιάδων ευρώ (53.000,00 ευρώ), που ορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 995 παρ. 1 του ΚΠολΔ και ως τιμή πρώτης προσφοράς για να ξεκινήσει ο πλειστηριασμός. Ήτοι η αγοραία αξία του επίμαχου κατασχεθέντος ακινήτου προσδιορίστηκε με τη τιμή μονάδος του τετραγωνικού μέτρου να εκτιμάται μόλις στο ποσό των 826,84 ευρώ/τ.μ. [53.000,00 ευρώ (εκτιμώμενη εμπορική αξία) : 64,10 τ.μ. (επιφάνεια ακινήτου) = 826,833 ευρώ/τ.μ.), το οποίο, όμως, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και των κρατούντων στο χώρο των πωλήσεων αστικών ακινήτων στην περιοχή των Ιωαννίνων, ενόψει και της περιοχής και της θέσης στην οποία και βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο (σχετικά πλησίον του κέντρου της πόλεως των Ιωαννίνων) καθώς και του χρόνου κατασκευής της οικοδομής (έτος 1985, όπως αναφέρεται στην έκθεση κατάσχεσης), εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία, αλλά υπολείπεται αυτής. Βάσει, λοιπόν, των προπαρατεθέντων καθίσταται σαφές, ότι η εμπορική αξία του επίδικου ακινήτου ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας, που ανέρχεται -τουλάχιστον- στο συνολικό ποσό των 53.000,00 ευρώ (εφόσον αυτό αποτελεί την αναγκαία για τον πλειστηριασμό εκτίμηση για τον ορισμό και της τιμής πρώτης προσφοράς – βλ. όμως αμέσως παραπάνω όπου η εμπορική του αξία, εκτιμάται ότι είναι ακόμη μεγαλύτερη), τελεί σε προφανή δυσαναλογία με το ποσό για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση, ήτοι αυτό των 15.123,92 ευρώ. Άλλωστε, πέραν της ανωτέρω απαίτησης, η καθ’ ης η ανακοπή δεν επικαλείται, πολλώ δε μάλλον δεν αποδεικνύει, την ύπαρξη κάποιας άλλης απαίτησής της έναντι της αντιδίκου της, την είσπραξη της οποίας θα μπορούσε να επιδιώξει, αναγγελόμενη στον επισπευδόμενο πλειστηριασμό (βλ. ΜΠρΠατρ 274/2023, δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, και συναφώς με τα παραπάνω εκτιθέμενα και τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή της κατάσχεσης στο επίδικο ακίνητο ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας, αξίας τουλάχιστον υπερτριπλάσιας και πλέον της οφειλής της προς την καθ’ ης η ανακοπή, για την οποία επισπεύστηκε η αναγκαστική κατάσχεση (ήτοι 53.000,00 ευρώ για εξόφληση οφειλής ύψους 15.123,92 ευρώ), αποτελεί μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας για την συγκεκριμένη οφειλέτιδα, το οποίο υπερβαίνει τα ανεκτά όρια της θυσίας της, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, ως εκ τούτου, είναι έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Σημειωτέον, από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε ότι η ικανοποίηση της επίμαχης απαίτησης της καθ’ ης θα ήταν εφικτή με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σε έτερα περιουσιακά στοιχεία της ανακόπτουσας – καθ’ ης η εκτέλεση, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του άνωθεν κατασχεθέντος ακινήτου της, αλλά σε κάθε περίπτωση καλύπτει την απαίτησή της (καθ’ ης), πλην όμως, το γεγονός αυτό ουδόλως ασκεί εν προκειμένω επιρροή, καθόσον, ως ομοίως παρατίθεται στη νομική σκέψη της παρούσης, η ακυρότητα των πράξεων εκτέλεσης που παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και, συνεπώς, κρινονται ως καταχρηστικές, επερχεται έστω — και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν. Επομένως, η ενέργεια αυτή της καθ’ ης η ανακοπή υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη όρια, αλλά και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και, ως εκ τούτου, είναι καταχρηστική κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ και εντεύθεν άκυρη, διότι ο επικείμενος πλειστηριασμός εμφανίζεται ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας για την ανακόπτουσα, το οποίο και υπερβαίνει τα ανεκτά όρια θυσίας της. Τούτο, δε, διότι είναι έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού, για τον οποίο επιβάλλεται, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα ρυθμιστικό των σχέσεων εξουσίας, συνεπάγεται, δε, ιδιαιτέρως επαχθείς γι’ αυτήν συνέπειες, που καθιστούν μη ανεκτή την πραγμάτωση της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, μέσω της εκπλειστηρίασης του κατασχεθέντος ακινήτου της, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Άλλωστε, από την πλευρά της η καθ’ ης η ανακοπή, προς απόκρουση του προκείμενου λόγου ανακοπής, προέβαλε με τις προτάσεις μόνο τον ισχυρισμό περί αοριστίας αυτού, ισχυρισμός ο οποίος ήδη απορρίφθηκε κατά τα ρηθέντα, χωρίς δηλαδή να επικαλείται και να αποδεικνύει, αντιστοίχως, ότι η επίδικη πράξη κατάσχεσης και ο επικείμενος πλειστηριασμός του ακινήτου της ανακόπτουσας δεν παραβιάζουν εν προκειμένω την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, κατά τα παραπάνω αναλυτικώς εκτιθέμενα.
Κατ’ ακολουθίαν, λοιπόν, των ανωτέρω, γενομένου δεκτού του ως άνω λόγου ανακοπής και παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών λόγων της, θα πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, κατόπιν σχετικού νόμιμου αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 1 στοιχ. ί περ. α, 65, 66, 68 παρ. 1 του ν. 4194/2013 – Κώδικας Δικηγόρων), προσδιοριζομένων αυτών βάσει του ποσού της απαίτησης, για την οποία επισπεύσθηκε η εκτέλεση (βλ. ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1114/2005 δημ. στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 328/2003 ΧρΙΔ 2003.547), όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αριθμό ./04-11-2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, ..
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150,00 ευρώ).
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στα Ιωάννινα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 16η.05.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ευθυμία Γαλάνη
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλεξάνδρα Ζούγκου