ΑΠΟΦΑΣΗ
Manolache κατά Ρουμανίας της 03.06.2025 (προσφ. αριθ. 7908/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, είναι αστυνομικός. Σε ποινική δίκη σε βάρος του αρχικά αθωώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Μετά από άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης από τον εισαγγελέα, η υπόθεση εκδικάστηκε από το Εφετείο του Piteşti σε διμελή σύνθεση και καταδικάστηκε. Ο ένας από τους δύο δικαστές της έδρας του εφετείου δεν είχε, ωστόσο, εξετάσεις απευθείας τους μάρτυρες, και ιδίως τους δύο σημαντικότερους αυτόπτες.
Το Δικαστήριο επισήμανε τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, η οποία αφορούσε, πρώτον, διαδικασία έφεσης μετά από αθωωτική απόφαση του προσφεύγοντος και, δεύτερον, ότι το εφετείο δίκασε με διμελή σύνθεση και ως εκ τούτου η απόφαση πρέπει να ήταν ομόφωνη.
Κατά το ΕΔΔΑ, το Εφετείο ήταν υποχρεωμένο βάσει της Σύμβασης να λάβει αυτεπαγγέλτως μέτρα και να εξετάσει απευθείας τους σχετικούς μάρτυρες, με σκοπό να προσδιορίσει την ενοχή ή την αθωότητα του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, ότι το Εφετείο, στην απόφασή του, προέβη σε νέα ερμηνεία των μαρτυρικών καταθέσεων που ήταν καθοριστικές στην υπόθεση, δεδομένου ότι ο ένας εκ των δύο δικαστών της έδρας δεν είχε εξετάσει απευθείας τους μάρτυρες. Κατά το Δικαστήριο η τήρηση της αρχής της αμεσότητας μόνον από τον έναν από τους δύο δικαστές, οι οποίοι μπορούν να εκδώσουν την απόφαση μόνον ομόφωνα, δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την απουσία του άλλου δικαστή κατά την εξέταση των αυτοπτών μαρτύρων. Έτσι οι απαιτήσεις της αμεσότητας της ποινικής δίκης και της δίκαιης δίκης είχαν ως εκ τούτου παραβιαστεί.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Nicolae-Richard Manolache, είναι Ρουμάνος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1969 και ζει στην Câmpulung (Ρουμανία). Ήταν αστυνομικός κατά τον χρόνο των γεγονότων. Στις 17 Μαρτίου 2015 ο κ. και η κ. H. υπέβαλαν μήνυση κατά του προσφεύγοντος. Ισχυρίστηκαν ότι είχε ζητήσει και είχε λάβει 1.500 ευρώ για να προσλάβει τον κ. H. ως οδηγό, αλλά ότι στη συνέχεια αθέτησε την υπόσχεσή του χωρίς καμία αιτιολόγηση. Η κ. Η., η οποία εργαζόταν για τη σύζυγο του προσφεύγοντος, στη συνέχεια απολύθηκε. Στις 21 Απριλίου 2015 η εισαγγελία του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Argeş κίνησε ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος για άσκηση επιρροής. Ελήφθησαν στοιχεία από μάρτυρες, μεταξύ των οποίων οι Κ. και H., οι οποίοι πέρασαν επίσης από τεστ πολυγράφου.
Ο προσφεύγων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Κατά την ακροαματική διαδικασία, διαπιστώθηκε ότι ο κ. και η κα Η. δεν μπορούσαν να καταθέσουν διότι δεν βρίσκονταν στη Ρουμανία και δεν μπορούσαν να προσαχθούν ενώπιον του δικαστηρίου παρά τα σχετικά εντάλματα. Ακούστηκαν, ωστόσο, στοιχεία από τον κ. και την κ. R. και από τον F.D. – «έμμεσους» μάρτυρες οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί για τις φερόμενες παραβάσεις του προσφεύγοντος από τον κ. και την κ. H.
Με απόφαση της 4 Δεκεμβρίου 2015, το Επαρχιακό Δικαστήριο αθώωσε τον προσφεύγοντα. Διαπίστωσε ότι υπήρχαν ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την ανατροπή του τεκμηρίου της αθωότητάς του, δεδομένου ότι τα μόνα άμεσα αποδεικτικά στοιχεία ήταν οι καταθέσεις του κ. και της κας H. ως καταγγέλλοντες.
Η εισαγγελία άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης στο Εφετείο του Piteşti.
Η έφεση δικάστηκε στις 8 Ιουνίου 2016, από διμελή σύνθεση αποτελούμενη από τους δικαστές C.A.N. (Πρόεδρο) και T.G.
Βασιζόμενοι στο πρόσφατα τροποποιημένο άρθρο 421 § 2 (α) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο καθόριζε τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι μάρτυρες των οποίων οι καταθέσεις είχαν οδηγήσει σε αθωωτική απόφαση έπρεπε να καταθέσουν εκ νέου, κάλεσε τους κ.κ. H., R. και F.D. να εμφανιστούν ενώπιόν του. Σε ακρόαση στις 21 Σεπτεμβρίου 2016, το Εφετείο, αυτή τη φορά με διμελή σύνθεση αποτελούμενο από τους δικαστές E.P. (Πρόεδρο) και I.F., έλαβε καταθέσεις από τους κ.κ. H. και R., οι οποίοι επιβεβαίωσαν τις προηγούμενες καταθέσεις τους.
Κατά την επόμενη ακροαματική διαδικασία στις 2 Νοεμβρίου 2016 το Εφετείο, που συνεδρίασε και πάλι με νέα σύνθεση, αυτή τη φορά αποτελούμενο από τους δικαστές E.P. (Πρόεδρο) και T.G., έλαβε κατάθεση από τον F.D., ο οποίος επίσης επιβεβαίωσε την αρχική του κατάθεση. Το Εφετείο εξέδωσε απόφαση την ίδια ημέρα και ακύρωσε την αθωωτική απόφαση. Αφού εξέτασε εκ νέου την ουσία της υπόθεσης, καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε φυλάκιση τριών ετών με αναστολή. Σε αντίθεση με το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Εφετείο έκρινε ότι οι καταθέσεις του κ. και της κας H. επιβεβαιώνονταν από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία και συνεπώς δεν αποτελούσαν το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο ενοχής. Το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων επιβεβαίωσε έτσι τα γεγονότα όπως παρουσιάστηκαν στις εισαγγελικές προτάσεις. Το Εφετείο έκανε αναφορά στις λεπτομερείς και συνεπείς καταθέσεις που είχε ακούσει από τους άλλους «έμμεσους» μάρτυρες, οι οποίοι είχαν επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του κ. και της κας Η.. Αναφέρθηκε επίσης στην ερμηνεία ορισμένων αποσπασμάτων από τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ της κας Η. και της συζύγου του προσφεύγοντος, καθώς και στην έκθεση που συντάχθηκε αφού ο κ. και η κα Η. είχαν περάσει το τεστ πολυγράφου.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρέπεμψε στη νομολογία του σχετικά με την αρχή της αμεσότητας στην ποινική διαδικασία.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, δυνάμει μιας γενικώς παραδεκτής αρχής του δικαίου σχετικά με τις εφέσεις, όπως αποτυπώνεται στο ρουμανικό δίκαιο, η δικαιοδοσία των δικαστηρίων που εκδικάζουν το ένδικο μέσο αυτό επεκτείνεται σε πραγματικά και νομικά ζητήματα. Τα εν λόγω δικαστήρια μπορούσαν συνεπώς να διεξάγουν πλήρη διαδικασία, ακολουθώντας τους ίδιους κανόνες που ισχύουν για τη δίκη επί της ουσίας. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Εφετείο είχε εξαρχής εξετάσει το ενδεχόμενο να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση και να εξετάσει το ίδιο την ουσία της υπόθεσης, χωρίς να παραπέμψει την υπόθεση στο κατώτερο δικαστήριο για επανάληψη της δίκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 421 § 2 (α) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούσε ρητά να λάβει εκ νέου αποδεικτικά στοιχεία από τυχόν μάρτυρες των οποίων οι καταθέσεις είχαν αποτελέσει τη βάση της αθωωτικής απόφασης του Πρωτοδικείου.
Κατά τη συνεδρίαση της 2 Νοεμβρίου 2016, στο τέλος της οποίας το Εφετείο είχε εκδώσει απόφαση με την οποία καταδικάστηκε ο προσφεύγων, η έδρα απαρτίζονταν από τους δικαστές E.P. (Πρόεδρος) και T.G. Ήταν επομένως διαφορετικός ο ένας εκ των δύο δικαστών (E.P. και I.F.) από αυτούς που είχαν λάβει καταθέσεις από τους μάρτυρες – τον κ. και την κα H. – και από τον κ. και την κα R. κατά την προηγούμενη ακροαματική διαδικασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2016. Ήταν σαφές ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος είχε βασιστεί σε ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων, που αποτελούνταν από καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και ηχογραφήσεις τηλεφωνικών συνομιλιών. Το γεγονός παρέμενε, ωστόσο, ότι τα στοιχεία αυτά από μόνα τους δεν ήταν ικανά να οδηγήσουν στην καταδίκη του και είχαν χρησιμεύσει μόνο για να επιβεβαιώσουν τις καταθέσεις των κ. και κας Η., που ήταν οι μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες της επίδικης πράξης. Υπό τις συνθήκες αυτές, και σημειώνοντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εκφράσει αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία του ζεύγους H., το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων, ιδίως εκείνες του κ. και της κας Η., ήταν εξαιρετικά σημαντικές, αν όχι καθοριστικές για την έκβαση της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αξιοπιστία των καταθέσεων του ζεύγους Η. είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση τόσο από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αθωωτική του απόφαση όσο και στη συνέχεια από το δικηγόρο του προσφεύγοντος. Έτσι, έκρινε ότι η απόφαση του Εφετείου που είχε καταδικάσει τον προσφεύγοντα δεν ήταν επαρκής για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου.
Επιπλέον, στο μέτρο που το Εφετείο είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να ανατρέψει την πρωτόδικη αθωωτική απόφαση και δεδομένης της φύσης της υπόθεσης, ήταν υποχρεωμένο βάσει της Σύμβασης να λάβει αυτεπαγγέλτως μέτρα για να ακούσει απευθείας τους σχετικούς μάρτυρες, με σκοπό να προσδιορίσει την ενοχή ή την αθωότητα του προσφεύγοντος. Κάτι τέτοιο συνέβαινε ακόμη και ελλείψει ρητού σχετικού αιτήματος του δικηγόρου του προσφεύγοντος. Το άρθρο 421 § 2 (α) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εξάλλου, περιείχε διατάξεις παρόμοιας κατεύθυνσης (Miron, §§ 31-34). Το Εφετείο είχε φροντίσει να επισημάνει ότι είχε ακούσει τις καταθέσεις απευθείας εκείνων που κλήθηκαν να καταθέσουν στην έφεση. Δεν είχε λάβει, ωστόσο, υπόψη του την τελική αλλαγή των δικαστών και τις συνέπειες αυτής της αλλαγής στην τήρηση της αρχής της αμεσότητας.
Ομολογουμένως, μόνο ένας δικαστής, ο T.G., δεν είχε εξετάσει απευθείας τους σχετικούς μάρτυρες (εξαιρουμένου του F.D.). Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι η έδρα στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν πολυπληθής. Αποτελούνταν από τον T.G. και έναν ακόμη δικαστή και έπρεπε να λάβει την απόφαση ομόφωνα (διμελής σύνθεση). Το γεγονός ότι ο άλλος δικαστής, ο Ε.Ρ., είχε τηρήσει την αρχή της αμεσότητας δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την έλλειψη της απουσίας του έτερου δικαστή T.G. κατά τη διάρκεια όλων των μαρτυρικών καταθέσεων, εκτός από εκείνης του έμμεσου μάρτυρα F.D.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Εφετείο, στην απόφασή του της 2 Νοεμβρίου 2016, είχε πράγματι προβεί σε μια νέα ερμηνεία των μαρτυρικών καταθέσεων που ήταν καθοριστικές στην υπόθεση, όμως και οι δύο δικαστές της έδρας δεν είχαν εξετάσει απευθείας τους εν λόγω μάρτυρες. Οι απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης είχαν συνεπώς παραβιαστεί.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβαση, έκρινε δε ότι η διαπίστωση της παραβίασης από μόνη της παρέχει επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων και του επιδίκασε ποσό 1750 ευρλώ για έξοδα.