ΑΠΟΦΑΣΗ
Bülent Bekdemir κατά Τουρκίας της 17.06.25 (αριθ. προσφ. 42881/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπόθεση αφορούσε καταγγελία για παραβίαση του άρθρου 6 §§1 και 3(γ) της ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, εξαιτίας της απουσίας νομικής συνδρομής κατά την κράτησή του στην αστυνομία.
Ο προσφεύγων συνελήφθη το 1998 από την αστυνομία στην Κωνσταντινούπολη. Επάνω του βρέθηκαν ένα πιστόλι, προκηρύξεις και πανό υπέρ της οργάνωσης TKP-ML/TIKKO. Απολογήθηκε και ομολόγησε στην αστυνομική προανάκριση χωρίς την παρουσία συνηγόρου. Στη συνέχεια με την παρουσία δικηγόρου ανακάλεσε τις καταθέσεις του και ισχυρίστηκε ότι βασανίστηκε από την αστυνομία για να ομολογήσει. Τελικά καταδικάστηκε μετ΄αναίρεση σε ισόβια κάθειρξη.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου η άρνηση πρόσβασης σε δικηγόρο δεν δικαιολογήθηκε από επιτακτικούς λόγους. Τα εγχώρια δικαστήρια δεν αξιολόγησαν επαρκώς τον αντίκτυπο της απουσίας συνηγόρου στην προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου. Οι απολογίες δε του προσφεύγοντος – κατηγορουμένου χωρίς την παρουσία συνηγόρου χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικά μέσα από τα εγχώρια δικαστήρια, παρά τις αντίστοιχες προβλέψεις του εσωτερικού δικαίου.
Κατά το ΕΔΔΑ η καταδικαστική απόφαση στηρίχθηκε κυριαρχικά στις καταθέσεις – ομολογίες του κατηγορουμένου στην αστυνομική προανάκριση, που δόθηκαν χωρίς παρουσία συνηγόρου με αποτέλεσμα η συνολική δίκαιη διαδικασία να έχει παραβιαστεί ανεπανόρθωτα. Το Στρασβούργο επιβεβαίωσε τη σημασία της άμεσης πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την αστυνομική προανάκριση και τόνισε το βάρος που φέρουν τα εθνικά δικαστήρια στην προστασία της δίκαιης δίκης. Επισημαίνεται ότι δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει τις αρχές της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το επίδικο θέμα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 6 §1 και 6 §3(γ) και επιδίκασε ποσό 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 13 Μαρτίου 1998 από την αστυνομία στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν ελέγχου κατά τον οποίο βρέθηκαν στην κατοχή του ένα πιστόλι, προκηρύξεις και πανό υπέρ της οργάνωσης TKP-ML/TIKKO. Οι αρχές τον συνέδεσαν με επεισόδιο που είχε συμβεί στις 31 Ιανουαρίου 1998, όπου μέλη της οργάνωσης ανήρτησαν πανό και πυροβόλησαν στον αέρα. Ακολούθησαν εργαστηριακές εξετάσεις που συνέδεαν τα φυσίγγια του επεισοδίου με το όπλο που έφερε ο προσφεύγων.
Στις 18 Μαρτίου, ο προσφεύγων έδωσε εκτενή κατάθεση στην αστυνομία χωρίς την παρουσία συνηγόρου, στην οποία ομολόγησε την ένταξή του στον TKP-ML/TIKKO, περιέγραψε την ιεραρχία της οργάνωσης και απαρίθμησε ενέργειες όπως ανάρτηση πανό, επιθέσεις και εκβίαση επιχειρηματιών για λήψη χρημάτων («επαναστατική φορολόγηση»). Κατονόμασε συντρόφους του, περιέγραψε τον ρόλο του εντός της οργάνωσης και την ιδεολογική του ένταξη σ΄αυτήν. Μεταγενέστερα, ενώπιον του εισαγγελέα και του δικαστή (παρουσία πλέον δικηγόρου), ανακάλεσε τις καταθέσεις του, επικαλούμενος βασανιστήρια.
Η αρχική κατάθεση του αποτέλεσε τη βάση για το κατηγορητήριο, που επεκτάθηκε σε σειρά από αδικήματα, μεταξύ των οποίων ληστείες και τρομοκρατικές ενέργειες. Το 2009 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12,5 ετών ως μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. Το 2010 το Ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση, εκτιμώντας ότι οι πράξεις του συνιστούσαν απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης με βάση το άρθρο 146 του παλαιού ΠΚ.
Το 2013 το εγχώριο δικαστήριο υιοθέτησε το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου και καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε ισόβια κάθειρξη, αναγνωρίζοντάς τον ως ηγετικό στέλεχος της ανωτέρω οργάνωσης, παρά τις ανακλήσεις των καταθέσεών του και την επιδείνωση της υγείας του (σύνδρομο Wernicke-Korsakoff). Η καταδίκη επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2014 και από το Συνταγματικό Δικαστήριο το 2018.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 6 παρ. 3
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε, αρχικά, ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν σε εκτίμηση των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει η διαδικαστική πλημμέλεια, ήτοι η απουσία συνηγόρου, στα δικαιώματα άμυνας του κατηγορουμένου ή στον εν γένει δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 148 § 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 247 πρώην Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) προέβλεπε ρητά ότι η κατάθεση που λαμβάνεται με απουσία συνηγόρου δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση καταδίκης, εκτός εάν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος επιβεβαίωνε την κατάθεση αυτή ενώπιον δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο τόνισε ότι ο προσφεύγων είχε επανειλημμένα ανακαλέσει τις καταθέσεις που είχε κάνει στην αστυνομία όταν αργότερα έδωσε καταθέσεις σε εισαγγελέα και ανακριτή παρουσία δικηγόρου, όπως και κατά την κατάθεσή του στο δικαστήριο. Στην προκειμένη υπόθεση τα εθνικά δικαστήρια δεν εφάρμοσαν την ανωτέρω διάταξη του ΚΠΔ και, ως εκ τούτου, δεν απέκλεισαν τις επίμαχες καταθέσεις.
Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις αρχές που διατυπώνονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στις αποφάσεις Salduz, Ibrahim κ.α. και Beuze κατά την εξέταση της καταγγελίας του προσφεύγοντος, παρά το γεγονός ότι όλες αυτές οι αποφάσεις είχαν εκδοθεί προγενέστερα. Αντί να τηρήσει τα πρότυπα που ορίζονται στην εν λόγω νομολογία, το Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάθεση – ομολογία του προσφεύγοντος που έγινε απουσία συνηγόρου δεν αποτελούσε τη μοναδική ούτε την αποφασιστική βάση για την καταδίκη του. Το συμπέρασμα αυτό συνήχθη με το σκεπτικό ότι (i) υπήρχαν άλλα αποδεικτικά στοιχεία στη δικογραφία, (ii) ορισμένοι από τους μάρτυρες είχαν επιβεβαιώσει την αναγνώριση του προσφεύγοντος στη δίκη και (iii) δεν υπήρχε καμία ένδειξη οποιασδήποτε κακομεταχείρισης του κατηγορουμένου ενώ βρισκόταν υπό αστυνομική κράτηση.
Όσον αφορά την «ισχύ άλλων αποδεικτικών μέσων», έναν παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων των δικονομικών ελλείψεων στο στάδιο της προδικασίας στη συνολική δικαιότητα της ποινικής διαδικασίας (βλ. Ibrahim κ.α. § 274), και τον οποίο επικαλέστηκε η Κυβέρνηση για να αποδείξει ότι η ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος ήταν δίκαιη, το Δικαστήριο ανέφερε ότι ο προσφεύγων καταδικάστηκε αρχικά, μεταξύ άλλων αδικημάτων, για συμμετοχή σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση κατά την έννοια του άρθρου 168, παρ. 2, του παλαιού ποινικού κώδικα.
Η καταδίκη αυτή βασίστηκε, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων, στα αντικείμενα που βρέθηκαν στην κατοχή του και στις δηλώσεις που είχε κάνει στην αστυνομία και στον εισαγγελέα χωρίς την παρουσία συνηγόρου. Οι πράξεις και οι δραστηριότητες στις οποίες στηρίχθηκε η καταδίκη του αντιστοιχούσαν σε εκείνες που είχε περιγράψει στην κατάθεσή του στην αστυνομία, ήτοι την συμμετοχή του στην ανάρτηση παράνομων πανό στις 29 και 31 Ιανουαρίου 1998 και σε δύο παράνομες πορείες που πραγματοποιήθηκαν στις 8 και 12 Μαρτίου 1998, καθώς και περιπτώσεις εκβιασμού με τη μορφή απαίτησης χρημάτων από ορισμένους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων για λογαριασμό του TKP-ML/TIKKO. Ωστόσο, το Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε αυτή την καταδίκη, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει πράξη εκβιασμού εναντίον του Μ.Ν. (ιδιοκτήτη καταστήματος επίπλων), η οποία θεωρήθηκε ως «σοβαρή πράξη» που διαπράχθηκε για λογαριασμό της τρομοκρατικής οργάνωσης. Έκρινε ότι η πράξη αυτή πληρούσε το ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος σύμφωνα με το άρθρο 146 του πρ. Ποινικού Κώδικα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πράξεις που του αποδόθηκαν θα έπρεπε, στο σύνολό τους, να θεωρηθούν ότι οδηγούν στο σοβαρότερο αδίκημα της απόπειρας ανατροπής της συνταγματικής τάξης. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε να ακολουθήσει την απόφαση του Ακυρωτικού, καταδικάζοντας τον προσφεύγοντα σύμφωνα με το άρθρο 146 σε ισόβια κάθειρξη, βασιζόμενο και πάλι, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων, στις καταθέσεις που είχε κάνει στην αστυνομία και στον εισαγγελέα χωρίς την παρουσία δικηγόρου.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το κρίσιμο στοιχείο του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε τελικά ο προσφεύγων, δηλαδή η απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης, εξαρτήθηκε από τις πράξεις εκβίασης που διαπιστώθηκε ότι διέπραξε ζητώντας χρήματα από ορισμένους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων για λογαριασμό του TKP-ML/TIKKO. Σε αυτή τη βάση, τα αποδεικτικά στοιχεία που βρέθηκαν στην κατοχή του κατά τη σύλληψή του, στο μέτρο που αφορούσαν το περιστατικό που είχε λάβει χώρα στο Bağcılar στις 31 Ιανουαρίου 1998 – δηλαδή το πιστόλι, τα φυσίγγια και το πανό – δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν τις διαδικαστικές ελλείψεις που εντοπίστηκαν στην υπό κρίση υπόθεση προκειμένου να διασφαλιστεί ο συνολικά δίκαιος χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας.
Όσον αφορά τις πράξεις εκβίασης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η ποινική έρευνα σε βάρος του, καθώς και πολλών άλλων ατόμων που φέρονται ως μέλη του TKP-ML/TIKKO, είχε αρχίσει με τη σύλληψή του, όπως αναφέρεται στο πρώτο κατηγορητήριο και στην αιτιολογημένη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα, μόνον μετά την κατάθεση του προσφεύγοντος στην αστυνομία χωρίς την παρουσία δικηγόρου, οι αρχές συνέλαβαν άλλα μέλη της οργάνωσης, διενήργησαν έρευνες στα πρόσωπα και στα σπίτια τους και ανακάλυψαν όπλα και έγγραφα που συνδέονταν με την οργάνωση.
Επιπλέον, και το πιο σημαντικό, η πρώτη φορά που οι εγχώριες αρχές πληροφορήθηκαν για τα πολυάριθμα περιστατικά στα οποία ο προσφεύγων είχε ζητήσει χρήματα από τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ήταν όταν ο προσφεύγων κατέθεσε στην αστυνομία χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Στην πραγματικότητα, μόνο δύο ημέρες μετά την αστυνομική κατάθεσή του οι αστυνομικοί έλαβαν καταθέσεις από τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων αυτών, οι οποίοι προέβησαν σε ενοχοποιητικές καταθέσεις σε βάρος του και τον αναγνώρισαν από τις φωτογραφίες που τους παρουσιάστηκαν. Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε η πραγματογνωμοσύνη της 16.03.1998, η οποία ανέφερε ότι ο γραφικός χαρακτήρας της «απόδειξης δωρεάς» που βρέθηκε στην κατοχή του προσφεύγοντος ήταν δικός του, δεν μεταβάλλει ούτε τη διαπίστωση αυτή.
Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάθεση που ελήφθη από τον προσφεύγοντα χωρίς την παρουσία συνηγόρου είχε σημαντική αποδεικτική αξία, καθώς παρείχε στις αρχές την αφήγηση του τι είχε συμβεί και, όσον αφορά το αδίκημα της απόπειρας ανατροπής της συνταγματικής τάξης, φαίνεται να είχε πλαισιώσει τη διαδικασία συλλογής αποδεικτικών στοιχείων στην σε βάρος του ποινική διαδικασία. Ως εκ τούτου, ούτε η περαιτέρω ταυτοποίηση του προσφεύγοντος από ορισμένους από τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων κατά τη δίκη, ούτε η απουσία οποιασδήποτε ένδειξης κακομεταχείρισης του ιδίου κατά τη διάρκεια της αστυνομικής κράτησής του επαρκούσαν για να διασφαλίσουν τη συνολική δικαιότητα της διαδικασίας.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συνολικά δίκαιος χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος εθίγη ανεπανόρθωτα από τον εκ του νόμου περιορισμό του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικηγόρο και τη μεταγενέστερη χρήση των καταθέσεων – ομολογιών που δόθηκαν χωρίς την παρουσία συνηγόρου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης και επιδίκασε ποσό 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη.