ΑΠΟΦΑΣΗ
K.V. Mediterranean Tours Limited κατά Τουρκίας της 10.06.2025 (προσφυγή αριθ. 41120/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπόθεση αφορούσε την αποτελεσματικότητα της Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας (ΕΑΠ) ως νομικής οδού για αξιώσεις αποζημίωσης που εγείρουν Ελληνοκύπριοι στην «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Η υπόθεση αφορούσε επίσης τη συμμετοχή ενός θρησκευτικού ιδρύματος στις διαδικασίες της ΕΑΠ και την εικαζόμενη έλλειψη αμεροληψίας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (επιτροπή προσφυγών) ως ανώτερη δικαστική αρχή για υποθέσεις της ΕΑΠ.
Σε γενικές γραμμές, το Δικαστήριο αναγνώρισε την πρόοδο που σημείωσε η ΕΑΠ στη διεκπεραίωση των αξιώσεων ιδιοκτησίας. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης το ποικίλο φάσμα των παρεχόμενων ένδικων μέσων, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης, της ανταλλαγής και της επιστροφής, και χαιρέτισε τις συνεχιζόμενες προσπάθειες. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο παρατεταμένος χαρακτήρας των διαδικασιών οφειλόταν κυρίως στην παθητική προσέγγιση της ΕΑΠ και την αναβλητικότητα των αρχών της «ΤΔΒΚ» όσον αφορά την προετοιμασία εγγράφων και την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.
Η ΕΑΠ δεν ενήργησε με συνέπεια, επιμέλεια και ταχύτητα κατά την εξέταση της αίτησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση των αποφάσεων) το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι συνεπείς και μακροχρόνιες προσπάθειες έπρεπε να συνεχιστούν, ιδίως όσον αφορά την επιτάχυνση των διαδικασιών της ΕΑΠ και να δημιουργηθεί ένα ένδικο μέσο που να εξασφαλίζει πραγματικά αποτελεσματική αποκατάσταση των καθυστερήσεων.
Tο ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας).
Το Δικαστήριο επιδίκασε 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 11.000 ευρώ για έξοδα και έκρινε. με 5 ψήφους έναντι 2, ότι το αίτημα της περιουσιακής ζημίας δεν ήταν ακόμη έτοιμο για απόφαση και επιφυλάχθηκε.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα K.V. Mediterranean Tours Limited, είναι κυπριακή εταιρεία που ιδρύθηκε το 1967 και εδρεύει στη Λευκωσία. Οι μέτοχοι και οι διευθυντές της είναι ελληνοκυπριακής καταγωγής. Η εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια ενός κτιριακού συγκροτήματος που βρίσκεται στην περιφραγμένη περιοχή της Αμμοχώστου στην «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου« («ΤΔΒΚ»). Εγκατέλειψε το ακίνητο μετά την τουρκική στρατιωτική επέμβαση το 1974 και, τον Ιούλιο του 2010, υπέβαλε αίτηση στην Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας (ΕΑΠ), διεκδικώντας αποζημίωση για την απώλεια χρήσης του κτιριακού της συγκροτήματος. Ζήτησε επίσης την επιστροφή της ιδιοκτησίας, αποζημίωση για ηθική βλάβη, νόμιμους τόκους και δικαστικά έξοδα. Ελλείψει απάντησης από τις αρμόδιες αρχές της «ΤΔΒΚ», η K.V. Mediterranean Tours Limited ζήτησε, την 1η Νοεμβρίου 2010, την έκδοση απόφασης ερημοδικίας. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν δέκα ακροάσεις από τις αρχές Δεκεμβρίου 2010 έως τα τέλη Ιουνίου 2012. Σε κάθε μία από αυτές, το Γραφείο του Εισαγγελέα ζήτησε επιτυχώς αναβολές λόγω έλλειψης έκθεσης σχετικά με το ακίνητο.
Στις 23 Οκτωβρίου 2012 η εταιρεία διαμαρτυρήθηκε για καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Κατά την ακρόαση, το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ανέφερε ότι το Κτηματολόγιο και η Τοπογραφική Υπηρεσία δεν είχαν συντάξει έκθεση που ήταν απαραίτητη για την προετοιμασία της υπεράσπισης. Επιπλέον, από την προκαταρκτική αξιολόγηση της υπόθεσης προέκυψε ότι το ακίνητο ήταν εγγεγραμμένο σε ισλαμική θρησκευτική οργάνωση, το Ίδρυμα Abdullah Paşa, το οποίο διαχειριζόταν το ίδρυμα Evkaf, ο οργανισμός που επιβλέπει τη λειτουργία των vakıfs (ιδρυμάτων) και των Εγγεγραμμένων ιδιοκτησιών στην Κύπρο. Στις 23 Νοεμβρίου 2012, η ΕΑΠ διαπίστωσε ότι η Evkaf θα έπρεπε επομένως να γίνει δεκτή στη διαδικασία ως τρίτο μέρος. Δύο εβδομάδες αργότερα, η προσφεύγουσα προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο «TΔΒΚ» για αδικαιολόγητες αναβολές και καθυστερήσεις στη διαδικασία και αμφισβήτησε την αποδοχή της Evkaf ως τρίτου διαδίκου στη διαδικασία.
Τρία χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 2015, το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Evkaf δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ως τρίτος διάδικος στη διαδικασία με την αιτιολογία ότι θα καθιστούσε αδύνατη την επιστροφή του ακινήτου στην προσφεύγουσα εταιρεία. Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί της καταγγελίας για αναβολές και καθυστερήσεις στις διαδικασίες σχετικά με την ΕΑΠ.
Οι αρχές της «TΔΒΚ» και η διοίκηση της Evkaf αμφισβήτησαν την απόφαση να μην γίνει αυτή δεκτή ως διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της «ΤΔΒΚ», ενώ η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την απόφαση σχετικά με τις αναβολές και τις καθυστερήσεις της διαδικασίας.
Στις 29 Νοεμβρίου 2016 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει για όλα τα θέματα που αφορούν τις διαδικασίες ενώπιον του IPC. Έκρινε ότι οι αναβολές και οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Αναφερόμενο σε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου της 27ης Δεκεμβρίου 2005, σύμφωνα με την οποία ο σημερινός εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου ήταν η Efkaf, έκρινε ότι η τελευταία πρέπει να γίνει δεκτή ως διάδικος στη διαδικασία.
Οι αρχές της «ΤΔΒΚ» κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους στην ΕΑΠ τρία χρόνια αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου 2019. Τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο, τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 2020, η προσφεύγουσα και ο εκπρόσωπός της αρνήθηκαν να παραστούν στις ακροάσεις της IPC. Στις 22 Φεβρουαρίου 2024 ο εκπρόσωπος παρέστη στην ακρόαση ενώπιον της ΕΑΠ και συμφώνησε να διαβιβάσει στην εταιρεία τυχόν προτάσεις για αποζημίωση που θα μπορούσε να υποβάλει η κυβέρνηση. Ωστόσο, η προσφεύγουσα και ο εκπρόσωπός τους δήλωσαν αργότερα ότι οποιοσδήποτε διακανονισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η διαδικασία ενώπιον της ΕΑΠ βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Επικαλούμενη τα άρθρα 6 (δικαίωμα δίκαιης ακρόασης), 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι η διαδικασία για την επιστροφή και αποζημίωση της περιουσίας της που βρισκόταν στην κατεχόμενη περιοχή της Αμμοχώστου ήταν παρατεταμένη και αναποτελεσματική, ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για να διαμαρτυρηθεί για τη συμμετοχή τρίτου μέρους στη διαδικασία, και ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (εφετείο) φέρεται να είχε εμπλακεί σε συναλλαγές που αφορούσαν περιουσία που ανήκε σε Ελληνοκύπριους. Παραπονέθηκε επίσης για παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση διακρίσεων) κατά την άσκηση του δικαιώματός της βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και ισχυρίστηκε ότι οι εν λόγω διακρίσεις βασίστηκαν στην εθνική και εθνοτική καταγωγή, τη γλώσσα και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μετόχων και του διευθυντή της.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου,
Άρθρο 6,
Άρθρο 13
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο προχώρησε με την υπόθεση ότι η Τουρκική Δημοκρατία ήταν υπεύθυνη για τις περιστάσεις που καταγγέλλονται από την προσφεύγουσα. Ωστόσο, αυτό δεν αμφισβητούσε καθόλου την άποψη που υιοθέτησε η διεθνής κοινότητα σχετικά με την ίδρυση της «ΤΔΒΚ» ή το γεγονός ότι η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέμεινε η μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου (βλ. Κύπρος κατά Τουρκίας [GC] και Δημόπουλος κ.α. κατά Τουρκίας (dec.) [GC].
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου
Αφού παρασχέθηκαν επίσημα πιστοποιητικά προς υποστήριξη της ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εταιρεία είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης της ιδιοκτησίας για την αξιολόγηση της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, μετά την απόφασή του στην υπόθεση Δημόπουλος κ.α., είχε τονίσει ότι οι αξιώσεις ιδιοκτησίας έπρεπε να υποβάλλονται στην ΕΑΠ, και η ΕΑΠ είχε παράσχει ένα προσιτό και αποτελεσματικό πλαίσιο επανόρθωσης για έναν αριθμό αιτούντων. Το Δικαστήριο αναγνώρισε την πρόοδο που σημείωσε η ΕΑΠ στη διεκπεραίωση των αξιώσεων ιδιοκτησίας, όπως αποτυπώνεται στις στατιστικές πληροφορίες που είχαν υποβληθεί. Σημείωσε επίσης το ποικίλο φάσμα των παρεχόμενων επανορθωτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης, της ανταλλαγής και της και χαιρέτισε τις συνεχιζόμενες προσπάθειες.
Η προσφεύγουσα εταιρεία είχε ζητήσει αποζημίωση και επιστροφή περιουσίας στην αίτησή της στην ΑΕΠ και είχε συμφωνήσει να εξετάσει τυχόν προτάσεις αποζημίωσης που θα μπορούσαν να υποβληθούν. Ως εκ τούτου, η διαδικασία δεν μπορούσε να θεωρηθεί αναποτελεσματική. Ωστόσο, όσον αφορά την υποτιθέμενη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών ένδικων μέσων για υπερβολικές καθυστερήσεις στις διαδικασίες ενώπιον της ΕΑΠ, η Κυβέρνηση δεν είχε προσκομίσει συγκεκριμένα παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες οι καταγγέλλοντες είχαν επιδιώξει επιτυχώς και έλαβαν αποζημίωση ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας, η οποία είχε ξεκινήσει το 2010 και βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σημαντική καθυστέρηση είχε προκληθεί από την αδυναμία του Γενικού Εισαγγελέα της ΤΔΒΚ να απαντήσει στο αίτημα της προσφεύγουσας μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο παρατεταμένος χαρακτήρας της διαδικασίας οφειλόταν κυρίως στην παθητική προσέγγιση της ΕΑΠ και στην αναβλητικότητα των αρχών της «ΤΔΒΚ» όσον αφορά την προετοιμασία εγγράφων και συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ΕΑΠ δεν ενήργησε με συνέπεια, επιμέλεια και ταχύτητα κατά την εξέταση της αίτησης. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Άρθρα 6 και 13
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η συμμετοχή της Διοίκησης Evkaf στη διαδικασία ενώπιον της ΕΑΠ ως δυνητικά θιγόμενο μέρος ήταν αναγκαία για την τήρηση της αρχής της δίκαιης δίκης. Η προσφεύγουσα δεν είχε καταφέρει να αποδείξει πειστικά πώς η συμμετοχή της Evkaf είχε καταστήσει τη διαδικασία άδικη. Η ΕΑΠ δεν είχε αυτομάτως αναθέσει την κυριότητα στο θρησκευτικό ίδρυμα και η εταιρεία είχε την ευκαιρία να αμφισβητήσει τις αξιώσεις ιδιοκτησίας του ιδρύματος στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον τη ΕΑΠ. Το θέμα της παρέμβασης τρίτου μέρους εξετάστηκε επίσης σε βάθος όχι μόνο από την ΕΑΠ αλλά και από τα δικαστήρια. Ως εκ τούτου, απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς βάσει των άρθρων 6 και 13.
Όσον αφορά την υποτιθέμενη μεροληψία των δικαστών του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι οποιοσδήποτε από τους δικαστές κατείχε προσωπική προκατάληψη ή εχθρότητα έναντι της προσφεύγουσας. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, προκειμένου να είναι δυνατή η αμφισβήτηση της αμεροληψίας ενός δικαστή στο πλαίσιο αυτό, τα περιουσιακά συμφέροντα του ενδιαφερόμενου δικαστή έπρεπε να συνδέονται άμεσα με το αντικείμενο της διαφοράς σε εθνικό επίπεδο. Δεδομένου ότι οι εν λόγω διαδικασίες αφορούσαν μόνο διαδικαστικά ζητήματα, οι δικαστές δεν είχαν άμεσο συμφέρον στο αποτέλεσμα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε ζητήσει την εξαίρεση των εν λόγω δικαστών, και οι δικαστές δεν είχαν καμία αξίωση επί της περιουσίας της εταιρείας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω καταγγελία ως προδήλως αβάσιμη.
Το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Όπως και σε προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν απαιτήσεις Ελληνοκυπρίων για ακίνητα στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, το Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να προβεί σε χωριστή εξέταση του παραδεκτού και της ουσίας των καταγγελιών βάσει του άρθρου 14 της Σύμβασης.
Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση αποφάσεων)
Το ζήτημα της υπερβολικής διάρκειας των διαδικασιών ενώπιον της ΕΑΠ δεν είναι καινούργιο. Σε προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις, το Δικαστήριο έχει επικρίνει τον παρατεταμένο χαρακτήρα των διαδικασιών και έχει αναφερθεί στις αρχές της «ΤΔΒΚ» που δεν απάντησαν εγκαίρως στους ισχυρισμούς των προσφευγόντων ενώπιον της ΕΑΠ. Το Δικαστήριο έχει επίσης καταστήσει σαφές ότι εξακολουθεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις στη λειτουργία της ΕΑΠ και της ικανότητάς της να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις περιουσιακές αξιώσεις των Ελληνοκυπρίων (βλ. Ιωάννου κατά Τουρκίας). Το Δικαστήριο σημείωσε τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία που καταδεικνύουν πρόοδο στην επεξεργασία από την ΕΑΠ των περιουσιακών απαιτήσεων των Ελληνοκυπρίων. Αν και υπήρχαν ακόμη περιθώρια βελτίωσης, το Δικαστήριο σημείωσε την πρόοδο που επιτεύχθηκε και επίσης τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι τουρκικές αρχές για να φέρουν τις εν λόγω διαδικασίες σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της Σύμβασης. Παρ’ όλα αυτά, η παρούσα υπόθεση έδειξε σαφώς ότι έπρεπε να συνεχιστούν οι συνεπείς και μακροπρόθεσμες προσπάθειες, ιδίως όσον αφορά την επιτάχυνση των διαδικασιών (ιδίως οι απαντήσεις των αρμόδιων αρχών της «ΤΔΒΚ» στις αξιώσεις ιδιοκτησίας ενώπιον της ΕΑΠ) και τη δημιουργία ενός μέσου προσφυγής που θα εξασφάλιζε πραγματικά αποτελεσματική επανόρθωση στην όσον αφορά τις καθυστερήσεις στις διαδικασίες της ΕΑΠ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 11.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Διαπίστωσε, με 5 ψήφους έναντι 2, ότι το ερώτημα της περιουσιακής ζημίας δεν ήταν ακόμη έτοιμο για απόφαση και το επιφύλαξε για μελλοντική απόφαση.
Ξεχωριστή γνώμη
Οι δικαστές Yüksel και Paczolay εξέφρασαν εν μέρει διαφορετική γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.