Σκέψεις για τη νομολογιακή και νομοθετική διαχείριση του ζητήματος υπό το πρίσμα της απόφασης υπ’ αρ. 2/2022 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Γεώργιος Πλαγάκος
Εφέτης
Διάγραμμα κειμένου
1. Η νομολογιακή εισαγωγή της αρχής της αναλογικότητας στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων.
2. Θετικές όψεις της ανωτέρω νομολογιακής εξέλιξης.
3. Προβληματισμοί από την εφαρμογή της ως άνω αρχής στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων.
4. Διαπιστώσεις, προοπτικές και μια πρόταση.
α. Ορθολογική εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας από τη νομολογία.
β. Εγκλωβισμός στην άκαμπτη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας εις βάρος του κατηγορουμένου.
γ. Νομοθετική τροποποίηση του άρθρου 83 ΠΚ.
……………………………………………………………
1. Η νομολογιακή εισαγωγή της αρχής της αναλογικότητας στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων.
Με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπ’ αρ. 2/2022 (ΤΝΠ Νόμος = ΝοΒ 2022.591= ΕλλΔνη 2022.527= Αρμ 2022.1332), όπως είναι γνωστό, εισήχθη στη νομολογία η αρχή της αναλογικότητας ως κριτήριο για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων, την οποία ζητεί ο κατηγορούμενος. Το ειδικότερο περιεχόμενο της αρχής αυτής εν προκειμένω είναι ότι, ανεξαρτήτως αν συντρέχουν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται ορισμένη ελαφρυντική περίσταση, για την αναγνώρισή της από το Δικαστήριο πρέπει να συντρέχει ακόμη μια προϋπόθεση, δηλαδή η επιβλητέα κατ’ άρθρο 83 ΠΚ ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, δεν πρέπει να γίνεται δεκτή η συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης, όταν με την αναγνώρισή της η ποινή που θα επιβληθεί μειώνεται τόσο πολύ λόγω του μειωμένου πλαισίου ποινής που ορίζεται στο άρθρο 83 ΠΚ, ώστε τελικά να παρίσταται δυσανάλογα επιεικής έναντι της βλάβης που προκάλεσε ο κατηγορούμενος. Τούτο διότι όταν, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, η επιβαλλόμενη ποινή τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος, την ποινική απαξία της πράξης και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας1. Μάλλον η νομολογιακή εισαγωγή της αρχής της αναλογικότητας στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων αναφέρεται στο τρίτο στοιχείο αυτής της αρχής, δηλαδή στην εν στενή εννοία αναλογία, και ειδικότερα στο ότι το διατασσόμενο μέτρο και εν προκειμένω η επιβαλλόμενη ποινή πρέπει να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Εφ’ όσον όμως η αρχή αυτή εφαρμόζεται πλέον εις βάρος του κατηγορουμένου, καθίσταται αντιληπτό ότι αντιστρέφονται οι όροι της σύγκρισης, ήτοι το βάρος που υφίσταται ο παθών, η έννομη τάξη και συνακόλουθα η κοινωνία από την επιβολή της κατ’ άρθρο 83 ΠΚ μειωμένης ποινής πρέπει να μην είναι μεγαλύτερο από το όφελος που αποκομίζει ο κατηγορούμενος με την κατά τα λοιπά νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων για τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Η εισαγωγή της αρχής της αναλογικότητας με το ανωτέρω περιεχόμενο στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων εντάσσεται στη μερική μετακίνηση του ενδιαφέροντος του σύγχρονου ποινικού δικαίου από το πρόσωπο του κατηγορουμένου στο πρόσωπο του θύματος. Βεβαίως, η μετακίνηση αυτή μέχρι τώρα ενσαρκωνόταν από νομοθετικές πρωτοβουλίες και όχι από την εξέλιξη της νομολογίας.
2. Θετικές όψεις της ανωτέρω νομολογιακής εξέλιξης.
Η εισαγωγή της αρχής της αναλογικότητας στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων κατά τρόπο που λειτουργεί εις βάρος του κατηγορουμένου ξένισε και προκάλεσε κριτική, διότι εισήγαγε μέθοδο σκέψης αντίθετη από την επί δεκαετίες ισχύουσα. Τούτο διότι αφ’ ενός μέχρι τούδε η αρχή της αναλογικότητας ήταν γνωστή για την αξιοποίησή της υπέρ των προσώπων (διοικουμένων, υπόπτων, κατηγορουμένων) έναντι της ισχύος και των πιθανών υπερβάσεων της κρατικής εξουσίας και αφ’ ετέρου η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, δεν σχετιζόταν με την ενδεχόμενη εκτίμηση ότι η απειλούμενη ποινή είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τη βλάβη που προκάλεσε ο κατηγορούμενος αλλά ήταν υποχρεωτική, αν ζητούνταν η αναγνώριση ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης και αποδεικνυόταν τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά. Εντούτοις, η λειτουργία της αρχής της αναλογικότητας με τον τρόπο που την εισήγαγε η προαναφερθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου εμφανίζεται ορθή ή τουλάχιστον έχουσα έρεισμα στην αποστολή της ποινικής νομοθεσίας και δικαιοσύνης, ορώμενη από τρεις οπτικές γωνίες, ήτοι α) από την άποψη των δικαστηρίων της ουσίας, β) από την άποψη των θυμάτων των εγκλημάτων που διαπράττουν οι κατηγορούμενοι και γ) από την άποψη της έννομης τάξης συνολικά. Στην πρώτη περίπτωση (από τη σκοπιά των δικαστηρίων της ουσίας) η αξιοποίηση της αρχής της αναλογικότητας εμφανίζεται ορθή, διότι απεγκλωβίζει τον δικανικό συλλογισμό από την άκαμπτη μέθοδο σκέψης που είχε επικρατήσει, σύμφωνα με την οποία η συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που υπάγονται στο πραγματικό των επιμέρους περιπτώσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, οδηγούσε άνευ ετέρου στην αναγνώριση των οικείων ελαφρυντικών περιστάσεων και κάθε απόκλιση ήταν εσφαλμένη. Πλέον, αναδεικνύεται περισσότερο και αποκτά ουσιαστικότερη μορφή ο δικαιοδοτικός ρόλος των δικαστηρίων, τα οποία καλούνται να αναζητήσουν την προσήκουσα ποινή με βάση και την αρχή της αναλογικότητας και όχι να επιβάλλουν οιονεί μηχανιστικά μια χαμηλότερη ποινή λόγω της απόδειξης ή πιθανολόγησης ορισμένων περιστάσεων του πρότερου ή μεταγενέστερου βίου του κατηγορουμένου σε σχέση με το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος. Στη δεύτερη περίπτωση (από τη σκοπιά των θυμάτων) η αξιοποίηση της αρχής της αναλογικότητας είναι επίσης ορθή, διότι επιβάλλεται η δέουσα ποινική κύρωση και το θύμα ή οι συγγενείς του, αν έχει επέλθει θάνατος, αντιλαμβάνονται ότι η δικαιοσύνη έλαβε υπ’ όψιν της τη βλάβη που προκάλεσε ο κατηγορούμενος, επέβαλε τη δέουσα ποινή και έτσι δεν υποτίμησε το προσβληθέν έννομο αγαθό του παθόντος. Έτσι, αισθάνονται πλέον κάποια ηθική δικαίωση, επέρχεται η ηθική ειρήνευση και δεν απαξιώνεται ο θεσμός της δικαιοσύνης στη συνείδησή τους. Στην τρίτη περίπτωση (από τη σκοπιά της έννομης τάξης), όταν επιβάλλεται ποινή ανάλογη της επελθούσας βλάβης και όχι χαμηλότερη λόγω της αναγκαστικής αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, εμπεδώνεται στην κοινωνία η πεποίθηση ότι απονέμεται δίκαιο, ότι δεν υπάρχει εκ πλαγίου ατιμωρησία και ενισχύεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον θεσμό της δικαιοσύνης. Εν τέλει είναι ειλικρινέστερο και μάλλον ορθότερο από δικαιοκρατική άποψη η απόρριψη του αιτήματος αναγνώρισης της πρώτης ή της επιπλέον ελαφρυντικής περίστασης, που ζητεί η υπεράσπιση, να θεμελιώνεται στη δυσανάλογη σχέση μεταξύ της βλάβης που προκάλεσε ο κατηγορούμενος με την αξιόποινη πράξη του και της ποινής που θα επιβληθεί, αν αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις, παρά στην ενίοτε μη πειστική αιτιολογία, ότι δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ελαφρυντικής περίστασης.
3. Προβληματισμοί από την εφαρμογή της ως άνω αρχής στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων.
Η επιλογή κάθε φορά της ανάλογης προς την επελθούσα βλάβη ποινής είναι δυσχερές καθήκον κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, διότι συνέχεται με τις κοινωνικοηθικές αντιλήψεις των δικαστών και ιδίως των ενόρκων, οι απόψεις των οποίων επί των ελαφρυντικών περιστάσεων και των επιβλητέων ποινών αποδίδουν συχνά με ζωηρό τρόπο διαφορετικές κοινωνικοηθικές τάσεις και ανάλογα επίπεδα εξέλιξης εντός της ελληνικής κοινωνίας. Δεύτερον, διότι ενίοτε η επιλογή της ποινής που εμφανίζεται ανάλογη προς την επελθούσα βλάβη νοθεύεται από την προσπάθεια να εντοπισθεί κατά προσέγγιση η ποινή, που πραγματικά θα εκτίσει ο κατηγορούμενος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των δυνατοτήτων της υφ’ όρον απόλυσης και της εργασίας κατά τη διάρκεια της φυλάκισης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ευεργετική προσμέτρηση των ημερών που εκτίονται στη φυλακή.
Η αρχή της αναλογικότητας δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή με κριτήριο το πλαίσιο της απειλούμενης εκ του νόμου ποινής. Δηλαδή, το γεγονός ότι ο νόμος απειλεί ορισμένα ποινικά αδικήματα με ισόβια κάθειρξη, με κάθειρξη γενικώς, με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών ή μέχρι δέκα ετών ή με άλλο χρονικό πλαίσιο πρόσκαιρης κάθειρξης, δεν αποτελεί άνευ ετέρου επιχείρημα ότι σε αυτά τα ποινικά αδικήματα ή σε κάποιες κατηγορίες τους, π.χ. σε αυτά με τις υψηλότερες απειλούμενες ποινές, πρέπει να εφαρμόζεται οπωσδήποτε η αρχή της αναλογικότητας και να μην αναγνωρίζεται ελαφρυντική περίσταση. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι είναι επισφαλές να κατηγοριοποιηθούν, είτε ατύπως στη συνείδησή μας είτε νομολογιακά με ρητή μνεία των δικαστικών αποφάσεων στο ύψος της απειλούμενης κάθειρξης, τα κακουργήματα -στην πράξη εκεί συνήθως τίθενται τα διλήμματα- αναλόγως της απειλούμενης ποινής και κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας να απορρίπτονται τα αιτήματα αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, όπου ο ποινικός νόμος απειλεί βαρύτερες ποινές, π.χ. ισόβια κάθειρξη ή κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, ενώ να γίνονται δεκτά αυτά τα αιτήματα, όπου η ποινική νομοθεσία ορίζει χαμηλότερο πλαίσιο ποινής, π.χ. κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αντίθετα, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να είναι εξατομικευμένη, δηλαδή να λαμβάνει υπ’ όψιν όχι το μέγεθος της απειλούμενης εκ του νόμου ποινής αλλά το μέγεθος της προκληθείσας βλάβης στη συγκεκριμένη υπόθεση. Αυτού του είδους η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας δίνει την εντύπωση, ακόμη και στους ίδιους τους δικαστές ότι το ίδιο έννομο αγαθό εκτιμάται διαφορετικά αναλόγως των περιστάσεων, αφού για το ίδιο βαρύ ποινικό αδίκημα (π.χ. η ανθρώπινη ζωή στην ανθρωποκτονία με πρόθεση), όταν συντρέχουν τα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, π.χ. ο πρότερος σύννομος ή έντιμος βίος, άλλοτε θα αναγνωρίζεται η συνδρομή αυτής της ελαφρυντικής περίστασης και άλλοτε κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας δεν θα αναγνωρίζεται2. Έτσι, θα δημιουργούνται διαρκώς δυσεπίλυτα διλήμματα, τα οποία θα προκαλούν συνειδησιακές συγκρούσεις, όμως τα διλήμματα και οι συνειδησιακές συγκρούσεις και αναζητήσεις εμπεριέχονται στο δικαστικό λειτούργημα και είναι δομικό στοιχείο της υψηλής ευθύνης και της δυσχερούς αποστολής του. Επομένως, η ύπαρξη νομολογίας για το ότι σε ορισμένη υπόθεση, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, δεν πρέπει να αναγνωρισθεί η αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση λόγω του μεγέθους της προκληθείσας βλάβης από το διαπραχθέν έγκλημα, δεν συνεπάγεται ότι αυτή η ελαφρυντική περίσταση δεν πρέπει να αναγνωρίζεται σε καμία μεταγενέστερη δίκη με το ίδιο έγκλημα και συνακόλουθα με βλάβη του ιδίου εννόμου αγαθού, κατ’ επίκληση της ίδιας αρχής. Αυτή η θεώρηση θα οδηγούσε στην προσχηματική επίκληση της αρχής της αναλογικότητας και εν τέλει στην αναίρεση του ιδίου του περιεχομένου της. Τούτο διότι στοιχείο της αναλογικότητας είναι η διακύμανση της ποινικής αντιμετώπισης έπειτα από την εκτίμηση όλων περιστάσεων και όχι η τυποποίηση και η ακαμψία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι παρά τις επανειλημμένες τροποποιήσεις της ποινικής νομοθεσίας επί το αυστηρότερο κατά τα τελευταία έτη, ο νομοθέτης δεν εξαίρεσε από την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων τα εγκλήματα, η διάπραξη των οποίων επισείει ισόβια ή πολυετή κάθειρξη. Γι’ αυτό άλλωστε στο άρθρο 83 περ.α΄ και β΄ ΠΚ ορίζεται το πλαίσιο των μειωμένων ποινών μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης σε κατηγορουμένους που διέπραξαν εγκλήματα, τιμωρούμενα με ισόβια κάθειρξη ή κάθειρξη άνω των δέκα ετών. Επομένως, παραμένει διαχρονική η βούληση του νομοθέτη να μην εξαρτάται η αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων από τη βαρύτητα του εγκλήματος, ήτοι από το ύψος της απειλούμενης ποινής. Μάλιστα, ο νομοθέτης δεν προσέδωσε νομοθετική ισχύ στην αρχή της αναλογικότητας ενσωματώνοντάς την στο κείμενο του άρθρου 84 ΠΚ, όπως θα μπορούσε και όπως ήδη συμβαίνει με το άρθρο 79 ΠΚ για τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής. Του νομοθέτη μη διακρίνοντος μεταξύ πολύ σοβαρών και λιγότερο σοβαρών εγκλημάτων ως προς το επιτρεπτό της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, δεν επιτρέπεται ούτε οι εφαρμοστές του δικαίου να χαράξουν εκ των προτέρων νομολογιακές γραμμές μεταξύ των εγκλημάτων, ώστε να αποστερούν από τον κατηγορούμενο τη δυνατότητα αναγνώρισης ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης, όταν καταδικάζεται για πολύ σοβαρό ποινικό αδίκημα. Εάν η νομολογία φανερά ή συγκαλυμμένα κατηγοριοποιήσει με τέτοιο τρόπο τα εγκλήματα, ώστε αναλόγως, το αίτημα αναγνώρισης ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης να μπορεί να γίνει δεκτό ή να απορρίπτεται άνευ ετέρου λόγω του ύψους της απειλούμενης ποινής παρά την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, που το στηρίζουν, τότε θα είναι σαν να έχει προστεθεί μια άγραφη διάταξη στο κείμενο του άρθρου 84 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, όταν το διαπραχθέν έγκλημα τιμωρείται με πολύ βαριά ποινή, π.χ. ισόβια ή πολυετή κάθειρξη. Αυτός ο άγραφος νομολογιακός κανόνας θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με το άρθρο 83 περ.α΄ και β΄ ΠΚ, με το οποίο διαμορφώνεται μειωμένο πλαίσιο ποινής ακόμη και για κατηγορουμένους, που διέπραξαν εγκλήματα τιμωρούμενα με ισόβια ή με πολυετή κάθειρξη. Επίσης, θα υπερέβαινε την έκταση της αρχής της αναλογικότητας και θα συνιστούσε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τόσο της ίδιας της εφαρμοζόμενης αρχής όσο και του άρθρου 84 ΠΚ.
Επιπλέον, η χάραξη και τήρηση γενικών και άκαμπτων νομολογιακών γραμμών για την αναγνώριση ή όχι των αιτούμενων ελαφρυντικών περιστάσεων με κριτήριο τη νομοθετικά απειλούμενη ποινή και το βλαπτόμενο έννομο αγαθό στη γενικότητά του, μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στην αμφισβήτηση του δίκαιου χαρακτήρα της δίκης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ). Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν θα καταστεί προφανές από την ανάγνωση ικανού αριθμού αποφάσεων ότι τα δικαστήρια για την απόρριψη του αιτήματος αναγνώρισης ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης αρκούνται στην εξέταση του πλαισίου της εκ του νόμου απειλούμενης ποινής και εξ αυτού απορρίπτουν ευχερώς και γενικόλογα το σχετικό αίτημα, χωρίς δηλαδή να εξετάζουν την αναλογία της βλάβης που υπέστη το θύμα κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης με την ποινή που πρόκειται να επιβληθεί μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, ήτοι κατ’ εφαρμογή των άρθρων 84 παρ.2 και 83 ΠΚ. Η έλλειψη εξατομικευμένης εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να μην γίνεται αντιληπτή, όταν πρόκειται για μία ή για λίγες δικαστικές αποφάσεις. Τότε η απορριπτική αιτιολογία μπορεί να εμφανίζεται πειστική. Όταν, όμως, η ίδια κατά το μάλλον ή ήττον τυποποιημένη απορριπτική αιτιολογία, στηριζόμενη στη βαρύτητα του εγκλήματος, η οποία απορρέει από το μέγεθος της απειλούμενης ποινής, και στη μεγάλη σημασία του ζημιωθέντος εννόμου αγαθού γενικόλογα, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση ή με τη χρήση επίσης τυποποιημένων φράσεων, εντοπίζεται σε πληθώρα αποφάσεων, οι οποίες σε βάθος λίγων ετών μπορεί να ανέρχονται σε ορισμένες εκατοντάδες σε όλη η χώρα, τότε θα είναι μάλλον ευχερές να υποστηριχθεί ενώπιον του ΕΔΑΔ ότι τα ελληνικά δικαστήρια απορρίπτουν χωρίς ουσιαστική εξέταση τους σχετικούς ισχυρισμούς και έτσι στερούν από τους κατηγορουμένους το δικαίωμα της δίκαιης δίκης. Δεν πρέπει να διαφεύγει της σκέψης μας ότι ο μεγάλος αριθμός πανομοιότυπων απορριπτικών αποφάσεων οδηγεί από μόνος του σε αρνητική εκτίμηση για την ποιότητα των δικαστικών κρίσεων. Η κατάσταση που αντιμετώπισε η χώρα μας λόγω της μαζικής απόρριψης από τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια των προσφυγών κρατουμένων για τις συνθήκες κράτησής τους (προσφυγές του άρθρου 6Α ν.2776/1999) είναι ενδεικτική, γνωστή σε όσους ασχολούνται με το εφαρμοσμένο ποινικό δίκαιο και μάλλον δεν χρήζει παραπομπών. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το επιχείρημα ότι επειδή η αρχή της αναλογικότητας είναι υπερνομοθετικής ισχύος, υπερτερεί των θετών διατάξεων του άρθρου 83 περ.α΄ και β΄ ΠΚ και επομένως κατ’ εφαρμογή της αρχής αυτής επιτρέπεται, ενδείκνυται ή επιβάλλεται να μην αναγνωρίζεται η συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης σε κατηγορουμένους που διέπραξαν εγκλήματα, τιμωρούμενα με ισόβια κάθειρξη ή κάθειρξη άνω των δέκα ετών, δεν είναι πειστική.
4. Διαπιστώσεις, προοπτικές και μια πρόταση.
Είναι προφανές ότι ο δισταγμός και τελικά η αρνητική κρίση για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας οφείλεται στο ότι, όταν το δικαστήριο αναγνωρίζει μια ελαφρυντική περίσταση, η ποινή που επιβάλλει είναι υποχρεωτικά μειωμένη στο πλαίσιο των οριζόμενων στο άρθρο 83 ΠΚ ποινών. Συχνά το πλαίσιο αυτών των μειωμένων ποινών, εντός του οποίου υποχρεούται να κινηθεί το δικαστήριο μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, εμφανίζεται στη συνείδηση των εφαρμοστών του δικαίου ως ουσιωδώς και αδικαιολόγητα ευμενές σε σχέση με τη βλάβη που προκάλεσε ένα σοβαρό έγκλημα. Με παρεμφερή διατύπωση, η υποχρεωτική επιλογή μίας ποινής μέσα από το μειωμένο πλαίσιο ποινών του άρθρου 83 ΠΚ παρίσταται ως αντίθετη προς το αίσθημα της δικαιοσύνης3, το οποίο επιβάλλει στο νοητό ζυγό της δικαστικής λειτουργίας του κράτους να ισοσταθμίζεται, στο μέτρο του εφικτού, το προκληθέν κακό με την επιβαλλόμενη ποινή. Το αίσθημα της δικαιοσύνης -με όλο τον σχετικισμό και τις ατέλειες που μπορεί να φέρει ο όρος αυτός και η χρήση του- υπαγορεύει ότι η ποινή που πρέπει να επιβληθεί μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης είναι τόσο πολύ μειωμένη, ώστε να συνιστά ουσιωδώς ευμενή αντιμετώπιση του κατηγορουμένου σε σχέση με το δεινό που προκάλεσε. Αυτή η αντίληψη οδηγεί στον αποκλεισμό της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Αν αναλογισθούμε επιπροσθέτως και τη μεγάλη διάσταση μεταξύ των ονομαστικών και των πραγματικών ποινών, δηλαδή αυτών που απαγγέλλονται από τα δικαστήρια και αυτών που τελικά εκτίονται στις φυλακές κατ’ εφαρμογή των ευεργετικών για τους καταδικασθέντες διατάξεων του ποινικού και του σωφρονιστικού κώδικα (άρθρο 46 ν.2776/1999), καθίσταται σαφέστερο ότι η βούληση για ποινικό κολασμό ανάλογο της απαξίας του εγκλήματος λειτουργεί κατά της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων4. Αυτός ο τρόπος δικανικής σκέψης, στην αξιολογική του διάσταση μάλλον βρίσκει αντίθετους πολλούς, ίσως τους περισσότερους από τους αναγνώστες αυτού του κειμένου, αλλά στην περιγραφική του διάσταση αποδίδει την πραγματικότητα ή έστω ικανό μέρος της.
Υπό όλα τα ανωτέρω, στο τελευταίο τμήμα αυτού του κειμένου θα επιχειρηθεί η ιχνηλάτηση και διαμόρφωση των εναλλακτικών εκδοχών, οι οποίες εμφανίζονται ως πιθανές για τη διαχείριση της διαμορφωθείσας κατάστασης, αν βεβαίως δεχόμαστε ότι πρόκειται για κατάσταση που χρήζει διαχείρισης. Οι διαπιστώσεις, στις οποίες στηρίζεται η ιχνηλάτηση και διαμόρφωση αυτών των εναλλακτικών εκδοχών, είναι οι εξής τέσσερις. Πρώτον, η αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων, όταν αποδεικνύονται τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία αυτές θεμελιώνονται, προσήκει σύμφωνα με τον νόμο και στα σοβαρά εγκλήματα, ανεξαρτήτως της νομοθετικά απειλούμενης ποινής και δεν απαγορεύεται άνευ ετέρου από την αρχή της αναλογικότητας. Δεύτερον, συχνά το αίσθημα της δικαιοσύνης υπαγορεύει ότι το κατ’ άρθρο 83 ΠΚ νομοθετικό πλαίσιο της μειωμένης απειλούμενης ποινής μετά την αναγνώριση κάποιας ελαφρυντικής περίστασης οδηγεί στην επιβολή ουσιωδώς χαμηλής ποινής, ήτοι σε ανεπίτρεπτα επιεική αντιμετώπιση του εγκληματία και γι’ αυτό το λόγο απορρίπτεται η συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης, αν και τα αποδεικνυόμενα πραγματικά γεγονότα συνηγορούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τρίτον, αυτή η δικανική σκέψη δεν στερείται πλέον νομικού θεμελίου, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά ερείδεται στο σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπ’ αρ. 2/2022. Τέταρτον, λόγω αυτής της θεμελίωσης, πιθανολογείται ότι δεν πρόκειται για πρόσκαιρη αντίληψη που εμφανίσθηκε στην εφαρμογή του ποινικού δικαίου αλλά θα συνεχίσει να διαπνέει την εφαρμογή του για μακρό χρόνο.
Η πρώτη από τις παραπάνω διαπιστώσεις συγκρούεται εν όλω ή εν μέρει με τις τρεις επόμενες. Αν θεωρήσουμε ότι η πρώτη διαπίστωση αντικατοπτρίζει μια ορθή θέση, ότι δηλαδή η συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει, όταν αποδεικνύονται τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία αυτές θεμελιώνονται, να αναγνωρίζεται και στα σοβαρά εγκλήματα, ανεξαρτήτως της νομοθετικά απειλούμενης ποινής, χωρίς να κωλύεται άνευ ετέρου από την αρχή της αναλογικότητας, οι διαφαινόμενες εκδοχές είναι οι εξής.
α. Ορθολογική εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας από τη νομολογία.
Η πρώτη εκδοχή είναι ότι η νομολογία δεν θα αποκλείει, επικαλούμενη την αρχή της αναλογικότητας, συλλήβδην εκ των προτέρων την αναγνώριση κάποιας ελαφρυντικής περίστασης λόγω της φύσης του βλαπτόμενου έννομου αγαθού και του ύψους και μόνον της απειλούμενης ποινής αλλά θα αναγνωρίζει τη συνδρομή της περίστασης αυτής, όταν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, ή θα την απορρίπτει κατά περίπτωση μετά από εξατομικευμένη στάθμιση αφ’ ενός της ποινής που πρόκειται να επιβληθεί με βάση το κατ’ άρθρο 83 ΠΚ μειωμένο πλαίσιο ποινής και αφ’ ετέρου της συγκεκριμένης βλάβης που προκλήθηκε, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας με έρεισμα την προαναφερθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και τη σύμφωνη με αυτή νομολογία. Πρόκειται για την πιο ορθολογική διαχείριση του πράγματος, αφού στην περίπτωση αυτή τα δικαστήρια θα αναλάβουν την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας με ορθολογικό τρόπο και συμβατό στο ποινικό δόγμα, πράγμα που συνάδει με την αποστολή τους και τη λειτουργία της νομολογίας.
β. Εγκλωβισμός στην άκαμπτη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας εις βάρος του κατηγορουμένου.
Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι να διαμορφωθεί και να παγιωθεί μια άκαμπτη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων και ένας μακροχρόνιος εγκλωβισμός σε αυτή την ακαμψία. Σε παρόμοιες περιπτώσεις το ζήτημα επιλύεται αυθεντικά από τον νομοθέτη είτε λόγω διεργασιών και επιστημονικής συζήτησης εντός της χώρας είτε λόγω πίεσης από το ΕΔΑΔ. Στην υπό εξέταση περίπτωση μάλλον δεν νοείται νομοθετική επέμβαση, προκειμένου να ορισθεί ρητά ότι το ύψος της απειλούμενης ποινής για ορισμένο έγκλημα δεν εμποδίζει την αναγνώριση της συνδρομής ελαφρυντικής περίστασης, διότι τέτοια ρύθμιση υπάρχει ήδη στο άρθρο 83 περ.α΄ και β΄ ΠΚ, ανεξαρτήτως αν θα έχει αποδυναμωθεί σημαντικά η εφαρμογής της. Αν επέμβει η νομοθετική λειτουργία του κράτους, θα το πράξει όχι προς μεταβολή-εμπλουτισμό του θετού δικαίου αλλά για να υπενθυμίσει το αυτονόητο. Η ενδεχόμενη αυτή εξέλιξη θα σηματοδοτήσει την αποτυχία της νομολογίας να διαχειριστεί ερμηνευτικά το πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων παρά το ότι έχει τύχει μεγάλης θεωρητικής και νομολογιακής επεξεργασίας, ώστε να μην υπάρχουν ερμηνευτικά κενά. Υπ’ αυτή την έννοια θα πρόκειται για τη λιγότερο επιθυμητή εξέλιξη για τον θεσμό της δικαιοσύνης.
γ. Νομοθετική τροποποίηση του άρθρου 83 ΠΚ.
Η τρίτη εκδοχή είναι να επιχειρήσει ο νομοθέτης να συγκεράσει αφ’ ενός την αναγκαιότητα να αναγνωρίζεται η συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων ακόμη και στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων χωρίς να εμποδίζεται άνευ ετέρου από την αρχή της αναλογικότητας και αφ’ ετέρου το αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίο υπαγορεύει, ενίοτε έντονα, ότι η μειωμένη ποινή, όπως προβλέπεται κατ’ άρθρο 83 ΠΚ, μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, είναι αρκετές φορές δυσανάλογα χαμηλή σε σχέση με τη βλάβη που προκλήθηκε από το έγκλημα. Αυτός ο συγκερασμός μπορεί να γίνει με τροποποίηση του άρθρου 83 ΠΚ, έτσι ώστε να καταργηθεί το υπάρχον δεσμευτικό μειωμένο πλαίσιο ποινών και να αντικατασταθεί από μια γενική διάταξη ή επιμέρους διατάξεις διαφορετικού περιεχομένου, προκειμένου τα δικαστήρια να έχουν την ευχέρεια, όταν αναγνωρίζουν ελαφρυντικές περιστάσεις, να επιβάλλουν μειωμένη ποινή, η οποία δεν θα υπόκειται στους περιορισμούς του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου αλλά θα μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα ανώτατα όρια που ορίζονται σήμερα από το άρθρο 83 ΠΚ. Το άρθρο 83 ΠΚ υπό το νέο περιεχόμενό του θα μπορούσε είτε να ορίζει νέα μειωμένα πλαίσια ποινής, αυστηρότερα όμως από τα σημερινά, είτε να ορίζει διαφορετικό τρόπο μείωσης της ποινής επί αναγνώρισης ελαφρυντικής περίστασης, π.χ. ότι για κάθε αναγνωριζόμενη ελαφρυντική περίσταση η επιβαλλόμενη ποινή θα μειώνεται μέχρι 2/10 ή μέχρι κάποια άλλη αναλογία σε σχέση με το ανώτατο όριο της αρχικά απειλούμενης ποινής5 ή ότι δεν θα μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τη μέση τιμή του πλαισίου της αρχικά απειλούμενης ποινής6 σε συνδυασμό ίσως με κάποιο κατώτατο επιτρεπτό όριο ποινής. Ανάλογος μπορεί να είναι ο νομοθετικός ορισμός για τη μείωση της ποινής για κάθε επόμενη ελαφρυντική περίσταση, π.χ. θα ορίζεται ότι με την αναγνώριση κάθε επόμενης ελαφρυντικής περίστασης η επιβαλλόμενη ποινή θα μειώνεται κατά ακόμη 1/10 ή κατά άλλη αναλογία σε σχέση με το ανώτατο όριο της αρχικά απειλούμενης ποινής7. Ασφαλώς σε αυτές τις περιπτώσεις θα απαιτηθεί ιδιαίτερη ρύθμιση για την ισόβια κάθειρξη, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα. Αυτή η εκδοχή για πολλούς από τους ασχολούμενους με τη μελέτη και εφαρμογή του ποινικού δικαίου θα ισοδυναμεί με νομοθετική επικύρωση της νομολογιακής αυστηρότητας και ενδεχομένως με υποχώρηση του φιλελεύθερου χαρακτήρα του ποινικού δικαίου. Στην πράξη ενδέχεται να λειτουργήσει εποικοδομητικά, αφού πλέον η αναγνώριση της συνδρομής κάποιας ελαφρυντικής περίστασης δεν θα οδηγεί στην επιβολή ποινής, η οποία σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου θα είναι δυσανάλογα μικρή με αυτήν που θα έπρεπε να επιβληθεί, λόγω του μειωμένου πλαισίου ποινών του άρθρου 83 ΠΚ, και επομένως, τα υπάρχοντα μειωμένα πλαίσια ποινής δεν θα λειτουργούν ανασχετικά στην αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων με επίκληση της αρχής της αναλογικότητας. Αντίθετα, η επιβαλλόμενη μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης ποινή θα μειώνεται σε μικρότερο βαθμό από ό,τι συμβαίνει σήμερα. Η μικρότερη μείωση της ποινής θα εκλαμβάνεται ως πιο λελογισμένη -και πιθανότατα να είναι- θα συνάδει περισσότερο με το αίσθημα της δικαιοσύνης και θα διατηρεί ανοικτή την οδό για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων χωρίς πλέον αυτή να εμποδίζεται από την αρχή της αναλογικότητας. Για τους λόγους αυτούς, η επανεξέταση και νομοθετική τροποποίηση των πλαισίων των μειωμένων ποινών που επιβάλλουν τα δικαστήρια κατ’ άρθρο 83 ΠΚ μετά από την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων δεν πρέπει να τελεί εκτός συζήτησης αλλά να απασχολήσει τον ποινικό νομοθέτη. Μια τέτοια νομοθετική τροποποίηση θα έχει το πλεονέκτημα ότι λόγω της μικρότερης και κλιμακούμενης μείωσης της αρχικά απειλούμενης ποινής θα ενσωματωθεί νομοθετικά η αρχή της αναλογικότητας στο πεδίο των ελαφρυντικών περιστάσεων. Τότε, η μείωση της ποινής μετά την αναγνώριση κάποιας ή κάποιων ελαφρυντικών περιστάσεων θα λαμβάνει χώρα σε μικρότερο βαθμό και δεν θα παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, η οποία πλέον θα λειτουργεί εκ των πραγμάτων πιο ουδέτερα.
1 Προς την ίδια κατεύθυνση: ΑΠ 847/2024, ΑΠ 747/2024, ΑΠ 31/2024, ΑΠ 338/2023, ΑΠ 3/2023, ΑΠ 755/2022 ΤΝΠ Νόμος.
2 Ενδεικτικό παράδειγμα: Το θύμα μιας ανθρωποκτονίας με πρόθεση είναι τριάντα ετών και ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι πενήντα ετών, αποδεικνύει αδιαμφισβήτητα πρότερο σύννομο/έντιμο βίο και αιτείται την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α΄ ΠΚ. Στην παραλλαγή του παραδείγματος το θύμα είναι ενενήντα ετών, ο κατηγορούμενος έχει την ίδια ηλικία, όπως και στο βασικό παράδειγμα (πενήντα ετών), αποδεικνύει ακριβώς τον ίδιο ως άνω πρότερο βίο και αιτείται την αναγνώριση της ίδιας ελαφρυντικής περίστασης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο νόμος απειλεί την ίδια ποινή κάθειρξης και το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν η προκληθείσα βλάβη είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις, ώστε να εφαρμοσθεί ή όχι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία θα οδηγήσει στην απόρριψη του αιτήματος αναγνώρισης της αιτηθείσας ελαφρυντικής περίστασης.
3 Για τη διαφορά μεταξύ του αισθήματος της δικαιοσύνης ως όρου του σύγχρονου κοινωνικού συμβολαίου -με αναγωγή στον αμερικανό πολιτικό φιλόσοφο John Rawls- και του κοινού περί δικαίου αισθήματος βλ. Ευ.Βενιζέλο, Κύκλος Ιδεών, Κοινό περί δικαίου αίσθημα vs κράτος δικαίου, 31.1.2028 προσβάσιμο στον ιστότοπο https://evenizelos.gr/speeches/conferences-events/conferencespeech2018/5725-vs.html (αναρτήθηκε την 1.2.2018 και αναγνώσθηκε τελευταία φορά από τον συντάκτη του παρόντος κειμένου τη 14.6.2025).
4 Το σκέλος αυτό της σκέψης ασφαλώς δεν καλύπτεται από το σκεπτικό της παραπάνω απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου αλλά μάλλον δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι αρκετά συχνά εμφιλοχωρεί στην κρίση των δικαστηρίων, πράγμα που εκφράζεται εναργέστερα στις διασκέψεις, όταν πρόκειται για μικτά ορκωτά δικαστήρια αμφοτέρων των βαθμών.
5 Π.χ. όπου απειλείται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, η αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης θα οδηγεί σε κάθειρξη μέχρι οκτώ ετών (μειωμένη κατά 2/10). Όπου απειλείται κάθειρξη άνω των δέκα ετών, ήτοι μέχρι είκοσι ετών, η αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης θα οδηγεί σε κάθειρξη μέχρι δεκαέξι ετών (μειωμένη κατά 2/10).
6 Π.χ. όπου απειλείται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, η αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης θα οδηγεί σε κάθειρξη μέχρι επτά ετών και έξι μηνών (η μέση τιμή του νομοθετικού πλαισίου των πέντε έως δέκα ετών κάθειρξης). Όπου απειλείται κάθειρξη άνω των δέκα ετών, ήτοι μέχρι είκοσι ετών, η αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης θα οδηγεί σε κάθειρξη μέχρι δεκαπέντε ετών (η μέση τιμή του νομοθετικού πλαισίου των δέκα έως είκοσι ετών κάθειρξης).
7 Π.χ. όπου απειλείται κάθειρξη άνω των δέκα ετών, ήτοι μέχρι είκοσι ετών, η αναγνώριση της πρώτης ελαφρυντικής περίστασης θα οδηγεί σε κάθειρξη μέχρι δεκαέξι ετών (μειωμένη κατά 2/10) ενώ η αναγνώριση δεύτερης ελαφρυντικής περίστασης θα οδηγεί σε κάθειρξη μέχρι δεκατεσσάρων ετών (μειωμένη κατά ακόμη 1/10 σε σχέση με το ανώτατο όριο της αρχικά απειλούμενης ποινής).