Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι η αγωγή διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής (άρθρα 939 επ. ΑΚ) δεν υπάγεται στη διαδικασία εκούσιας διαμεσολάβησης.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι η αγωγή διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής (άρθρα 939 επ. ΑΚ) δεν υπάγεται στη διαδικασία εκούσιας διαμεσολάβησης του Ν. 4640/2019, καθώς και σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, λόγω έλλειψης εξουσίας διάθεσης των μερών επί του αντικειμένου της διαφοράς.
Το δικαστήριο επεσήμανε ότι, σύμφωνα με τον Ν. 4640/2019, προϋπόθεση για την υπαγωγή μιας διαφοράς σε διαμεσολάβηση είναι η ύπαρξη εξουσίας διαθέσεως από τα μέρη, δηλαδή της εξουσίας να διαθέτουν το περιουσιακό τους δικαίωμα επιφέροντας εκουσίως άμεση μεταβολή σε αυτό (μεταβίβαση, αλλοίωση, επιβάρυνση ή απόσβεσή του και γενικώς οποιαδήποτε νομική μεταβολή του). Η εξουσία αυτή κρίνεται με βάση το ουσιαστικό δίκαιο και δεν ταυτίζεται με τη δικονομική αρχή της διάθεσης (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, το δικαίωμα διάρρηξης ανήκει στην κατηγορία των δικαστικώς ασκούμενων διαπλαστικών δικαιωμάτων, με την έννοια ότι η σκοπούμενη διάπλαση μπορεί να επέλθει μόνο εφόσον ευδοκιμήσει η σχετική διαπλαστική αγωγή. Ο δανειστής δικαιούται να εγείρει την αγωγή διάρρηξης κατά τη διατύπωση των άρθρων 939 επ. ΑΚ, χωρίς να μπορεί να προκαλέσει ο ίδιος τη διάρρηξη εξωδίκως με μια απλή δήλωση βούλησης. Έτσι, καθώς το διαπλαστικό δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μόνο δικαστικά, η διάρρηξη επιτυγχάνεται αποκλειστικά με δικαστική απόφαση και ακόμα και αν καταρτιζόταν πρακτικό διαμεσολάβησης, αυτό δεν θα είχε τα ίδια έννομα αποτελέσματα με μια δικαστική απόφαση.
Κατά συνέπεια, η εν λόγω διαφορά δεν πληροί την προϋπόθεση της εξουσίας διαθέσεως και, επομένως, δεν απαιτείται ούτε η προηγούμενη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, ούτε η προηγούμενη προσφυγή στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης.