ΑΠΟΦΑΣΗ
Ciocoi κατά Μολδαβίας της 19.06.2025 ( αρ. προσφ. 31022/13 )
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες είναι δύο Μολδαβοί πολίτες, οι οποίοι το 2003-2004 απέκτησαν ακίνητα που είχαν κατασχεθεί από εταιρεία λόγω οφειλών της προς το Δημόσιο. Τους είχαν δε δοθεί εγγυήσεις ότι η ακίνητη αυτή περιουσία ήταν απαλλαγμένη από οποιεσδήποτε απαιτήσεις τρίτων.
Μετά την πτώχευση της ανωτέρω εταιρείας, το 2011 το αρμόδιο δικαστήριο διέταξε προσωρινά μέτρα κατά των προσφευγόντων, υποχρεώνοντάς τους να επιτρέψουν την είσοδο του διορισθέντος συνδίκου στα ακίνητά τους για να διενεργήσει απογραφή και να κατασχέσει τυχόν περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στην πρωτεύσασα εταιρεία, χωρίς οι ίδιοι να έχουν δυνατότητα να συμμετάσχουν στη διαδικασία ή να ασκήσουν ένδικα μέσα. Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν τα ασκηθέντα ένδικα μέσα τους για άρση των μέτρων, επικαλούμενα έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης.
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για παραβίαση του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 ΕΣΔΑ) και του δικαιώματος προστασίας της περιουσίας (άρθρο 1 ΠΠΠ). Μετά την κοινοποίηση της υπόθεσης στην Κυβέρνηση, τα εγχώρια δικαστήρια αναγνώρισαν τις παραβιάσεις, ακύρωσαν τα μέτρα, χωρίς όμως να επιδικάσουν αποζημίωση.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι προσφεύγοντες διατήρησαν την ιδιότητα του «θύματος», καθώς δεν τους χορηγήθηκε αποζημίωση. Διαπιστώθηκε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ) όσο και του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 του ΠΠΠ), καθώς οι προσφεύγοντες στερήθηκαν της δυνατότητας να ακουστούν σε διαδικασία που αφορούσε σημαντικά περιουσιακά τους συμφέροντα και υπέστησαν δυσανάλογη επέμβαση στην περιουσία τους. Το Δικαστήριο επιδίκασε συνολικά 4.700 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Οι προσφεύγοντες, Valentin Ciocoi (γεννηθείς το 1963) και Ludmila Ciocoi (γεννηθείσα το 1959), είναι υπήκοοι Μολδαβίας και κάτοικοι Κισινάου. Το 2003-2004, οι προσφεύγοντες απέκτησαν διάφορα κτίρια και ένα οικόπεδο, τα οποία είχαν δεσμευθεί και κατασχεθεί από την Κρατική Φορολογική Επιθεώρηση από την εταιρία F. Κατά τη μεταβίβαση, τους δόθηκαν διαβεβαιώσεις ότι τα ακίνητα ήταν ελεύθερα από απαιτήσεις τρίτων.
Μεταγενέστερα, η εταιρία F. τέθηκε σε διαδικασία εκκαθάρισης. Στις 19 Δεκεμβρίου 2011, το Οικονομικό Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε ως προσωρινό μέτρο να επιτραπεί στον διορισμένο σύνδικο πρόσβαση στα ακίνητα των προσφευγόντων, προκειμένου να διενεργήσει απογραφή και να κατασχέσει περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στην εταιρία F.
Στις 7 Μαΐου 2012, οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2011 στο Εφετείο Κισινάου, ζητώντας την ανατροπή της απόφασης. Το δικαστήριο απέρριψε την έφεση, σημειώνοντας πως οι προσφεύγοντες δεν είχαν ενεργητική νομιμοποίηση στις σχετικές διαδικασίες και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να ασκήσουν ένδικα μέσα.
Στις 21 Ιουνίου 2012, οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή για την ακύρωση της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2011, προβάλλοντας παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της περιουσίας τους. Στις 20 Αυγούστου 2012, το Εμπορικό Επαρχιακό Δικαστήριο την απέρριψε, επικαλούμενο και πάλι έλλειψη δικονομικής ενεργητικής νομιμοποίησης. Την 1η Νοεμβρίου 2012, το Εφετείο Κισινάου απέρριψε την έφεσή τους για τους ίδιους λόγους.
Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενοι παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου λόγω της παρέμβασης στην περιουσία τους χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν.
Μετά την κοινοποίηση της§ προσφυγής στην Κυβέρνηση, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ζήτησε την επανέναρξη των εθνικών διαδικασιών για φιλικό διακανονισμό. Στις 4 Ιουλίου 2023, το Εφετείο Κισινάου αναγνώρισε ρητά την παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων κατά τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, ακυρώνοντας τα προσωρινά μέτρα που είχαν διαταχθεί και την σχετική απόφαση. Ωστόσο, ως προς την αποζημίωση, το δικαστήριο παρέπεμψε σε διαπραγμάτευση μεταξύ της Κυβέρνησης και προσφευγόντων, ελλείψει συγκεκριμένων αιτημάτων.
Καθώς δεν υπήρξε αποζημίωση ή φιλικός διακανονισμός, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες διατηρούσαν την ιδιότητα του θύματος και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6,
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το ζήτημα που τέθηκε στην υπόθεση Ciocoi κατά της Μολδαβίας αφορούσε το αν η επιβολή προσωρινών μέτρων από τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία αφορούσαν την περιουσία των προσφευγόντων χωρίς να έχουν αυτοί δικονομική θέση στη σχετική διαδικασία, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 της Σύμβασης) και του δικαιώματος στην προστασία της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι εθνικές αρχές, μολονότι σε μεταγενέστερη φάση αναγνώρισαν ρητά την παραβίαση των δικαιωμάτων τους και ακύρωσαν τα προσωρινά μέτρα, δεν παρείχαν καμία ικανοποίηση ή αποκατάσταση για τη μη υλική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Συγκεκριμένα, το εθνικό δικαστήριο άφησε το ζήτημα της αποζημίωσης να διευθετηθεί μέσω διαπραγματεύσεων με το κράτος, χωρίς όμως να υπάρξει τελική διευθέτηση ή καταβολή αποζημίωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απουσία επαρκούς αποκατάστασης διατήρησε την ιδιότητα των προσφευγόντων ως «θυμάτων» κατά το άρθρο 34 της Σύμβασης και ότι οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους δεν είχαν πλήρως θεραπευθεί σε εθνικό επίπεδο.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, και επιδίκασε στους προσφεύγοντες από κοινού το ποσό των 4.700 ευρώ για ηθική βλάβη λόγω της αβεβαιότητας και αναστάτωσης που υπέστησαν εξαιτίας των παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους.