Αριθμός απόφασης Α479/2024, (Τμ. Α1 Ακυρ.)
Πρόεδρος: Γεωργία Ρεξίνη
Εισηγητής: Ν. Μπιλάλης
Με την αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση απόφασης της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Ιθαγένειας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση πολιτογράφησης για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας του αιτούντος, αλλογενούς αλλοδαπού, ιθαγένειας Αλβανίας, που γεννήθηκε στην Αλβανία, με την αιτιολογία ότι ο αιτών δεν καλύπτει το ύψος του επαρκούς εισοδήματος για όλα τα απαιτούμενα έτη (2016 – 2020), κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 5Α παρ. 1δ του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας.
Προβλήθηκε ότι κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου εφαρμόσθηκαν οι νέες διατάξεις του Ν. 4873/2021 για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι οι μεταγενέστερες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες τέθηκαν μετά την υποβολή από μέρους του αιτούντος της αίτησης πολιτογράφησης, καθιστούν αδύνατη, άλλως δυσχερέστερη την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, ιδίως με τη θέσπιση αυστηρών οικονομικών κριτηρίων με αναδρομική ισχύ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επί μακρόν διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, πρόσκομμα για την μεταβολή του, δεδομένου ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, όπου θέλησε να θεσπίσει περιορισμούς στο περιεχόμενο της ρυθμιστικής δράσης του κοινού νομοθέτη, εκφράσθηκε ρητώς και ειδικώς (βλ. άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος) και, συνεπώς, ένας γενικός περιορισμός της νομοθετικής λειτουργίας στηριζόμενος σε μόνο το επισφαλές κριτήριο του ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων χαρακτήρα μίας υφισταμένης ρύθμισης θα κατέληγε, ενόψει της ευρύτητάς του, στην διαιώνισή της και θα οδηγούσε στην παράλυση της δράσης του κοινού νομοθέτη και στην ματαίωση τής, κατά το Σύνταγμα, αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις, σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, όπως διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και αντιλήψεις (ΣτΕ 1822/2020 Ολομ., 2100/2019 Ολομ., 16/2015 Ολομ.). Εξάλλου, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν και προς τις οποίες είχαν προσαρμοσθεί ή αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα αυτών, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό (ΣτΕ 343/2023 σκ. 14, 1822/2020 Ολομ., 2100/2019 Ολομ., 16, 3353/2015 Ολομ.). Στην περίπτωση αυτή, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να θεσπίζει μεταβατικές ρυθμίσεις για την τακτοποίηση εννόμων σχέσεων που πηγάζουν από προϋφιστάμενες καταστάσεις, χωρίς πάντως να είναι υποχρεωμένος να διατηρεί μεταβατικώς το προϊσχύον καθεστώς, εωσότου ικανοποιηθούν πλήρως όσοι ενέπιπταν σε αυτό πριν την μεταβολή του (ΣτΕ 343/2023 σκ. 14, 1866/2020 7μ. σκ. 18, 2424/2018 σκ. 5).
Σε ό,τι αφορά στο ειδικότερο ζήτημα της πολιτογράφησης αλλοδαπού, κρίθηκε ότι η εν λόγω πολιτογράφηση δεν αποτελεί περιεχόμενο ατομικού δικαιώματος του ενδιαφερομένου, το οποίο γεννά αξίωση προς κτήση της ιθαγένειας, αλλά αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία το ασκεί, σε κάθε περίπτωση, ελευθέρως. Ο καθορισμός τόσο των ουσιαστικών όρων και προϋποθέσεων, όσο και της διαδικασίας απονομής της ιθαγένειας με πολιτογράφηση ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη, ο οποίος διαθέτει ευρύτατα περιθώρια πολιτικών εκτιμήσεων κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων, των κριτηρίων και της διαδικασίας που θεωρεί πλέον πρόσφορα για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς την εκάστοτε συγκεκριμένη χρονική περίοδο (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ.), τα δε εισοδηματικά κριτήρια που τίθενται με την διάταξη του άρθρου 5Α του ΚΕΙ, όπως ισχύει, συναρτώμενα προς το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου, αντανακλούν την ελάχιστη ετήσια δαπάνη διαβίωσης. Περαιτέρω, εν προκειμένω, εκτιμήθηκε από τον νομοθέτη ότι ήταν επιβεβλημένη η άμεση εφαρμογή των ανωτέρω νέων ρυθμίσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στον τρόπο εξακρίβωσης της πραγματικής οικονομικής κατάστασης των αιτούντων αλλοδαπών με βάση νέα επικαιροποιημένα στοιχεία, ανεξαρτήτως του χρόνου υποβολής της αιτήσεώς τους, ήτοι προκειμένου να διακριβωθεί η πραγματική οικονομική κατάσταση των αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια αλλοδαπών, ώστε να μην επιβαρύνεται το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας από την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία. Εξάλλου, οι ενδιαφερόμενοι δύνανται, μετά την απόρριψη της αρχικής αίτησής τους, να υποβάλουν νέα αίτηση επιδιώκοντας την πολιτογράφησή τους βάσει νέων δικαιολογητικών, που πιστοποιούν την μεταγενέστερη οικονομική ένταξή τους στην χώρα και, επομένως, η επίμαχη ουσιαστική προϋπόθεση δεν έχει ως άμεση και αυτόθροη συνέπεια τον αποκλεισμό της δυνατότητας των αλλογενών αλλοδαπών να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.
Επίσης, προβλήθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσής της, εφόσον δεν κλήθηκε ο αιτών, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος και των οικείων διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας σε προηγούμενη ακρόαση. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε, διότι η προσβαλλόμενη απόρριψη έλαβε χώρα μετά την, κατόπιν αίτησης του αιτούντος, κίνηση της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος πολιτογράφησής του και, επομένως, δεν συνέτρεχε, κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη, υποχρέωση της Διοίκησης να τον καλέσει σε προηγούμενη ακρόαση (ΣτΕ 1748/2020, 991/2018, 1006/2016, 715/2015, 217, 640, 1830/2013, 1012, 2624/2011, 2800/2009, 401 – 403/2007, 2147/2007).
Κατ’ ακολουθία, η αίτηση ακύρωσης απορρίφθηκε.