Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-460/23 | [Kinsa] 1
Πράγματι, ο εν λόγω γονέας ανταποκρίνεται απλώς στην ευθύνη που φέρει έναντι του παιδιού
Ιταλικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με το περιεχόμενο του προβλεπόμενου στο δίκαιο της Ένωσης γενικού αδικήματος της υποβοήθησης παράνομης εισόδου. Το Δικαστήριο απαντά ότι δεν στοιχειοθετεί υποβοήθηση παράνομης εισόδου η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια. Πράγματι, μια τέτοια συμπεριφορά δεν συνιστά υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης την οποία το δίκαιο της Ένωσης αποσκοπεί να καταπολεμήσει, αλλά έκφραση της ευθύνης που φέρει ο ενήλικας έναντι των ανηλίκων λόγω της οικογενειακής τους σχέσης. Ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που ποινικοποιεί την εν λόγω συμπεριφορά.
Τον Αύγουστο του 2019, μια υπήκοος τρίτης χώρας παρουσιάστηκε στα σύνορα, κατά την άφιξη στον αερολιμένα της Μπολόνια (Ιταλία) πτήσης προερχόμενης από τρίτη χώρα, συνοδευόμενη από την κόρη και την ανιψιά της που ήταν ανήλικες και είχαν την ίδια με αυτή ιθαγένεια, κάνοντας χρήση πλαστών διαβατηρίων. Συνελήφθη και εις βάρος της ασκήθηκε ποινική δίωξη για υποβοήθηση παράνομης εισόδου. Κατά δήλωσή της, είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της λόγω απειλών κατά της ζωής που δεχόταν η ίδια και η οικογένειά της από τον πρώην σύντροφό της. Φοβούμενη για τη σωματική ακεραιότητα της κόρης της και της ανιψιάς της, της οποίας είχε την πραγματική επιμέλεια κατόπιν του θανάτου της μητέρας του παιδιού, τις πήρε μαζί της. Λίγο αργότερα υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, το πλημμελειοδικείο της Μπολόνια απευθύνθηκε στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η εν λόγω συμπεριφορά στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης2, και κατά πόσον μπορεί να επισύρει ποινικές κυρώσεις.
Το Δικαστήριο απαντά, πρώτον, ότι η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια δεν στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.
Πράγματι, με τη συμπεριφορά αυτή το εν λόγω πρόσωπο ανταποκρίνεται στην ευθύνη που υπέχει λόγω της οικογενειακής σχέσης που το συνδέει με τους ανήλικους και λόγω της ανάληψης της πραγματικής επιμέλειάς τους. Αντίθετη ερμηνεία θα συνεπαγόταν ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής και στα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σημείο που να θίγει το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η ως άνω ερμηνεία επιβάλλεται, εν προκειμένω, και υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος ασύλου. Πράγματι, δεδομένου ότι η ενδιαφερόμενη υπήκοος τρίτης χώρας υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως παρανόμως διαμένουσα μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς της σε πρώτο βαθμό, ούτε μπορούν να της επιβληθούν ποινικές κυρώσεις, είτε για τον λόγο ότι εισήλθε η ίδια παρανόμως στην επικράτεια είτε για τον λόγο ότι τη συνόδευσαν, κατά την είσοδό της, η κόρη και η ανιψιά της των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια.
Το Δικαστήριο απαντά, δεύτερον, ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που ποινικοποιεί μια τέτοια συμπεριφορά.
Πράγματι, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να βαίνουν πέραν του περιεχομένου του γενικού αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου όπως αυτό ορίζεται στο δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβάνοντας μη καλυπτόμενες από το δίκαιο της Ένωσης συμπεριφορές, κατά παράβαση του Χάρτη.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Με την προδικαστική παραπομπή τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει κάθε άλλο εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 3ης Ιουνίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Οδηγία 2002/90/ΕΚ – Γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής – Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Σύμφωνη με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία – Άρθρο 7 – Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής – Άρθρο 24 – Δικαιώματα του παιδιού – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Προσβολή του βασικού περιεχομένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Άρθρο 18 – Δικαίωμα ασύλου – Πρόσωπο που φέρνει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια »
Στην υπόθεση C‑460/23 [Kinsa] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Bologna (πλημμελειοδικείο της Μπολόνια, Ιταλία) με απόφαση της 17ης Ιουλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιουλίου 2023, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά
OB
παρισταμένης της:
Procura della Repubblica presso il Tribunale di Bologna,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο, F. Biltgen, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, M. L. Arastey Sahún, S. Rodin, A. Kumin και M. Gavalec, προέδρους τμήματος, E. Regan, N. Piçarra (εισηγητή), Z. Csehi και O. Spineanu-Matei, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η OB, εκπροσωπούμενη από τη F. Cancellaro, avvocata,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Faraci και τη W. Ferrante, avvocati dello Stato,
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και τη R. Kissné Berta,
– το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους R. Meyer, K. Pleśniak και A. Ştefănuc,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Κατσιμέρου, τον P. A. Messina και τη J. Vondung,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Νοεμβρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 6, 7, 17 και 18 αυτού, και, αφετέρου, το κύρος, υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτών, της οδηγίας 2002/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής (ΕΕ 2002, L 328, σ. 17), και της απόφασης-πλαισίου 2002/946/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής (ΕΕ 2002, L 328, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά της OB, υπηκόου τρίτης χώρας, για υποβοήθηση της παράνομης εισόδου στην ιταλική επικράτεια δύο ανήλικων υπηκόων της εν λόγω τρίτης χώρας οι οποίες τη συνόδευαν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια.
Το νομικό πλαίσιο
Το διεθνές δίκαιο
Η Σύμβαση της Γενεύης
3 Το άρθρο 31 της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 και συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, που συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), τιτλοφορείται «Πρόσφυγες παρανόμως διαμένοντες επί του εδάφους της χώρας της εισδοχής» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δεν θα επιβάλλουν ποινικάς κυρώσεις εις πρόσφυγας λόγω παρανόμου εισόδου ή διαμονής, εάν ούτοι, προερχόμενοι απ’ ευθείας εκ χώρας ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών ηπειλείτο, εν τη εννοία του άρθρου 1, εισέρχωνται ή ευρίσκωνται ήδη επί του εδάφους αυτών άνευ αδείας, υπό την επιφύλαξιν πάντως, ότι ούτοι αφ’ ενός μεν θα παρουσιασθούν αμελλητί εις τας αρχάς αφ’ ετέρου δε θα δώσουν επαρκείς εξηγήσεις περί της παρανόμου αυτών εισόδου ή διαμονής.»
Το Πρωτόκολλο του Παλέρμο περί της διακίνησης μεταναστών
4 Το Πρωτόκολλο κατά της λαθραίας μεταφοράς μεταναστών δια ξηράς, αέρος και θαλάσσης, το οποίο συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος, υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 12 Δεκεμβρίου 2000, σύμφωνα με την απόφαση 2001/87/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ 2001, L 30, σ. 44, στο εξής: πρωτόκολλο του Παλέρμο περί της διακίνησης μεταναστών). Το εν λόγω πρωτόκολλο εγκρίθηκε με την απόφαση 2006/616/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ 2006, L 262, σ. 24), στον βαθμό που οι διατάξεις του πρωτοκόλλου αυτού εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 179 και 181Α ΕΚ, και με την απόφαση 2006/617/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ 2006, L 262, σ. 34), στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου IV του μέρους ΙΙΙ της Συνθήκης ΕΚ. Το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου του Παλέρμο περί της διακίνησης μεταναστών ορίζει τα εξής:
«Σκοπός του Πρωτοκόλλου τούτου είναι η πρόληψη και καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών και η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μερών για την εκπλήρωση αυτών των σκοπών, ενώ θα προστατεύονται και τα δικαιώματα των λαθραία μεταφερόμενων μεταναστών.»
Η Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού
5 Το άρθρο 27, παράγραφος 2, της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1577, σ. 3), προβλέπει τα εξής:
«Στους γονείς ή στα άλλα πρόσωπα που έχουν αναλάβει το παιδί ανήκει κατά κύριο λόγο η ευθύνη της εξασφάλισης, μέσα στα όρια των δυνατοτήτων τους και των οικονομικών μέσων τους, των απαραίτητων για την ανάπτυξη του παιδιού συνθηκών ζωής.»
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο Χάρτης
6 Κατά το άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής»:
«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του.»
7 Το άρθρο 18 του Χάρτη έχει ως εξής:
«Το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της [Σύμβασης της Γενεύης] και σύμφωνα με τη Συνθήκη [ΕΕ] και τη Συνθήκη [ΛΕΕ] […].»
8 Το άρθρο 24 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Δικαιώματα του παιδιού», ορίζει τα εξής:
«1. Τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους. Τα παιδιά μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους. Η γνώμη τους σχετικά με ζητήματα που τα αφορούν λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητά τους.
2. Σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
3. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απ’ ευθείας επαφές με τους δύο γονείς του, εκτός εάν τούτο είναι αντίθετο προς το συμφέρον του.»
9 Το άρθρο 52 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.»
Η οδηγία 2002/90
10 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5 της οδηγίας 2002/90 αναφέρουν τα ακόλουθα:
«(1) Ένας από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η οποία συνεπάγεται ιδίως την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.
(2) Θα πρέπει, επομένως, να καταπολεμηθεί η υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης, και όσον αφορά την παράνομη διάβαση των συνόρων εν στενή εννοία, αλλά και όταν αποσκοπεί στο να τροφοδοτήσει τα δίκτυα εκμετάλλευσης ανθρώπων.
(3) Για τον σκοπό αυτό, έχει μεγάλη σημασία η προσέγγιση των ισχυουσών νομικών διατάξεων, και ιδίως, αφενός, ο ακριβής ορισμός της εν λόγω παράβασης και των περιπτώσεων απαλλαγής, πράγμα το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας οδηγίας και, αφετέρου, οι ελάχιστοι κανόνες για τις ποινές, […] οι οποίοι αποτελούν το αντικείμενο της απόφασης‑πλαισίου [2002/946].
(4) Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να παράσχει ορισμό της διευκόλυνσης της παράνομης μετανάστευσης, ώστε να καταστεί κατά συνέπεια πιο αποτελεσματική η λειτουργία της απόφασης‑πλαισίου [2002/946], προκειμένου να προληφθεί το αδίκημα αυτό.
(5) Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει άλλες πράξεις που έχουν εκδοθεί για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και απασχόλησης, της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών.»
11 Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενική παράβαση», ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ενδεδειγμένες κυρώσεις:
α) κατά παντός, όστις εκ προθέσεως βοηθά πρόσωπο, το οποίο δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, προκειμένου να εισέλθει ή να διέλθει από το έδαφος κράτους μέλους, κατά παράβαση της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους σχετικά με την είσοδο ή τη διέλευση των αλλοδαπών,
[…]
2. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν την μη επιβολή κυρώσεων για τη συμπεριφορά που ορίζεται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, εφαρμόζοντας την εθνική τους νομοθεσία και πρακτική, εφόσον η συμπεριφορά αυτή αποσκοπεί στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στο συγκεκριμένο πρόσωπο.»
Η απόφαση-πλαίσιο 2002/946
12 Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι παραβάσεις που ορίζονται στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας [2002/90] επισύρουν αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να συνεπάγονται την έκδοση.»
13 Κατά το άρθρο 6 της απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνές δίκαιο για τους πρόσφυγες»:
«Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται στους πρόσφυγες και στους αιτούντες άσυλο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο για τους πρόσφυγες ή με άλλες διεθνείς πράξεις σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της τήρησης από τα κράτη μέλη των διεθνών τους υποχρεώσεων δυνάμει των άρθρων 31 και 33 της [Σύμβασης της Γενεύης].»
Η οδηγία 2011/95/ΕΕ
14 Οι αιτιολογικές σκέψεις 16 και 18 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), έχουν ως εξής:
«(16) […] Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία σκοπεί να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο και των μελών της οικογένειάς τους που τους συνοδεύουν και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 7, 11, 14, 15, 16, 18, 21, 24, 34 και 35 του Χάρτη και θα πρέπει επομένως να εφαρμοστεί αναλόγως.
[…]
(18) Το “μείζον συμφέρον του παιδιού” θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη [Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού]. Κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας […]»
15 Το άρθρο 23 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατήρηση της οικογενειακής ενότητας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.»
Η οδηγία 2013/33/ΕΕ
16 Η αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96), έχει ως εξής:
«Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη πλήρους συμμόρφωσης με τις αρχές του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και της ενότητας της οικογένειας, σύμφωνα με τον [Χάρτη], τη [Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού] και την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών[, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950,] αντίστοιχα.»
Ο κώδικας συνόρων του Σένγκεν
17 Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1, στο εξής: κώδικας συνόρων του Σένγκεν), επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής» και έχει ως εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα πρόσωπα που διέρχονται τα εσωτερικά ή εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη:
[…]
β) των δικαιωμάτων των προσφύγων και των αιτούντων διεθνή προστασία, κυρίως όσον αφορά τη μη επαναπροώθηση.»
18 Το άρθρο 4 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, που φέρει τον τίτλο «Θεμελιώδη δικαιώματα», ορίζει τα εξής:
«Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται πλήρως προς τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του [Χάρτη], το σχετικό διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της [Σύμβασης της Γενεύης], τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με την πρόσβαση σε διεθνή προστασία, ιδίως με την αρχή της μη επαναπροώθησης, και τα θεμελιώδη δικαιώματα. […]»
Το ιταλικό δίκαιο
19 Το άρθρο 12 του decreto legislativo n. 286 – Testo unico delle disposizioni concernenti la disciplina dell’immigrazione e norme sulla condizione dello straniero (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 286, για την κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων που αφορούν τη ρύθμιση της μετανάστευσης και τους κανόνες σχετικά με το καθεστώς των αλλοδαπών), της 25ης Ιουλίου 1998 (GURI αριθ. 191, της 18ης Αυγούστου 1998, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 139), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: κωδικοποιημένο κείμενο για τη μετανάστευση), το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάξεις κατά της παράνομης μετανάστευσης», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:
«1. Όποιος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος κωδικοποιημένου κειμένου προωθεί, διευθύνει, οργανώνει, χρηματοδοτεί ή πραγματοποιεί μεταφορά αλλοδαπών από το εξωτερικό στην Ιταλία ή προβαίνει στη διάπραξη άλλων πράξεων με σκοπό την παράνομη είσοδό τους στην Ιταλία ή στο έδαφος άλλου κράτους του οποίου δεν είναι υπήκοοι ή στο οποίο δεν διαθέτουν άδεια μονίμως διαμένοντος, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή από ένα έως πέντε έτη και χρηματική ποινή 15 000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο άτομο, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 54 του [Codice penale (ποινικού κώδικα)], δεν συνιστά αξιόποινη πράξη η παροχή αρωγής και ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ιταλία σε έχοντες ανάγκη αλλοδαπούς οι οποίοι βρίσκονται ούτως ή άλλως στο ιταλικό έδαφος.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
20 Στις 27 Αυγούστου 2019 η OB παρουσιάστηκε στα σύνορα, κατά την άφιξη στον αερολιμένα της Μπολόνια (Ιταλία) πτήσης προερχόμενης από τρίτη χώρα, συνοδευόμενη από δύο ανήλικες, ηλικίας οκτώ και δεκατριών ετών. Όλες ήταν εφοδιασμένες με πλαστά διαβατήρια.
21 Στις 28 Αυγούστου 2019 η OB συνελήφθη και, κατόπιν αποφάσεως του Tribunale per i minorenni (δικαστηρίου ανηλίκων, Ιταλία), οι δύο ανήλικες τοποθετήθηκαν σε δομή υποδοχής. Κατά της OB κινήθηκε ποινική διαδικασία ενώπιον του Tribunale di Bologna (πλημμελειοδικείου της Μπολόνια, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, για το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση, σε συρροή με το αδίκημα της κατοχής πλαστών εγγράφων ταυτότητας, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 497bis του ποινικού κώδικα. Αντιθέτως, κατά της OB δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη λόγω παράνομης εισόδου στην ιταλική επικράτεια.
22 Στις 29 Αυγούστου 2019, κατά την ακροαματική διαδικασία για την επικύρωση της σύλληψής της ενώπιον του αρμόδιου για την ποινική έρευνα δικαστή του Tribunale di Bologna (πλημμελειοδικείου της Μπολόνια), η OB δήλωσε ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της προκειμένου να αποφύγει τις απειλές κατά της ζωής που δεχόταν η ίδια και η οικογένειά της από τον πρώην σύντροφό της. Η OB δήλωσε επίσης ότι φοβόταν για τη σωματική ακεραιότητα των ανηλίκων που τη συνόδευαν, ήτοι, κατά τους ισχυρισμούς της, της κόρης της και της ανιψιάς της, της οποίας η επιμέλεια της είχε ανατεθεί κατόπιν του θανάτου της μητέρας της.
23 Με διάταξη της ίδιας ημέρας, ο αρμόδιος για την ποινική έρευνα δικαστής επικύρωσε τη σύλληψη της OB και απέρριψε το αίτημα της εισαγγελικής αρχής να τεθεί υπό προσωρινή κράτηση. Η απόρριψη αυτή επικυρώθηκε κατ’ έφεση, με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να εγείρουν αμφιβολίες ως προς το αληθές των δηλώσεων της OB κατά το στάδιο της ποινικής έρευνας.
24 Στις 9 Οκτωβρίου 2019 η ΟΒ υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Η σχετική με την αίτηση αυτή διαδικασία δεν είχε περατωθεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.
25 Με απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, το Tribunale per i minorenni (δικαστήριο ανηλίκων) διαπίστωσε, κατόπιν ιατροδικαστικής εξετάσεως, την ύπαρξη σχέσεως γονέα-τέκνου μεταξύ της OB και μίας εκ των δύο ανηλίκων, με αποτέλεσμα να αναγνωριστεί ότι ανήκει στην OB η γονική μέριμνα της εν λόγω ανήλικης. Αντιθέτως, το δικαστήριο αυτό δεν μπόρεσε να διαπιστώσει την ύπαρξη συγγενικού δεσμού μεταξύ της OB και της έτερης ανήλικης, δεδομένου ότι στις 10 Σεπτεμβρίου 2019 η ανήλικη εγκατέλειψε με δική της πρωτοβουλία τη δομή υποδοχής στην οποία είχε τοποθετηθεί.
26 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την έκθεση των κοινωνικών υπηρεσιών που συνετάγη κατόπιν των συνεντεύξεων που διεξήχθησαν με τις δύο ανήλικες, η δεύτερη ανήλικη είναι πράγματι η ανιψιά της OB την οποία αυτή ανέλαβε μετά τον θάνατο της μητέρας της. Διαπιστώνει ότι οι δύο ανήλικες «τελούν υπό [την] ευθύνη και [την] προστασία» της OB.
27 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η συμπεριφορά της OB που αποσκοπούσε στην παράνομη είσοδο των δύο ανηλίκων στο ιταλικό έδαφος στοιχειοθετεί, από ουσιαστικής απόψεως, το αδίκημα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση και δεν εμπίπτει στην παράγραφο 2 του άρθρου 12, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει ότι μόνον «η παροχή αρωγής και ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ιταλία σε έχοντες ανάγκη αλλοδαπούς οι οποίοι βρίσκονται ούτως ή άλλως στο ιταλικό έδαφος» δεν συνιστά αξιόποινη πράξη.
28 Το αιτούν δικαστήριο συνάγει από τα προεκτεθέντα ότι το άρθρο 12 αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας που απορρέει από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη υπό το πρίσμα όχι μόνον της αναγκαιότητας της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 2, 3, 6, 7, 17 και 18 του Χάρτη, προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της οδηγίας 2002/90 και της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946, αλλά και υπό το πρίσμα της σταθμίσεως των αντικρουόμενων συμφερόντων που χρήζουν προστασίας.
29 Μολονότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, συμπεριφορά όπως αυτή της OB εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση, εντούτοις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πράξη τελεσθείσα προς τον σκοπό «ανθρωπιστικής βοήθειας», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/90. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά αυτή δεν θα πρέπει να εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, δεδομένου ότι συνίσταται στη διευκόλυνση της άσκησης, από τις εν λόγω ανήλικες, πρώτον, του δικαιώματός τους στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα καθώς και στην ελευθερία και την ασφάλεια, τα οποία κατοχυρώνονται αντιστοίχως στα άρθρα 2, 3 και 6 του Χάρτη, καθόσον τα δικαιώματα αυτά απειλούνται στη χώρα καταγωγής τους, δεύτερον, του δικαιώματός τους στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, λαμβανομένων υπόψη των δεσμών γονέα-τέκνου και συγγένειας που υφίστανται μεταξύ της OB και των ανηλίκων και, τρίτον, του δικαιώματός τους ασύλου, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη, σε σχέση με την αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η OB.
30 Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση είναι σύμφωνο προς το «κανονιστικό πλαίσιο που χαράσσουν η οδηγία 2002/90 και η απόφαση-πλαίσιο 2002/946», το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν ενδείκνυται να αφήσει ανεφάρμοστη τη διάταξη αυτή, ως παραβιάζουσα το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Θεωρεί όμως αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα τόσο ως προς την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, σε σχέση με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση, όσο και ως προς το κύρος, υπό το πρίσμα του Χάρτη, του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/90, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946, στο μέτρο που από τις τρεις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι αυτές προβλέπουν απλώς και μόνον δικαίωμα και όχι υποχρέωση των κρατών μελών να μην ποινικοποιούν τις συμπεριφορές που αποσκοπούν στην υποβοήθηση της παράνομης εισόδου στο έδαφός τους όταν οι συμπεριφορές αυτές έχουν σκοπό την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.
31 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunale di Bologna (πλημμελειοδικείο της Μπολόνια) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντιτίθεται ο [Χάρτης], ιδίως η αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην ατομική ελευθερία και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κατά τα άρθρα 6 και 17, καθώς και τα δικαιώματα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα κατά τα άρθρα 2 και 3, το δικαίωμα ασύλου κατά το άρθρο 18 και σεβασμού της οικογενειακής ζωής κατά το άρθρο 7 [αυτού], στις διατάξεις της οδηγίας [2002/90] και της αποφάσεως-πλαισίου [2002/946] (οι οποίες μεταφέρθηκαν στο ιταλικό δίκαιο με τη ρύθμιση του άρθρου 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση) στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για κάθε πρόσωπο το οποίο, εκ προθέσεως, διευκολύνει ή τελεί πράξεις που αποσκοπούν στη υποβοήθηση της εισόδου παράτυπων αλλοδαπών στο έδαφος της Ένωσης, ακόμη και όταν η συμπεριφορά δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, χωρίς να προβλέπουν συγχρόνως την υποχρέωση των κρατών μελών να αποκλείουν τον αξιόποινο χαρακτήρα πράξεων υποβοήθησης της παράνομης εισόδου με σκοπό την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον αλλοδαπό;
2) Αντιτίθεται ο [Χάρτης], ιδίως η αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην ατομική ελευθερία και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κατά τα άρθρα 6 και 17, καθώς και τα δικαιώματα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα κατά τα άρθρα 2 και 3, το δικαίωμα ασύλου κατά το άρθρο 18 και σεβασμού της οικογενειακής ζωής κατά το άρθρο 7 [αυτού], στην πρόβλεψη του αδικήματος του άρθρου 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση, στο μέτρο που τιμωρεί τη συμπεριφορά όποιου τελεί πράξεις που αποσκοπούν στην παράνομη είσοδο αλλοδαπού στο έδαφος του κράτους, ακόμη και όταν η συμπεριφορά αυτή δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, χωρίς συγχρόνως να αποκλείεται ο αξιόποινος χαρακτήρας συμπεριφορών υποβοήθησης της παράνομης εισόδου με σκοπό την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον αλλοδαπό;»
32 Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση με την ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2023, Kinsa (C‑460/23, EU:C:2023:784), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι η φύση της υποθέσεως δεν απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
33 Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο σχετικά με το κύρος του άρθρου 1 της οδηγίας 2002/90 και του άρθρου 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946 υπό το πρίσμα του Χάρτη, καθώς και σχετικά με την ερμηνεία του Χάρτη, προκειμένου να κριθεί αν ο Χάρτης αντιτίθεται στις εθνικές διατάξεις με τις οποίες μεταφέρθηκαν στην ιταλική έννομη τάξη τα εν λόγω άρθρα.
34 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο τελευταίο εναπόκειται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία θα του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2000, Roquette Frères, C‑88/99, EU:C:2000:652, σκέψη 18, και της 20ής Μαρτίου 2025, Porcellino Grasso, C‑116/24, EU:C:2025:198, σκέψη 34). Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο με το ερώτημά του, συνάγοντας από το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε, ιδίως δε από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς [αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1986, Tissier, 35/85, EU:C:1986:143, σκέψη 9, και της 22ας Ιουνίου 2023, K.B. και F.S. (Αυτεπάγγελτη εξέταση στον ποινικό τομέα), C‑660/21, EU:C:2023:498, σκέψεις 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
35 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η OB διώκεται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, για το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου στην ιταλική επικράτεια, που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση –το οποίο μεταφέρει στην ιταλική έννομη τάξη το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90 καθώς και το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/946–, διότι έφερε παρανόμως στην ιταλική επικράτεια δύο ανήλικες υπηκόους τρίτης χώρας που τη συνόδευαν. Εξάλλου, από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι οι δύο αυτές ανήλικες, θυγατέρα και ανιψιά της OB, αντιστοίχως, τελούσαν υπό την «ευθύνη» και την «προστασία» της OB.
36 Υπό τις συνθήκες αυτές, επισημαίνεται, αφενός, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα στηρίζονται στην παραδοχή ότι η συμπεριφορά αυτή της OB στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90, και ότι το άρθρο 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση μεταφέρει απλώς και μόνον την εν λόγω διάταξη του δικαίου της Ένωσης στην ιταλική έννομη τάξη. Ως εκ τούτου, αν η εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας σε συμπεριφορά όπως αυτή της OB ερχόταν σε αντίθεση με διάταξη του Χάρτη, η εν λόγω αντίθεση θα επηρέαζε κατ’ ανάγκην το προαναφερθέν άρθρο 12, αν αυτό ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται στην ως άνω συμπεριφορά.
37 Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι, κατά γενική ερμηνευτική αρχή, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μη θίγει το κύρος της και να συνάδει με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως δε με τις διατάξεις του Χάρτη. Επομένως, όταν ένα κείμενο του παράγωγου δικαίου χρήζει ερμηνείας, πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις των Συνθηκών και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1991, Rauh, C‑314/89, EU:C:1991:143, σκέψη 17, και της 13ης Ιουνίου 2024, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Εκτίμηση της συμβατότητας μέτρου το οποίο δεν έχει χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση), C‑40/23 P, EU:C:2024:492, σκέψη 40].
38 Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι, υπό το πρίσμα της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όπως αυτή διαλαμβάνεται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, όχι μόνον το άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, και το άρθρο 18 του Χάρτη, σχετικά με τη διασφάλιση του δικαιώματος ασύλου, στα οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, αλλά επίσης, όπως υπογράμμισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, και το άρθρο 24 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει τα δικαιώματα του παιδιού, έχουν καθοριστική σημασία για την απάντηση στα ερωτήματα του εν λόγω δικαστηρίου.
39 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των άρθρων 7, 18 και 24 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια και, αφετέρου, αν τα ως άνω άρθρα του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία που ποινικοποιεί μια τέτοια συμπεριφορά.
40 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν ενδεδειγμένες ποινικές κυρώσεις «κατά παντός, όστις εκ προθέσεως βοηθά πρόσωπο, το οποίο δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, προκειμένου να εισέλθει ή να διέλθει από το έδαφος κράτους μέλους, κατά παράβαση της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους σχετικά με την είσοδο ή τη διέλευση των αλλοδαπών».
41 Από το γράμμα της διατάξεως αυτής, ιδίως από τους όρους «κατά παντός» και «βοηθά» που διαλαμβάνονται σε αυτήν, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης όρισε τη «γενική παράβαση» την οποία αφορά η εν λόγω διάταξη κατά τρόπο αφηρημένο, χωρίς να αποκλείσει, a priori, καμία από τις μορφές που μπορεί να λάβει η υποβοήθηση της παράνομης εισόδου στο έδαφος κράτους μέλους και κανένα από τα δυνάμενα να παράσχουν τη βοήθεια αυτή πρόσωπα. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που μπορούν να λάβουν τέτοια βοήθεια.
42 Ο ευρύς αυτός ορισμός του γενικού αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου εξηγείται από το γεγονός ότι, όπως επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της οδηγίας 2002/90, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε «να καταπολεμηθεί η υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης», υπό τις διάφορες μορφές της, και τούτο προκειμένου να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η εν λόγω μετανάστευση, και όσον αφορά την παράνομη διάβαση των συνόρων εν στενή εννοία, αλλά και όταν αποσκοπεί στο να τροφοδοτήσει τα δίκτυα εκμετάλλευσης ανθρώπων. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός της είναι να ορίσει επακριβώς το αδίκημα της διευκολύνσεως της παράνομης μεταναστεύσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946, η οποία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες για τις ποινές, την ευθύνη των νομικών προσώπων και τη δικαιοδοσία. Τέλος, από την αιτιολογική σκέψη 5 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι αυτή συμπληρώνει άλλες πράξεις που έχουν εκδοθεί για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και απασχόλησης, της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών.
43 Βεβαίως, εκ πρώτης όψεως, η ευρεία διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90 επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Ειδικότερα, καίτοι η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ρητώς στη συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια, εντούτοις ούτε και αποκλείει ρητώς η διάταξη, αυτή καθεαυτή, μια ερμηνεία κατά την οποία η εν λόγω συμπεριφορά στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα που η διάταξη προβλέπει.
44 Ωστόσο, η τελευταία αυτή ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
45 Κατά πρώτον, οι σκοποί της οδηγίας 2002/90 συνηγορούν υπέρ της απόρριψης μιας τέτοιας ερμηνείας. Πράγματι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, μια τέτοια συμπεριφορά δεν συνιστά υποβοήθηση της παράνομης μεταναστεύσεως, στην καταπολέμηση της οποίας αποσκοπεί η εν λόγω οδηγία, αλλά απόρροια της ανάληψης, εκ μέρους του προσώπου αυτού, της προσωπικής ευθύνης που υπέχει λόγω της επιμέλειας των συγκεκριμένων ανηλίκων την οποία ασκεί.
46 Κατά δεύτερον, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη.
47 Το άρθρο 7 του Χάρτη εγγυάται σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στον σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, διευκρινιζομένου ότι η ύπαρξη οικογενειακής ζωής αποτελεί πραγματικό ζήτημα που εξαρτάται από την πραγματική ύπαρξη στενών προσωπικών δεσμών και ότι η δυνατότητα ενός γονέα και του τέκνου του να είναι μαζί συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo», C‑490/20, EU:C:2021:1008, σκέψη 61).
48 Το δε άρθρο 24 του Χάρτη ορίζει στην παράγραφο 1, μεταξύ άλλων, ότι τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους. Επιπλέον, το άρθρο 24 προβλέπει στην παράγραφο 2 ότι σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης και σε αποφάσεις που δεν έχουν μεν ως αποδέκτη τον ανήλικο, αλλά έχουν σημαντικές συνέπειες για αυτόν [πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, GN (Λόγος άρνησης στηριζόμενος στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού), C‑261/22, EU:C:2023:1017, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Τέλος, το άρθρο 24, παράγραφος 3, αναγνωρίζει κατ’ αρχήν σε κάθε παιδί το δικαίωμα να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές με τους δύο γονείς του.
49 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 7 του Χάρτη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, το οποίο αναγνωρίζεται με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και με συνεκτίμηση της ανάγκης του παιδιού να διατηρεί τακτικά τις σχέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 24, παράγραφος 3, του Χάρτη [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 2022, Belgische Staat (Έγγαμη ανήλικη πρόσφυγας), C‑230/21, EU:C:2022:887, σκέψη 48, και της 30ής Ιανουαρίου 2024, Landeshauptmann von Wien (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα), C‑560/20, EU:C:2024:96, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
50 Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 24 του Χάρτη αποτελεί, όπως υπενθυμίζεται στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη, μια ενσωμάτωση στο δίκαιο της Ένωσης των βασικών δικαιωμάτων του παιδιού που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία έχει κυρωθεί από το σύνολο των κρατών μελών, πρέπει κατά την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διατάξεις της Σύμβασης αυτής (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo», C‑490/20, EU:C:2021:1008, σκέψη 63). Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 2, της εν λόγω Σύμβασης, στους γονείς ή στα άλλα πρόσωπα που έχουν αναλάβει το παιδί ανήκει κατά κύριο λόγο η ευθύνη της εξασφάλισης, μέσα στα όρια των δυνατοτήτων τους και των οικονομικών μέσων τους, των απαραίτητων για την ανάπτυξη του παιδιού συνθηκών ζωής.
51 Λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη, υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90, η συμπεριφορά προσώπου το οποίο φέρνει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια δεν μπορεί να στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, το οποίο προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη, ακόμη και όταν το πρόσωπο αυτό εισήλθε, το ίδιο, παρανόμως στο εν λόγω έδαφος.
52 Αντίθετη ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως θα συνεπαγόταν ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής και των δικαιωμάτων του παιδιού, τα οποία κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη, σε σημείο που να θίγει το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
53 Πράγματι, το να γίνει δεκτό ότι μπορεί να επιβληθούν ποινικές κυρώσεις σε ένα πρόσωπο επειδή απλώς και μόνον βοήθησε ανηλίκους, των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια, να εισέλθουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους θα συνιστούσε προσβολή του βασικού αυτού περιεχομένου.
54 Πρόσωπο, όπως η OB, το οποίο φέρνει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια αποδέχεται, κατ’ αρχήν, απλώς και μόνον να εκπληρώσει συγκεκριμένα μια υποχρέωση συμφυή προς την προσωπική του ευθύνη που στηρίζεται στην οικογενειακή σχέση που το συνδέει με τους ανηλίκους, προκειμένου να τους διασφαλίσει την προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωση και την ανάπτυξή τους. Η συμπεριφορά του προσώπου αυτού αποτελεί, πρωτίστως, συγκεκριμένη έκφραση της γενικής ευθύνης του έναντι των εν λόγω ανηλίκων.
55 Κατά συνέπεια, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στο να χαρακτηρισθεί η συμπεριφορά προσώπου, όπως η ΟΒ, η οποία συνίσταται στο να πάρει μαζί του, κατά την παράνομη είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους, το τέκνο του ή άλλον ανήλικο του οποίου ασκεί την πραγματική επιμέλεια, ως «υποβοήθηση της παράνομης εισόδου» στο έδαφος αυτό και να καταστεί, συνακόλουθα, η εν λόγω συμπεριφορά ποινικώς κολάσιμη, διότι άλλως θίγονται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής και τα δικαιώματα του παιδιού που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη.
56 Επομένως, υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90 έχει την έννοια ότι η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του γενικού αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου.
57 Κατά τρίτον, η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90 επιβάλλεται επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 18 του Χάρτη, το οποίο είναι κρίσιμο όταν, όπως εν προκειμένω, ο ενδιαφερόμενος, μετά την είσοδό του στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
58 Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 18 του Χάρτη, το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης και σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΕ και τη Συνθήκη ΛΕΕ. Η τήρηση των κανόνων αυτών επιβάλλεται στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή τόσο της οδηγίας 2002/90 όσο και της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/946.
59 Όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου, τόσο αυτή όσο και η οδηγία 2002/90 εφαρμόζονται, επομένως, υπό την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται στους πρόσφυγες και στους αιτούντες άσυλο και, ειδικότερα, της τηρήσεως από τα κράτη μέλη των διεθνών υποχρεώσεων που υπέχουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης. Το τελευταίο αυτό άρθρο απαγορεύει στα εν λόγω κράτη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις σε πρόσφυγες λόγω παράνομης εισόδου ή διαμονής, εάν αυτοί, προερχόμενοι απευθείας από χώρα όπου απειλείτο η ζωή ή η ελευθερία τους, εισέρχονται ή βρίσκονται ήδη στο έδαφος των εν λόγω κρατών άνευ αδείας, υπό την επιφύλαξη ότι, αφενός θα παρουσιαστούν αμελλητί στις αρχές και, αφετέρου, θα δώσουν επαρκείς εξηγήσεις για την παράνομη είσοδο ή διαμονή.
60 Δεύτερον, ο κώδικας συνόρων του Σένγκεν, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο του 3, στοιχείο βʹ, εφαρμόζεται σε κάθε πρόσωπο που διέρχεται τα εσωτερικά ή εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των προσφύγων και των αιτούντων διεθνή προστασία, κυρίως όσον αφορά τη μη επαναπροώθηση, υποχρεώνει τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου του 4, να «συμμορφώνονται πλήρως προς τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του [Χάρτη], το σχετικό διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της [Σύμβασης της Γενεύης], τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με την πρόσβαση σε διεθνή προστασία, ιδίως με την αρχή της μη επαναπροώθησης […]».
61 Τρίτον, πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα κάθε υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στο έδαφος κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων του ή των ζωνών διέλευσής του, έστω και αν διαμένει παρανόμως στο έδαφος αυτό, ανεξαρτήτως των πιθανοτήτων ευδοκιμήσεως της αιτήσεώς του. Άπαξ και υποβληθεί τέτοια αίτηση, ο αιτών δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως παρανόμως διαμένων στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του σε πρώτο βαθμό, διότι άλλως θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος ασύλου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία), C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκέψη 102, και της 16ης Νοεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Ποινικοποίηση της βοήθειας προς τους αιτούντες άσυλο), C‑821/19, EU:C:2021:930, σκέψεις 136 και 137].
62 Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μπορούν να θίξουν την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος ασύλου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη, μέτρα τα οποία, χωρίς να υφίσταται εύλογος δικαιολογητικός λόγος, έχουν ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνουν υπήκοο τρίτης χώρας να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στις αρμόδιες αρχές [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία), C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκέψεις 102, 103, 118 και 119, και της 22ας Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δήλωση προθέσεων πριν από την υποβολή αίτησης ασύλου), C‑823/21, EU:C:2023:504, σκέψεις 47 έως 51].
63 Τέταρτον, από την αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2013/33 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο της υποδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία, να τηρούνται πλήρως οι αρχές του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και της ενότητας της οικογένειας.
64 Εξάλλου, στην τελική πράξη της συνδιάσκεψης των πληρεξουσίων των Ηνωμένων Εθνών για το καθεστώς των προσφύγων και των ανιθαγενών, της 25ης Ιουλίου 1951, η οποία κατάρτισε το κείμενο της Σύμβασης της Γενεύης, υπογραμμίζεται ότι «η οικογενειακή ενότητα […] είναι ένα ουσιώδες δικαίωμα του πρόσφυγα». Ομοίως, η οδηγία 2011/95 σκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 16, να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο και των μελών της οικογένειάς τους που τους συνοδεύουν και να προωθήσει την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη. Η αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας και ότι, κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος αυτού, τα κράτη μέλη θα πρέπει ιδίως να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την αρχή της οικογενειακής ενότητας. Συνακόλουθα, το άρθρο 23, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.
65 Εν προκειμένω, στο μέτρο που η OB υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, απολαύει των δικαιωμάτων που απορρέουν από την υποβολή τέτοιας αιτήσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο ποινικών κυρώσεων ούτε λόγω της δικής της παράνομης εισόδου στην ιταλική επικράτεια ούτε λόγω του ότι συνοδευόταν, κατά την είσοδο αυτή, από την κόρη της και την ανιψιά της των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια.
66 Τέταρτον, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, η ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90, η οποία έγινε δεκτή στις σκέψεις 45 έως 65 της παρούσας αποφάσεως, ενισχύεται από το πρωτόκολλο του Παλέρμο περί της διακίνησης μεταναστών, υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνεύεται η οδηγία αυτή. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου, σκοπός του είναι η ποινικοποίηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών, με παράλληλη προστασία των δικαιωμάτων των ίδιων των μεταναστών.
67 Η ερμηνεία αυτή ουδόλως έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου συμπεριφορές οι οποίες, υπό το πρόσχημα ότι δικαιολογούνται από οικογενειακούς δεσμούς, θα μπορούσαν, στην πραγματικότητα, να επιδιώκουν άλλους σκοπούς, όπως είναι η παράνομη μετανάστευση, η παράνομη απασχόληση, η εμπορία ανθρώπων ή η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, εκθέτοντας έτσι τα παιδιά σε σοβαρές προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η οδηγία 2002/90, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική της σκέψη 5, συμπληρώνει άλλες πράξεις που έχουν εκδοθεί για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και απασχόλησης, της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, χωρίς να τις υποκαθιστά.
68 Πέμπτον και τελευταίον, δεδομένου ότι ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90 κατά τρόπο σύμφωνο προς τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη καθώς και προς το άρθρο 52, παράγραφος 1, αυτού έχει ως συνέπεια να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, κατά την έννοια της πρώτης διάταξης, συμπεριφορά όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, παρέλκει η εξέταση του κύρους του άρθρου 1 της οδηγίας 2002/90 καθώς και η ερμηνεία της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, που αφορά την απαλλαγή από την ποινική ευθύνη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η επίμαχη συμπεριφορά αποσκοπεί στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον ενδιαφερόμενο.
69 Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της εθνικής διατάξεως με την οποία μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία αυτή, αλλά και να μεριμνούν ώστε να μη βασίζονται σε ερμηνεία της οδηγίας που θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης ή με τις λοιπές γενικές αρχές που αναγνωρίζει η εν λόγω έννομη τάξη (αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2008, Promusicae, C‑275/06, EU:C:2008:54, σκέψη 68, και της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
70 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της οδηγίας 2002/90 προκύπτει ότι σκοπός του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής είναι να ορίσει επακριβώς το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης προκειμένου να καταστήσει αποτελεσματικότερη την εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2002/946.
71 Ως εκ τούτου, κατά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν, στο εθνικό δίκαιο, κανόνες που βαίνουν πέραν του περιεχομένου του γενικού αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, όπως αυτό ορίζεται στην εν λόγω διάταξη, συμπεριλαμβάνοντας μη καλυπτόμενες από τη διάταξη συμπεριφορές, κατά παράβαση των άρθρων 7 και 24 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
72 Εξάλλου, τα άρθρα 7 και 24 είναι αυτοτελή και δεν χρειάζεται να εξειδικεύονται με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμουν στους ιδιώτες δικαιώματα δυνάμενα να προβληθούν αυτά καθεαυτά. Επομένως, αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσει το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, οφείλει να διασφαλίσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που παρέχουν στους πολίτες τα άρθρα αυτά και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστο το άρθρο 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger, C‑414/16, EU:C:2018:257, σκέψεις 78 και 79).
73 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 24 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, αφενός, δεν στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια και, αφετέρου, τα άρθρα αυτά αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία που ποινικοποιεί μια τέτοια συμπεριφορά.
Επί των δικαστικών εξόδων
74 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 24 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
έχει την έννοια ότι:
αφενός, δεν στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια και, αφετέρου, τα άρθρα αυτά αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία που ποινικοποιεί μια τέτοια συμπεριφορά.
(υπογραφές)