ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)
της 12ης Ιουνίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 85, παράγραφος 1 – Παροχές που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους για ζημία η οποία επήλθε σε άλλο κράτος μέλος – Δικαίωμα αναγωγής, κατά του τρίτου υπευθύνου, των φορέων που είναι υπεύθυνοι για χορήγηση παροχών – Δικαιώματα του θύματος – Υποκατάσταση – Όρια »
Στην υπόθεση C‑7/24,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Retten i Svendborg (πρωτοδικείο Svendborg, Δανία) με απόφαση της 2ας Ιανουαρίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιανουαρίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
Deutsche Rentenversicherung Nord,
BG Verkehr
κατά
Gjensidige Forsikring, δανική θυγατρική της Gjensidige Forsikring ASA, Νορβηγία, ως εκπρόσωπος της Marius Pedersen A/S,
Gjensidige Forsikring, δανική θυγατρική της Gjensidige Forsikring ASA, Νορβηγία,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),
συγκείμενο από τους N. Jääskinen, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή) και R. Frendo, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: R. Norkus
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Μαρτίου 2025,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι Deutsche Rentenversicherung Nord και BG Verkehr, εκπροσωπούμενοι από τον T. Birch, advokat,
– η Gjensidige Forsikring, δανική θυγατρική της Gjensidige Forsikring ASA, Νορβηγία, ως εκπρόσωπος της Marius Pedersen A/S, και η Gjensidige Forsikring, δανική θυγατρική της Gjensidige Forsikring ASA, Νορβηγία, εκπροσωπούμενες από τον H. Saugmandsgaard Øe, advokat,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Benešová, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M.-L. Ehlers Defontaine και τον B.-R. Killmann,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 85, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Deutsche Rentenversicherung Nord (στο εξής: DRV-N) και BG Verkehr (στο εξής: BG-V) και, αφετέρου, της Gjensidige Forsikring (στο εξής: GF), δανικής θυγατρικής της Gjensidige Forsikring ASA, Νορβηγία, ενεργούσας ως εκπροσώπου της Marius Pedersen A/S (στο εξής: MP) και ιδίω ονόματι, με αντικείμενο αγωγή εξ αναγωγής σχετικά με παροχές που καταβλήθηκαν στη χήρα Γερμανού υπηκόου ο οποίος απεβίωσε κατόπιν εργατικού ατυχήματος που συνέβη στη Δανία.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 ορίζει τα εξής:
«Εάν, δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, ένα πρόσωπο έχει δικαίωμα σε παροχές για ζημία η οποία προκλήθηκε από γεγονότα τα οποία συνέβησαν σε άλλο κράτος μέλος, τα τυχόν δικαιώματα του φορέα που είναι υπεύθυνος για χορήγηση παροχών έναντι τρίτου, ο οποίος υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας, διέπονται από τις ακόλουθες διατάξεις:
α) όταν ο φορέας που είναι υπεύθυνος για χορήγηση παροχών, υποκαθίσταται, σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει, όσον αφορά τα δικαιώματα που έχει ο δικαιούχος έναντι του τρίτου, η υποκατάσταση αυτή αναγνωρίζεται από κάθε κράτος μέλος·
β) όταν ο φορέας που είναι υπεύθυνος για τη χορήγηση παροχών έχει άμεσο δικαίωμα έναντι τρίτου, κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό.»
Το δανικό δίκαιο
4 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του erstatningsansvarslov (νόμου περί αστικής ευθύνης), της 24ης Αυγούστου 2018:
«Το πρόσωπο που ευθύνεται για σωματική βλάβη οφείλει να καταβάλει αποζημίωση για απώλεια εισοδημάτων, ιατρικά έξοδα και άλλες ζημίες που προκύπτουν από τη σωματική βλάβη καθώς και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.»
5 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:
«Η αποζημίωση για την απώλεια προστάτη οικογένειας ο οποίος ήταν σύζυγος ή συμβιών σύντροφος ανέρχεται στο 30 % της αποζημίωσης που θα λάμβανε ο θανών σε περίπτωση πλήρους απώλειας της ικανότητας προς εργασία […]. Ωστόσο, η αποζημίωση πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 644 000 [δανικών κορωνών (DKK) (περίπου 83 720 ευρώ)], με την επιφύλαξη εξαιρετικών περιστάσεων.»
6 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:
«Οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει της κοινωνικής νομοθεσίας και ιδίως οι ημερήσιες αποζημιώσεις, η ιατρική περίθαλψη, οι συντάξεις που προβλέπει η σχετική κοινωνική νομοθεσία καθώς και οι παροχές που καταβάλλονται δυνάμει του νόμου περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων δεν θεμελιώνουν αξίωση αναγωγής κατά του υπευθύνου προς αποζημίωση. […]»
7 Το άρθρο 26a, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:
«Πρόσωπο που προκαλεί τον θάνατο άλλου με δόλο ή με βαριά αμέλεια μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση στους επιζώντες που είχαν ιδιαίτερα στενή σχέση με τον θανόντα.»
8 Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του arbejdsskadesikringslov (νόμου περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων), της 19ης Αυγούστου 2022:
«Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο, ο επιζών σύζυγος έχει δικαίωμα σε μεταβατική παροχή ύψους 191 000 [DKK (περίπου 28 830 ευρώ)] (αξία το 2024), εφόσον ο γάμος είχε συναφθεί πριν από την επέλευση του εργατικού ατυχήματος και η συμβίωση υφίστατο κατά τον χρόνο θανάτου του θύματος. Το ποσό αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 25.»
9 Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του νόμου αυτού έχει ως εξής:
«Πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα λήψης μεταβατικής παροχής δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφοι 1 έως 3, και το οποίο στερήθηκε τον προστάτη της οικογενείας του λόγω του θανάτου του θύματος του ατυχήματος ή πρόσωπο του οποίου τα μέσα διαβίωσης επηρεάστηκαν με άλλον τρόπο λόγω του ως άνω θανάτου έχει σχετικό δικαίωμα αποζημίωσης. Η αποζημίωση καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό εξάρτησης και την ικανότητα αυτοσυντήρησης του επιζώντος, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας, της κατάστασης της υγείας, της εκπαίδευσης, της εργασίας, της εξάρτησης και της οικονομικής κατάστασής του.»
10 Το άρθρο 77, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:
«Οι παροχές βάσει του νόμου δεν θεμελιώνουν αξίωση αναγωγής κατά του ζημιώσαντος που ευθύνεται έναντι των θυμάτων του ατυχήματος ή των επιζώντων τους […]. Οι αξιώσεις των θυμάτων του ατυχήματος ή των επιζώντων τους κατά του υπευθύνου για τη ζημία περιορίζονται κατά το μέτρο που έχουν καταβληθεί ή είναι καταβλητέες στους ενδιαφερόμενους παροχές δυνάμει του παρόντος νόμου. […]»
Το γερμανικό δίκαιο
11 Το άρθρο 46 του Sozialgesetzbuch, Sechstes Buch (VI) – Gesetzliche Rentenversicherung (τίτλου VI του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης – Νόμιμο σύστημα συνταξιοδοτικής ασφάλισης, στο εξής: SGB VI) προβλέπει τη χορήγηση σύνταξης χηρείας σε χήρες ή χήρους, εφόσον ο αποβιώσας σύζυγος ήταν ασφαλισμένος για το ελάχιστο χρονικό διάστημα που απαιτείται γενικώς.
12 Το άρθρο 116 του Sozialgesetzbuch, Zehntes Buch (X) – Sozialverwaltungsverfahren und Sozialdatenschutz (τίτλου X του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης – Διοικητική διαδικασία στην κοινωνική ασφάλιση και προστασία των κοινωνικοασφαλιστικών δεδομένων, στο εξής: SGB X) απονέμει στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης δικαίωμα υποκατάστασης στα δικαιώματα που ενδεχομένως απέκτησαν οι δικαιούχοι έναντι τρίτων υπευθύνων, για τις παροχές τις οποίες οι φορείς αυτοί όφειλαν να χορηγήσουν κατόπιν επελθούσας ζημίας.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
13 Στις 15 Ιουλίου 2015 Γερμανός υπήκοος, ο οποίος εργαζόταν ως οδηγός εξαγωγών σε γερμανική εταιρία, τραυματίστηκε σε ατύχημα το οποίο σημειώθηκε καθώς αυτός βοηθούσε στη φόρτωση εμπορευμάτων στο φορτηγό του σε μια από τις επιχειρηματικές διευθύνσεις της MP στη Δανία. Τα τραύματα αυτά προκάλεσαν λίγο αργότερα τον θάνατό του.
14 Η ΜΡ αναγνώρισε την αστική ευθύνη της για τον θάνατο του Γερμανού υπηκόου. Η GF, ασφαλίστρια της εταιρίας αυτής για αστική ευθύνη, κατέβαλε στη χήρα του θανόντος εργαζομένου, κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου της, αποζημίωση λόγω απώλειας προστάτη οικογένειας, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το δανικό δίκαιο.
15 Επιπροσθέτως, οι DRV-N και BG-V, στους οποίους ο θανών ήταν ασφαλισμένος ως Γερμανός εργαζόμενος, κατέβαλαν σύνταξη χηρείας στη χήρα του, σύμφωνα με το άρθρο 46 του SGB VI.
16 Δεδομένου ότι το άρθρο 116 του SGB X προβλέπει δικαίωμα υποκατάστασης στα δικαιώματα της χήρας θανόντος εργαζομένου, έναντι του τρίτου υπευθύνου, όσον αφορά την κατά τον ανωτέρω τρόπο καταβαλλόμενη σύνταξη, οι DRV-N και BG‑V ζήτησαν την επιστροφή της εν λόγω σύνταξης από τις MP και GF.
17 Οι MP και GF αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα αυτό, με την αιτιολογία ότι ήταν αβάσιμο υπό το πρίσμα του δανικού δικαίου. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν, αφενός, ότι το δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας, η οποία καταβάλλεται ανεξαρτήτως της αιτίας του θανάτου, δεν αντιστοιχεί στο προβλεπόμενο από τη δανική νομοθεσία δικαίωμα αποζημίωσης λόγω απώλειας του προστάτη οικογένειας. Αφετέρου, δεδομένου ότι η GF έχει ήδη καταβάλει την αποζημίωση αυτή στη χήρα του θανόντος εργαζομένου, η τελευταία δεν μπορεί να αξιώσει καμία άλλη αποζημίωση δυνάμει του δανικού δικαίου.
18 Στις 6 και στις 12 Ιουλίου 2018 οι DRV-N και BG-V άσκησαν, αντιστοίχως, ενώπιον του Retten i Svendborg (πρωτοδικείου του Svendborg, Δανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αγωγή εξ αναγωγής κατά των MP και GF, ζητώντας να αναγνωριστούν οι εταιρίες αυτές ως οφειλέτριες των παροχών που καταβλήθηκαν στη χήρα του θανόντος εργαζομένου.
19 Οι DRV-N και BG-V δέχονται μεν ότι η αποζημίωση λόγω απώλειας του προστάτη οικογένειας η οποία καταβλήθηκε στη χήρα του θανόντος εργαζομένου υπολογίστηκε σύμφωνα με το δανικό δίκαιο και ότι η χήρα του δεν μπορεί να αξιώσει καμία άλλη αποζημίωση δυνάμει του δικαίου αυτού, πλην όμως φρονούν ότι η καταβολή της εν λόγω αποζημίωσης δεν απάλλαξε τις MP και GF από την ευθύνη, καθόσον αυτές δεν ενήργησαν καλόπιστα όσον αφορά την αγωγή εξ αναγωγής των DRV-N και BG-V.
20 Επιπλέον, οι DRV-N και BG-V υποστηρίζουν ότι οι προϋποθέσεις και η έκταση των δικαιωμάτων στα οποία υποκαθίστανται πρέπει να καθοριστούν σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο. Ακόμη και αν η έκταση της απαίτησής τους έναντι των MP και GF πρέπει να καθοριστεί σύμφωνα με το δανικό δίκαιο, το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι κοινωνικές παροχές τις οποίες οι οργανισμοί αυτοί κατέβαλαν στη χήρα του θανόντος εργαζομένου δεν χρειάζεται να είναι πανομοιότυπες ή παρεμφερείς, ως προς τη φύση τους, με τις παροχές που προβλέπει το δανικό δίκαιο ώστε να είναι δυνατόν να καταβληθεί αποζημίωση γι’ αυτές. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι σκοπός της διάταξης αυτής δεν είναι να αποκλείσει την έγερση αξίωσης ενός υπεύθυνου για χορήγηση παροχών φορέα κοινωνικής ασφάλισης κατά του ζημιώσαντος, λόγω του ότι δεν ταυτίζονται οι παροχές που μπορούν να ζητηθούν, αντιστοίχως, βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του ο υπεύθυνος για χορήγηση παροχών φορέας κοινωνικής ασφάλισης και της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε η ζημία.
21 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τίθεται, κατ’ αρχάς, το ζήτημα ποια από τις επίμαχες εθνικές νομοθεσίες καθορίζει την έκταση των δικαιωμάτων στα οποία υποκαθίσταται ο υπεύθυνος για χορήγηση παροχών φορέας κοινωνικής ασφάλισης. Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αγωγή εξ αναγωγής προϋποθέτει ότι οι κοινωνικές παροχές των οποίων ζητείται η επιστροφή είναι, ως εκ της φύσεώς τους, παρεμφερείς με τις παροχές τις οποίες θα μπορούσε να αξιώσει ο ζημιωθείς δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε η ζημία. Τέλος, διερωτάται ως προς την έννοια που πρέπει να δοθεί στη φράση «ως εκ της φύσεώς τους», την οποία χρησιμοποιεί το Højesteret (Ανώτατο Δικαστήριο, Δανία) στη νομολογία του για τον σχετικό τομέα.
22 Κατά το εθνικό δικαστήριο, το δανικό δίκαιο προσδιορίζει εξαντλητικώς τη φύση των διαφόρων ειδών αποζημίωσης τα οποία μπορούν να αξιώσουν το θύμα σωματικής βλάβης ή οι επιζώντες του, όπως η αποζημίωση για απώλεια επαγγελματικών εισοδημάτων, ψυχικό και σωματικό άλγος, μόνιμη βλάβη της υγείας, ανικανότητα προς εργασία, απώλεια του προστάτη οικογένειας, μεταβατική παροχή σε περίπτωση θανάτου και αποζημίωση για αδικοπραξία. Το ποσό των περισσότερων από τις ανωτέρω αποζημιώσεις δεν μπορεί να υπερβαίνει ορισμένο ανώτατο όριο.
23 Το άρθρο 77 του νόμου περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων προβλέπει επίσης ότι η αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με τον νόμο περί αστικής ευθύνης έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με την αποζημίωση που μπορούν να αξιώσουν το θύμα ή οι επιζώντες του βάσει του νόμου περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων και ότι η αποζημίωση για εργατικά ατυχήματα δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση αγωγής εξ αναγωγής κατά του ζημιώσαντος ο οποίος υπέχει ευθύνη προς αποζημίωση.
24 Ούτε ο νόμος περί αστικής ευθύνης ούτε ο νόμος περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων προβλέπουν, για τους επιζώντες, δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας ίδιας φύσεως με την καταβλητέα βάσει του δικαιώματος που προβλέπει ο SGB VI και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τον εν λόγω νόμο. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εκ προοιμίου ταύτιση μεταξύ των αξιώσεων αποζημίωσης των DRV-N και BG-V και των αποζημιώσεων που προβλέπονται στον νόμο περί αστικής ευθύνης και στον νόμο για την ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων.
25 Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτει με σαφήνεια κατά πόσον οι ουσιαστικοί κανόνες της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε η ζημία μπορούν να περιορίσουν το δικαίωμα αναγωγής του υπεύθυνου για χορήγηση παροχών φορέα κοινωνικής ασφάλισης στην περίπτωση που οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, των οποίων ζητείται η επιστροφή, δεν ταυτίζονται ή τουλάχιστον δεν είναι παρεμφερείς, ως εκ της φύσεώς τους, με την απαίτηση για την οποία θα μπορούσε να αξιώσει αποζημίωση ο ζημιωθείς βάσει των ως άνω ουσιαστικών κανόνων.
26 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Retten i Svendborg (πρωτοδικείο του Svendborg) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού [883/2004] την έννοια ότι το δικαίωμα αναγωγής του φορέα που είναι υπεύθυνος για χορήγηση παροχών βάσει της διάταξης αυτής εξαρτάται από την ύπαρξη, στο κράτος μέλος στο οποίο επήλθε η ζημία, νομικής βάσης για το είδος της αντισταθμιστικής παροχής ή της αποζημίωσης για την οποία ασκείται δικαίωμα αναγωγής ή για ισοδύναμη παροχή, λόγω του γεγονότος για το οποίο ο υπαίτιος της ζημίας ευθύνεται προς αποζημίωση κατά την νομοθεσία του τόπου όπου επήλθε η ζημία;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
27 Με το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι, όταν ένα πρόσωπο λαμβάνει, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας του, σύνταξη χηρείας λόγω θανάτου του συζύγου του συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη σε άλλο κράτος μέλος και όταν η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους προβλέπει, υπέρ του φορέα που οφείλει να καταβάλει τη σύνταξη αυτή, δικαίωμα υποκατάστασης έναντι του τρίτου ο οποίος υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε από το εν λόγω εργατικό ατύχημα, απαιτείται, για την άσκηση αγωγής εξ αναγωγής του φορέα που οφείλει να καταβάλει την ως άνω σύνταξη, η ύπαρξη, στο δεύτερο κράτος μέλος, νομικής βάσης που επιτρέπει τη λήψη τέτοιας σύνταξης ή ισοδύναμης παροχής.
28 Σκοπός του άρθρου 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 είναι να παράσχει τη δυνατότητα σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης κράτους μέλους ο οποίος κατέβαλε παροχές κοινωνικής ασφάλισης κατόπιν ζημίας επελθούσας σε άλλο κράτος μέλος να ασκήσει κατά του τρίτου που ευθύνεται για τη ζημία τα μέσα ένδικης προστασίας τα οποία προβλέπονται από το δίκαιο που ο φορέας αυτός εφαρμόζει, είτε πρόκειται για αναγωγή και υποκατάσταση είτε για ευθεία αγωγή. Το δικαίωμα που παρέχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στους εθνικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί το λογικό και δίκαιο συμπλήρωμα της επέκτασης των υποχρεώσεων των φορέων αυτών στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης, επέκταση η οποία απορρέει από τις διατάξεις του κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, DAK, C‑428/92, EU:C:1994:222, σκέψη 16).
29 Συνεπώς, η ως άνω διάταξη συνιστά κανόνα σύγκρουσης νόμων, ο οποίος επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο που εκδικάζει αγωγή αποζημίωσης κατά του ζημιώσαντος την υποχρέωση να εφαρμόσει το δίκαιο του κράτους μέλους του υπεύθυνου για χορήγηση παροχών φορέα όχι μόνο για να προσδιορίσει αν ο φορέας αυτός υποκαθίσταται εκ του νόμου στα δικαιώματα του θύματος ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα, αλλά και για να προσδιορίσει τη φύση και το περιεχόμενο των απαιτήσεων στις οποίες υποκαθίσταται ο φορέας αυτός (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Kordel κ.λπ., C‑397/96, EU:C:1999:432, σκέψη 22).
30 Ειδικότερα, αν το εθνικό δικαστήριο εφάρμοζε το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε η ζημία προκειμένου να καθορίσει την έκταση του δικαιώματος του υπεύθυνου για χορήγηση παροχών φορέα να ασκήσει αγωγή εξ αναγωγής, θα μπορούσε να στερήσει, εν όλω ή εν μέρει, από το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 την πρακτική του αποτελεσματικότητα. Τούτο θα συνέβαινε, ειδικότερα, αν η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε η ζημία προέβλεπε ότι η αναγωγή με εκ του νόμου υποκατάσταση ή η ευθεία αγωγή δεν καλύπτει ορισμένα είδη απαιτήσεων τις οποίες ο οφειλέτης φορέας μπορεί να προβάλει, μέσω αναγωγής και υποκατάστασης ή ευθείας αγωγής, στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, DAK, C‑428/92, EU:C:1994:222, σκέψη 19).
31 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι διατάξεις όπως το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου περί αστικής ευθύνης, οι οποίες αφορούν τα δικαιώματα αναγωγής των δανικών φορέων κοινωνικής ασφάλισης έναντι τρίτων οι οποίοι υπέχουν υποχρέωση αποκατάστασης των ζημιών για τις οποίες καταβλήθηκαν παροχές κοινωνικής ασφάλισης, δεν μπορούν να εφαρμοστούν προκειμένου να καθοριστεί αν και σε ποιο βαθμό υπεύθυνος για χορήγηση παροχών φορέας άλλου κράτους μέλους πλην του Βασιλείου της Δανίας έχει δικαίωμα να αναγάγει τον ευθυνόμενο για ζημία επελθούσα στο δανικό έδαφος, στο οποίο έχουν εφαρμογή οι ανωτέρω διατάξεις. Επομένως, οι εν λόγω διατάξεις δεν εμποδίζουν την άσκηση δικαιώματος αναγωγής του υπεύθυνου για χορήγηση παροχών φορέα κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, DAK, C‑428/92, EU:C:1994:222, σκέψη 22).
32 Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 έχει ως μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει ότι το δικαίωμα αναγωγής του οποίου μπορεί να απολαύει ο υπεύθυνος για χορήγηση παροχών φορέας δυνάμει της νομοθεσίας που αυτός εφαρμόζει αναγνωρίζεται από τα άλλα κράτη μέλη. Δεν αποβλέπει στην τροποποίηση των κανόνων βάσει των οποίων καθορίζεται αν και κατά πόσον θεμελιώνεται η εξωσυμβατική ευθύνη του τρίτου που προκάλεσε τη ζημία. Το ζήτημα της ευθύνης του τρίτου εξακολουθεί να διέπεται από τους ουσιαστικούς κανόνες τους οποίους οφείλει κανονικά να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε το θύμα ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα, δηλαδή, καταρχήν, από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε η ζημία (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Kordel κ.λπ., C‑397/96, EU:C:1999:432, σκέψη 15).
33 Εντεύθεν προκύπτει ότι τα δικαιώματα του θύματος ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα έναντι του ζημιώσαντος καθώς και οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής αποζημίωσης ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε η ζημία προσδιορίζονται από τη νομοθεσία του κράτους αυτού, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Kordel κ.λπ., C‑397/96, EU:C:1999:432, σκέψη 16).
34 Ο υπεύθυνος για χορήγηση παροχών φορέας μπορεί να υποκατασταθεί μόνο στα κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιορισθέντα δικαιώματα. Πράγματι, μια τέτοια υποκατάσταση δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη δημιουργία, υπέρ του δικαιούχου των παροχών, πρόσθετων δικαιωμάτων έναντι τρίτων (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Kordel κ.λπ., C‑397/96, EU:C:1999:432, σκέψη 17).
35 Επιπλέον, το δικαίωμα υποκατάστασης καλύπτει, μεταξύ των αποζημιώσεων που αναγνωρίζονται στο θύμα ή στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε η ζημία, μόνον εκείνες που αντιστοιχούν στις παροχές οι οποίες καταβάλλονται από τον υπεύθυνο για χορήγηση παροχών φορέα, αποκλειομένων των αποζημιώσεων που επιδικάζονται για ηθική βλάβη ή σε συνάρτηση με άλλα στοιχεία ζημίας προσωπικού χαρακτήρα (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1977, Töpfer κ.λπ., 72/76, EU:C:1977:27, σκέψη 19).
36 Εν προκειμένω, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 28 έως 35 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει, πρώτον, ότι η ύπαρξη και η έκταση της υποκατάστασης στα δικαιώματα της χήρας του θανόντος εργαζομένου, στα οποία δικαιούνται να υποκατασταθούν οι DRV-N και BG-V δυνάμει του άρθρου 116 του SGB X λόγω των παροχών που της καταβάλλουν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 του SGB VI, καθορίζονται από το γερμανικό δίκαιο και ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι MP και GF, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου περί αστικής ευθύνης δεν μπορεί να εμποδίσει την εκ μέρους των DRV-N και BG-V άσκηση αγωγής εξ αναγωγής, στηριζόμενης στα ως άνω δικαιώματα.
37 Δεύτερον, η υποκατάσταση αυτή δεν μπορεί, αντιθέτως, να δημιουργήσει, ούτε για τη χήρα του θανόντος εργαζομένου ούτε για τον DRV-N ή τον BG-V, πρόσθετα δικαιώματα σε σχέση με εκείνα που παρέχει στη χήρα το δανικό δίκαιο.
38 Συναφώς, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το δανικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σύνταξης χηρείας όπως το προβλεπόμενο από το γερμανικό δίκαιο. Αντιθέτως, το δανικό δίκαιο ορίζει, κατ’ αρχάς, στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου περί αστικής ευθύνης και στο άρθρο 20 του νόμου περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων, ότι στον επιζώντα σύζυγο οφείλεται αποζημίωση λόγω απώλειας του προστάτη οικογένειας, η οποία έχει ήδη καταβληθεί από την GF στη χήρα του θανόντος εργαζομένου. Περαιτέρω, το άρθρο 26a, παράγραφος 1, του νόμου περί αστικής ευθύνης προβλέπει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη των επιζώντων που είχαν ιδιαιτέρως στενή σχέση με τον θανόντα. Τέλος, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του νόμου περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χορήγηση μεταβατικής αποζημίωσης στον επιζώντα σύζυγο.
39 Παρατηρείται, αφενός, ότι δεν προκύπτει σαφώς από την απόφαση περί παραπομπής εάν η χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη οφειλόταν, εν προκειμένω, στη χήρα του θανόντος εργαζομένου ή εάν καταβλήθηκε από την GF. Επιπροσθέτως, μολονότι το αιτούν δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση αυτή ότι, κατά το Arbejdsmarkedets Erhvervssikring i Danmark (ταμείο ασφάλισης εργασίας στη Δανία), το ατύχημα από το οποίο ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης δεν δημιούργησε, υπέρ της χήρας αυτής, δικαίωμα σε παροχές δυνάμει του νόμου περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων, όπως η μεταβατική αποζημίωση και η αποζημίωση για απώλεια του προστάτη οικογένειας, οι οποίες προβλέπονται αντιστοίχως στο άρθρο 19, παράγραφος 1, και στο άρθρο 20 του νόμου αυτού, εντούτοις ουδόλως προκύπτει από την ως άνω απόφαση ότι η εκτίμηση του ανωτέρω ταμείου έχει οριστικό χαρακτήρα και ότι αποκλείει, ως εκ τούτου, την κρισιμότητα των αποζημιώσεων στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.
40 Αφετέρου, στο μέτρο που η GF έχει ήδη καταβάλει μία ή, ενδεχομένως, περισσότερες από τις αποζημιώσεις αυτές στη χήρα του θανόντος εργαζομένου, εναπόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν οι καταβολές αυτές είχαν, δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, απαλλακτικό αποτέλεσμα για τις MP και GF έναντι των αξιώσεων που προέβαλαν οι DRV-N και BG-V στο πλαίσιο της αγωγής εξ αναγωγής που άσκησαν.
41 Τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η αποζημίωση λόγω απώλειας του προστάτη οικογένειας, η οποία προβλέπεται από το δανικό δίκαιο και η οποία καταβλήθηκε από την GF στη χήρα του θανόντος εργαζομένου, αντιστοιχεί, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, στη σύνταξη χηρείας που κατέβαλαν οι DRV-N και BG-V, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 883/2004 δεν θεσπίζει κοινό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και ότι, ελλείψει εναρμόνισης σε επίπεδο Ένωσης στον τομέα αυτόν, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει με τη νομοθεσία του, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση κοινωνικών παροχών (πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Sozialministeriumservice, C‑116/23, EU:C:2024:292, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Κατά συνέπεια, όπως ορθώς υποστηρίζουν η Τσεχική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι παροχές που καταβάλλονται κατόπιν γεγονότος γενεσιουργού της ζημίας, όπως ένα εργατικό ατύχημα, ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και υπάρχει κίνδυνος οι υπερβολικά αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την απαιτούμενη αντιστοιχία μεταξύ των παροχών που προβλέπονται από το δίκαιο των διαφόρων εμπλεκόμενων κρατών μελών να μπορούν να στερήσουν από το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 την πρακτική αποτελεσματικότητά του.
43 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα υποκατάστασης που προβλέπεται από τη νομοθεσία κράτους μέλους για παροχή καταβαλλόμενη δυνάμει της ίδιας νομοθεσίας, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, μπορεί να επεκταθεί σε παροχή προβλεπόμενη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε γεγονός γενεσιουργό της ζημίας, όπως το εργατικό ατύχημα, όταν αμφότερες οι παροχές είναι αρκούντως παρεμφερείς ως προς το αντικείμενο και τους σκοπούς τους.
44 Εν προκειμένω, προκύπτει ότι οι δανικές και οι γερμανικές παροχές χορηγούνται λόγω του θανάτου του προστάτη οικογένειας και αποσκοπούν, αμφότερες, στην αποζημίωση των επιζώντων συγγενών, μεταξύ άλλων, για το διαφυγόν κέρδος που συνδέεται με την απώλεια των εισοδημάτων του θανόντος.
45 Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 77, παράγραφος 1, του νόμου περί ασφάλισης εργατικών ατυχημάτων προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα δικαιώματα των επιζώντων των θυμάτων ατυχήματος έναντι του υπευθύνου της ζημίας περιορίζονται στο μέτρο που τους έχουν καταβληθεί ή τους οφείλονται παροχές δυνάμει του ίδιου νόμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το αντικείμενο και οι σκοποί της αποζημίωσης λόγω απώλειας του προστάτη οικογένειας μπορούν να θεωρηθούν ότι αντιστοιχούν, δυνάμει της δανικής νομοθεσίας, στους σκοπούς των κοινωνικών παροχών που χορηγούνται δυνάμει της νομοθεσίας αυτής κατόπιν εργατικού ατυχήματος.
46 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, οι δύο επίμαχες στην κύρια δίκη παροχές είναι, ως προς το αντικείμενο και τους σκοπούς τους, αρκούντως παρεμφερείς ώστε το δικαίωμα υποκατάστασης το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 116 του SGB X και μνημονεύεται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 να μπορεί να επεκταθεί στην αποζημίωση λόγω απώλειας του προστάτη οικογένειας, εντός των ανωτάτων ορίων που προβλέπει η δανική νομοθεσία.
47 Τέταρτον, όσον αφορά τη μεταβατική αποζημίωση που προβλέπει το δανικό δίκαιο και την αποζημίωση για την ικανοποίηση της προκληθείσας ηθικής βλάβης, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, αρκεί να επισημανθεί, αφενός, ότι η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν περιέχει τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου αυτό να είναι σε θέση παράσχει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμες ενδείξεις ως προς τον αρκούντως παρεμφερή ή μη χαρακτήρα του αντικειμένου και του σκοπού της μεταβατικής αποζημίωσης με το αντικείμενο και τον σκοπό των παροχών που κατέβαλαν οι DRV-N και BG-V στη χήρα του θανόντος εργαζομένου. Αφετέρου, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το αντικείμενο και οι σκοποί της χρηματικής ικανοποίησης για την προκληθείσα ηθική βλάβη δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκούντως παρεμφερή με το αντικείμενο και τους σκοπούς της σύνταξης χηρείας που καταβάλλεται εν προκειμένω από τους DRV‑N και BG-V.
48 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι, όταν ένα πρόσωπο λαμβάνει, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας του, σύνταξη χηρείας λόγω θανάτου του συζύγου του συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη σε άλλο κράτος μέλος και όταν η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους προβλέπει, υπέρ του φορέα που οφείλει να καταβάλει τη σύνταξη αυτή, δικαίωμα υποκατάστασης έναντι του τρίτου ο οποίος υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε από το εν λόγω εργατικό ατύχημα, δεν απαιτείται, για την άσκηση αγωγής εξ αναγωγής του φορέα που οφείλει να καταβάλει την ως άνω σύνταξη, η ύπαρξη, στο δεύτερο κράτος μέλος, νομικής βάσης που επιτρέπει τη λήψη τέτοιας σύνταξης ή ισοδύναμης παροχής, στο μέτρο που αρκεί οι προβλεπόμενες από τις νομοθεσίες των οικείων κρατών μελών παροχές λόγω γεγονότος γενεσιουργού της ζημίας, όπως ένα εργατικό ατύχημα, να είναι αρκούντως παρεμφερείς ως προς το αντικείμενο και τους σκοπούς τους, ώστε το δικαίωμα υποκατάστασης το οποίο προβλέπεται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους και μνημονεύεται στο εν λόγω άρθρο 85, παράγραφος 1, να μπορεί να επεκταθεί στην παροχή που προβλέπεται από το δεύτερο κράτος μέλος.
Επί των δικαστικών εξόδων
49 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας,
έχει την έννοια ότι:
όταν ένα πρόσωπο λαμβάνει, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας του, σύνταξη χηρείας λόγω θανάτου του συζύγου του συνεπεία εργατικού ατυχήματος που συνέβη σε άλλο κράτος μέλος και όταν η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους προβλέπει, υπέρ του φορέα που οφείλει να καταβάλει τη σύνταξη αυτή, δικαίωμα υποκατάστασης έναντι του τρίτου ο οποίος υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε από το εν λόγω εργατικό ατύχημα, δεν απαιτείται, για την άσκηση αγωγής εξ αναγωγής του φορέα που οφείλει να καταβάλει την ως άνω σύνταξη, η ύπαρξη, στο δεύτερο κράτος μέλος, νομικής βάσης που επιτρέπει τη λήψη τέτοιας σύνταξης ή ισοδύναμης παροχής, στο μέτρο που αρκεί οι προβλεπόμενες από τις νομοθεσίες των οικείων κρατών μελών παροχές λόγω γεγονότος γενεσιουργού της ζημίας, όπως ένα εργατικό ατύχημα, να είναι αρκούντως παρεμφερείς ως προς το αντικείμενο και τους σκοπούς τους, ώστε το δικαίωμα υποκατάστασης το οποίο προβλέπεται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους και μνημονεύεται στο εν λόγω άρθρο 85, παράγραφος 1, να μπορεί να επεκταθεί στην παροχή που προβλέπεται από το δεύτερο κράτος μέλος.
(υπογραφές)