ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Δέκατο Τμήμα)
19 Ιουνίου 2025 ( * )
«Αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως – Μεταναστευτική πολιτική – Οδηγία (ΕΕ) 2016/801 – Προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές – Άρθρο 34(5) – Προσφυγή κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησης εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές – Θεμελιώδες δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»
Στην υπόθεση C‑299/23 [Darvate και άλλοι] ( i ),
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 267 ΣΛΕΕ, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΛΛΟΦΩΝΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ (ΒΕΛΓΙΟ), ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 10ης ΜΑΪΟΥ 2023, Η ΟΠΟΙΑ ΠΕΡΙΛΗΦΘΗΚΕ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΙΣ 11 ΜΑΪΟΥ 2023, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Τάξη Γαλλόφωνων και Γερμανόφωνων Δικηγορικών Συλλόγων του Βελγίου,
Συντονισμός και Πρωτοβουλίες για και με Πρόσφυγες και Αλλοδαπούς ASBL,
ΝΧ
κατά
Βελγικό Κράτος,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Δέκατο Τμήμα),
συγκείμενο από τον κ. Δ. Γρατσία, Πρόεδρο του Τμήματος, τους κ.κ. Ε. Ρίγκαν (Εισηγητή) και J. Passer, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: Κος J. Richard de la Tour,
υπάλληλος: κ. A. Calot Escobar,
λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– για τον Σύλλογο Γαλλόφωνων και Γερμανόφωνων Δικηγορικών Συλλόγων του Βελγίου, Συντονισμός και Πρωτοβουλίες για και με Πρόσφυγες και Αλλοδαπούς ASBL και NX, από τους κ. J. Hardy, κ. C. Jadot και κ. Kaiser, δικηγόρους,
– για την Βελγική Κυβέρνηση, από τις M. Jacobs, C. Pochet και M. Van Regemorter, επικουρούμενες από την E. Derriks, δικηγόρο,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Hottiaux και A. Katsimerou,
έχοντας υπόψη την απόφαση που ελήφθη, μετά από ακρόαση του Γενικού Εισαγγελέα, να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς συμπεράσματα,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, και του άρθρου 34 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς έρευνας, σπουδών, πρακτικής άσκησης, εθελοντικής υπηρεσίας, προγραμμάτων ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικών έργων και εργασίας ως au pair (ΕΕ 2016 L 132, σ. 21), καθώς και την αρχή της αποτελεσματικότητας και τα άρθρα 7, 14 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»).
2 Το παρόν αίτημα υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του γαλλόφωνου και γερμανόφωνου δικηγορικού συλλόγου του Βελγίου, του Συντονισμού και Πρωτοβουλιών για και με τους Πρόσφυγες και τους Αλλοδαπούς ASBL, ενός μη κερδοσκοπικού σωματείου, και του NX, και του Βελγικού Κράτους σχετικά με τη θέσπιση νομικών διατάξεων για τη διασφάλιση αποτελεσματικής προσφυγής κατά αποφάσεων που απορρίπτουν την έκδοση θεωρήσεων για σκοπούς σπουδών.
Το νομικό πλαίσιο
δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 5 της οδηγίας 2016/801, με τίτλο «Αρχές», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 3:
«1. Η εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας βάσει της παρούσας οδηγίας υπόκειται σε επαλήθευση δικαιολογητικών που πιστοποιούν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας πληροί:
(α) τους γενικούς όρους που ορίζονται στο άρθρο 7· και
(β) τους ισχύοντες ειδικούς όρους που ορίζονται στα άρθρα 8, 11, 12, 13, 14 ή 16.
[…]
3. Εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας πληροί τις γενικές και ειδικές προϋποθέσεις, δικαιούται άδειας.
Εάν ένα κράτος μέλος εκδίδει άδειες διαμονής μόνο στο έδαφός του και εάν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις εισδοχής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να εκδώσει την αιτούμενη θεώρηση στον υπήκοο τρίτης χώρας.
4 Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Γενικοί όροι», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:
«Όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας βάσει της παρούσας οδηγίας, ο αιτών πρέπει:
α) να προσκομίσουν έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και, εάν απαιτείται, αίτηση θεώρησης ή έγκυρη θεώρηση ή, κατά περίπτωση, έγκυρη άδεια διαμονής ή έγκυρη θεώρηση μακράς διαρκείας· τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η περίοδος ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου να καλύπτει τουλάχιστον τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής·
(β) να είναι παρόν, εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι ανήλικος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, γονική άδεια ή ισοδύναμο έγγραφο για την προβλεπόμενη διαμονή·
γ) προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει συνάψει ή, εάν το ορίζει η εθνική νομοθεσία, έχει υποβάλει αίτηση για τη σύναψη ασφάλισης υγείας για όλους τους κινδύνους κατά των οποίων καλύπτονται κανονικά οι υπήκοοι του οικείου κράτους μέλους· η ασφάλιση ισχύει για όλη τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής·
δ) εάν το ζητήσει το κράτος μέλος, προσκομίζει απόδειξη πληρωμής των τελών που απαιτούνται για την επεξεργασία της αίτησης που προβλέπεται στο άρθρο 36·
ε) κατόπιν αιτήματος του οικείου κράτους μέλους, προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαθέτει επαρκείς πόρους κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής του για να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής του χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του οικείου κράτους μέλους, καθώς και τα έξοδα επιστροφής του. Η αξιολόγηση της επάρκειας των πόρων βασίζεται σε ατομική εξέταση της κάθε περίπτωσης και λαμβάνει υπόψη τους πόρους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από επίδομα, επιχορήγηση, έγκυρη σύμβαση εργασίας ή σταθερή προσφορά εργασίας ή δήλωση χορηγίας από οργανισμό που συμμετέχει σε πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών, από φορέα που φιλοξενεί ασκούμενους, από οργανισμό που συμμετέχει σε πρόγραμμα εθελοντισμού, από οικογένεια υποδοχής ή από οργανισμό που ενεργεί ως μεσάζων για au pair.
5 Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ειδικοί όροι που ισχύουν για τους φοιτητές», ορίζει στην παράγραφο 1:
«Εκτός από τους γενικούς όρους που ορίζονται στο άρθρο 7, όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας για σκοπούς σπουδών, ο αιτών προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ότι:
(α) ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει γίνει δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να παρακολουθήσει πρόγραμμα σπουδών·
(β) εάν το ζητήσει το κράτος μέλος, ότι έχουν καταβληθεί τα τέλη εγγραφής που χρεώνει το ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης·
(γ) εάν το ζητήσει το κράτος μέλος, ο υπήκοος τρίτης χώρας να έχει επαρκή γνώση της γλώσσας του προγράμματος σπουδών που θα ακολουθήσει·
δ) εάν το ζητήσει το κράτος μέλος, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων σπουδών του.
6 Το άρθρο 34 της οδηγίας 2016/801, με τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις και διαφάνεια», ορίζει, στις παραγράφους 1, 3 και 5:
1. Οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους εκδίδουν απόφαση σχετικά με την αίτηση για άδεια ή ανανέωση άδειας και κοινοποιούν την απόφασή τους εγγράφως στον αιτούντα, σύμφωνα με τις διαδικασίες κοινοποίησης που ορίζονται από την εθνική νομοθεσία, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της πλήρους αίτησης.
[…]
3. Εάν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που παρέχονται προς υποστήριξη της αίτησης είναι ελλιπή, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον αιτούντα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για τις απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες και ορίζουν εύλογη προθεσμία για την παροχή τους. Η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 2 αναστέλλεται έως ότου οι αρμόδιες αρχές λάβουν τις απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες. Εάν οι πρόσθετες πληροφορίες ή τα έγγραφα δεν έχουν παρασχεθεί εντός της προθεσμίας, η αίτηση μπορεί να απορριφθεί.
[…]
5. Κάθε απόφαση που κηρύσσει μια αίτηση απαράδεκτη ή την απορρίπτει ή κάθε απόφαση που αρνείται την ανανέωση ή την ανάκληση μιας άδειας μπορεί να προσβληθεί στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η γραπτή κοινοποίηση αναφέρει το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή στην οποία μπορεί να ασκηθεί η προσφυγή και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί.
Βελγικό δίκαιο
7 Το άρθρο 39/82 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, περί πρόσβασης στο έδαφος, διαμονής, εγκατάστασης και απομάκρυνσης αλλοδαπών ( Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1980, σ. 14584), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο που ίσχυε για την υπόθεση της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980), ορίζει τα εξής:
«§ 1. Όταν μια πράξη διοικητικής αρχής υπόκειται σε ακύρωση βάσει του άρθρου 39/2, το Συμβούλιο έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσής της.»
Η αναστολή διατάσσεται, αφού τα μέρη ακουστούν ή κλητευθούν δεόντως, με αιτιολογημένη απόφαση του προέδρου του κατασχεθέντος τμήματος ή του δικαστή αλλοδαπών διαφορών που αυτός ορίζει για τον σκοπό αυτό.
Σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης, η αναστολή μπορεί να διαταχθεί προσωρινά χωρίς να έχουν ακουστεί τα μέρη ή ορισμένα από αυτά.
[…]
§ 2. Η αναστολή εκτέλεσης μπορεί να διαταχθεί μόνο εάν προβληθούν σοβαροί λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και υπό την προϋπόθεση ότι η άμεση εκτέλεση της πράξης ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει σοβαρή βλάβη που θα ήταν δύσκολο να αποκατασταθεί. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση πληρούται, μεταξύ άλλων, εάν έχει προβληθεί σοβαρός λόγος βάσει θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως δικαιωμάτων από τα οποία δεν είναι δυνατή η παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950].
Οι αποφάσεις με τις οποίες διατάχθηκε η αναστολή μπορούν να ανατραπούν ή να τροποποιηθούν κατόπιν αιτήματος των διαδίκων.
§ 3. Εκτός από περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης, η αίτηση αναστολής και η αίτηση ακύρωσης πρέπει να υποβάλλονται με ένα ενιαίο έγγραφο.
[…]
Η αίτηση περιλαμβάνει έκθεση των λόγων και των πραγματικών περιστατικών που, κατά την άποψη του αιτούντος, δικαιολογούν τη διαταγή αναστολής ή, κατά περίπτωση, λήψης προσωρινών μέτρων.
[…]
§ 4. Ο πρόεδρος του τμήματος ή ο δικαστής αλλοδαπών που ορίζεται από αυτόν αποφαίνεται επί της αίτησης αναστολής εντός τριάντα ημερών. Εάν διαταχθεί η αναστολή, η αίτηση ακύρωσης εκδικάζεται εντός τεσσάρων μηνών από την έκδοση της δικαστικής απόφασης.
Όταν ο αλλοδαπός υπόκειται σε μέτρο απομάκρυνσης ή επαναπροώθησης του οποίου η εκτέλεση είναι επικείμενη, ιδίως όταν κρατείται σε συγκεκριμένο τόπο που αναφέρεται στα άρθρα 74/8 και 74/9 ή τίθεται στη διάθεση της κυβέρνησης, μπορεί, εάν δεν έχει ακόμη ζητήσει την αναστολή του μέσω της συνήθους οδού, να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης αυτού του μέτρου ως εξαιρετικά επείγουσα υπόθεση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 39/57, § 1 , παράγραφος 3.
Εάν η αίτηση εμφανιστεί προδήλως εκπρόθεσμη, ο πρόεδρος του τμήματος που εκδικάζει την υπόθεση ή ο δικαστής που ορίζει για μεταναστευτικές διαφορές το αναφέρει στην διάταξή του και καλεί αμέσως τους διαδίκους να εμφανιστούν εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από την παραλαβή της αίτησης. Ο πρόεδρος του τμήματος ή ο δικαστής για μεταναστευτικές διαφορές διενεργεί προσεκτική και αυστηρή εξέταση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που τίθενται υπόψη του, ιδίως εκείνων που είναι δυνατόν να υποδηλώνουν ότι υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα εξέθετε τον αιτούντα στον κίνδυνο παραβίασης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία δεν είναι δυνατή η παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπόκειται σε προσεκτικό και αυστηρό έλεγχο.
Η αίτηση αναστολής με εξαιρετικά επείγον τρόπο εξετάζεται εντός σαράντα οκτώ ωρών από την παραλαβή της από τον πρόεδρο του τμήματος ή από τον δικαστή που είναι αρμόδιος για τις μεταναστευτικές διαφορές. Η προθεσμία αυτή, ωστόσο, παρατείνεται σε πέντε ημέρες μετά την παραλαβή της από το Συμβούλιο της αίτησης αυτής, όταν η πραγματική απομάκρυνση ή επαναπροώθηση του αλλοδαπού έχει προγραμματιστεί για ημερομηνία μεταγενέστερη της οκταήμερης προθεσμίας.
Εάν ο πρόεδρος του τμήματος ή ο δικαστής που είναι αρμόδιος για τις αλλοδαπές διαφορές δεν αποφανθεί εντός της προθεσμίας, οφείλει να ειδοποιήσει τον πρώτο πρόεδρο ή τον πρόεδρο. Ο τελευταίος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει την έκδοση απόφασης, ανάλογα με την περίπτωση, είτε το αργότερο εντός εβδομήντα δύο ωρών από την παραλαβή της αίτησης, είτε το συντομότερο δυνατό. Και στις δύο περιπτώσεις, μπορεί, ειδικότερα, να παραπέμψει το θέμα στο δικαστήριο και να αποφανθεί ο ίδιος επ’ αυτού.
Κατά παρέκκλιση από τις προηγούμενες παραγράφους, ο πρόεδρος του κατασχεμένου τμήματος ή ο δικαστής αλλοδαπών που ορίζεται από αυτόν αποφαίνεται κατά προτεραιότητα επί του παραδεκτού της αίτησης, εάν είναι απαραίτητο χωρίς κλήτευση των διαδίκων, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
1° είναι ένα δεύτερο μέτρο απομάκρυνσης ή αποβολής, και
2° το αίτημα είναι σαφώς εκπρόθεσμο, και
3° το αίτημα υποβάλλεται λιγότερο από δώδεκα ώρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα εκτέλεσης του μέτρου, και
4° ο αιτών και, κατά περίπτωση, ο δικηγόρος του ενημερώνονται τουλάχιστον σαράντα οκτώ ώρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα εκτέλεσης του μέτρου.
Εάν η απόφαση κηρύξει την αίτηση απαράδεκτη, η διαδικασία περατώνεται. Εάν η απόφαση κηρύξει την αίτηση παραδεκτή, η διαδικασία συνεχίζεται όπως προβλέπεται στις παραγράφους 3 έως 6.
[…] »
8 Το άρθρο 60 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 ορίζει:
«§ 1. Υπήκοος τρίτης χώρας που επιθυμεί να διαμείνει στο έδαφος του Βασιλείου ως φοιτητής οφείλει να υποβάλει την αίτησή του στην αρμόδια διπλωματική ή προξενική αρχή του τόπου διαμονής του στο εξωτερικό.»
§ 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 , υπήκοος τρίτης χώρας που έχει ήδη γίνει δεκτός ή έχει λάβει άδεια παραμονής στο έδαφος του Βασιλείου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα ημέρες σύμφωνα με τον Τίτλο Ι, Κεφάλαιο II, ή που έχει ήδη γίνει δεκτός ή έχει λάβει άδεια παραμονής στο έδαφος του Βασιλείου για περισσότερες από ενενήντα ημέρες με άλλη ιδιότητα, μπορεί να υποβάλει την αίτησή του στη δημοτική αρχή του τόπου κατοικίας του στο έδαφος του Βασιλείου, εάν υποβάλει την αίτηση πριν από τη λήξη της περιόδου ισχύος της παρούσας άδειας ή εξουσιοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι είναι ήδη εγγεγραμμένος σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να παρακολουθήσει εκεί σπουδές πλήρους φοίτησης.
§ 3. Ο υπήκοος τρίτης χώρας επισυνάπτει στην αίτησή του τα ακόλουθα έγγραφα:
1° αντίγραφο του ισχύοντος διαβατηρίου του ή ταξιδιωτικού εγγράφου που το αντικαθιστά·
2° απόδειξη καταβολής του τέλους, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 1/1, εάν υπόκειται σε αυτήν την υποχρέωση·
3° πιστοποιητικό που εκδίδεται από ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποδεικνύει:
(α) ότι είναι εγγεγραμμένος σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να παρακολουθήσει τριτοβάθμιες σπουδές ή για ένα προπαρασκευαστικό έτος πλήρους φοίτησης, ή
(β) ότι έχει γίνει δεκτός σε σπουδές, ή
(γ) ότι είναι εγγεγραμμένος για εισαγωγικές εξετάσεις ή δοκιμασίες εισαγωγής·
Ο Βασιλιάς ορίζει τους όρους που πρέπει να πληροί αυτό το πιστοποιητικό.
4° εάν είναι κάτω των δεκαοκτώ ετών, απόδειξη εξουσιοδότησης από τους γονείς του ή, κατά περίπτωση, από το άτομο που ασκεί την επιτροπεία·
5° απόδειξη, σύμφωνα με το άρθρο 61, ότι θα διαθέτει επαρκή μέσα διαβίωσης για όλη τη διάρκεια της διαμονής του, ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του Βασιλείου κατά τη διάρκεια της διαμονής του·
6° απόδειξη ότι διαθέτει ή θα διαθέτει ασφάλιση υγείας που καλύπτει όλους τους κινδύνους στο Βέλγιο για όλη τη διάρκεια της διαμονής του·
Εάν η αίτηση υποβλήθηκε στο εξωτερικό και δεν είναι ακόμη δυνατή η επισύναψη αυτού του αποδεικτικού στοιχείου στην αίτηση, πρέπει να προσκομιστεί εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 61/1/1, § 4·
7° ιατρικό πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι δεν πάσχει από μία από τις ασθένειες που αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος νόμου·
8° εάν είναι άνω των δεκαοκτώ ετών, απόσπασμα ποινικού μητρώου ή ισοδύναμο έγγραφο, που εκδίδεται από τη χώρα καταγωγής ή από τη χώρα της τελευταίας διαμονής του, με ημερομηνία μικρότερη των έξι μηνών, και βεβαιώνει ότι δεν έχει καταδικαστεί για εγκλήματα ή αδικήματα του κοινού δικαίου.
Σε περίπτωση δεόντως δικαιολογημένης αδυναμίας προσκόμισης των εγγράφων που αναφέρονται στα άρθρα 7° και 8°, ο υπουργός ή ο εκπρόσωπός του μπορεί, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις, να επιτρέψει στον αλλοδαπό να παραμείνει στο έδαφος του Βασιλείου για να σπουδάσει εκεί.
[…] »
9 Το άρθρο 61/1/1, § 1, του παρόντος νόμου ορίζει ότι ο υπουργός ή ο εκπρόσωπός του λαμβάνει απόφαση και την κοινοποιεί στον υπήκοο τρίτης χώρας εντός 90 ημερών από την ημερομηνία της επιβεβαίωσης παραλαβής του αιτήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 61/1, § 1.
10 Το άρθρο 61/1/3 του εν λόγω νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις στις οποίες ο Υπουργός ή ο εκπρόσωπός του απορρίπτει ή δύναται να απορρίψει μια αίτηση. Συγκεκριμένα, οφείλουν να απορρίψουν την αίτηση αυτή εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 60 του ίδιου νόμου ή εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας θεωρείται ότι αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη, την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. Επιπλέον, μπορούν να απορρίψουν μια τέτοια αίτηση όταν υπάρχουν σοβαρά και αντικειμενικά στοιχεία ή λόγοι που αποδεικνύουν ότι η διαμονή θα επιδίωκε σκοπούς άλλους από τις σπουδές. Εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 61/1/3, η άδεια διαμονής πρέπει να χορηγηθεί.
Η κύρια διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
11 Στις 25 Φεβρουαρίου 2021, ο πρόεδρος του AVOCATS.BE και ο πρόεδρος του Orde van Vlaamse Balies (Συνδέσμου Φλαμανδικών Δικηγορικών Συλλόγων) απέστειλαν επιστολή στον Υπουργό Ασύλου και Μετανάστευσης (Βέλγιο) για να θέσουν το ζήτημα της έλλειψης αποτελεσματικής προσφυγής για τους υπηκόους τρίτων χωρών κατά αποφάσεων των αρμόδιων αρχών που απορρίπτουν τις αιτήσεις τους για θεώρηση για σπουδές.
12 Του έστειλαν εκ νέου επιστολή στις 16 Αυγούστου 2021, με την οποία κάλεσαν το Βελγικό Κράτος και, εάν ήταν απαραίτητο, του διέταξαν επίσημα να υποβάλει αμέσως στο Κοινοβούλιο σχέδιο νόμου με στόχο την εξέταση των προσφυγών στο πλαίσιο επείγουσας διαδικασίας από το Συμβούλιο Διαφορών Αλλοδαπών (Βέλγιο) σχετικά με αυτές τις αποφάσεις.
13 Ο Υπουργός Ασύλου και Μετανάστευσης απάντησε σε αυτούς με επιστολή της 23ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία δεν επέλυσε το ζήτημα που τέθηκε.
14 Στις 16 Ιουνίου 2022, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή ενώπιον του γαλλόφωνου Tribunal de Première Instance de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, ζητώντας να διαταχθεί το Βελγικό Κράτος, υπό την επιφύλαξη της καταβολής χρηματικής ποινής, να λάβει νομικά μέτρα που να επιτρέπουν στους υπηκόους τρίτων χωρών που επιθυμούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Βέλγιο να ασκήσουν αποτελεσματική προσφυγή κατά των αποφάσεων απόρριψης των αιτήσεών τους για θεώρηση που υποβλήθηκαν για τον σκοπό αυτό. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, εκτός από την επίκληση ισχυρισμού που αντλείται από παραβίαση του άρθρου 47 του Χάρτη, οι εν λόγω προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής παραβιάζει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα στην εκπαίδευση, τα οποία κατοχυρώνονται, αντίστοιχα, στα άρθρα 7 και 14 του Χάρτη.
15 Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η άσκηση τέτοιας έφεσης συνιστά μέτρο αποζημίωσης για τις ζημιογόνες συνέπειες της υπαίτιας παράβασης του Βελγικού Δημοσίου.
16 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, λόγω της ειδικής φύσης της διαδικασίας που εφαρμόζεται στις αιτήσεις θεώρησης για σπουδές, ορισμένοι αιτούντες λαμβάνουν απόφαση μόνο κατά την περίοδο από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο του έτους κατά το οποίο επιθυμούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Βέλγιο. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, ο ενδιαφερόμενος μπορούσε επομένως να παραπέμψει το ζήτημα στο Συμβούλιο Διαφορών Μετανάστευσης μόνο λίγο πριν από την έναρξη του εν λόγω ακαδημαϊκού έτους.
17 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι, μολονότι το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αγωγής με αίτημα την αναστολή ή την ακύρωση της απορριπτικής αποφάσεως, ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας και δεν έχει εξουσία ανατροπής, επομένως δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση των αρμόδιων αρχών ή να λάβει νέα απόφαση αντί αυτών. Ωστόσο, εάν η απόφαση αυτή ακυρωθεί, οι εν λόγω αρχές θα δεσμεύονται από την ισχύ του δεδικασμένου σχετικά με το διατακτικό της αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου και τους λόγους που αποτελούν το απαραίτητο έρεισμα προς αυτήν.
18 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι το Συμβούλιο Διαφορών Μετανάστευσης δεν έχει την εξουσία να διατάξει προσωρινά μέτρα, ιδίως να διατάξει τις αρμόδιες αρχές να λάβουν νέα απόφαση για την έκδοση της αιτούμενης θεώρησης σπουδών, ενδέχεται το έτος σπουδών του ενδιαφερομένου να επηρεαστεί ανεπανόρθωτα λόγω της μη έκδοσης έγκαιρης απόφασης.
19 Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει, αφενός, ότι, λόγω απόφασης της γενικής συνέλευσης του Συμβουλίου για τις Διαφορές Μετανάστευσης της 24ης Ιουνίου 2020, το αίτημα αναστολής σε περίπτωση κατεπείγοντος που προβλέπεται στο άρθρο 39/82 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 μπορεί να αφορά μόνο μέτρο απομάκρυνσης ή επαναπροώθησης του οποίου η εκτέλεση είναι επικείμενη και, αφετέρου, ότι οι αποφάσεις των συνοπτικών δικαστηρίων που εκδικάστηκαν μετά την απόφαση αυτή δεν έχουν προσφέρει ικανοποιητικές λύσεις όσον αφορά τις αποφάσεις απόρριψης αιτήσεων θεώρησης για σπουδές.
20 Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, σε περίπτωση που η αίτησή τους για θεώρηση σπουδών δεν εγκριθεί εγκαίρως, θα έχουν επίσης δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή κατά του Βελγικού Κράτους, η οποία θα τους παρέχει οικονομική αποζημίωση. Ωστόσο, η απώλεια ενός έτους σπουδών θα έχει μια μη αναστρέψιμη πτυχή που δεν θα μπορούσε να αντισταθμιστεί επαρκώς από την ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης.
21 Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η προσφυγή που παρέχεται, βάσει του βελγικού δικαίου, σε υπήκοο τρίτης χώρας για να προσβάλει την απόφαση απόρριψης της αίτησής του για θεώρηση σπουδών και, με τον τρόπο αυτό, να μπορεί να επωφεληθεί, κατά περίπτωση, από τα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/801 προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στο Βέλγιο επαρκεί για την εκπλήρωση των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 34, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 14 και 47 του Χάρτη, καθώς και για την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας.
22 Υπό τις συνθήκες αυτές, το γαλλόφωνο Πρωτοδικείο των Βρυξελλών αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«Απαιτεί το άρθρο 34 της οδηγίας [2016/801], ερμηνευόμενο μόνο του ή σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 14 [παράγραφος 1] και 47 του [Χάρτη] και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, και υπό το πρίσμα του στόχου που επιδιώκει [η εν λόγω] οδηγία, δηλαδή την ενίσχυση των διαδικαστικών εγγυήσεων που προσφέρονται στους υπηκόους τρίτων χωρών και την [προώθηση] της άφιξης αλλοδαπών φοιτητών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης:»
[α]) να προσφέρεται στον αλλοδαπό φοιτητή εξαιρετική δυνατότητα άσκησης έφεσης, η οποία διενεργείται υπό συνθήκες εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης, όταν αυτός αποδεικνύει ότι έχει επιδείξει κάθε δέουσα επιμέλεια και ότι η τήρηση των προθεσμιών που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση μιας συνήθους διαδικασίας (αναστολή/ακύρωση) θα μπορούσε να εμποδίσει την πρόοδο των εν λόγω σπουδών;
Εάν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι αρνητική, απαιτείται η ίδια αρνητική απάντηση όταν η απουσία απόφασης εντός σύντομου χρονικού διαστήματος ενέχει τον κίνδυνο ο ενδιαφερόμενος να χάσει ανεπανόρθωτα ένα έτος σπουδών;
[β]) να προσφέρεται στον αλλοδαπό φοιτητή εξαιρετική δυνατότητα άσκησης έφεσης, η οποία διενεργείται υπό συνθήκες εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης, όταν αυτός αποδεικνύει ότι έχει ασκήσει κάθε δέουσα επιμέλεια και ότι η τήρηση των προθεσμιών που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση μιας συνήθους διαδικασίας (αναστολή/ακύρωση) θα μπορούσε να εμποδίσει την πρόοδο των εν λόγω σπουδών, στο πλαίσιο των οποίων, ταυτόχρονα με την αναστολή, μπορεί να ζητήσει τη λήψη άλλων προσωρινών μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος λήψης άδειας, εφόσον πληροί τις γενικές και ειδικές προϋποθέσεις, όπως κατοχυρώνονται στο [άρθρο 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας];
Εάν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι αρνητική, απαιτείται η ίδια αρνητική απάντηση όταν η απουσία απόφασης εντός σύντομου χρονικού διαστήματος ενέχει τον κίνδυνο ο ενδιαφερόμενος να χάσει ανεπανόρθωτα ένα έτος σπουδών;
[γ]) ότι η ασκηθείσα έφεση κατά της απόφασης απόρριψης θεώρησης επιτρέπει στον δικαστή να αντικαταστήσει την εκτίμησή του με αυτήν της διοικητικής αρχής και να μεταρρυθμίσει την απόφαση αυτής της αρχής ή αρκεί ένας έλεγχος νομιμότητας που επιτρέπει στον δικαστή να επικρίνει μια παρανομία, ιδίως ένα πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης, αναστέλλοντας ή ακυρώνοντας τη διοικητική απόφαση;
Επί των προκαταρκτικών ερωτημάτων
23 Με τα ερωτήματά του, τα οποία είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί, όσον αφορά την ενέργεια με την οποία υπήκοος τρίτης χώρας, προκειμένου να επικαλεστεί τα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, να προσβάλει την απόφαση των αρμόδιων αρχών με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για εισδοχή στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές:
– να υποβληθεί στον εν λόγω υπήκοο εξαιρετική έφεση, η οποία θα εξετάζεται στο πλαίσιο επείγουσας διαδικασίας, όταν, παρόλο που έχει επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια, η απαραίτητη τήρηση των προθεσμιών που σχετίζονται με τη συνήθη διαδικασία για την αναθεώρηση της παρούσας απόφασης θα μπορούσε να εμποδίσει την πρόοδο των σπουδών του·
– ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξαιρετικής έφεσης, το επιληφθέν δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει, όπου είναι σκόπιμο, προσωρινά μέτρα, ιδίως να διατάξει τις αρμόδιες αρχές να λάβουν νέα απόφαση με σκοπό την έκδοση της αιτούμενης άδειας διαμονής για σκοπούς σπουδών, και
– ότι το δικαστήριο που εκδικάζει έφεση κατά της εν λόγω απόφασης έχει την εξουσία να υποκαταστήσει την εκτίμησή του με εκείνη των εν λόγω αρχών ή να εκδώσει νέα απόφαση.
24 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/801, υπήκοος τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές δικαιούται άδειας διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους εάν πληροί τις γενικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας και τις ειδικές προϋποθέσεις που ισχύουν ανάλογα με το είδος της υποβληθείσας αίτησης, εν προκειμένω εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας για τις αιτήσεις εισδοχής με σκοπό τις σπουδές.
25 Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν άδεια διαμονής για σκοπούς σπουδών σε αιτούντα που πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 7 και 11 της οδηγίας 2016/801 (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle , C-14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
26 Δυνάμει του άρθρου 34, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, κάθε απόφαση που κηρύσσει μια αίτηση απαράδεκτη ή την απορρίπτει ή κάθε απόφαση που αρνείται την ανανέωση ή την ανάκληση άδειας μπορεί να προσβληθεί στο οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
27 Συνεπώς, σε περίπτωση απόφασης που απορρίπτει αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές, το άρθρο 34, παράγραφος 5, παρέχει ρητώς στον υπήκοο τρίτης χώρας που υπέβαλε τέτοια αίτηση τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που έλαβε την εν λόγω απόφαση (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle , C-14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
28 Συνεπώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, ορίζοντας ότι η έφεση πρέπει να ασκηθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, ο νομοθέτης της Ένωσης άφησε στα κράτη μέλη την αρμοδιότητα να αποφασίσουν σχετικά με τη φύση και τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες των ένδικων μέσων που είναι διαθέσιμα στους αιτούντες θεώρηση για τους σκοπούς των σπουδών που καλύπτονται από την οδηγία 2016/801 (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Konsul Rzeczypospolitej Polskiej w N. , C‑949/19, EU:C:2021:186, σκέψη 42).
29 Ωστόσο, η φύση και οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες της διαδικασίας προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801 πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle , C-14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 62 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
30 Πράγματι, μολονότι, ελλείψει κανόνων της Ένωσης επί του θέματος, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία και να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες για τις αγωγές που αποσκοπούν στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα να διασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, τον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság , C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 142 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
31 Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, θα ήταν απατηλό εάν η έννομη τάξη ενός κράτους μέλους επέτρεπε σε μια οριστική και δεσμευτική δικαστική απόφαση να παραμείνει ανενεργή εις βάρος ενός διαδίκου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η απόκτηση του αποτελεσματικού οφέλους από τα δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, όπως αναγνωρίζονται με δικαστική απόφαση, απαιτεί την τήρηση προθεσμιών (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle , C-14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 63 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
32 Συναφώς, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, το αιτούν δικαστήριο αμφισβητεί τον κατάλληλο χρόνο για την έκδοση της αιτούμενης θεώρησης σπουδών και, κατά συνέπεια, για την έκδοση της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της απορριπτικής απόφασης, ώστε ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας να έχει την ευκαιρία, κατά περίπτωση, να επωφεληθεί από τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 2016/801.
33 Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, όσον αφορά τη θέσπιση εξαιρετικού ενδίκου βοηθήματος που πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο επείγουσας διαδικασίας, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του Χάρτη, δεν έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ένδικα βοηθήματα πέραν εκείνων που θεσπίζονται από το εθνικό δίκαιο, εκτός εάν, ωστόσο, από την οικονομία του εν λόγω εθνικού νομικού συστήματος προκύπτει ότι δεν υπάρχει ένδικο βοήθημα που να καθιστά δυνατή, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που τα άτομα αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (Έρευνα σώματος) , C-209/22, EU:C:2023:634, σκέψη 54 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Συνεπώς, το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, δεν απαιτεί την εξέταση της θέσπισης εξαιρετικού ένδικου μέσου στο πλαίσιο επείγουσας διαδικασίας.
35 Ωστόσο, πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται προσφυγή κατά αποφάσεως των αρμόδιων αρχών με την οποία απορρίπτεται αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές και, κατά περίπτωση, η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που εκδίδεται συνεπεία αυτής, επιτρέπουν, κατ’ αρχήν, την έκδοση νέας αποφάσεως εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, κατά τρόπο ώστε ένας επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί από την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που αντλεί από την εν λόγω οδηγία (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle , C‑14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 66).
36 Δεύτερον, όσον αφορά τη θέσπιση της δυνατότητας του επιληφθέντος δικαστηρίου να διατάξει τις αρμόδιες αρχές να λάβουν νέα απόφαση για την έκδοση της αιτούμενης άδειας διαμονής και, τρίτον, όσον αφορά την πιθανή εξουσία ενός τέτοιου δικαστηρίου να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση των εν λόγω αρχών ή να εκδώσει νέα απόφαση, πρέπει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν τις εξουσίες που είναι πιθανό να ασκήσουν τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται αγωγών με σκοπό την προσβολή της απόρριψης αιτήσεων εισδοχής.
37 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν πρόκειται για εθνική διοικητική απόφαση η οποία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ενδιαφερόμενος απολαύει πράγματι των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, εν προκειμένω εκείνων που αντλεί από την εκπλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να εκδοθεί ταχέως, από την ανάγκη, που προκύπτει από το άρθρο 47 του Χάρτη, να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της προσφυγής που ασκείται κατά της αρχικής διοικητικής απόφασης που απέρριψε την αίτηση του ενδιαφερομένου, προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει να διαμορφώσει το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπο ώστε, σε περίπτωση ακύρωσης της εν λόγω απόφασης, να εκδίδεται ταχέως νέα απόφαση η οποία να είναι σύμφωνη με την εκτίμηση που περιέχεται στην απόφαση που διατάσσει την ακύρωση (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle , C-14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 64 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
38 Συνεπώς, υπό το πρίσμα των σκέψεων που εκτίθενται στις σκέψεις 29 έως 31 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τις αιτήσεις εισαγωγής στο έδαφος κράτους μέλους για σκοπούς σπουδών, το γεγονός ότι το επιληφθέν δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί μόνο επί της ακυρώσεως της αποφάσεως των αρμόδιων αρχών που απορρίπτουν μια τέτοια αίτηση αρκεί, καταρχήν, για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 34, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, χωρίς να απαιτείται το εν λόγω δικαστήριο να μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμησή των εν λόγω αρχών ή να εκδώσει νέα απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά περίπτωση, οι εν λόγω αρχές δεσμεύονται από την εκτίμηση που περιέχεται στην απόφαση που ακυρώνει την εν λόγω απόφαση (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle , C‑14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 65).
39 Πέραν των όσων εκτίθενται στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, η εν λόγω εκτίμηση ισχύει και όταν η δικαστική απόφαση επί εξαιρετικής προσφυγής που εξετάζεται στο πλαίσιο επείγουσας διαδικασίας δεν έχει την εξουσία να διατάξει προσωρινά μέτρα, ιδίως να διατάξει τις αρμόδιες αρχές να λάβουν νέα απόφαση με σκοπό την έκδοση της αιτούμενης άδειας διαμονής για σκοπούς σπουδών.
40 Ωστόσο, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, όταν το επιληφθέν δικαστήριο έχει μόνο εξουσία ακύρωσης, πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται η ενώπιόν του αγωγή και, κατά περίπτωση, η εκδοθείσα συνεπεία αυτής απόφαση εκτελείται, είναι τέτοιες που επιτρέπουν, καταρχήν, την έκδοση νέας αποφάσεως εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, κατά τρόπο ώστε ένας επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί από την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία 2016/801.
41 Τούτου λεχθέντος, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ορισμένοι υπήκοοι τρίτων χωρών λαμβάνουν απόφαση επί της αίτησής τους για εισδοχή στο βελγικό έδαφος με σκοπό τις σπουδές λίγο πριν από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους που επιθυμούν να παρακολουθήσουν στο Βέλγιο. Συνεπώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η δυνατότητα των αρμόδιων αρχών, μετά την ακύρωση της αρχικής αυτής απόφασης, να λάβουν νέα απόφαση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, κατά τρόπο ώστε ο επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί από την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία 2016/801, εξαρτάται επίσης από τις προϋποθέσεις που αφορούν την έκδοση της αρχικής αυτής απόφασης.
42 Συναφώς, δυνάμει του άρθρου 34, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους οφείλουν να εκδώσουν απόφαση επί της αίτησης εισδοχής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές το συντομότερο δυνατό, αλλά το αργότερο εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της πλήρους αίτησης. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 3, εάν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που παρέχονται προς υποστήριξη της αίτησης είναι ελλιπή, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να διευκρινίσουν στον αιτούντα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ποιες πρόσθετες πληροφορίες απαιτούνται και να ορίσουν εύλογη προθεσμία για την παροχή των εν λόγω πληροφοριών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 34, παράγραφος 1, έως ότου οι αρμόδιες αρχές λάβουν τις πρόσθετες πληροφορίες.
43 Όπως υπενθυμίζεται στις σκέψεις 24 και 25 της παρούσας αποφάσεως, το ευεργέτημα των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εν προκειμένω η άδεια διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές, απαιτεί ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας να έχει πληροί τις γενικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2016/801 και τις ειδικές προϋποθέσεις που ισχύουν για τους φοιτητές, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας για τις αιτήσεις εισαγωγής με σκοπό τις σπουδές, οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο εν λόγω υπήκοος έχει γίνει δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να παρακολουθήσει εκεί πρόγραμμα σπουδών.
44 Στο πλαίσιο αυτό, η έκδοση από τις αρμόδιες αρχές, τηρουμένης της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/801, αποφάσεως επί αιτήσεων εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές καθιστά δυνατή, καταρχήν, τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων που οι εν λόγω υπήκοοι αντλούν από την εν λόγω οδηγία, υπό την προϋπόθεση ότι η διεξαγωγή της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές από τις αρμόδιες αρχές δεν έχει ως αποτέλεσμα, στην πράξη, τη συστηματική στέρηση από τους υπηκόους τρίτων χωρών των οποίων οι αιτήσεις απορρίπτονται της δυνατότητας να επωφεληθούν, κατά περίπτωση, από την πλήρη αποτελεσματικότητα των εν λόγω δικαιωμάτων, λόγω της ημερομηνίας έκδοσης των αποφάσεων που αφορούν τις εν λόγω αιτήσεις και λαμβανομένων υπόψη των αμείωτων προθεσμιών οποιασδήποτε διαδικασίας προσφυγής κατά των εν λόγω αποφάσεων.
45 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα είναι ότι το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαιτεί, όσον αφορά την ενέργεια με την οποία υπήκοος τρίτης χώρας, προκειμένου να επικαλεστεί τα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, να προσβάλει την απόφαση των αρμόδιων αρχών με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για εισδοχή στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές:
– να υποβληθεί στον εν λόγω υπήκοο εξαιρετική έφεση, η οποία θα εξετάζεται στο πλαίσιο επείγουσας διαδικασίας, όταν, παρόλο που έχει επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια, η απαραίτητη τήρηση των προθεσμιών που σχετίζονται με τη συνήθη διαδικασία για την αναθεώρηση της παρούσας απόφασης θα μπορούσε να εμποδίσει την πρόοδο των σπουδών του·
– ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξαιρετικής έφεσης, το επιληφθέν δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει, όπου απαιτείται, προσωρινά μέτρα, ιδίως να διατάξει τις αρμόδιες αρχές να λάβουν νέα απόφαση με σκοπό την έκδοση της αιτούμενης άδειας διαμονής για σκοπούς σπουδών, ή
– ότι το δικαστήριο που εκδικάζει έφεση κατά της εν λόγω απόφασης έχει την εξουσία να υποκαταστήσει την εκτίμησή του με εκείνη των εν λόγω αρχών ή να εκδώσει νέα απόφαση.
46 Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται προσφυγή κατά αποφάσεως των αρμόδιων αρχών με την οποία απορρίπτεται αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές και, ενδεχομένως, εκτελείται η απόφαση που εκδίδεται κατόπιν της προσφυγής αυτής πρέπει, ωστόσο, να επιτρέπουν την έκδοση νέας αποφάσεως εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με την εκτίμηση που περιέχεται στην απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση, κατά τρόπο ώστε ο επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί από την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που αντλεί από την εν λόγω οδηγία.
Σχετικά με το κόστος
47 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Δέκατο Τμήμα) αποφαίνεται:
Άρθρο 34(5) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς έρευνας, σπουδών, κατάρτισης, εθελοντικής υπηρεσίας, προγραμμάτων ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικών έργων και εργασίας ως au pair, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
θα πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
δεν απαιτεί, όσον αφορά την προσφυγή με την οποία υπήκοος τρίτης χώρας, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, προσβάλλει την απόφαση των αρμόδιων αρχών με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για εισδοχή στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές:
– να υποβληθεί στον εν λόγω υπήκοο εξαιρετική έφεση, η οποία θα εξετάζεται στο πλαίσιο επείγουσας διαδικασίας, όταν, παρόλο που έχει επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια, η απαραίτητη τήρηση των προθεσμιών που σχετίζονται με τη συνήθη διαδικασία για την αναθεώρηση της παρούσας απόφασης θα μπορούσε να εμποδίσει την πρόοδο των σπουδών του·
– ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξαιρετικής έφεσης, το επιληφθέν δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει, όπου απαιτείται, προσωρινά μέτρα, ιδίως να διατάξει τις αρμόδιες αρχές να λάβουν νέα απόφαση με σκοπό την έκδοση της αιτούμενης άδειας διαμονής για σκοπούς σπουδών, ή
– ότι το δικαστήριο που εκδικάζει έφεση κατά της εν λόγω απόφασης έχει την εξουσία να υποκαταστήσει την εκτίμησή του με εκείνη των εν λόγω αρχών ή να εκδώσει νέα απόφαση.
Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται προσφυγή κατά αποφάσεως των αρμόδιων αρχών με την οποία απορρίπτεται αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές και, ενδεχομένως, εκτελείται η απόφαση που εκδίδεται συνεπεία αυτής, πρέπει, ωστόσο, να επιτρέπουν την έκδοση νέας αποφάσεως εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με την εκτίμηση που περιέχεται στην απόφαση που κήρυξε την ακύρωση, κατά τρόπο ώστε ένας επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί από την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που αντλεί από την εν λόγω οδηγία.
Υπογραφές