ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 20ής Μαΐου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 – Άρθρο 8 – Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του – Ενημέρωση σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης – Αδυναμία εντοπισμού του κατηγορουμένου παρόλο που καταβλήθηκαν οι δέουσες προσπάθειες από τις αρμόδιες εθνικές αρχές – Δυνατότητα διεξαγωγής δίκης και εκδόσεως αποφάσεως ερήμην του κατηγορουμένου – Άρθρο 9 – Δικαίωμα σε νέα δίκη ή άλλο μέσο ένδικης προστασίας που επιτρέπει την επί της ουσίας επανεξέταση της υπόθεσης – Ένδικη διαδικασία χάρη στην οποία καθίσταται δυνατή η διαπίστωση της ύπαρξης δικαιώματος σε νέα δίκη – Υποχρέωση ταχείας διεξαγωγής »
Στην υπόθεση C-135/25 PPU [Kachev] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2025, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 2025, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά του
M. S. T.,
παρισταμένης της:
Varhovna kasatsionna prokuratura na Republika Bulgaria,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, N. Piçarra, O. Spineanu–Matei και N. Fenger, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: L. Medina
γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Απριλίου 2025,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Varhovna kasatsionna prokuratura na Republika Bulgaria, εκπροσωπούμενη από τον N. Georgiev,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Wasmeier και I. Zaloguin,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2025,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 4, και του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο αίτησης επανάληψης της ποινικής διαδικασίας την οποία υπέβαλε ο M.S.T. κατόπιν της ερήμην καταδίκης του σε ένα έτος φυλάκισης για διακεκριμένη κλοπή.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2016/343
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 33, 36 και 38 της οδηγίας 2016/343 έχουν ως ακολούθως:
«(33) Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αποτελεί μια από τις βασικές αρχές σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το δικαίωμα των υπόπτων και των κατηγορουμένων να παρίστανται στη δίκη τους βασίζεται σε αυτό το δικαίωμα και θα πρέπει να κατοχυρώνεται σε όλη την Ένωση.
[…]
(36) Υπό ορισμένες συνθήκες η απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου θα πρέπει να μπορεί να εκδοθεί παρά την απουσία του. Αυτό ενδέχεται να ισχύει όταν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης, αλλά εντούτοις δεν εμφανίζεται. Η ενημέρωση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με τη δίκη θα πρέπει να σημαίνει ότι το εν λόγω πρόσωπο κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή ότι με άλλα μέσα του παρασχέθηκαν επισήμως πληροφορίες για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει για την δίκη. Η πληροφόρηση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης θα πρέπει ιδίως να σημαίνει πως το πρόσωπο έχει ενημερωθεί ότι η απόφαση μπορεί να εκδοθεί ακόμη και αν δεν εμφανιστεί στη δίκη.
[…]
(38) Όταν εξετάζεται κατά πόσον ο τρόπος με τον οποίο παρέχονται οι πληροφορίες επαρκεί ώστε να εξασφαλίζεται η επίγνωση του προσώπου όσον αφορά τη δίκη, ιδιαίτερη προσοχή, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, θα πρέπει να αποδίδεται και στη δέουσα προσπάθεια που καταβάλλουν οι δημόσιες αρχές για να ενημερώσουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και στη δέουσα προσπάθεια που καταβάλλει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προκειμένου να λάβει πληροφορίες που απευθύνονται σε αυτό.»
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2016/343, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς ελάχιστους κανόνες σχετικά με:
α) ορισμένες πτυχές του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας κατά την ποινική διαδικασία·
β) το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του κατά την ποινική διαδικασία.»
5 Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του», προβλέπει στις παραγράφους 2 και 4 τα ακόλουθα:
«2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι μια δίκη που μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί ερήμην αυτού, υπό τον όρο ότι:
α) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης· ή
β) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος, αφού ενημερώθηκε για τη δίκη, εκπροσωπείται από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε είτε από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο είτε από το κράτος.
[…]
4. Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη έχουν ένα σύστημα που προβλέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής δικών ερήμην του υπόπτου ή κατηγορουμένου, αλλά δεν είναι δυνατό να τηρηθούν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου επειδή ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να εντοπιστεί παρ’ όλο που καταβλήθηκαν οι δέουσες προσπάθειες, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι είναι εντούτοις δυνατό να ληφθεί απόφαση και να εκτελεστεί. Σε αυτή την περίπτωση τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι λαμβάνουν γνώση της απόφασης, ειδικότερα όταν συλλαμβάνονται, λαμβάνουν επίσης γνώση της δυνατότητας να προσβάλουν την απόφαση και του δικαιώματος να ζητήσουν νέα δίκη ή να ασκήσουν άλλο μέσο ένδικης προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 9.»
6 Το άρθρο 9 της οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαίωμα σε νέα δίκη», έχει ως ακολούθως:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, στις περιπτώσεις που δεν παρίστατο στη δίκη του και δεν έχουν τηρηθεί οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, έχει δικαίωμα σε νέα δίκη ή άλλο ένδικο μέσο προστασίας που επιτρέπει [την επί της ουσίας επανεξέταση] της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της εξέτασης νέων αποδεικτικών στοιχείων, και που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω ύποπτοι και κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να παρίστανται, να συμμετέχουν ουσιαστικά, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, και να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.»
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1862
7 Το άρθρο 34, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1862 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν (SIS) στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, την τροποποίηση και κατάργηση της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1986/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της απόφασης 2010/261/ΕΕ της Επιτροπής (ΕΕ 2018, L 312, σ. 56), ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της γνωστοποίησης του τόπου διαμονής ή κατοικίας προσώπων, τα κράτη μέλη εισάγουν καταχωρίσεις στο [Σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS)], κατόπιν αίτησης αρμόδιας αρχής, σχετικά με:
[…]
β) πρόσωπα που καλούνται ή πρόσωπα αναζητούμενα για να κληθούν να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστικών αρχών στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για να καταθέσουν σχετικά με πράξεις για τις οποίες διώκονται,
γ) πρόσωπα στα οποία πρέπει να επιδοθεί καταδικαστική απόφαση ή άλλα έγγραφα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για να καταθέσουν σχετικά με πράξεις για τις οποίες διώκονται».
Το βουλγαρικό δίκαιο
8 Το άρθρο 219, παράγραφος 3, σημείο 3, του Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας, DV αριθ. 86, της 28ης Οκτωβρίου 2005), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρόνο (στο εξής: NPK), προβλέπει τα εξής:
«Η διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας […] πρέπει να διευκρινίζει […] τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία κατηγορείται [το ενδιαφερόμενο πρόσωπο] και τον νομικό χαρακτηρισμό τους.»
9 Το άρθρο 247c, παράγραφος 1, του NPK ορίζει τα ακόλουθα:
«Με παραγγελία του ανακριτή επιδίδεται στον κατηγορούμενο αντίγραφο του κατηγορητηρίου. Με την επίδοση του κατηγορητηρίου, ο κατηγορούμενος ενημερώνεται για την ημερομηνία διεξαγωγής της προκαταρκτικής ακροαματικής διαδικασίας […], καθώς και για το ότι είναι δυνατόν να εκδικαστεί η υπόθεση και να εκδοθεί απόφαση ερήμην του, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 269.»
10 Κατά το άρθρο 269 του NPK:
«1. Στις ποινικές υποθέσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος κατηγορείται για σοβαρό ποινικό αδίκημα, η παρουσία του στη δίκη είναι υποχρεωτική.
[…]
3. Αν δεν εμποδίζεται η εξακρίβωση της αντικειμενικής αλήθειας, η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί ερήμην του κατηγορουμένου στις ακόλουθες περιπτώσεις:
1) ο κατηγορούμενος δεν εντοπίζεται στη διεύθυνση που έχει δηλώσει ή μετέβαλε τη διεύθυνσή του χωρίς να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές·
2) ο τόπος διαμονής του κατηγορουμένου στη Βουλγαρία είναι άγνωστος και δεν στάθηκε δυνατό να εξακριβωθεί κατόπιν ενδελεχούς έρευνας·
[…]
4) ο κατηγορούμενος ευρίσκεται εκτός της βουλγαρικής επικράτειας και […] είναι αγνώστου διαμονής […]».
11 Κατά το άρθρο 423, παράγραφος 1, του NPK:
«Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης […], ο ερήμην καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει την επανάληψη της [ποινικής διαδικασίας] επικαλούμενος την απουσία του κατά την [εν λόγω] διαδικασία. Το αίτημα αυτό γίνεται δεκτό, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες, μετά την απαγγελία της κατηγορίας κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ο καταδικασθείς διέφυγε, με αποτέλεσμα να μην έχει καταστεί δυνατό να εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 247c, παράγραφος 1, ή στις περιπτώσεις στις οποίες, μετά την εφαρμογή της τελευταίας αυτής διαδικασίας, ο καταδικασθείς δεν παρέστη στην ακροαματική διαδικασία χωρίς να συντρέχει αποχρών λόγος.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
12 Στις 5 Φεβρουαρίου 2024 επιδόθηκε στον M.S.T. και στον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο του διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας, η οποία συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 219 του NPK (στο εξής: αρχικό κατηγορητήριο), σχετικά με διακεκριμένη κλοπή την οποία o M.S.T. φέρεται να είχε διαπράξει τον Οκτώβριο του 2023. Με βάση το αρχικό κατηγορητήριο του επιβαλλόταν η υποχρέωση να υπογράφει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μητρώο το οποίο τηρούσαν οι αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας τους. Με το εν λόγω κατηγορητήριο ενημερωνόταν, επιπλέον, ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψει τον τόπο αυτόν και ότι υποχρεούνταν να εμφανιστεί ενώπιον των αρχών σε περίπτωση που κληθεί προς τούτο.
13 Κατά το στάδιο της ανάκρισης έλαβε χώρα η ακρόαση του M.S.T. και ο ίδιος παρέσχε μια διεύθυνση στην οποία θα μπορούσε να εντοπιστεί από τις αρχές. Δήλωσε επίσης ότι ενημερώθηκε σχετικά με την υποχρέωση να καταβάλει, σε περίπτωση καταδίκης, τα έξοδα που συνδέονται με τον αυτεπάγγελτο διορισμό του δικηγόρου.
14 Στις 28 Φεβρουαρίου 2024, ο εισαγγελέας συνέταξε κατηγορητήριο εις βάρος του M.S.T., κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 246 του NPK, και εισήγαγε την υπόθεση ενώπιον του Rayonen sad Montana (περιφερειακού δικαστηρίου Montana, Βουλγαρία). Η απαγγελθείσα με το εν λόγω κατηγορητήριο κατηγορία αντιστοιχούσε, τόσο με βάση τα πραγματικά περιστατικά όσο και με βάση τον νομικό χαρακτηρισμό τους, σε εκείνη που περιεχόταν στο αρχικό κατηγορητήριο το οποίο είχε παραδοθεί στον M.S.T. κατά το στάδιο της ανάκρισης.
15 Το Rayonen sad Montana (περιφερειακό δικαστήριο Montana) απέστειλε κλήση σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης στη διεύθυνση που είχε δηλώσει ο M.S.T. κατά το στάδιο της ανάκρισης. Εντούτοις, η κλήση επεστράφη στο εν λόγω δικαστήριο, συνοδευόμενη από μνεία εκ μέρους του αρμόδιου υπαλλήλου σχετικά με το ότι από τις πληροφορίες που είχαν παράσχει οι οικείοι του προέκυπτε ότι ο M.S.T. εργαζόταν στη Γερμανία.
16 Κατόπιν τούτου, το εν λόγω δικαστήριο κατέβαλε προσπάθειες προκειμένου να κλητεύσει τον M.S.T. αυτοπροσώπως, ιδίως διατάσσοντας να κλητευθεί τηλεφωνικώς σε αριθμό τον οποίο ο ίδιος είχε υποδείξει, εξακριβώνοντας τις διασυνοριακές μετακινήσεις του και δίνοντας εντολή στην αστυνομία να τον αναζητήσει. Οι σχετικές έρευνες απέβησαν ωστόσο άκαρπες, οι δε συλλεχθείσες πληροφορίες καταδείκνυαν ότι ο M.S.T. είχε εγκαταλείψει τη Βουλγαρία στις 16 Φεβρουαρίου 2024.
17 Το Rayonen sad Montana (περιφερειακό δικαστήριο Montana) εξέτασε το κατηγορητήριο εις βάρος του M.S.T. ερήμην του τελευταίου. Ο αυτεπαγγέλτως διορισθείς δικηγόρος ο οποίος είχε επικουρήσει τον M.S.T. κατά το στάδιο της ανάκρισης μετέσχε στη διαδικασία ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.
18 Στις 8 Μαΐου 2024, το εν λόγω δικαστήριο καταδίκασε ερήμην τον M.S.T. σε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη στις 24 Μαΐου 2024 και ο M.S.T. άρχισε να εκτίει την ποινή του στις 16 Ιουνίου 2024.
19 Ο M. S. T. κατέθεσε, ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, αίτηση επανάληψης της ποινικής διαδικασίας που οδήγησε στην ερήμην καταδίκη του.
20 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι ερμηνεύει παγίως το άρθρο 423, παράγραφος 1, του NPK κατά τρόπο που συνεπάγεται ότι ερήμην καταδικασθείς δεν έχει δικαίωμα σε νέα δίκη οσάκις το δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση προέβη στις απαιτούμενες διαδικαστικές ενέργειες προκειμένου να τον ενημερώσει εγκαίρως σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του, όμως ο καταδικασθείς διέφυγε αφότου έλαβε το αρχικό κατηγορητήριο που συντάχθηκε εις βάρος του κατά την ανάκριση, η δε κατηγορία που φέρεται κατ’ αυτού δεν μεταβλήθηκε έκτοτε ουσιωδώς, από πραγματικής και νομικής απόψεως, και ο ίδιος εκπροσωπήθηκε από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο.
21 Εκτιμώντας ότι ο καταδικασθείς δεν πρέπει να μπορεί να επικαλεστεί τυχόν μη εμφάνισή του στη δίκη η οποία ανάγεται σε δική του παράνομη συμπεριφορά, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι πρόσωπο το οποίο διέφυγε, το οποίο δεν συμμορφώθηκε με περιοριστικό όρο ή το οποίο εγκατέλειψε παράνομα τη διεύθυνση που είχε γνωστοποιήσει στις αρχές δεν πρέπει να επωφελείται του δικαιώματος σε νέα δίκη. Το αιτούν δικαστήριο συνάγει εκ της ανωτέρω συλλογιστικής ότι η βουλγαρική ρύθμιση, όπως το ίδιο την ερμηνεύει, είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, προς το άρθρο 8, παράγραφος 4, και το άρθρο 9 της οδηγίας 2016/343.
22 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ωστόσο ως προς το αν η κατά τα ανωτέρω ερμηνεία της εθνικής ρύθμισης συνάδει με την ερμηνεία των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2016/343την οποία προέκρινε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου) (C-569/20, EU:C:2022:401), και της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov (C-644/23, EU:C:2025:16). Διερωτάται, ειδικότερα, εάν η παράδοση αρχικού κατηγορητηρίου μπορεί να εξομοιωθεί με γνώση, εκ μέρους του προσώπου στο οποίο απευθύνεται το εν λόγω κατηγορητήριο, περί του ότι πρόκειται να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, αφενός, και περί των εννόμων συνεπειών που θα επιφέρει η ενδεχόμενη διαφυγή του πριν από την παραπομπή του ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου, αφετέρου.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Επιτρέπουν οι κανονιστικές απαιτήσεις του [ενωσιακού] δικαίου, τις οποίες θέτει το άρθρο 9 και το άρθρο 8, παράγραφος 4, της [οδηγίας 2016/343], εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 423, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του [NPK], η οποία αποκλείει την επανάληψη ποινικής διαδικασίας και δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε νέα δίκη ερήμην καταδικασθέντος προσώπου, όταν το πρόσωπο αυτό διέφυγε αφού του κοινοποιήθηκε η [αρχική] κατηγορία αυτοπροσώπως στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας, γεγονός που στέρησε από το δικαστήριο τη δυνατότητα να ενημερώσει το εν λόγω πρόσωπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης και σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασής του ενώπιον του δικαστηρίου, ήτοι ότι είναι δυνατόν να εκδικαστεί η υπόθεση και να εκδοθεί απόφαση ερήμην του;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, μπορεί το εθνικό δικαστήριο να κρίνει ότι το ερήμην καταδικασθέν πρόσωπο δεν έχει δικαίωμα σε νέα δίκη, όταν:
– το δικαστήριο κατέβαλε όλες τις δέουσες προσπάθειες για να το ενημερώσει για τη δίκη, αλλά το πρόσωπο αυτό, μολονότι έχει ενημερωθεί επισήμως ότι κατηγορείται για την τέλεση ποινικού αδικήματος, ούτως ώστε να γνωρίζει ότι πρόκειται να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, ενεργεί εσκεμμένως κατά τρόπο που κατατείνει στο να μην καταστεί δυνατόν να λάβει επισήμως τις σχετικές με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης πληροφορίες, διαφεύγοντας από τη διεύθυνση στην οποία έπρεπε να τηρεί τον περιοριστικό όρο που του είχε επιβληθεί στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας, ήτοι το μέτρο υποχρεώσεως περιοδικής υπογραφής σε μητρώο που τηρούν οι αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας του·
– το κατηγορητήριο που συντάχθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 246 του NPK καθώς και το έγγραφο όπου αναγράφονταν η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της προγραμματισμένης ακροαματικής διαδικασίας απεστάλησαν και επιδόθηκαν πράγματι στη διεύθυνση που είχε γνωστοποιήσει το καταδικασθέν πρόσωπο στις αρμόδιες για την ανάκριση αρχές μετά την παραλαβή του αρχικού κατηγορητηρίου που μνημονεύεται στο άρθρο 219 του NPK, εν γνώσει του ότι το κατηγορητήριο και [το αρχικό κατηγορητήριο, το οποίο συντάχθηκε] στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας συμπίπτουν όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό τους[, και]
– το καταδικασθέν πρόσωπο εκπροσωπήθηκε από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας που διεξήχθη ερήμην του;»
Επί του αιτήματος εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας
24 Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξετασθεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.
25 Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο M.S.T. εκτίει την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε ερήμην και ότι, σε περίπτωση επανάληψης της ποινικής διαδικασίας που οδήγησε στην επιβολή της ποινής αυτής, θα μπορούσε να διαταχθεί η αποφυλάκισή του. Διευκρινίζει επίσης ότι τυχόν νέα ποινική διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ποινική συνδιαλλαγή, στο πλαίσιο της οποίας ενδέχεται να επιβληθεί στον M.S.T. ποινή ελαφρύτερη σε σχέση με την ελάχιστη επαπειλούμενη από τον νόμο για διακεκριμένη κλοπή ποινή.
26 Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2016/343, η οποία εμπίπτει στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Συνεπώς, είναι δυνατή η εξέτασή της με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.
27 Όσον αφορά, δεύτερον, το κριτήριο του επείγοντος, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό πληρούται όταν ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται της ελευθερίας του κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως και η συνέχιση της κράτησής του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C-107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο M.S.T. στερείται της ελευθερίας του, ότι η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που οδήγησε στην ερήμην καταδίκη του θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποφυλάκισή του εν αναμονή της διεξαγωγής νέας δίκης και ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα αποσκοπούν στο να διαπιστωθεί εάν πρέπει να διαταχθεί επανάληψη της ποινικής διαδικασίας στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το τρίτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 26 Φεβρουαρίου 2025, κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να κάνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου για εξέταση της παρούσας προδικαστικής παραπομπής κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
30 Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2016/343 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη μη αναγνώριση, κατ’ εφαρμογήν εθνικής ρύθμισης εφαρμοζόμενης στους κατηγορουμένους οι οποίοι διέφυγαν, του δικαιώματος σε νέα δίκη σε ερήμην καταδικασθέντα ο οποίος υπέβαλε αίτηση προς τον σκοπό αυτόν όταν
– πρώτον, οι αρμόδιες αρχές κατέβαλαν προσπάθειες προκειμένου να ενημερώσουν το εν λόγω πρόσωπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του, όμως αυτό διέφυγε, κατά παραβίαση περιοριστικού όρου που του είχε επιβληθεί, αφότου έλαβε το αρχικό κατηγορητήριο,
– δεύτερον, τόσο το κατηγορητήριο όσο και έγγραφο στο οποίο αναγράφονταν η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης απεστάλησαν στο πρόσωπο αυτό και επιδόθηκαν πράγματι στη διεύθυνση την οποία το ίδιο είχε γνωστοποιήσει στις αρμόδιες αρχές μετά την παραλαβή του αρχικού κατηγορητηρίου, το περιεχόμενο του οποίου αντιστοιχεί, όσον αφορά τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό τους, στο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, και
– τρίτον, το εν λόγω πρόσωπο εκπροσωπήθηκε από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας που διεξήχθη ερήμην του.
31 Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο της 1, σκοπός της οδηγίας 2016/343 είναι η θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων σχετικά με ορισμένα στοιχεία των ποινικών διαδικασιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το «δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του». Όπως ρητώς επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας, το δικαίωμα αυτό αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη [αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C-569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 25, και της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 34].
32 Τα κράτη μέλη μπορούν ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2016/343, να προβλέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη διεξαγωγή ερήμην δίκης, εξυπακουομένου ότι, στις περιπτώσεις που διεξάγεται ερήμην δίκη μολονότι δεν τηρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, ο ενδιαφερόμενος έχει, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, και του άρθρου 9 της οδηγίας, τα οποία έχουν άμεσο αποτέλεσμα, δικαίωμα «σε νέα δίκη ή άλλο ένδικο μέσο προστασίας που επιτρέπει [την επί της ουσίας επανεξέταση] της υπόθεσης […] και που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης» (στο εξής: δικαίωμα σε νέα δίκη) [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C-569/20, EU:C:2022:401, σκέψεις 26 έως 28, και της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 35].
33 Ως εκ τούτου, ο ερήμην καταδικασθείς μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος σε νέα δίκη μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343 [αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C-569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 31, και της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 36].
34 Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αʹ και βʹ του άρθρου 8, παράγραφος 2, εφαρμόζονται εναλλακτικά και ότι έκαστο εξ αυτών ορίζει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη επιβάλλει να έχει ενημερωθεί ο ενδιαφερόμενος σχετικά με τη δίκη του.
35 Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2016/343, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, θα πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή τόσο στη δέουσα προσπάθεια που κατέβαλαν οι δημόσιες αρχές για να ενημερώσουν τον ερήμην καταδικασθέντα σχετικά με τη διεξαγωγή της δίκης του όσο και στη δέουσα προσπάθεια που κατέβαλε ο ερήμην καταδικασθείς προκειμένου να λάβει τις σχετικές με τη δίκη πληροφορίες. Κατά συνέπεια, για τους σκοπούς της εκτίμησης της προμνησθείσας προϋπόθεσης ιδιαίτερη σημασία έχουν τυχόν ακριβείς και αντικειμενικές ενδείξεις περί του ότι το εν λόγω πρόσωπο, μολονότι έχει ενημερωθεί επισήμως ότι κατηγορείται για την τέλεση ποινικού αδικήματος, ούτως ώστε να γνωρίζει ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, ενεργεί εσκεμμένως κατά τρόπο που κατατείνει στο να μην καταστεί δυνατόν να λάβει επισήμως τις σχετικές με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης πληροφορίες. Η ύπαρξη τέτοιων ακριβών και αντικειμενικών ενδείξεων μπορεί, για παράδειγμα, να διαπιστωθεί όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει δηλώσει εσκεμμένως εσφαλμένη διεύθυνση στις αρμόδιες αρχές ή δεν εντοπίζεται πλέον στη διεύθυνση την οποία είχε δηλώσει [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C-569/20, EU:C:2022:401, σκέψεις 48 έως 50, και της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 38].
36 Θα μπορεί να γίνει δεκτό ως προς ερήμην καταδικασθέντα ότι είχε στη διάθεσή του επαρκείς πληροφορίες ούτως ώστε να έχει επίγνωση του ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του εάν αυτός έλαβε αρχικό κατηγορητήριο του οποίου το περιεχόμενο αντιστοιχεί, όσον αφορά τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό τους, στο περιεχόμενο του οριστικού κατηγορητηρίου που συντάχθηκε εις βάρος του (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 39).
37 Επομένως, όταν ο ενδιαφερόμενος διέφυγε αφότου έλαβε τέτοιο αρχικό κατηγορητήριο, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεωρούν ότι η έγκαιρη αποστολή, από τις αρμόδιες αρχές, επίσημου εγγράφου στο οποίο αναγράφονται η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης στη διεύθυνση την οποία ο ενδιαφερόμενος είχε γνωστοποιήσει στις αρχές αυτές κατά το στάδιο της ανάκρισης και η προσκομισθείσα απόδειξη περί του ότι το έγγραφο αυτό πράγματι παραδόθηκε στη διεύθυνση αυτή επέχουν θέση ενημέρωσης του εν λόγω προσώπου όσον αφορά την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343. Εντούτοις, τούτο μπορεί να ισχύει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αρχές κατέβαλαν δέουσες προσπάθειες προκειμένου να εντοπίσουν το ίδιο πρόσωπο και να το κλητεύσουν αυτοπροσώπως ή να του παράσχουν επισήμως ενημέρωση, με άλλα μέσα, σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, όπως προβλέπει η αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας αυτής. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C-569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 48, και της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 42].
38 Η δεύτερη προϋπόθεση που απαιτείται προκειμένου να μπορεί να στερηθεί ερήμην καταδικασθείς του δικαιώματος σε νέα δίκη μπορεί να πληρούται είτε εάν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 4 της οδηγίας 2016/343, το εν λόγω πρόσωπο έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασής του στη δίκη, είτε εάν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4 της οδηγίας αυτής, το εν λόγω πρόσωπο εκπροσωπήθηκε στη δίκη του από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε είτε από το ίδιο είτε από το κράτος.
39 Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, καίτοι η πληροφορία σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης μπορεί να γνωστοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο κατά την κλήτευσή του στη δίκη, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να του έχει διαβιβαστεί η πληροφορία αυτή ήδη σε προηγούμενο στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Τούτο μπορεί να ισχύει ιδίως όταν κατά το στάδιο της ανάκρισης υποδεικνύεται με σαφήνεια στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται αρχικό κατηγορητήριο ότι θα εκτεθεί στον κίνδυνο να διεξαχθεί δίκη ερήμην του εάν δεν εμφανιστεί ενώπιον των αρμοδίων αρχών, παραδείγματος χάριν σε περίπτωση παραβίασης των περιοριστικών όρων που του έχουν επιβληθεί ή σε περίπτωση που δεν θα είναι πλέον δυνατό να έλθουν οι αρμόδιες αρχές σε επικοινωνία μαζί του μέσω της διεύθυνσης την οποία έχει γνωστοποιήσει σε αυτές (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 51).
40 Αντιθέτως, ελλείψει πραγματικής έγκαιρης γνωστοποίησης στον ενδιαφερόμενο της πληροφορίας σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης στη δίκη του κατά τρόπον που να καθιστά δυνατό να θεωρηθεί με βεβαιότητα, αφενός, ότι η πληροφορία αυτή διαβιβάστηκε και, αφετέρου, ότι πράγματι την έλαβε το εν λόγω πρόσωπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πληρωθείσα η δεύτερη προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/343. Συνακόλουθα, επ’ ουδενί μπορεί απλώς να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο έλαβε την εν λόγω πληροφορία, ακόμη και στην περίπτωση που διέφυγε πριν από το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο θα έπρεπε κανονικά να του έχει διαβιβαστεί η ίδια αυτή πληροφορία σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες. Πράγματι, μολονότι η γνώση της απαγγελίας κατηγορίας εις βάρος του μπορεί ευλόγως να προϊδεάσει τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο για το ότι είναι αρκετά πιθανό να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, εντούτοις μόνη η γνώση αυτή δεν επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να αντιληφθεί τις συνέπειες της μη παράστασης στη δίκη.
41 Επιπλέον, όσον αφορά την εκπροσώπηση από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο, δέον να διευκρινιστεί ότι η ύπαρξη «εντολής», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/343, επιτάσσει ο ενδιαφερόμενος να έχει αναθέσει ο ίδιος σε δικηγόρο, ενδεχομένως στον δικηγόρο που του έχει διορισθεί αυτεπαγγέλτως, την αποστολή να τον εκπροσωπήσει στην ερήμην δίκη του [πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C-569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 56].
42 Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, όταν ο ενδιαφερόμενος δεν ενημερώθηκε εγκαίρως σχετικά με τη δίκη του ή όταν, ενώ ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη ή πάντως θεωρείται ότι έλαβε μια τέτοια πληροφορία, δεν ενημερώθηκε σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης και ούτε εκπροσωπήθηκε προσηκόντως από εξουσιοδοτημένο να παρασταθεί στη δίκη αυτή δικηγόρο, απολαμβάνει, κατ’ αρχήν, από το χρονικό σημείο που έλαβε γνώση της αποφάσεως η οποία εξεδόθη ερήμην του, του δικαιώματος σε νέα δίκη [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C-569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 31, και της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 37].
43 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το γεγονός και μόνον ότι ο ερήμην καταδικασθείς διέφυγε αφότου έλαβε αρχικό κατηγορητήριο δικαιολογεί το να μην του αναγνωριστεί το προβλεπόμενο από την οδηγία 2016/343 δικαίωμα σε νέα δίκη, δεδομένου ότι η απουσία του στη δίκη ανάγεται, εν τέλει, σε δική του παράνομη συμπεριφορά.
44 Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση, αφενός, ότι, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, από το γεγονός ότι καταδικασθείς διέφυγε αφότου έλαβε αρχικό κατηγορητήριο μπορεί να συναχθεί ότι το πρόσωπο αυτό ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη του μόνον εφόσον, επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές κατέβαλαν δέουσες προσπάθειες προκειμένου να το εντοπίσουν και να το κλητεύσουν αυτοπροσώπως ή να του παράσχουν επισήμως ενημέρωση, με άλλα μέσα, σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης.
45 Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 33, 34 και 38 της παρούσας αποφάσεως, ακόμη και όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόσωπο ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη του, για να μπορεί εγκύρως να αποστερηθεί του δικαιώματος σε νέα δίκη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 2016/343, πρέπει να πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση που καθορίζεται είτε στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας είτε στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, αυτής (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 43).
46 Λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από τη δεύτερη αυτή προϋπόθεση και που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 38 έως 41 της παρούσας αποφάσεως, η προϋπόθεση αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως πληρωθείσα εκ μόνου του γεγονότος ότι το εν λόγω πρόσωπο διέφυγε πριν από τη διεξαγωγή της δίκης του. Ομοίως, το γεγονός ότι η διαφυγή του εν λόγω προσώπου εμπόδισε, στην πράξη, το να ενημερωθεί σχετικά με τη δίκη και σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις αυτές.
47 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν είναι συμβατή με την οδηγία 2016/343 η ερμηνεία της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης βουλγαρικής ρύθμισης που διατυπώνεται στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως.
48 Τούτου λεχθέντος, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η ρύθμιση αυτή να ερμηνευθεί με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με το πώς ερμηνεύεται μέχρι στιγμής από το αιτούν δικαστήριο. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, επομένως, να εξετάσει αν η εν λόγω ρύθμιση μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τον περιορισμό του αποκλεισμού από το δικαίωμα σε νέα δίκη μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343. Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της ρυθμίσεως, και δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 8, παράγραφος 4, και το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής έχουν άμεσο αποτέλεσμα, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει προς τις εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής νομοθετικής διάταξης που είναι ασύμβατη προς αυτές (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov, C-644/23, EU:C:2025:16, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Στην περίπτωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο θα οφείλει, επομένως, να εξετάσει το ίδιο αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343.
50 Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το εάν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο M.S.T. ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη του, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να στηριχθεί στις ενδείξεις που απορρέουν από τις σκέψεις 34 έως 37 της παρούσας αποφάσεως.
51 Υπό το πρίσμα αυτό, το γεγονός ότι ο M.S.T. έλαβε αρχικό κατηγορητήριο και ότι παραβίασε περιοριστικό όρο που του είχε επιβληθεί με το κατηγορητήριο αυτό, εγκαταλείποντας τη διεύθυνση που είχε γνωστοποιήσει στις αρμόδιες για την ανάκριση αρχές χωρίς να τις ενημερώσει σχετικώς, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να συνιστά ακριβή και αντικειμενική ένδειξη περί του ότι το εν λόγω πρόσωπο, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, ενήργησε εσκεμμένως κατά τρόπο που κατατείνει στο να μην καταστεί δυνατόν να λάβει επισήμως τις σχετικές με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης πληροφορίες.
52 Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίδοση τόσο του κατηγορητηρίου όσο και εγγράφου στο οποίο αναγράφονταν η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της προγραμματισμένης δίκης στη διεύθυνση την οποία ο M.S.T. είχε γνωστοποιήσει στις αρμόδιες ανακριτικές αρχές μετά την παραλαβή του αρχικού κατηγορητηρίου, το περιεχόμενο του οποίου αντιστοιχεί, όσον αφορά τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό τους, στο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, συνηγορεί υπέρ του ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι οι αρμόδιες αρχές κατέβαλαν δέουσες προσπάθειες προκειμένου να το εντοπίσουν και να το κλητεύσουν αυτοπροσώπως ή να του παράσχουν επισήμως ενημέρωση, με άλλα μέσα, σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης.
53 Όσον αφορά ειδικότερα την τελευταία αυτή υποχρέωση, ενέργειες όπως αυτές που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως φαίνονται, βεβαίως, ικανές να συνδράμουν στον εντοπισμό του ενδιαφερομένου.
54 Εντούτοις, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η υποχρέωση αυτή όντως τηρήθηκε στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν οι αρμόδιες αρχές είχαν στη διάθεσή τους άλλα αποτελεσματικά μέσα χάρη στα οποία θα είχε καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του M.S.T. και τα οποία δεν αξιοποίησαν παρά το γεγονός ότι μπορούσαν ευλόγως να καταφύγουν σε αυτά.
55 Συναφώς, επισημαίνεται ιδίως ότι το άρθρο 34, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2018/1862 επιτρέπει στα κράτη μέλη, για τους σκοπούς της γνωστοποίησης του τόπου διαμονής ή κατοικίας προσώπων, να εισάγουν καταχωρίσεις στο SIS, αφενός, σχετικά με πρόσωπα που καλούνται ή πρόσωπα αναζητούμενα για να κληθούν να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστικών αρχών στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προκειμένου να καταθέσουν σχετικά με πράξεις για τις οποίες διώκονται και, αφετέρου, σχετικά με πρόσωπα στα οποία πρέπει να επιδοθούν έγγραφα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για να καταθέσουν σχετικά με τέτοιες πράξεις.
56 Λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος που μπορεί να εξυπηρετεί μια τέτοια καταχώριση προκειμένου να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με πρόσωπο που ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν, όπως φαίνεται να ισχύει στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι πρόσωπο στο οποίο επιθυμούν να επιδώσουν κατηγορητήριο καθώς και έγγραφο στο οποίο αναγράφονται η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης του μετέβη σε άλλο κράτος μέλος, για να θεωρηθεί ότι οι αρχές αυτές κατέβαλαν «δέουσες προσπάθειες», κατά την έννοια που μνημονεύεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εισάγουν καταχώριση στο SIS δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού 2018/1862.
57 Όσον αφορά, δεύτερον, τη δεύτερη προϋπόθεση που πρέπει να πληρούται προκειμένου να είναι δυνατό ο ερήμην καταδικασθείς να αποστερηθεί του δικαιώματος σε νέα δίκη, αφενός, από τα στοιχεία που μνημονεύονται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και, εν γένει, από τον τρόπο με τον οποίο εκτίθεται η διαφορά της κύριας δίκης στην απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα σχετίζονται με κατάσταση στην οποία ο καταδικασθείς ενημερώθηκε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εγκαίρως για τις συνέπειες της μη παράστασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/343.
58 Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει ότι το αρχικό κατηγορητήριο που παραδόθηκε στον M.S.T. περιείχε πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης, η διατύπωση δε του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος υποδηλώνει, τουναντίον, ότι το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με κατάσταση στην οποία η διαφυγή του ερήμην καταδικασθέντος παρεμπόδισε τη γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών.
59 Αφετέρου, ως προς την προϋπόθεση που αφορά την εκπροσώπηση του ερήμην καταδικασθέντος από δικηγόρο εξουσιοδοτημένο προς τούτο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι ερήμην καταδικασθείς εκπροσωπήθηκε από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας που διεξήχθη ερήμην του δεν αρκεί για να πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/343.
60 Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται βεβαίως ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας έκριναν οι αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου) (C-569/20, EU:C:2022:401), και της 16ης Ιανουαρίου 2025, Stangalov (C-644/23, EU:C:2025:16). Πράγματι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις είχε διαπιστωθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καμία επαφή με τον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο του, ενώ από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τον M.S.T. ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου είχε ήδη διοριστεί αυτεπαγγέλτως, προτού διαφύγει ο τελευταίος, προκειμένου να τον συνδράμει κατά το στάδιο της ανάκρισης. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο εν λόγω δικηγόρος να ήλθε σε επαφή με τον M.S.T. επί τη ευκαιρία αυτή.
61 Εντούτοις, η εκπροσώπηση από δικηγόρο μπορεί να εκληφθεί ως απόδειξη του ότι ο ερημοδικασθείς παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από το δικαίωμά του παράστασης στη δίκη του μόνον στην περίπτωση που ανέθεσε συνειδητά στον συγκεκριμένο δικηγόρο τη μέριμνα να τον υπερασπιστεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, γεγονός που προϋποθέτει ότι τον διόρισε ειδικά για να τον εκπροσωπήσει, ενόσω ο ίδιος θα είναι απών, στη δίκη του.
62 Επομένως, τυχόν επικοινωνία μεταξύ του ερήμην καταδικασθέντος και αυτεπαγγέλτως διορισθέντος δικηγόρου η οποία έλαβε χώρα αποκλειστικά και μόνον κατά το στάδιο της ανάκρισης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής απόδειξη περί του ότι το εν λόγω πρόσωπο εκπροσωπήθηκε, κατά την ερήμην δίκη του, «από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/343.
63 Εναπόκειται, συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν από τα στοιχεία που διαθέτει προκύπτει ότι ο M. S. T. ανέθεσε, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, στον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο την εντολή να τον εκπροσωπήσει, ενόσω ο ίδιος θα είναι απών, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
64 Επιπλέον, ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2016/343 δεν αντιτίθεται στη θέσπιση από κράτος μέλος δικονομικού καθεστώτος το οποίο απαιτεί από τους ερήμην καταδικασθέντες που επιθυμούν την επανάληψη ποινικής διαδικασίας να υποβάλουν σχετική αίτηση ενώπιον δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο που εξέδωσε την ερήμην απόφαση, προκειμένου το άλλο αυτό δικαστήριο να εξακριβώσει εάν πληρούται η προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται το δικαίωμα σε νέα δίκη, ήτοι η μη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Ένα τέτοιο καθεστώς είναι συμβατό με την οδηγία υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι η διαδικασία με αντικείμενο αίτηση επανάληψης της δίκης επιτρέπει πράγματι τη διεξαγωγή νέας δίκης σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες, κατόπιν εξακριβώσεως, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας και, αφετέρου, ότι ο ερήμην καταδικασθείς, όταν ενημερώθηκε για την καταδίκη του, ενημερώθηκε επίσης για την ύπαρξη της διαδικασίας αυτής [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, VB II (Ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σε νέα δίκη), C-400/23, EU:C:2025:14, σκέψη 46].
65 Επομένως, η θέσπιση διαδικασίας επανάληψης της ποινικής διαδικασίας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, νέα δίκη, αλλά ενδέχεται να οδηγήσει σε τέτοια δίκη, δεν φαίνεται να αντιβαίνει στην οδηγία 2016/343, υπό την προϋπόθεση της εξακρίβωσης των προϋποθέσεων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη και υπό την προϋπόθεση ότι η διαδικασία αυτή πληροί το σύνολο των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικότητας και είναι επίσης σύμφωνη με την αρχή της ισοδυναμίας [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, VB II (Ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σε νέα δίκη), C-400/23, EU:C:2025:14, σκέψη 57].
66 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας επιβάλλει ιδίως ο ερήμην καταδικασθείς να λαμβάνει, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ενημερώνεται για την ύπαρξη της καταδικαστικής απόφασης ή σε σύντομο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία αυτή, αντίγραφο ολόκληρης της ερήμην εκδοθείσας απόφασης και ενημέρωση σε σχέση με τα δικονομικά δικαιώματά του, μεταξύ άλλων ως προς τη δυνατότητα υποβολής αίτησης επανάληψης της ποινικής διαδικασίας, ως προς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου πρέπει να υποβληθεί η αίτηση αυτή και ως προς τη σχετική προς τούτο προθεσμία [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, VB II (Ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σε νέα δίκη), C-400/23, EU:C:2025:14, σκέψη 61].
67 Η αρχή της αποτελεσματικότητας συνεπάγεται επίσης ότι η διαδικασία με αντικείμενο αίτηση για νέα δίκη πρέπει να οργανώνεται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία εξέταση της αίτησης, προκειμένου να μπορεί να διαπιστωθεί το συντομότερο δυνατόν εάν η ερήμην δίκη διεξήχθη χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/343. Όταν κράτος μέλος θεσπίζει δικονομικό καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου δεν έχει ακόμη κριθεί, όταν ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται για την ύπαρξη ερήμην καταδικαστικής εις βάρος του απόφασης, εάν η καταδικαστική αυτή απόφαση εκδόθηκε χωρίς να πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, εναπόκειται στο εν λόγω κράτος μέλος να διασφαλίσει ότι η εξέταση αυτή θα πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα από την υποβολή της αίτησης για νέα δίκη, ειδάλλως παραβιάζεται η αρχή της αποτελεσματικότητας [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, VB II (Ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σε νέα δίκη), C‑400/23, EU:C:2025:14, σκέψη 63].
68 Ειδικότερα, στις περιπτώσεις –όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη– όπου η εξέταση της αίτησης επανάληψης της ποινικής διαδικασίας διενεργείται ενώ ο ενδιαφερόμενος εκτίει την ποινή φυλάκισης στην οποία καταδικάσθηκε, είναι απαραίτητο η απόφαση επί της αιτήσεως αυτής να εκδίδεται το ταχύτερο δυνατό ώστε να τηρείται η αρχή της αποτελεσματικότητας [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2025, VB II (Ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα σε νέα δίκη), C‑400/23, EU:C:2025:14, σκέψεις 64 και 65].
69 Η απαίτηση αυτή περί έκδοσης αποφάσεως το ταχύτερο δυνατόν αποσκοπεί στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ερήμην καταδικασθέντος, αφού αποτρέπεται το ενδεχόμενο να κρατηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα κατ’ εκτέλεση ποινής επιβληθείσας ερήμην του, ενώ δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί εάν η ενοχή του και η ποινή που του επιβλήθηκε αποφασίσθηκαν τηρουμένου του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, όπως αυτό συγκεκριμενοποιείται από τον νομοθέτη της Ένωσης στην οδηγία 2016/343.
70 Επιπλέον, δεδομένου ότι οι δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους διαθέτουν κανονικά, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της ερήμην αποφάσεως, τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να μπορούν να εκτιμήσουν εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να θεωρείται ότι το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως επανάληψης της ποινικής διαδικασίας είναι σε θέση να αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.
71 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2016/343 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στη μη αναγνώριση, κατ’ εφαρμογήν εθνικής ρύθμισης εφαρμοζόμενης στους κατηγορουμένους οι οποίοι διέφυγαν, του δικαιώματος σε νέα δίκη σε ερήμην καταδικασθέντα ο οποίος υπέβαλε αίτηση προς τον σκοπό αυτόν όταν
– πρώτον, οι αρμόδιες αρχές κατέβαλαν προσπάθειες προκειμένου να ενημερώσουν το εν λόγω πρόσωπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του, όμως αυτό διέφυγε, κατά παραβίαση περιοριστικού όρου που του είχε επιβληθεί, αφότου έλαβε το αρχικό κατηγορητήριο,
– δεύτερον, τόσο το κατηγορητήριο όσο και έγγραφο στο οποίο αναγράφονταν η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης απεστάλησαν και επιδόθηκαν πράγματι στη διεύθυνση την οποία ο ίδιος είχε παράσχει στις αρμόδιες αρχές μετά την παραλαβή του αρχικού κατηγορητηρίου, το δε περιεχόμενό τους αντιστοιχεί, όσον αφορά τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό τους, στο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, και
– τρίτον, το εν λόγω πρόσωπο εκπροσωπήθηκε από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας που διεξήχθη ερήμην του,
εφόσον, αφενός, οι αρμόδιες αρχές αξιοποίησαν όλα τα μέσα στα οποία μπορούσαν ευλόγως να προσφύγουν για να εντοπίσουν τον ερήμην καταδικασθέντα πριν από τη δίκη του και, αφετέρου, ο ερήμην καταδικασθείς είτε ενημερώθηκε εγκαίρως σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης είτε έδωσε, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, στον δικηγόρο που διορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την υπεράσπισή του εντολή να τον εκπροσωπήσει, εν τη απουσία του, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
Επί των δικαστικών εξόδων
72 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας,
έχουν την έννοια ότι:
δεν αντιτίθενται στη μη αναγνώριση, κατ’ εφαρμογήν εθνικής ρύθμισης εφαρμοζόμενης στους κατηγορουμένους οι οποίοι διέφυγαν, του δικαιώματος σε νέα δίκη σε ερήμην καταδικασθέντα ο οποίος υπέβαλε αίτηση προς τον σκοπό αυτόν όταν
– πρώτον, οι αρμόδιες αρχές κατέβαλαν προσπάθειες προκειμένου να ενημερώσουν το εν λόγω πρόσωπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του, όμως αυτό διέφυγε, κατά παραβίαση περιοριστικού όρου που του είχε επιβληθεί, αφότου έλαβε το αρχικό κατηγορητήριο,
– δεύτερον, τόσο το κατηγορητήριο όσο και έγγραφο στο οποίο αναγράφονταν η ημερομηνία και ο τόπος διεξαγωγής της δίκης απεστάλησαν στο πρόσωπο αυτό και επιδόθηκαν πράγματι στη διεύθυνση την οποία το ίδιο είχε γνωστοποιήσει στις αρμόδιες αρχές μετά την παραλαβή του αρχικού κατηγορητηρίου, το περιεχόμενο του οποίου αντιστοιχεί, όσον αφορά τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό τους, στο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, και
– τρίτον, το εν λόγω πρόσωπο εκπροσωπήθηκε από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας που διεξήχθη ερήμην του,
εφόσον, αφενός, οι αρμόδιες αρχές αξιοποίησαν όλα τα μέσα στα οποία μπορούσαν ευλόγως να προσφύγουν για να εντοπίσουν τον ερήμην καταδικασθέντα πριν από τη δίκη του και, αφετέρου, ο ερήμην καταδικασθείς είτε ενημερώθηκε εγκαίρως σχετικά με τις συνέπειες της μη παράστασης είτε έδωσε, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, στον δικηγόρο που διορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την υπεράσπισή του εντολή να τον εκπροσωπήσει, εν τη απουσία του, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
(υπογραφές)