ΑΠΟΦΑΣΗ
Radobuljac κατά Κροατίας (αρ. 2) της 17.06.2025 (αρ. προσφ. 38785/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων είναι δικηγόρος στην Κροατία. Οι φορολογικές αρχές διαπίστωσαν ότι δεν είχε καταβάλει εμπρόθεσμα φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και του επέβαλαν πρόστιμο, ενώ προχώρησαν σε αναγκαστική εκτέλεση κατάσχοντας ποσά από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Ο προσφεύγων ζήτησε να γίνει συμψηφισμός της φορολογικής οφειλής του με βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις που είχε κατά του Δημοσίου λόγω αμοιβών του από αυτεπάγγελτο διορισμό του ως συνηγόρου. Οι αρχές αρνήθηκαν, επικαλούμενες ότι ο συμψηφισμός επιτρέπεται μόνο για αμοιβαίες απαιτήσεις που απορρέουν από φορολογική σχέση. Τα δικαστήρια επικύρωσαν την απόφαση αυτή.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε στο ΕΔΔΑ ότι το κράτος του επέβαλε υπέρμετρο ατομικό βάρος, εισπράττοντας με καταναγκαστικά μέτρα τις οφειλές του ενώ δεν του κατέβαλε εγκαίρως τις δικές του απαιτήσεις, και ότι η άρνηση συμψηφισμού ήταν παράνομη, παραβιάζοντας το δικαίωμά του στην προστασία της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η επέμβαση στα περιουσιακά του δικαιώματα ήταν σύννομη και επιδίωκε θεμιτό σκοπό (είσπραξη φόρων), ενώ η άρνηση του συμψηφισμού βασιζόταν σε εύλογη ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας. Το συνολικό χρηματικό ποσό που του επιβλήθηκε δεν έθιξε ουσιωδώς την οικονομική του κατάσταση ή τη δυνατότητά του να ασκήσει το επάγγελμά του. Το Δικαστήριο αναγνώρισε την ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους στον τομέα της φορολογίας και διαπίστωσε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας του προσφεύγοντος (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο προσφεύγων, Silvano Radobuljac, Κροάτης δικηγόρος, γεννημένος το 1963 και διαμένει στην Πούλα. Εκπροσώπησε ο ίδιος τον εαυτό του ενώπιον του Δικαστηρίου.
Τον Φεβρουάριο του 2014, η εφορία της Κροατίας διεξήγαγε φορολογικό έλεγχο στον προσφεύγοντα. Ο έλεγχος διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε καταβάλει εμπρόθεσμα τον ΦΠΑ, προκαταβολή φόρου εισοδήματος και υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και η συνολική οφειλή του ανήρχετο σε 24.260,17 κούνα (περίπου 3.235 ευρώ). Ο προσφεύγων προειδοποιήθηκε πως εάν δεν εξοφλούσε το ποσό εντός 10 ημερών, θα μπορούσε να ανασταλεί η επαγγελματική του δραστηριότητα.
Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, ο προσφεύγων ζήτησε να συμψηφίσει τη φορολογική του οφειλή με απαιτήσεις που είχε έναντι του Δημοσίου, οι οποίες είχαν αναγνωριστεί με δικαστικές αποφάσεις το 2013 για υπηρεσίες που παρείχε ως διορισθείς συνήγορος σε ποινικές διαδικασίες. Οι απαιτήσεις αυτές ανέρχονταν συνολικά σε 13.715,25 κούνα (περίπου 1.828 ευρώ). Επανέλαβε το αίτημά του για συμψηφισμό και μετέπειτα, όμως η Φορολογική αρχή δεν το εξέτασε. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε ότι το Κράτος εισέπραττε βίαια τις απαιτήσεις του και απειλούσε να αναστείλει την επαγγελματική του δραστηριότητα, ενώ ταυτοχρόνως δεν του εξοφλούσε τις δικές του απαιτήσεις.
Στις 10 Νοεμβρίου 2014, η Φορολογική Αρχή επέβαλε στον προσφεύγοντα πρόστιμο 6.900 κούνα (920 ευρώ) για εκπρόθεσμη καταβολή φόρων και εισφορών. Παράλληλα, την 1η Απριλίου 2014 εκδόθηκε απόφαση αναγκαστικής εκτέλεσης για την κατάσχεση των οφειλόμενων ποσών από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του. Ο ίδιος άσκησε ένσταση, επαναλαμβάνοντας το αίτημά του για συμψηφισμό και υποστηρίζοντας ότι είχε και νέες δικαστικές αποφάσεις υπέρ του, συνολικού ύψους 4.625 κούνα (616 ευρώ), και ότι είχε ήδη πραγματοποιήσει κάποιες πληρωμές, άρα η οφειλή του είχε εξοφληθεί πλήρως.
Η ένσταση του προσφεύγοντος παρέμεινε εκκρεμής επί δύο έτη και τρεις μήνες, αν και σύμφωνα με το νόμο θα έπρεπε να είχε κριθεί εντός 60 ημερών. Μεταξύ Ιουλίου 2014 και Ιανουαρίου 2015, η Φορολογική Διοίκηση εισέπραξε το σύνολο της οφειλής με κατασχέσεις από τους λογαριασμούς του προσφεύγοντος, μαζί με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας. Από τον Δεκέμβριο 2014 έως τον Δεκέμβριο 2015, το Δημόσιο κατέβαλε σταδιακά τις οφειλόμενες προς τον προσφεύγοντα απαιτήσεις του, που είχαν αναγνωριστεί με δικαστικές αποφάσεις του 2013 και 2014.
Η προσφυγή του προσφεύγοντος ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Ριέκα απορρίφθηκε, με το σκεπτικό ότι ο συμψηφισμός επιτρέπεται μόνον εφόσον η απαίτηση κατά του Δημοσίου προκύπτει από φορολογική σχέση, κάτι που δεν ίσχυε εν προκειμένω. Η ίδια θέση υιοθετήθηκε και από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο και το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την προσφυγή του προσφεύγοντος αβάσιμη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου,
Άρθρο 6
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το ζήτημα που τέθηκε στην υπόθεση αυτή, αφορούσε το αν η άρνηση των εθνικών αρχών να προβούν σε συμψηφισμό της φορολογικής οφειλής του προσφεύγοντος με εκτελεστές απαιτήσεις του κατά του Κράτους (που δεν σχετίζονταν με φορολογικές σχέσεις), καθώς και η ταυτόχρονη είσπραξη της οφειλής μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης και επιβολής προστίμου για καθυστέρηση πληρωμής φόρων, παραβίασε το δικαίωμα του στην περιουσία, άρθρο 1 ΠΠΠ.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, η συλλογή των οφειλόμενων φόρων μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά επέμβαση στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας, η οποία όμως προβλέπεται από το νόμο και υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον της διασφάλισης της είσπραξης φόρων, παρέχοντας στα κράτη ευρύ περιθώριο εκτίμησης στον τομέα της φορολογίας.
Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο συμψηφισμός επιτρεπόταν μόνο για αμοιβαίες απαιτήσεις που απορρέουν από την φορολογική σχέση. Οι απαιτήσεις του προσφεύγοντος κατά του Κράτους προέρχονταν από άλλη νομική βάση και όχι από φορολογική σχέση, οπότε ορθώς οι εθνικές αρχές αρνήθηκαν τον συμψηφισμό.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το συνολικό χρηματικό ποσό που επιβλήθηκε, δηλαδή οι τόκοι υπερημερίας, τα δικαστικά έξοδα και το πρόστιμο, δεν υπονόμευσε ουσιωδώς την οικονομική κατάσταση ή την επαγγελματική δραστηριότητα του προσφεύγοντος.
Παρά τις καθυστερήσεις από την πλευρά του Κράτους στην πληρωμή των οφειλών του προς τον προσφεύγοντα, αυτές τελικά εξοφλήθηκαν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και δεν διαπιστώθηκε ότι το βάρος που υπέστη ο προσφεύγων ήταν δυσανάλογο.
Λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα κράτη ως προς τη φορολογία, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η άρνηση συμψηφισμού της φορολογικής οφειλής με απαιτήσεις του προσφεύγοντος από μη φορολογική σχέση ήταν σύμφωνη με τον νόμο και δεν επέβαλε δυσανάλογο ατομικό βάρος στον προσφεύγοντα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας του προσφεύγοντος (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).