Αριθμός 7/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη-Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Χ. Κ. του Δ., κατοίκου της τοπικής κοινότητας … του Δήμου …., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Μωραΐτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Δ., κατοίκου της τοπικής κοινότητας … του Δήμου ….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Κουλούρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-5-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 249/2019 μη οριστική, 92/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-6-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 92/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 144, 145, 516, 553 παρ. 1 στοιχείο (β), 566 παρ. 1, 309 εδ. (α), 321, 495 παρ.1 και 577 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγονται τα εξής: Σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, δηλαδή εκείνη, η οποία, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης (Ολ. ΑΠ 5/2001). Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφ’ όσον νικήθηκαν, ολικά ή εν μέρει, στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων και ο εναγόμενος, επίσης, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος, που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Ο χαρακτήρας της απόφασης, ως τελεσίδικης, ή μη, κρίνεται, κατά το χρόνο της άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, ήτοι της κατάθεσης του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης στη γραμματεία του δικαστηρίου, που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ, δεν αρκεί η απόφαση να έχει καταστεί τελεσίδικη, κατά το χρόνο συζήτησης της αναίρεσης (ΑΠ 91/2022, ΑΠ 967/2021, ΑΠ 594/2017). Η κατ’ αντιμωλία οριστική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση, μόνο, αφ’ ότου έπαυσε να υπόκειται σε έφεση, είτε διότι παρήλθε η νόμιμη γνήσια προθεσμία, από την επίδοση της απόφασης, των τριάντα (30) ημερών, εάν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), είτε διότι παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία, από τη δημοσίευση της απόφασης, αν η απόφαση δεν έχει επιδοθεί, των δύο (2) ετών για απόφαση, που δημοσιεύθηκε από 1.1.2016 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο τρίτο – άρθρο 1 ν. 4335/2015). Η (γνήσια) προθεσμία άσκησης της αναίρεσης, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, είναι τριάντα (30) ημέρες και αρχίζει, από την επίδοση της απόφασης (άρθρο 564 παρ. 2 ΚΠολΔ) ενώ, αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η (καταχρηστική) προθεσμία άσκησης της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, που περατώνει τη δίκη, για απόφαση, που δημοσιεύθηκε από 1.1.2016 (άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο τρίτο – άρθρο 1 ν. 4335/2015). Η προθεσμία δε άσκησης αναίρεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, και ανεξάρτητα αν εκδόθηκε ερήμην ή αντιμωλία, δεν συντρέχει με την προθεσμία άσκησης έφεσης κατ’ αυτής. Η πρώτη (προθεσμία αναίρεσης) ηρεμεί κατά τη διάρκεια της δεύτερης (προθεσμία έφεσης) και αρχίζει από τότε που έληξε η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, οπότε η πρωτόδικη απόφαση τελεσιδίκησε, υποκείμενη σε αναίρεση (ΑΠ 307/2022, ΑΠ 185/2022, ΑΠ 153/2015, ΑΠ 709/2007, ΑΠ 1000/2001). Η απόδειξη της τελεσιδικίας της κατ’ αντιμωλία εκδοθείσας οριστικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, αν η τελεσιδικία δεν συνομολογείται (ΑΠ 1335/2020, ΑΠ 242/2015), γίνεται, με την προσκόμιση της σχετικής έκθεσης επίδοσης ή με τη βεβαίωση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή στο δικόγραφο, που επιδόθηκε (άρθρα 122, 123, 139, 140 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τη βεβαίωση – πιστοποιητικό της γραμματείας του δικαστηρίου ότι δεν ασκήθηκε το ένδικο μέσο της έφεσης. (Α.Π 250/2023 ΑΠ 91/2022, ΑΠ 967/2021, ΑΠ 221/2020, ΑΠ 737/2017, ΑΠ 92/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη πρωτόδικη υπ’ αριθμ. 92/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία επιδόθηκε στην αναιρεσίουσα στις 23-4-2021 (βλ. το …/ 23-4-2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου …Π. Ζ.). Η αίτηση δε για αναίρεση αυτής, ασκήθηκε στις 16-6-2021, όπως αποδεικνύεται από την κάτω από την αίτηση αναίρεσης σχετική πράξη κατάθεσης του Γραμματέα του ως άνω δικαστηρίου, αφού δηλαδή πέρασε η προθεσμία προς άσκηση εφέσεως και πριν περάσει ο δεύτερος μήνας (προθεσμία αναιρέσεως) από την επομένη της επίδοσης στην αναιρεσείουσα της απόφασης αυτής. Έτσι, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως εντός δύο μηνών από την επόμενη ημέρα, από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην αναιρεσείουσα και χωρίς να ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης αυτής, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την αναιρεσείουσα …/21-4-2022 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Σπάρτης. Η ανωτέρω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από την εναγομένη, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην πιο πάνω νομική σκέψη και είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552,553,556,558,564,566 παρ.1, 577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571,577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Η διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ` επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Ο ενάγων στην από 23-5-2018 αγωγή του εξέθετε ότι ο ίδιος και η εναγομένη τυγχάνουν αδέλφια και μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιώσασας στις 24-2-2012 μητέρας τους Γ. χήρα Δ. Κ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Ότι κατά το χρόνο του θανάτου της η άνω κληρονομούμενη άφησε ως κληρονομιαία περιουσία το περιγραφόμενο ακίνητο, αξίας κατά τον άνω χρόνο 8.000 ευρώ. Ότι η άνω κληρονομούμενη, όσο ζούσε, είχε μεταβιβάσει με γονική παροχή στην εναγόμενη την ψιλή κυριότητα του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, αξίας κατά τον χρόνο της παροχής 22.492 ευρώ, ενώ η αξία της πλήρους κυριότητας αυτού ανήρχετο σε 100.000 ευρώ. Ότι η παροχή αυτή αποτελεί δωρεά, διότι δεν συντρέχουν οι αναφερόμενες στο δικόγραφο περιστάσεις και υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις αυτές, με αποτέλεσμα να θίγεται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του. Ζητούσε δε με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά να ανατραπεί η αναφερόμενη στην αγωγή γονική παροχή προς την εναγόμενη αδελφή του στο ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου που απαιτείται για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του, αξίας 25.000 ευρώ, να υποχρεωθεί δε η τελευταία να προβεί σε δήλωση βούλησης για τη μεταβίβαση του ποσοστού αυτού κυριότητας επί του ακινήτου προς αυτόν και να του το αποδώσει. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 245/2019 μη οριστική απόφαση, η οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης , με αντικείμενο τον προσδιορισμό της αξίας των επιδίκων ακινήτων κατά τους κρίσιμους για την εξέταση της υποθέσεως χρόνους. Μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και την επαναφορά της υπόθεσης για συζήτηση, εκδόθηκε προσβαλλόμενη απόφαση η οποία δέχθηκε εν μέρει την υπό κρίση αγωγή ανέτρεψε κατά ποσοστό 19,19% την καλυπτόμενη από την γονική παροχή δωρεά της κληρονομούμενης προς την εναγόμενη και υποχρέωσε την τελευταία να προβεί σε δήλωση βουλήσεως με την οποία θα μεταβιβάσει στον ενάγοντα κατά ποσοστό 19,19% εξ αδιαιρέτου το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του περιγραφόμενου ακινήτου και να αποδώσει αυτό στον ενάγοντα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 Α.Κ υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1836 ΑΚ την αγωγή (μέμψης άστοργης δωρεάς) ασκούν ο μεριδούχος ή οι διάδοχοί του μόνο κατά του δωρεοδόχου ή των κληρονόμων του, για να ανατραπεί η δωρεά κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα (Α.Π 582/2023,Α.Π 700/2022). Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 1509 εδάφ. α’ ΑΚ, που ορίζει, ότι “η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις”, συνάγεται ότι η γονική παροχή αποτελεί δωρεά στο σύνολό της και όχι μόνο κατά το οικείο, από τις περιστάσεις, επιβαλλόμενο μέτρο, όταν δεν έγινε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας του τέκνου, ούτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος από αυτό, οπότε, εφόσον, δηλαδή, δεν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, ως δωρεά, υπόκειται στο σύνολό της στην κατ’ άρθρο 1835 ΑΚ μέμψη (Α.Π 238/2020,ΑΠ 779/2016). Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 του ΑΚ, συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα κατά το χρόνο αυτόν υπάρχοντα στην κληρονομία περιουσιακά στοιχεία, δεκτικά κληρονομικής διαδοχής (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου καθώς και οι δαπάνες απογραφής της κληρονομίας, προστίθενται δε ακολούθως σε αυτά και θεωρούνται, ως υπάρχουσες στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα), κατά την αξία του χρόνου της πραγματοποιήσεώς τους, οι παροχές των άρθρων 1831 παρ.2 και 1833 του ΑΚ, που έγιναν από τον κληρονομούμενο, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα προς τους μεριδούχους είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που αυτός έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικόν καθήκον, επί δε της κατά τον τρόπο αυτόν προσδιοριζόμενης αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου : α) εκτιμάται η κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιαίας περιουσίας, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομίας, γ) στο ποσό που απομένει, μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προστίθενται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας), αφαιρείται η αξία των πραγμάτων στα οποία τυχόν είχε εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη νόμιμη μοίρα του. Το κλάσμα δε αυτό ή ο δεκαδικός αριθμός, που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, παριστά το ποσοστό το οποίο πρέπει να λάβει ο μεριδούχος, επιπλέον των σ’ αυτόν καταλειφθέντων, αυτούσιο, σε καθένα από τα λοιπά αντικείμενα της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του ( Α.Π 902/2018, Α.Π. 23/2015, Α.Π. 502/2014, Α.Π. 474/2010). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε ,δηλαδή, έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (Ολ.Α.Π. 1/2022,ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 4/2018). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” ( Ολ. Α.Π 2/2019, ΟλΑΠ 1/1999). Ακόμη ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. β’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (Ολ.Α.Π. 25/2003, Α.Π. 1446/2019). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 790/2020, ΑΠ 85/2020). Επιπλέον, ο από το ανωτέρω άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 12/1997, 25/2003), έστω και εσφαλμένως, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή, ως αποδειχθέντων γεγονότων, αντίθετων προς εκείνα που τον συγκροτούν (Ολ. ΑΠ 11/1996, Α.Π 1042/2022, ΑΠ 1…/2008, 684/2019). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός θα πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιος είναι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, ποια είναι η ουσιώδης επιρροή του στην έκβαση της δίκης καθώς και οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου επί του ισχυρισμού (Α.Π. 1042/2022, Α.Π. 235/2019, Α.Π. 841/2014). Επίσης, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ’άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ. 14/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Α.Π 1650/2018,ΑΠ 273/2018, ΑΠ 145/2015, ΑΠ 224/2015). Στη προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Την 24-2-2012 απεβίωσε η Γ. χήρα Δ. Κ., η οποία κατέλειπε πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα τέκνα της, ήτοι τους διαδίκους. Η κληρονομιαία περιουσία της μητέρας των διαδίκων αποτελείτο από ένα ελαιοπερίβολο, ξηρικό, εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων κατά τον τίτλο κτήσεως και τεσσάρων περίπου στρεμμάτων κατά νεώτερη καταμέτρηση, με πενήντα ελαιόδεντρα, αντικειμενικής αξίας 4.760 ευρώ, που βρίσκεται στη θέση “…” του ορίου της κτηματικής περιφέρειας … του Δήμου …, συνορευόμενο γύρωθεν με αγρούς Ν. Α., Κ. Κ., Π. Τ. και Π. Σ.. Όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από Δεκεμβρίου 2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα οικονομολόγου- πολιτικού μηχανικού Α. Χ., η εμπορική αξία του ακινήτου αυτού, κατά το χρόνο θανάτου της μητέρας των διαδίκων, ανερχόταν στο ποσό των 6.265 ευρώ. Με το υπ; αριθμ. …/….. συμβόλαιο της τέως συμβολαιογράφου Σπάρτης Πολύτιμης Πολυχρονάκου- Αλεξανδρίδη που μεταγράφηκε νόμιμα, η άνω αποβιώσασα μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στην ενάγουσα κόρη της κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας για τον εαυτό της την εφ’ όρου ζωής επικαρπία, ένα οικόπεδο ευρισκόμενο στη … και δη, στη θέση “…”, του δημοτικού διαμερίσματος … του Δήμου …., συνολικού εμβαδού του οικοπέδου 1.388,38 τ.μ., όπως εμφαίνεται κατά θέση, έκταση και όρια στο από Σεπτεμβρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Π. Σ. υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α, εντός του οποίου βρίσκονται πορτοκαλεόδεντρα και ισόγεια κατοικία, επιφάνειας 54,56 τ.μ., της αντικειμενικής αξίας της παροχής προσδιορισθείσας στο ποσό των 22.492 ευρώ. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμ…./2006 άδεια οικοδομής του τμήματος Πολεοδομίας …., η εναγόμενη προέβη σε νομιμοποίηση του ήδη υπάρχοντος κτίσματος, σε ανακατασκευή αυτού με ενίσχυση των τοιχίων του, σε προσθήκη ισογείου – τμήματος, επιφάνειας 40,68 τ.μ. και ημιυπαιθρίων χώρων, επιφάνειας 19,37 τ.μ,, ως και σε αντικατάσταση τμήματος στέγης. Όπως δε προκύπτει από την ιδία ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα οικονομολόγου- πολιτικού μηχανικού Α. Χ., εάν οι βελτιωτικές εργασίες έπονται χρονικά της έκδοσης της υπ’ αριθμ…./2006 οικοδομικής άδειας, η πραγματική αξία της ψιλής κυριότητας του εν λόγω ακινήτου, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ανερχόταν στο ποσό των 26.967 ευρώ, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, ήτοι στην περίπτωση όπου οι βελτιωτικές εργασίες είχαν προηγηθεί της έκδοσης της παραπάνω οικοδομικής άδειας, η αξία της ψιλής κυριότητας αυτού κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο ανερχόταν στο ποσό των 88.818 ευρώ. Από την αντιπαραβολή του φωτογραφικού υλικού που συνόδευε την ως άνω οικοδομική άδεια και απεικόνιζε το κτίσμα στην κατάστασή του προ της έκδοσης αυτής με αυτό της από Δεκεμβρίου 2019 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης που απεικονίζει το κτίριο κατά την ημέρα αυτοψίας, ήτοι την 8-11-2019, σε συνδυασμό με την αναγραφόμενη επιφάνεια του κτίσματος (52,08 τ.μ.) επί του σκαριφήματος της οικοδομικής αυτής άδειας προκύπτει ότι προ της έκδοσης της υπ’ αριθμ…./2006 οικοδομικής άδειας το κτίσμα ήταν παλαιό χωρίς κάποια σημαντική ανακαίνιση, εμβαδού 52,08 τ.μ. Το συμπέρασμα αυτό εξάλλου του Δικαστηρίου ενισχύεται και από τη σχετική βεβαίωση στην από 18-11-2020 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Κ. Μ. που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η εναγομένη. Επομένως, οι βελτιωτικές εργασίες ανακαίνισης του ακινήτου αυτού έλαβαν χώρα σε κάθε περίπτωση μετά τη μεταβίβασή του με το υπ’ αριθμ…./20-9-2005 συμβόλαιο γονικής παροχής και ως εκ τούτου η αξία της παροχής προς την εναγομένη, κατά τον χρόνο που έγινε, ανερχόταν στο ποσό των 26.967 ευρώ. Η γονική παροχή συνεστήθη, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο ως άνω συμβόλαιο για να δυνηθεί η εναγόμενη, ηλικίας τότε 41 ετών, να αποκτήσει οικογενειακή και επαγγελματική αυτοτέλεια, ενώ σύμφωνα με τη δήλωση της Γ. χήρας Δ. Κ. η γονική αυτή παροχή έγινε με τον όρο να μην καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα της δωρεοδόχου εναγομένης. Ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού που δόθηκε από τα μέρη, η μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του ακινήτου δεν έγινε για τους διαγραφόμενους στο άρθρο 1509 ΑΚ σκοπούς, αλλά υποκρύπτει δωρεά, την οποία θέλησαν τα μέρη και συνεπώς η εν λόγω δικαιοπραξία είναι εικονική. Ειδικότερα, η κληρονομούμενη ήταν συνταξιούχος του ΟΓΑ, με μηνιαία σύνταξη 600 ευρώ, δεν είχε στην κυριότητα της κατά τον χρόνο του θανάτου της άλλο περιουσιακό στοιχείο, πλην του αναφερόμενου παραπάνω ακινήτου στη θέση …, ενώ διέμενε με την εναγόμενη κόρη της στο ακίνητο που είχε παραχωρήσει σε αυτή με γονική παροχή. Η ενάγουσα ήταν κατά τον χρόνο της γονικής παροχής μόνιμη δημοτική υπάλληλος από το έτος 1995 στο …. της ……. με μηνιαίες αποδοχές 1.000 ευρώ. Επιπλέον, είχε τελέσει γάμο με τον Π. Φ. και αποκτήσει δύο τέκνα, ήδη από το έτος 1980, ο οποίος (γάμος) λύθηκε αμετάκλητα, ο δε δεύτερος, ήδη κατά τον χρόνο της γονικής παροχής, σύζυγός της τυγχάνει ομοίως δημοτικός υπάλληλος. Πέρα από το ακίνητο της γονικής παροχής, διέθετε ακόμη ένα ακίνητο που απέκτησε λόγω προίκας από τον πατέρα της Δ. Κ. με το υπ’ αριθμ…./1982 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Σπάρτης Παναγιώτη Κάκαρη, η δε αξία του κατά τον χρόνο της μεταβίβασης ανερχόταν σε 250.000 δραχμές. Διέμενε με την οικογένειά της σε μόνιμη κατοικία στη …., ενώ ήταν σε θέση να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες της ιδίας και της οικογένειάς της χάρη στην επαγγελματική της δραστηριότητα, που προαναφέρθηκε και συνεπώς δεν έχρηζε αρωγής και συνδρομής για την αποκατάστασή της. Ο δε εναγόμενος ήταν εποχικός πυροσβέστης με μηνιαίες αποδοχές 750 ευρώ. Ήταν πατέρας τεσσάρων ανήλικων, κατά τον χρόνο σύστασης της γονικής παροχής, τέκνων, διέμενε δε με την πολυμελή οικογένεια του σε διαμέρισμα στη …, που αποτελεί και τη μοναδική ακίνητη περιουσία του. Προκειμένου να προβεί στην αγορά του ακινήτου αυτού, έλαβε ενυπόθηκο δάνειο, ύψους 13.000,000 δραχμών, από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας με το υπ’ αριθ…./1997 δανειστικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελισάβετ Βαδιάκα, για την αποπληρωμή του οποίου καταβάλλει μέχρι σήμερα εξαμηνιαίες δόσεις των 760 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω η γονική παροχή της ψιλής κυριότητας του άνω οικοπέδου μετά της επ’ αυτού οικίας και πορτοκαλεοδέντρων προς την εναγόμενη έχει την έννοια της δωρεάς, γιατί υπερβαίνει το μέτρο το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, αν ληφθεί υπόψη η προαναφερόμενη οικονομική κατάσταση της παρέχουσας, η κοινωνική της θέση κατά την σύσταση της παροχής, το γεγονός ότι το ακίνητο αυτό αποτελούσε πλέον το σημαντικότερο περιουσιακό της στοιχείο, καθώς επίσης και την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των διαδίκων τέκνων της. Η δωρεά δε αυτή δεν έγινε από ιδιαίτερο καθήκον – κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1831 παρ.2 ΑΚ. Και τούτο γιατί δεν υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση της δωρήτριας, κινούμενη από ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις που να στηρίζεται εν προκειμένω στις επιταγές της ηθικής και της αλληλεγγύης, να την ανταμείψει για τις περιποιήσεις της, αφού μεταξύ μητέρας και τέκνου υπάρχει νομική υποχρέωση από το συγγενικό τους δεσμό.
Συνεπώς ο ισχυρισμός της εναγόμενης, ότι η άνω δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, γιατί αυτή αντιμετώπιζε προβλήματα στο γάμο της, επιπλέον δε φρόντιζε και περιποιόταν την μητέρα της, πρέπει να απορριφθεί και έτσι η δωρεά αυτή υπόκειται σε ανατροπή κατά το μέρος που προσβάλλει την νόμιμη μοίρα του ενάγοντος κατά το ελλείπον ποσοστό. Περαιτέρω, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται σχετικά στη νομική σκέψη της απόφασης, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος θα προστεθεί λογιστικά στην υπάρχουσα κληρονομιά, με την αξία, που αυτή είχε κατά το χρόνο του θανάτου της κληρονομούμενης, η προαναφερόμενη δωρεά εν ζωή της κληρονομούμενης προς την εναγομένη, με την αξία που είχε όταν έγινε. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθησαν, λαμβάνεται υπόψη η αξία της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο της δωρεάς και αν ακόμη η επικαρπία αποσβέστηκε προς όφελος της δωρεοδόχου ψιλής κυρίας εναγόμενης. Έτσι η αξία της “πλασματικής” κληρονομιάς ανέρχεται στο ποσό των 33.232 ευρώ (6.265+26.987). Η εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα του ενάγοντος, ποσοστού 1/2 επί της παραπάνω πλασματικής κληρονομικής ομάδας (άρθρο 1813 ΑΚ), ανέρχεται έτσι σε 16.616 ευρώ [(6.265:2)+ (26.967:2)] και η νόμιμη μοίρα αυτού σε 8.308 ευρώ [(3.132,50: 2)+(13.483,50:2)] (άρθρο 1825 ΑΚ). Το ποσό αυτό αποτελεί τη νόμιμη μοίρα που αυτός δικαιούται. Εξάλλου, η παραπάνω παροχή που έγινε χωρίς αντάλλαγμα προς την εναγόμενη δεν καταλογίζεται στη νόμιμη μοίρα της τελευταίας, εφόσον η κληρονομούμενη όρισε την παροχή αυτή ως μη καταλογιστέα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Κατά συνέπεια, ενόψει του ότι δεν επαρκεί η πραγματική κληρονομιαία περιουσία (3.132,50 ευρώ) για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντας (8.308 ευρώ), πρέπει να ανατραπεί η εν λόγω γονική παροχή, που συνιστά δωρεά κατά τα προαναφερθέντα, ήτοι αυτή της ψιλής κυριότητας επί οικοπέδου μετά ισόγειας οικίας, η αξία της οποίας (ψιλής κυριότητας) ανέρχεται σε 26.967 ευρώ, ώστε να καλυφθεί (συμπληρωθεί) η νόμιμη μοίρα του κατά το υπόλοιπο ποσό (8.308-3.132,50 =) 5.175,50 ευρώ. Περαιτέρω, για να βρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσό που δικαιούται ο μεριδούχος και ως παρονομαστής το ποσό της προς ανατροπή δωρεάς …. ήτοι 5.175,50/26.967χ 100=) 19,19%. Το γεγονός ότι η εναγόμενη προσφέρθηκε στην παραχώρηση του εξ αδιαιρέτου ποσοστού της στο κληρονομιαίο αγροτεμάχιο στον ενάγοντα, δεν έχει έννομες συνέπειες ούτε και λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την ανατροπή της ένδικης δωρεάς, καθώς σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 1836 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ, η εναγόμενη προκειμένου να αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς έπρεπε να προσφερθεί άμεσα στην καταβολή (σε ευρώ) του ισάξιου του ελλείποντος από τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος. Σημειωτέον ότι η κρίση του Δικαστηρίου περί της πραγματικής αξίας του κληρονομιαίου ακινήτου, αλλά και της εν ζωή, άνευ ανταλλάγματος, παροχής της αποβιώσασας προς την εναγόμενη, στηρίζεται ιδίως στην εκτίμηση, που αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του οικονομολόγου- πολιτικού μηχανικού- πιστοποιημένου εκτιμητή Α. Χ., η οποία είναι σαφής, αναλυτική, εμπεριστατωμένη και πλήρως αιτιολογημένη ως προς την εκτίμηση της αξίας έκαστου ακινήτου κατά τον κρίσιμο κατά περίπτωση χρόνο, για την οποία έχουν ληφθεί υπόψη όλες οι σχετικές παράμετροι καθορισμού της αξίας από τον συντάξαντα, που τυγχάνει πρόσωπο κατηρτισμένο, εξειδικευμένο στο αντικείμενο, με εμπειρία και γνώσεις, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ακινήτου, και η οποία (εκτίμηση) δεν αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο και ως εκ τούτου το αίτημα της εναγομένης για επανάληψη της πραγματογνωμοσύνης είναι αβάσιμο και απορριπτέο, Πρέπει επομένως η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ’ ουσίαν, να ανατραπεί ως άστοργη, η κριθείσα ως δωρεά γονική παροχή, δυνάμει του υπ’ αριθμ, …/20-9-2005 συμβολαίου γονικής παροχής, με αντικείμενο τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του αναφερομένου σ’ αυτό οικοπέδου μετά οικίας, κατά ποσοστό 19,19% εξ αδιαιρέτου, προκειμένου να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα του κατά το ποσό των 5,175,50 ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη σε δήλωση βούλησης, με την οποία θα μεταβιβάζει στον ενάγοντα την ψιλή κυριότητα του άνω οικοπέδου μετά την εντός αυτού οικία, κατά το άνω ποσοστό (19,19%) εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του το αποδώσει κατά το ίδιο ποσοστό της ψιλής κυριότητας επ’ αυτού. Η αξίωση προς απόδοση του ακινήτου κατά το παραπάνω ποσοστό προϋποθέτει βέβαια την τελεσιδικία της παρούσας απόφασης και περαιτέρω τη δήλωση αποδοχής του ενάγοντος και τη μεταγραφή της απόφασης και της αποδοχής.”.
Σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές το Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης δέχθηκε ότι στις 24-2-2012 απεβίωσε η Γ. χήρα Δ. Κ., η οποία κατέλειπε πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα τέκνα της, ενάγοντα και εναγόμενη. Ότι η πραγματική κληρονομιαία περιουσία της αποτελείτο από το περιγραφόμενο ελαιοπερίβολο, η εμπορική αξία του οποίου, κατά το χρόνο θανάτου της, ανερχόταν στο ποσό των 6.265 ευρώ. Ότι με το αναφερόμενο και νομίμως μετεγγραμμένο συμβόλαιο η μητέρα των διαδίκων είχε μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής στην εναγομένη κόρη της κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας για τον εαυτό της την εφ’ όρου ζωής επικαρπία, το περιγραφόμενο οικόπεδο μετά της επ’ αυτού οικίας και πορτοκαλεοδέντρων. Ότι η πραγματική αξία της ψιλής κυριότητας του εν λόγω ακινήτου, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ανερχόταν στο ποσό των 26.967 ευρώ. Ότι η γονική παροχή συνεστήθη, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο ως άνω συμβόλαιο για να δυνηθεί η εναγόμενη, ηλικίας τότε 41 ετών, να αποκτήσει οικογενειακή και επαγγελματική αυτοτέλεια, ενώ σύμφωνα με τη δήλωση της Γ. χήρας Δ. Κ. η γονική αυτή παροχή έγινε με τον όρο να μην καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα της δωρεοδόχου εναγομένης. Ότι ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από τα μέρη, η μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του ακινήτου δεν έγινε για τους προαναφερόμενους σκοπούς, αλλά υπέκρυπτε δωρεά, την οποία θέλησαν τα μέρη και συνεπώς και ότι η εν λόγω δικαιοπραξία ήταν εικονική. Ότι επίσης η εν λόγω δωρεά δεν έγινε από ιδιαίτερο καθήκον της κληρονομούμενης προς την εναγομένη. Ότι η αξία της “πλασματικής” κληρονομιάς ανέρχεται στο ποσό των 33.232 ευρώ (6.265+26.987). Η εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα του ενάγοντος, ποσοστού 1/2 επί της παραπάνω πλασματικής κληρονομικής ομάδας (άρθρο 1813 ΑΚ), ανέρχεται έτσι σε 16.616 ευρώ [(6.265:2)+ (26.967:2)] και η νόμιμη μοίρα αυτού σε 8.308 ευρώ [(3.132,50: 2)+(13.483,50:2)] (άρθρο 1825 ΑΚ). Ότι ο ποσό αυτό αποτελεί τη νόμιμη μοίρα που αυτός δικαιούται. Ότι ενόψει του ότι δεν επαρκούσε η πραγματική κληρονομιαία περιουσία για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντας έπρεπε να ανατραπεί η εν λόγω γονική παροχή, που συνιστά δωρεά κατά τα προαναφερθέντα, ήτοι αυτή της ψιλής κυριότητας επί οικοπέδου μετά ισόγειας οικίας, ώστε να καλυφθεί (συμπληρωθεί) η νόμιμη μοίρα του κατά το υπόλοιπο ποσό (8.308-3.132,50 =) 5.175,50 ευρώ. Ότι, το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, είναι (5.175,50/26.967Χ 100=) 19,19%. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του περιέχει πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την αξία της κληρονομιαίας περιουσίας κατά τον χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης. Ειδικότερα, δεν παρατηρείται καμία αντιφατικότητα ως προς την αξία της κληρονομιαίας περιουσίας κατά τον χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης μητέρας και των δύο διαδίκων η οποία προσδιορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου στο ποσό των 6.265 ευρώ ενώ η παραδοχή “ότι η πραγματική κληρονομιαία περιουσία (3.132,50 ευρώ) δεν αρκεί για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντα”, αναφέρεται στην αξία της κληρονομικής μερίδας του ενάγοντα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου, επί της κληρονομιαίας περιουσίας. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε με πληρότητα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία αναφορικά με την αποδοχή του αγωγικού ισχυρισμού ότι η αναφερόμενη γονική παροχή της μητέρας των διαδίκων προς την αναιρεσείουσα αποτελούσε στο σύνολό της δωρεά, λόγω μη συνδρομής κάποιας από τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις του άρθρου 1509 ΑΚ, δεχόμενο ότι η αναιρεσείουσα κατά το χρόνο κατάρτισης της ως άνω αναφερόμενης γονικής παροχής ήταν σε θέση να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες της ίδιας και της οικογένειας της, χάρη στην επαγγελματική της δραστηριότητα και δεν έχρηζε αρωγής και συνδρομής για την αποκατάστασή της από την παρέχουσα μητέρα της και με πλεοναστική αιτιολογία αναφέρει ότι η πιο πάνω γονική παροχή υπερβαίνει, το μέτρο το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις αν ληφθεί υπ` όψη ότι κατά τη σύσταση της παροχής, το γεγονός ότι το ακίνητο αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο της παρέχουσας. Εξάλλου, δεν απαιτείτο για την πληρότητα των παραδοχών να εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, εάν η εναγομένη είχε κατά το χρόνο κατάρτισης της αναφερόμενης γονικής παροχής άλλο ακίνητο που κάλυπτε τις στεγαστικές της ανάγκες, ούτε το είδος του ακινήτου που η εναγόμενη κατά τον χρόνο της μεταβίβασης είχε στην κυριότητα της και εάν αυτό κάλυπτε τις στεγαστικές της ανάγκες, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, χάρη στην επαγγελματική της δραστηριότητα ήταν σε θέση να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες της ίδιας και της οικογένειας της, Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα από αυτήν παραδεκτά με τις προτάσεις της ισχυρισμό, ότι η προς αυτήν γονική παροχή από την μητέρα της έγινε για λόγους ηθικού καθήκοντος. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμος διότι σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης τον ισχυρισμό αυτό το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και τον απέρριψε ως εξής: “Η δωρεά δε αυτή δεν έγινε από ιδιαίτερο καθήκον – κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1831 παρ.2 ΑΚ. Και τούτο γιατί δεν υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση της δωρήτριας, κινούμενη από ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις που να στηρίζεται εν προκειμένω στις επιταγές της ηθικής και της αλληλεγγύης, να την ανταμείψει για τις περιποιήσεις της, αφού μεταξύ μητέρας και τέκνου υπάρχει νομική υποχρέωση από το συγγενικό τους δεσμό.
Συνεπώς ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η άνω δωρεά έγινε από ιδιαίτερο καθήκον , γιατί αυτή αντιμετώπιζε προβλήματα στον γάμο της, επιπλέον δε φρόντιζε και περιποιόταν την μητέρα της, πρέπει να απορριφθεί και έτσι η δωρεά αυτή υπόκειται σε ανατροπή κατά το μέρος που προσβάλλει την νόμιμη μοίρα του ενάγοντος κατά το ελλείπον ποσοστό”. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ’ Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την υπ’αριθμ. 2839/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και το από 1-4-2008 ενημερωτικό σημείωμα ασθενούς του Γενικού Νοσοκομείου ….τα οποία είχε προσκομίσει με νόμιμη επίκληση από αυτήν, και ήταν ουσιώδη για το κρίσιμο ζήτημα της απόδειξης του καταλυτικού της αγωγής ισχυρισμού της, ότι η προς αυτήν γονική παροχή από την μητέρα της έγινε για λόγους ηθικού καθήκοντος. Ο λόγος, όμως αυτός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και, τούτο, διότι, από την σχετική διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό και με το σύνολο των αιτιολογιών της καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο διαμόρφωσε την ουσιαστική του κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η ως άνω δωρεά δεν έγινε από ιδιαίτερο καθήκον της μητέρας των διαδίκων προς την εναγομένη, αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και τα προαναφερόμενα έγγραφα που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο της αναίρεσης. Τέλος, κατά τον υπολογισμό της συμπλήρωσης της νόμιμης μοίρας του ενάγοντα το Δικαστήριο αν και ορθώς υπολόγισε την αξία της πραγματικής κληρονομίας στο ποσό των 6.265 ευρώ καθώς και της πλασματικής κληρονομίας στο ποσό των (6.265+26.967=) 33.232 ευρώ και την εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα εκάστου των διαδίκων στο ποσό των (33.232:2=)16.616 ευρώ και την νόμιμη μοίρα του ενάγοντα στο ποσό 8.308 ευρώ, δεν υπολόγισε, ότι, ενόψει του ότι η αξία της συνεισενεκτέας παροχής προς την εναγομένη (26.265 ευρώ) υπερέβαινε το ποσό που αντιστοιχεί στο κληρονομικό της δικαίωμα (16.616 ευρώ), αυτή δεν δικαιούται μερίδιο από την πραγματική κληρονομιαία περιουσία (6.265 ευρώ), η οποία περιέρχεται στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο. Και, ενόψει του ότι δεν επαρκούσε η πιο πάνω κληρονομιαία περιουσία προς κάλυψη της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας (8.308 ευρώ), η ανατροπή της γονικής παροχής της ψιλής κυριότητας επί του περιγραφέντος ακινήτου που συνιστά δωρεά, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, γίνεται προκειμένου να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα κατά το υπόλοιπο ποσό (8.308-6.265=) 2.043 ευρώ και, να ανατραπεί η προαναφερόμενη γονική παροχή- δωρεά κατά ποσοστό (2.043Χ100/2.6967=) 7.57%.
Συνεπώς, το Δικαστήριο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., συνισταμένη στην παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1825,1827,1831,1833,1834 και 1835 του Α.Κ. τις οποίες δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά, προκειμένου να υπολογίσει το ποσοστό που ανατρέπεται η ως άνω γονική παροχή- δωρεά, της κληρονομούμενης μητέρας των διαδίκων προς την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητου. Ειδικότερα, αντί να υπολογίσει ότι ολόκληρη η πραγματική κληρονομία περιέρχεται στον ενάγοντα, υπολόγισε ότι περιέρχεται το ήμισυ εξ αυτής με αποτέλεσμα να ανατρέπεται κατά μεγαλύτερο ποσοστό από εκείνο που έπρεπε η ως άνω γονική παροχή – δωρεά. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα παραπάνω πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ουσίαν και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικαστεί, κατά το μέρος τούτο, από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 εδάφ. α’ ΚΠολΔ, αφού δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, δεδομένου ότι, λόγω της ενέργειας της παρούσας απόφασης, που είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 580 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα), δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά υπολείπεται μόνο η, κατά το περιεχόμενο, διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση την έκταση της αναίρεσης (Α.Π 525/2019,ΑΠ 353/2015, ΑΠ 1162/2013). Περαιτέρω πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ.4 Κ.Πολ.Δ). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω της συγγενικής σχέσεως των διαδίκων κατ’ άρθ. 179 Κ.Πολ.Δ..
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της, την 91/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης. Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος.
Δέχεται εν μέρει την από 23-5-2018 αγωγή. Ανατρέπει κατά ποσοστό 7,57% την καλυπτόμενη από γονική παροχή δωρεά, που έγινε από την κληρονομούμενη Γ. χήρα Δ. Κ. προς την εναγομένη με το υπ’ αριθμ. ….. συμβόλαιο γονικής παροχής, της τέως Συμβολαιογράφου Σπάρτης Πολυτίμης Πολυχρονάκου- Αλεξανδρίδη, με το οποίο μεταβιβάστηκε στην εναγομένη κατά ψιλή κυριότητα ένα οικόπεδο με την εντός αυτού οικίας, ευρισκόμενο στη … και δη, στη θέση “…”, του δημοτικού διαμερίσματος … του Δήμου ….., συνολικού εμβαδού του οικοπέδου 1.388,38 τ.μ., όπως εμφαίνεται κατά θέση, έκταση και όρια στο από Σεπτεμβρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Π. Σ. υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α.
Υποχρεώνει την εναγομένη να αποδώσει στον ενάγοντα το ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο, κατά το παραπάνω ποσοστό 7,57% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας αυτού.
Καταδικάζει την εναγόμενη σε δήλωση βουλήσεως, με την οποία θα μεταβιβάσει στον ενάγοντα την ψιλή κυριότητα του ως άνω ακινήτου, κατά ποσοστό 7,57% εξ αδιαιρέτου.
Διατάσσει ην επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ανάμεσα στους διαδίκους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :