Αριθμός 607/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Ελένη Μπερτσιά, Διονύσιο Παλλαδινό και Παναγιώτα Πασσίση-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χ. Α. για να δικάσει την αναίρεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Χριστιάνας Φραγκιά κατά της 1862/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Σ. Μ. του Ν., κάτοικο …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μπράμο. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Α. Μ. του Ι., κάτοικο …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Φράγκο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η ως άνω Εισαγγελέας ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4-10-2022 αναίρεσή της, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών Ελένης Μπαζάκα, έλαβε αριθμό έκθεσης 33/2022 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 987/2022.
Αφού άκουσε 1) τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στην ως άνω αναίρεση της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Χριστιάνας Φραγκιά, ζήτησε να γίνει δεκτή και 2) τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 504 παρ. 1, 505 παρ. 1 περ. β’, 506 περ. β’ και 507 του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019) προκύπτει ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση αθωωτικής απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου της έδρας και περιφέρειάς του, με δήλωσή του στο γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε, συντασσομένης προς τούτο σχετικής εκθέσεως [άρθ. 474 παρ. 1 εδ. α’, γ’ του ίδιου Κώδικα], εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την καταχώριση καθαρογραμμένης της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του οικείου ποινικού δικαστηρίου [άρθ. 473 παρ. 3 του αυτού Κώδικα], αν η αθώωση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλαδή μόνο για τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και όχι για άλλους λόγους. Στην προκείμενη περίπτωση, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, με την από 4.10.2022 δήλωσή της ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 33/4.10.2022 σχετική έκθεση, άσκησε αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 506 περ. β’ του νέου ΚΠΔ, κατά της υπ’ αριθ. 1862/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο Σ. Μ. του Ν. της αξιόποινης πράξης της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας, αφού μετέβαλε την κατηγορία σε αυτοδικία, επικαλούμενη ως λόγο αναιρέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και έλλειψη νόμιμης βάσης, με την εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το δικαστήριο που την εξέδωσε. (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός είκοσι (20) ημερών από την 14.9.2022 που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη η προσβαλλόμενη απόφαση στο, τηρούμενο από τη γραμματεία του εκδώσαντος αυτήν δικαστηρίου, ειδικό βιβλίο [βλ. σχετική βεβαίωση του αρμόδιου Γραμματέα επί του σώματος της προσβαλλομένης], για τον προβλεπόμενο και μόνο αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, παρασταθέντων κατά την παρούσα συζήτηση, μετά των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, τόσο του αναιρεσίβλητου-κατηγορουμένου όσο και της υποστηρίζουσας την κατηγορία, καθένας των οποίων κατέθεσε υπόμνημα. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3500/2006 “Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις”, θεωρείται για τον παρόντα νόμο “ενδοοικογενειακή βία” η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, κατά δε την παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας [6.9.2016], “οικογένεια” θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους”, ενώ κατά την παρ. 3 εδ. α’ του ίδιου άρθρου “θύμα ενδοοικογενειακής βίας” θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγουμένης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που προβλέπει το αδίκημα της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας “Το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β’ του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα στοιχεία του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας είναι: α) ο εξαναγκασμός μέλους οικογένειας κατά τις διακρίσεις του άρθ. 1 ν. 3500/2006, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, β) ο εξαναγκασμός αυτός να γίνει με τη χρήση βίας ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, γ) ο δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος), στον οποίο περιλαμβάνεται η γνώση ότι η άσκηση βίας ή η απειλή είναι παράνομη και η βούληση του δράστη να εξαναγκάσει το μέλος της οικογένειάς του σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για κάτι το οποίο εκείνο δεν υποχρεούται και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της βίας ή της απειλής και της πράξης, παράλειψης ή ανοχής του θύματος. Με αυτή τη διάταξη χαρακτηρίζεται ως ιδιώνυμο έγκλημα η παράνομη βία, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 παρ.2 του ίδιου νομοθετήματος, ενώ, επιπλέον, λόγω της σοβαρότερης απαξίας της, ενόψει του οικογενειακού δεσμού μεταξύ του δράστη και του θύματος, αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή, του κατ’ άρθρο 330 ΠΚ αδικήματος, και υπερισχύει αυτού ως ειδικότερο [ΑΠ 905/2018]. Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 εδ. α’ ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη, “Όποιος ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετική με δικαίωμα που ή το έχει πραγματικά ή από πεποίθηση το οικειοποιείται τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.”. Από τη διάταξη αυτή [προς την οποία αντιστοιχεί η ταυτάριθμη του νέου ΠΚ, με την οποία αναβαθμίστηκε το αδίκημα της αυτοδικίας σε πλημμέλημα] προκύπτει ότι ο νόμος απαγορεύει την αυθαίρετη και κατά οικεία κρίση ικανοποίηση της αξίωσης, κατά παράκαμψη της δικαστικής λειτουργίας, αφού, έτσι, καταλύεται ή μεταβάλλεται ουσιωδώς ο νόμιμος τρόπος ικανοποίησης της αξίωσης έναντι τρίτου, με συνέπεια να δημιουργούνται αμφισβητήσεις, έριδες και διαπληκτισμοί, προς βλάβη της κοινωνικής ειρήνης. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της αυτοδικίας, απαιτείται άσκηση αξίωσης κατά τρόπο αυθαίρετο, αναφορικά με δικαίωμα, το οποίο ή έχει πράγματι ο δράστης ή από πεποίθηση θεωρεί ότι του ανήκει. Ως αυθαίρετη ενέργεια, νοείται οποιαδήποτε υλική πράξη που τείνει στην ικανοποίηση της αξίωσης, κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, μέσω της οποίας ρυθμίζεται, κατά το νόμο, η αμφισβήτηση που ανέκυψε. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι ενεργεί αυθαίρετα και τη βούληση πραγμάτωσης της ενέργειας αυτής, περαιτέρω δε και την πεποίθηση ότι το δικαίωμα, το οποίο προβάλλει και του οποίου την ικανοποίηση επιδιώκει, ανήκει σ’ αυτόν [ΑΠ 893/2018, ΑΠ 213/2012, ΑΠ 1491/2005]. Κοινό χαρακτηριστικό και περιεχόμενο και των δύο αναφερόμενων στη διάταξη αυτή λόγων, σε έναν από τους οποίους μόνο μπορεί να στηρίζεται η αποδοκιμαζόμενη από τον ουσιαστικό ποινικό νόμο ενέργεια του δράστη, είναι η πεποίθηση τούτου, ότι είναι δικαιούχος του δικαιώματος, από το οποίο ασκεί ο ίδιος την αξίωση, πεποίθηση που υπάρχει αναμφίβολα και στην πρώτη περίπτωση που ο δράστης έχει το δικαίωμα πραγματικά και στη δεύτερη περίπτωση που αυτός από πεποίθηση το οικειοποιείται, δηλαδή και όταν ανήκει στο δράστη το δικαίωμα και όταν δεν ανήκει [ΑΠ 893/2018, ΑΠ 213/2012]. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 1862/2022 απόφασής του, το δικάσαν ως εφετείο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτήν, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Οι διάδικοι ζούσαν στη συζυγική τους οικία στη Λούτσα Αττικής. Ο κατηγορούμενος είναι λογιστής και διατηρούσε το γραφείο του σε δωμάτιο στο ημιυπόγειο της οικίας τους, το οποίο συνδέεται με εσωτερική πόρτα με το υπόλοιπο σπίτι, αλλά συνδέεται και με εξωτερική πόρτα και με τον αύλειο χώρο της οικίας. Δηλαδή, πρόκειται για ανεξάρτητο δωμάτιο στο οποίο ο κατηγορούμενος ασκούσε το επάγγελμά του και είχε έγγραφα των πελατών του αλλά και έγγραφα που αφορούν δικές τους φορολογικές δηλώσεις και την άδεια του σπιτιού τους. Στις 6.9.2016, ενώ ο κατηγορούμενος εργαζόταν στον ανωτέρω χώρο του, η σύζυγός του εισήλθε σε αυτόν και του ζήτησε να πάνε μαζί να αγοράσουν πράγματα για τα σκυλιά τους. Ο κατηγορούμενος της απάντησε ότι θα πήγαιναν σε περίπου μισή ώρα όταν και θα τελείωνε την εργασία του. Η πολιτικώς ενάγουσα παρέμεινε στο χώρο κι άρχισε να ψάχνει τα έγγραφα του κατηγορουμένου προκειμένου να πάρει όσα την ενδιέφεραν. Τότε ο κατηγορούμενος την έπιασε με τη βία και την έβγαλε έξω. Τα περιστατικά αυτά δεν συνιστούν το αδίκημα της παράνομης βίας για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος αλλά αυτό της αυτοδικίας. Κι επειδή από την τέλεση της πράξης έως την εκδίκαση της υπόθεσης η αυτοδικία στο μεσοδιάστημα ήταν πταίσμα και τα πταίσματα με το ν. 4619/2019 καταργήθηκαν, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος της πράξεως που του αποδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ”. Ακολούθως, το Δικαστήριο, προβαίνοντας σε ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο της αποδιδόμενης σ’αυτόν αξιόποινης πράξης και συγκεκριμένα του ότι: “Στις 6.9.2016, χρησιμοποιώντας βία εξανάγκασε μέλος της οικογένειάς του σε πράξη και παράλειψη, χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο και συγκεκριμένα, τυγχάνων σύζυγος της εγκαλούσας Α. Μ. και, ευρισκόμενος στο λογιστικό γραφείο που διατηρεί στην επί της οδού … οικία τους, όταν η ως άνω εγκαλούσα μετέβη στο προαναφερθέν γραφείο προκειμένου να αναλάβει ορισμένα κοινά τους έγγραφα, αυτός (κατηγορούμενος) στην προσπάθειά του να την εμποδίσει με τα χέρια του την έπιασε βίαια από το στήθος με αποτέλεσμα να της καταστρέψει την μπλούζα και στη συνέχεια όταν αυτή επιχείρησε να αποχωρήσει, την έπιασε με δύναμη από τα μπράτσα, κρατώντας την στο σημείο, εξαναγκάζοντας ούτως αυτήν αφενός να μην προβεί στην ανάληψη των εγγράφων και αφετέρου να παραμείνει στο γραφείο, χωρίς η εγκαλούσα να υποχρεούται προς τούτο”. Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, διέλαβε στο πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασής του, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος αντιφάσεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 1 του ν. 3500/2006 και 331 ΠΚ, οπότε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, μολονότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν σύζυγος της εγκαλούσας – υποστηρίζουσας την κατηγορία, δηλαδή μέλος της οικογένειας κατά το άρθρο 1 του ν. 3500/2006, ο οποίος, όταν εκείνη εισήλθε στο γραφείο του και άρχισε να ψάχνει τα έγγραφα που φυλάσσονταν εκεί, μεταξύ των οποίων και κοινά τους έγγραφα, προκειμένου να αναλάβει κάποια από αυτά που την αφορούσαν, την έπιασε με τη βία και την έβγαλε έξω από το χώρο του γραφείου, δηλαδή δέχθηκε το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε συμπεριφορά που στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας, καθώς, ως σύζυγός της, χρησιμοποίησε κατ’ αυτής βία και την εξανάγκασε να βγει από το χώρο του γραφείου χωρίς η παθούσα να είναι υποχρεωμένη προς τούτο, αφού ο χώρος αυτός ήταν μέρος της κοινής τους, συζυγικής, οικίας, όπου φυλάσσονταν και δικά της έγγραφα, παρά ταύτα, υπήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά στη διάταξη του άρθρου 331 ΠΚ, δεχόμενο ότι αυτά συνιστούν το αδίκημα της αυτοδικίας, στην αντικειμενική υπόσταση, όμως, της οποίας δεν περιέχεται η άσκηση βίας ούτε ο εξαναγκασμός άλλου σε πράξη ή παράλειψη, αλλά, αντιθέτως, περιέχεται η αυθαίρετη άσκηση αξίωσης από το δράστη αναφορικά με αμφισβητούμενο δικαίωμα, το οποίο ή έχει πράγματι αυτός ή από πεποίθηση θεωρεί ότι του ανήκει, κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, μέσω της οποίας ρυθμίζεται, κατά το νόμο, η αμφισβήτηση που ανέκυψε, στοιχεία, ωστόσο, που δεν διαλαμβάνονται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. με αποτέλεσμα να μη δύναται να ελεγχθεί αν είναι νόμιμη η μεταβολή της κατηγορίας από το αδίκημα της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας σε αυτό της αυτοδικίας, καθισταμένου, έτσι, ανέφικτου του αναιρετικού ελέγχου περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Μάλιστα, το Δικαστήριο, χαρακτηρίζοντας στο σκεπτικό του την πράξη του κατηγορουμένου ως παράνομη βία και όχι ως ενδοοικογενειακή βία, εφάρμοσε, στη συνέχεια, εσφαλμένα την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 331 ΠΚ, δίνοντας στα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, το νομικό χαρακτηρισμό της αυτοδικίας, κηρύσσοντας έτσι τον κατηγορούμενο αθώο της αξιόποινης πράξης που του αποδόθηκε με το κατηγορητήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ, επειδή από την τέλεση της πράξης έως την εκδίκαση της υπόθεσης, η αυτοδικία στο μεσοδιάστημα αυτό ήταν πταίσμα και τα πταίσματα καταργήθηκαν με το άρθρο 468 του νέου ΠΚ [ν. 4619/2019].
Μετά από αυτά, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ προβαλλόμενος [και μόνος προβλεπόμενος εν προκειμένω] αναιρετικός λόγος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσης με εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1862/2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 607/2024 Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας
Πηγή :