Αριθμός 371/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης (κωλυομένης της Αντιπροέδρου Μαρίας Μουλιανιτάκη), Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Μαΐου 2023, με την παρουσία και του γραμματέως Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαγδαληνή Καραγεώργου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Κ., κατοίκου … Δήμου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αλέξανδρο Στρίμπερη και Ειρήνη Κυριακάτου, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-06-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 92/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 453/2021 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-12-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη, από 10-12-2021, αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της 453/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία απορρίφθηκε η, από 18-10-2019, έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της εκκαλούμενης, με αριθμ. 92/2019, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, με την οποία είχε γίνει δεκτή η, από 15-06-2018, αγωγή του αναιρεσιβλήτου. Η παραπάνω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στο αναιρεσείον στις 10-11-2021 και το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Πατρών στις 10-12-2021, και νόμιμα, και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙI. [1] Από το συνδυασμό των ορισμών του από 13/29 Δεκεμβρίου 1817 “Συντάγματος του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων” (Κεφ. Α άρθρο 2 Κεφ. Δ Τμήμα α’ άρθρο 1, 2, 4 και 6 και Τμήμα β’ άρθρο 6), των από 6 Ιουνίου και 7 Ιουνίου 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, της από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, του ν. ΡΝ/1866 “περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας” (άρθρο 10.11.13 και 14), του ν. ΣΟΕ/1868 και του ν. ΑΦΙ/1887, συνάγεται ότι επί των κειμένων στην Επτάνησο δασών το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα κυριότητας, αφού κατά την ένωση αυτής με την Ελλάδα, ουδέν έλαβε, ούτε σαν διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο δεν είχε δημόσια κτήματα και, μάλιστα, δάση στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνέχεια από την επιχώριο (ή εγχώρια ή κοινή) καθεμιάς Νήσου περιουσία, δεδομένου ότι αυτή διανεμήθηκε μεταξύ των δήμων καθεμίας Νήσου. Πράγματι, για τη διανομή των εγχώριων περιουσιών του ν. ΡΝ/1866 μερίμνησαν, ακολούθως, ο ν. ΥΙΓ/ 1871 για την Ζάκυνθο, ο ν. ΨΙ/1878 για την Κεφαλληνία, ο ν. ΨΞΣΤ/… για την Λευκάδα, ο ν. ΑΦΙ/1887 για την Κέρκυρα (η διαχείριση της εγχώριας περιουσίας της οποίας είχε ρυθμισθεί ειδικότερα με το ν. ΣΟΕ/1868 “περί της διαχειριστικής επιτροπής της κοινής της νήσου Κερκύρας περιουσίας”), και ο ν. 2355/1920 για τα Κύθηρα.
Συνεπώς, επί των κειμένων στην Επτάνησο δασών, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή το, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίστηκε από το β.δ. της 16-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, με το άρθρο 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 και 3 του οποίου αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούν δάση, από την έναρξη της ισχύος του, με εξαίρεση τα δάση, τα οποία πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκουν σε ιδιώτες, με βάση έγγραφη απόδειξη της Τουρκικής Αρχής, ή σε ιδιωτικά χωριά, των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από την, επί των Οικονομικών, Γραμματεία, στην οποία έπρεπε να υποβληθούν εντός του έτους από τη δημοσίευση του β.δ. αυτού. Τούτο, άλλωστε, καθιερώθηκε νομοθετικώς με το άρθρο 62 παρ. 1 εδαφ. β’ του Ν. 998/1979, όπως ισχύει, “Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, στο οποίο ορίζεται ότι το, κατά την § 1 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου επί των δασών και εν γένει δασικών εκτάσεων “δεν ισχύει στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης, των Νομών Λέσβου, Σάμου, Χίου και Κυκλάδων, των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων, της Δωδεκανήσου, πλην των νήσων όπου ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός, καθώς και της περιοχής της Μάνης, όπως αυτή ορίζεται από τα διοικητικά όρια των Καλλικρατικών Δήμων Ανατολικής και Δυτικής Μάνης (ΑΠ 11/2019). Με τη διάταξη αυτή καθιερώθηκε νομοθετικώς η μόνη και ορθή ερμηνευτική άποψη για τη νομική θέση των δασών στις άνω περιοχές, και, ειδικότερα, στα Ιόνια νησιά, κατά την οποία το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα στα δάση αυτών των περιοχών και δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή το τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου επί των δασών που προβλέπεται στο από 17-11-1836 β.δ. “περί ιδιωτικών δασών”, με αποτέλεσμα, προκειμένου για δάση που βρίσκονται στα Επτάνησα, μόνη η επίκληση από το δημόσιο και απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης να μην αρκεί, για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητάς του σ’ αυτήν, αλλά (να) πρέπει το δημόσιο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι έγινε κύριο με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προβλέπονται από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή τον Αστικό Κώδικα, μετά την 23-2-1946, ή τυχόν ειδικούς νόμους (ΑΠ 1163/2022, ΑΠ 881/2022, ΑΠ 568/2021). [2] Κατά τα άρθρα 2, 13, 14 και 16 του περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων του νόμου της 21.6.1837, που ίσχυε στα Ιόνια Νησιά μετά την έκδοση του ν. ΡΝ/1866, με το άρθρο 2 του οποίου καταργήθηκαν τα έχοντα το ίδιο αντικείμενο άρθρα 402 – 409 του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα, δημόσια κτήματα είναι όσα ανήκουν στην Επικράτεια, όλα τα, από ιδιώτες ή Κοινότητες, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένες απαιτήσεις και, συνεπώς, και τα αδέσποτα δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο (ΑΠ 11/2019, ΑΠ 957/2015). Από τις διατάξεις αυτές, σαφώς, συνάγεται ότι τα, κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού, υπάρχοντα αδέσποτα περιήλθαν ex lege στο Δημόσιο, στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες καθώς και εκείνα των αποβιωσάντων χωρίς διαθήκη και κληρονόμους (ΑΠ 1163/2022, ΑΠ 11/2019, ΑΠ 957/2015). Έπεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα πρέπει να διακρίνονται από τα εγκαταλελειμμένα, τα οποία εξακολουθούν να ανήκουν στην κυριότητα κάποιου προσώπου αλλά ο κύριος αυτών εγκατέλειψε τη νομή ή κατοχή τους (δεδομένου ότι η κυριότητα ως απεριόριστο δικαίωμα περιλαμβάνει ακόμα και την ευχέρεια του κυρίου να μην κάνει καμία χρήση του ακινήτου) και είτε ουδείς τα κατέχει είτε κάποιος τρίτος τα κατέλαβε και τα κατέχει, χωρίς όμως ο κύριος να ασκήσει αγωγή κατά του κατόχου αυτού καθώς αυτά είναι δυνατόν να επανέλθουν στην ενεργό κυριότητα των εγκαίρως εμφανιζόμενων ιδιοκτητών, είτε περιέρχονται στην κυριότητα των αληθώς και νομίμως χρησιδεσποσάντων αυτά, είτε τέλος καταλαμβάνονται από το δημόσιο προς δεκαετή διαχείριση, κατά τους όρους του σχετικού άρθρου 34 του α.ν. 1539/1938. Με το άρθρο 49 του ΕισΝΑΚ ο εν λόγω νόμος “περί διακρίσεως κτημάτων” καταργήθηκε, και αντ’ αυτού ισχύει η αποδίδουσα όμοιο δίκαιο διάταξη του άρθρου 972 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο Δημόσιο (ΑΠ 1163/2022, ΑΠ 11/2019, ΑΠ 957/2015). Τέλος, κατά το σύστημα του προαναφερόμενου νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” καθώς και εκείνο του Αστικού Κώδικα, τα αδέσποτα ακίνητα διακρίνονται: α) σε εκείνα τα οποία δεν υπήρξαν ποτέ στην κυριότητα κανενός, δηλ. τα εξαρχής αδέσποτα και β) σε εκείνα τα οποία έγιναν μεταγενέστερα αδέσποτα με εγκατάλειψη του προηγούμενου κυρίου, οπότε, για το νομότυπο της εγκατάλειψης αυτής απαιτείται μονομερής δήλωση του κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο ότι παραιτείται από την κυριότητα επί ορισμένου ακινήτου και μεταγραφή αυτής, δοθέντος ότι υπόκειται δικαιοπραξία που περιέχει κατάργηση της κυριότητας (ΑΠ 1163/2022, ΑΠ 11/2019, ΑΠ 957/2015). Τέτοιο ειδικό τίτλο αποτελούν οι προαναφερθείσες διατάξεις του νόμου ΡΝ/1866 “Περί Εισαγωγής εν Επτανήσω της εν των λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης Νομοθεσίας Γ Κωδ. Ε457 – άρθρα 1 και 2 ” , δυνάμει της οποίας (άρθρου 1) εισήχθησαν και στα Ιόνια Νησιά από 1-7-1866 οι περί την διοίκηση και διαχείριση των δασών, τότε ισχύουσες, διατάξεις, δυνάμει δε του άρθρου 2 του εν λόγω νόμου ΡΝ/1866 εισήχθη και στα Ιόνια Νησιά από 1-7-1866 ο από 21.6.1837 νόμος περί διακρίσεως κτημάτων, κατ’ άρθρο 16 του οποίου όλα τα αδέσποτα (εκτός των άλλων εκεί διακρίσεων) κτήματα επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλες αποδεδειγμένες απαιτήσεις ανήκουν στο Δημόσιο (ΑΠ 1163/2022). [3] Κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους (ΑΠ 11/2019, ΑΠ 957/2015). [4] Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του ως άνω ν. 998 της 28/29-12-1979 συνάγεται ότι για τη κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία ακινήτου που χαρακτηρίζεται ως δάσος, ακόμη και αν αυτό βρίσκεται στα Επτάνησα, όπου δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, απαιτείται η άσκηση, επί 20 τουλάχιστον έτη, πράξεων νομής που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του δάσους, όπως είναι η βοσκή, η υλοτομία, η εκμίσθωση σε τρίτους για βοσκή ή υλοτομία, η οριοθέτηση κ.α. και όχι άλλες πράξεις που δεν φέρουν αυτό το χαρακτήρα (ΑΠ 1648/2022, ΑΠ 568/2021, ΑΠ 1648/2022, ΑΠ 568/2021, ΑΠ 984/2017). [5] Τέλος, με το άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, ορίζεται 1. Επί των αδεσπότων και των δημοσίων κτημάτων εν γένει νομεύς θεωρείται το Δημόσιον έστω και αν ουδεμίαν ενήργησεν επ` αυτών πράξιν νομής (ΑΠ 1648/2022, ΑΠ 568/2021). [6] Από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1045, 1054 και 966 – 968 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο ισχυρισμός ότι ορισμένο πράγμα είναι δημόσιο κτήμα ή ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντίδικου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία που είναι διακωλυτική του επικαλούμενου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και, όταν εναγόμενο είναι το Ελληνικό Δημόσιο, αυτό επίσης πρέπει να επικαλεστεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι περιήλθε στην κυριότητά του με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένστασή του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επίδικου, λόγω απόκτησης κυριότητας από το ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο. Έτσι, αν το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το επίδικο αποτελεί δημόσια περιουσία και τεκμαίρεται ότι έχει επ’ αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επίδικου ως δημόσιας περιουσίας, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου σ’ αυτό και στην περίπτωση υφιστάμενου τεκμηρίου κυριότητας βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δημόσιου κτήματος (ΑΠ 826/2018, ΑΠ 712/2015), και όταν δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας καθένας αποδεικνύει το δικό του ισχυρισμό (ΑΠ 246/2023, ΑΠ 1776/2022, ΑΠ 1187/2022), και, συνεπώς, στην τελευταία περίπτωση, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο φέρει τις συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης ότι τα επίδικα ανήκαν στη κυριότητά του (ΑΠ 1935/2022). [7] Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΟλΑΠ 26/2004). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 34/2021). Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 1586/2022, ΑΠ 1542/2022).
ΙΙΙ. [1] Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα : “Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος (ήδη αναιρεσίβλητος) είναι κύριος, νομέας και κάτοχος ενός ενιαίου ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση “…” της κτηματικής περιοχής οικισμού … της δημοτικής ενότητας … του Δήμου … αποτελείται από τμήμα – τεμάχιο εμβαδού 475.280,15 τ.μ. του με ΚΑΕΚ 25180606152 ακινήτου (συνολικού εμβαδού του τελευταίου 1.053.905,29 τ.μ.) και ολόκληρο το με ΚΑΕΚ 250180606140/0/0 ακίνητο εμβαδού 10.182,97 τ.μ., και έχει συνολική επιφάνεια (475.280,15 + 10.182,97 =) 485.463,12 τ.μ., όπως αυτό εμφαίνεται στο από Ιουνίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού Ν. Κ. περιμετρικά με τα στοιχεία Δ1 – Δ2 – Δ3 – Δ4 – Δ5 – Δ6 – Δ7 – Δ8 – Δ9 – Δ10 – ΔΙ1-Δ12 – Δ13 – Δ14 – Δ15 – Δ16 – Δ17 – Δ18 – Δ19 – Δ20 – Δ21 – Δ22 – Δ23 – Δ24 – Δ25-Δ26 – Δ27 – Δ28 – Δ29 – Δ30 – Δ31 – Δ32 – Δ33 – Δ34 – Δ35 – Δ36 – Δ37 – Δ38 – Δ39 -Δ40 – Δ41 – Δ42 – Δ43 – Δ44 – Δ45 – Δ46 – Δ47 – Δ48 – Δ49 – Δ1. Το πιο πάνω ακίνητο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και συνορεύει ΒΟΡΕΙΑ επί πλευράς Δ1-Δ2 μέτρων 28.64, Δ2-Δ3 μέτρων 22.56, Δ3-Δ4 μέτρων 21.57, Δ4-Δ5 μέτρων 48.93, Δ5-Δ6 μέτρων 26.71, Δ6-Δ7 μέτρων 20.22, Δ7-Δ8 μέτρων 32.27, Δ8-Δ9 μέτρων 22.88, Δ9-Δ10 μέτρων 13.13, Δ10-Δ11 μέτρων 20.85, Δ11-Δ12 μέτρων 15.94, Δ12-Δ13 μέτρων 29.64, Δ13-Δ14 μέτρων 26.65, ΔΙ4-Δ15 μέτρων 5.38, Δ15- Δ16 μέτρων 10.08, Δ16-Δ17 μέτρων 11.94, Δ17-Δ18 μέτρων 11.94, Δ18-Δ19 μέτρων 11.67, Δ19-Δ20 μέτρων 12.84, Δ20-Δ21 μέτρων 5.69 με αγροτικό δρόμο, ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ επί τεθλασμένης πλευράς, ήτοι Δ21-Δ22 μέτρων 56.46, Δ22- Δ23 μέτρων 10.02, Δ23-Δ24 μέτρων 64.93, Δ24-Δ25 μέτρων 56.21, Δ25-Δ26 μέτρων 59.91, Δ26-Δ27 μέτρων 64.39, Δ27-Δ28 μέτρων 202.01, Δ28-Δ29 μέτρων 203.81, Δ29-Δ30 μέτρων 93.65, Δ30-Δ31 μέτρων 117.66, Δ31-Δ32 μέτρων 75.23, Δ32-Δ33 μέτρων 65.89, Δ33-Δ34 μέτρων 86.15, Δ34-Δ35 μέτρων 80.97 με υπόλοιπο ακίνητο με ΚΑΕΚ 250180606152/0/0, ΝΟΤΙΑ επί τεθλασμένης πλευράς, ήτοι Δ35-Δ36 μέτρων 201.43 με υπόλοιπο ακίνητο με ΚΑΕΚ 250180606152, Δ36-Δ37 μέτρων 67.23, Δ37-Δ38 μέτρων 55.73, Δ38-Δ39 μέτρων 79.73, Δ39-Δ40 μέτρων 7.06 με ιδιοκτησία Χ. Χ. με ΚΑΕΚ 250180606222 και Δ40-Δ41 μέτρων 351.03 με υπόλοιπο ακίνητο με ΚΑΕΚ 250180606152 και ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ επί τεθλασμένης πλευράς, ήτοι Δ41-Δ42 μέτρων 59.11, Δ42-Δ43 μέτρων 154.31, Δ43-Δ44 μέτρων 80.39, Δ44-Δ45 μέτρων 67.57, Δ45-Δ46 μέτρων 153.56, Δ46-Δ47 μέτρων 182.34 με υπόλοιπο ακίνητο με ΚΑΕΚ 250180606152/0/0 και Δ47-Δ48 μέτρων 210.40, Δ48-Δ49 μέτρων 110.45 και Δ49-Δ1 μέτρων 72.51 επίσης με υπόλοιπο ακίνητο με ΚΑΕΚ 250180606152/0/0. Το δε έτερο ακίνητο με ΚΑΕΚ 250180606140/0/0 επιφάνειας 10.182,97 τ.μ., που περιγράφεται στο ίδιο, ως άνω, τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Ε45 – Ε46 – Ε47 – Ε48 – Ε49 – Ε50 – Ε51 – Ε45, εμφαίνεται εντός του παραπάνω τεμαχίου (με ΚΑΕΚ 250180606152/0/0) και συνορεύει σε πλευρά Ε 45- 46 μέτρων 38.64, Ε46-Ε47 μέτρων 64.37, Ε47-Ε48 μέτρων 108.08, Ε48-Ε49 μέτρων 44.23, Ε49-Ε50 μέτρων 46.33, Ε50-Ε51 μέτρων 27.39 και Ε51-Ε45 μέτρων 86.16 με το προπεριγραφέν ακίνητο με ΚΑΕΚ 250180606152/0/0. Σημειώνεται ότι, τα ανωτέρω δύο ακίνητα ταυτίζονται ως προς το εμβαδόν μ’ εκείνα που αναφέρονται στην εκκαλουμένη απόφαση (475.280,15 τ.μ. και 10.182,97 τ.μ., αντίστοιχα, ήτοι συνολικού εμβαδού 485.463,12 τ.μ.), η οποία τα προσδιορίζει (ορθώς κατά την έκταση τους) σύμφωνα με το ως άνω, από Ιούνιο 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου – μηχανικού Ν. Κ., πλην όμως, από προφανή παραδρομή, όχι με τα αποτυπωμένα στο εν λόγω διάγραμμα στοιχεία (Δ1 έως Δ49 για το πρώτο και Ε45 έως Ε51 για το δεύτερο), αλλά μ’ εκείνα που αποτυπώνονται στο ενσωματωμένο στην αγωγή σκαρίφημα (Δ1 έως Δ44 για το πρώτο και Δ45 έως Δ51 για το δεύτερο), με αποτέλεσμα την εν μέρει εδαφική διαφοροποίηση της συνολικής μείζονος (ενιαίας) έκτασης, χωρίς, όμως, αυτό να θίγεται με λόγο έφεσης από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Το παραπάνω ενιαίο ακίνητο απέκτησε ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος με πρωτότυπο τρόπο, καθόσον, όπως κατατέθηκε μετά λόγου γνώσεως από τους έχοντες ιδίαν αντίληψη ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες, αυτός το νέμεται και το κατέχει με διάνοια κυρίου, συνεχώς, αδιαλείπτως και χωρίς καμία αμφισβήτηση από οποιοδήποτε τρίτο, από το έτος 1968 και εφεξής μέχρι την άσκηση της αγωγής του, δηλαδή για χρονικό διάστημα περίπου πενήντα ετών, ασκώντας επ’ αυτού τις κατωτέρω αναφερόμενες, προσιδιάζουσες στη φύση του, επιδηλωτικές της νομής του, εμφανείς διακατοχικές πράξεις. Συγκεκριμένα, καθ’ όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ο εφεσίβλητος το επιβλέπει και το εποπτεύει, βόσκει εντός αυτού το ποίμνιό του, επιτηρεί τα όριά του αποκρούοντας τη διενέργεια διακατοχικών πράξεων τρίτων σ’ αυτό, υπο¬βάλλει σχετικές δηλώσεις του άνω εμπράγματου δικαιώματος του επ’ αυτού στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. (Ε9, ΕΝΦΙΑ) και το έχει διαχωρίσει από γειτονικά ακίνητα προβαίνοντας στη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ωστόσο, κατά τις πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολιού αμφότερα τα παραπάνω δύο ακίνητα καταχωρίσθηκαν κατά τρόπον εσφαλμένο και ανακριβή, το μεν πρώτο ως τμήμα του ακινήτου με ΚΑΕΚ 250180606152/0/0 ως ιδιοκτησίας αγνώστου ιδιοκτήτη, το δε δεύτερο με ΚΑΕΚ 250180606140/0/0, ομοίως ως αγνώστου ιδιοκτήτη, οι παραπάνω δε εσφαλμένες εγγραφές προσβάλλουν το δικαίωμα κυριότητας του εφεσίβλητου επί του, ως άνω, ενιαίου ακινήτου. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής του επαναφέρει παραδεκτώς τον προβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του, σύμφωνα με τον οποίον το επίδικο ακίνητο, αποτελούμενο από τμήμα του με ΚΑΕΚ 250180606152 ακινήτου και ολόκληρο το με ΚΑΕΚ 25180606140 ακίνητο, αποτελεί δασική έκταση και ως εκ τούτου ανήκει στην κυριότητά του, καθόσον αυτή δεν έχει αναγνωριστεί αναμφισβήτητα ως ιδιωτική με έναν από τους νόμιμους τρόπους. Ο παραπάνω ισχυρισμός, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι το επίδικο αποτελούσε ανέκαθεν δασική έκταση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, μόνη η δασική μορφή της έκτασης δεν αποτελεί, άνευ ετέρου, απόδειξη ή τεκμήριο του δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη, στα δάση των Ιονίων Νήσων δεν τυγχάνει εφαρμογής το· τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, που θεσπίστηκε με το β.δ της 16.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, αλλά απαιτείται, πέραν της δασικής μορφής της έκτασης, και η επίκληση και απόδειξη της κτήσης κυριότητας επ’ αυτής, εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, με έναν από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Κώδικα ή από τον Αστικό Κώδικα (μετά την 23.2.1946) ή ενδεχομένως από κάποιον ειδικό νόμο, τρόπους κτήσης κυριότητας, που όμως, το εκκαλούν, όχι μόνον δεν απέδειξε, αλλά ούτε και επικαλέστηκε. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο, καθώς το εναγόμενο – εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν εξέτασε μάρτυρα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ούτε προσκόμισε κάποιο σχετικό έγγραφο, δεν προέκυψε ότι το εν λόγω ακίνητο, κατά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864 και μέχρι το 1946 ή και μεταγενέστερα, υπήρξε αδέσποτο με οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους στη μείζονα σκέψη νόμιμους τρόπους, όπως ισχυρίζεται το εκκαλούν τόσο πρωτοδίκως όσο και με το δεύτερο σκέλος του ίδιου, ως άνω, δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος, συνεπώς, ελέγχεται ως αβάσιμος και απορριπτέος. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν ποτέ δημόσια, κοινόχρηστη έκταση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσης, τούτο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, συνακόλουθα, νομίμως κατέστη κύριος αυτού ο εφεσίβλητος με τα προσόντα έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τ’ αντίθετα δε υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με τον παραπάνω, τελευταίο λόγο, της έφεσής του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή και διατάχθηκε η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών και η δημιουργία ενιαίου ακινήτου του αναιρεσιβλήτου – ενάγοντος. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι: 1) Ο αναιρεσίβλητος – ενάγων κατέστη κύριος των επιδίκων ακινήτων, με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας πράξεις νομής διανοία κυρίου (επίβλεψη, βόσκηση ζώων, επιτήρηση των ορίων του αποκρούοντας τη διενέργεια διακατοχικών πράξεων τρίτων σ’ αυτό, υποβολή για αυτά σχετικών δηλώσεων Ε9, ΕΝΦΙΑ, διαχωρισμό από γειτονικά ακίνητα, σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων), από το έτος 1968 έως την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου … (22-12-2004). 2) Το αναιρεσείον δεν κατέστη κύριο των επιδίκων ακινήτων διότι α) δεν απέδειξε ότι ήταν ανέκαθεν δάσος β) δεν απέδειξε ότι ήταν ανέκαθεν αδέσποτο ακίνητο, κατά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, το 1864, και έως την έναρξη ισχύος του Α.Κ. ή και μεταγενέστερα δεδομένου ότι το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο δεν επιμελήθηκε την εξέταση τυχόν μάρτυρα ούτε προσκόμισε κάποιο έγγραφο προς επίρρωση του ισχυρισμού του ότι ήταν εξ υπαρχής αδέσποτα με έναν από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Κώδικα ή από τον Αστικό Κώδικα (μετά την 23-02-1946) ή με κάποιον άλλο ειδικό νόμο. [2] Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης, ως προς το ουσιώδες στοιχείο του χαρακτήρα των επίδικων ακινήτων, κατά τον κρίσιμο χρόνο εισαγωγής “εν Επτανήσω της εν των λοιπώ Βασιλείω ισχύουσης Νομοθεσίας” διότι διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου ν. ΡΝ/1866 του ν. της 21-06-1837 περί ισχύος στα Ιόνια Νησιά των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου 2, 13, 14 και 16 του νόμου της 21-06-1837, 2, 13, 14 και 16 του ν. της 21-06-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, 972 ΑΚ, και 49 του ΕισΝΑΚ. Ειδικότερα, διότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του, το αναιρεσείον δεν απέδειξε ότι δεν εξουσιαζόταν τα επίδικα ακίνητα κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, ούτε επικαλέστηκε άλλο ειδικό τρόπο κτήσης της κυριότητας, αυτών από το ίδιο πλην της ανωτέρω (αβάσιμης στην προκείμενη περίπτωση) ex lege κτήσης κυριότητας, είτε υπό το καθεστώς του Ιόνιου Αστικού Κώδικα είτε του Αστικού Κώδικα ή με άλλο ειδικό τρόπο, και, ότι, έτσι, ως δεκτικά έκτακτης χρησικτησίας, άσκησε επ’ αυτών πράξεις νομής διανοία κυρίου, από το έτος 1968 ο αναιρεσίβλητος – ενάγων, για χρόνο περισσότερο από εικοσαετία μέχρι την έναρξη της λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου …. Επομένως, ο, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Λοιπές αιτιάσεις, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος αυτού, ότι στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης, διότι δεν προσδιορίζεται σε βάρος ποίου προηγούμενου νομέα ο καθ’ ου διενήργησε τις εμφανείς υλικές διακατοχικές πράξεις, είτε ότι κάποιος προηγούμενος νομέας εγκατέλειψε τη νομή των επίδικων και ο ίδιος αμέσως μετά υπεισήλθε διενεργώντας πράξεις κατάληψης, είτε ότι κάποιος προηγούμενος κύριος παραιτήθηκε νομίμως από την κυριότητα αυτού, είτε κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαΐκού δικαίου είτε με μεταγραφή της συμβ/φικής πράξης παραίτησης, το οποίο αμέσως μετά κατέλαβε, είναι απαράδεκτοι, ως αλυσιτελείς. Και, τούτο, διότι η κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία από το έτος 1968 και εντεύθεν συνιστά πρωτότυπο τρόπο για τον οποίο αρκεί η συμπλήρωση απλώς στο πρόσωπο του αποκτώντος 20ετούς νομής με διάνοια κυρίου, ανεξαρτήτως της αιτίας και του τρόπου που η νομή αποκτήθηκε από τον χρησιδεσπόζοντα, δηλαδή με κατάληψη ή παράδοση. [3] Κατά το άρθρο 559 αρ. 13 και ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό, προσδιορίζει τον διάδικο στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί απόδειξης απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ. και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διάταξης (ΑΠ 1935/2022, ΑΠ 148/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, ο, από τον αρ. 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλούμενο ότι το Εφετείο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης της ιδιότητας των επιδίκων ακινήτων ως υπαρχής αδεσπότων δημοσίων κτημάτων, διότι: 1) ο ισχυρισμός του ότι τα επίδικα αποτελούσαν αρχήθεν αδέσποτα ακίνητα αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση, εφόσον τα παραγωγικά περιστατικά της κυριότητάς του είναι προγενέστερα απ’ αυτά που επικαλείται ο ενάγων στην αγωγή για τη θεμελίωση της κυριότητας αυτού, και 2) για τα ένδικα ακίνητα υπάρχει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 2, 13, 14 και 16 του ν. 21-06-1837 τεκμήριο, που από την έκδοση του ν. ΡΝ/1866 εισήχθησαν στα Ιόνια Νησιά, όπως είναι η Κεφαλληνία, είναι αβάσιμος. Και, τούτο, διότι: 1) τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά από το αναιρεσείον ως διακωλυτικά της γένεσης της κυριότητας του ενάγοντος ιδιώτη αποτελούν ένσταση και όχι αιτιολογημένη άρνηση και 2) κατά τις παραδοχές, της προσβαλλόμενης απόφασης οι επί των επιδίκων ακινήτων προσιδιάζουσες πράξεις νομής διανοία κυρίου βόσκησης ζώων, φέρουν το χαρακτήρα εκτάσεων βοσκότοπου, που δεν ήταν αρχήθεν αδέσποτο, και, συνεπώς, κατά τα άρθρο 62 εδ β του ν. 998/1979, δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, και το αναιρεσείον φέρει το βάρος της αμφιβολίας του δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη ή μη της επικαλούμενης διακωλυτικής ένστασης αυτού. IV. Κατόπιν αυτών, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, το οποίο κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχήν του αιτήματος αυτών, πρέπει να επιβληθούν στο αναιρεσείον, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης), όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-12-2021 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της με αριθμ. 453/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Πηγή :