Αριθμός 278/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 5 Απριλίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Τ. του Η. και Φ., 2) Γ. Τ. του Η. και Φ., 3) Φ. Τ. του Β. και Δ., χήρας Η. Τ., το γένος Π., κατοίκων … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δέσποινα Μελίδου, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σοφία Μπίκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που ανακάλεσε την από 4-4-2023 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-2-2017 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο …. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1306/2020 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-11-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 29/11/2021 αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της 1306/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, αντιμωλία των διαδίκων, η έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, κατά της 18/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, με την οποία είχε απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή τους κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, περί ακυρώσεως, λόγω πλάνης, της εκ μέρους τους πλασματικής αποδοχής της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς του συζύγου της τρίτης και πατέρα των λοιπών, λόγω παρόδου απράκτου της προς αποποίηση προθεσμίας. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρ. 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε. Η αποποίηση της κληρονομιάς είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δεν δέχεται – την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Στην επαγωγή όμως από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρ. 1847 παρ. 1 εδβ ΑΚ). Από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο (άρθρ. 1850 εδ.β ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομιάς. Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1856 ΑΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Δεν αποκλείεται όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας, με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ. 147 επ. 150 επ.), που εφαρμόζονται ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι αν πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί την μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς (Ολ.ΑΠ 858/1990) υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς κατά του ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. (ΑΠ 827/2017, ΑΠ 572/2016, ΑΠ 1041/2015) Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς λόγω της προαναφερθείσας πλάνης η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής κληρονομιάς υπάρχει και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται ως προς την έννοια της αποδοχής κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, την ύπαρξη προθεσμίας απογραφής και τις έννομες συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης αυτής (ΟλΑΠ 3/1989, ΑΠ 1946/2023, 842/2022). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με το γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α’ του ΑΚ (ΑΠ 1946/2013, ΑΠ 572/2016 ΑΠ 10412015). Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ, εισάγεται απόκλιση από τις γενικές διατάξεις (άρθρο 157 ΑΚ), κατά τις οποίες το δικαίωμα για ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης αποσβήνεται μετά την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, ενώ στην περίπτωση που η πλάνη εξακολούθησε και μετά τη δικαιοπραξία η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αρχίζει από την ημέρα αφότου πέρασε η κατάσταση, που ήταν δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης (ΑΠ 704/2023, ΑΠ 77/2023, ΑΠ 812/2019).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 10/2011 ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018, 1/2013). Με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κλπ ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή στην ουσία (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1717/2022, ΑΠ 652/2022, 561/2022, ΑΠ 334/2021, ΑΠ 65/2020). Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ενώ ο έλεγχος γίνεται με βάση τις παραδοχές της απόφασης και μόνον (ΑΠ 148/2020 ΑΠ 50/2020, ΑΠ 571/2017 ΑΠ 1682/2013, ΑΠ 10/2011). Επίσης, κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης.Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ4979/2020, ΑΠ1 103/2011). Η ως άνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος από αυτήν, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός εάν δεν είναι σαφές και πλήρες το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και συνεπώς δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης ώστε το πλαίσιο της υπόψη διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 214/2021, ΑΠ 549/2020, ΑΠ 59/2020, ΑΠ 948/2019, ΑΠ 268/2018). Οι από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως αυτοί, θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. (ΑΠ 1183/2021, 548/2021, 540/2021, 894/2020, ΑΠ 1141/2019). Επίσης, κατά τις διατάξεις του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην κατ’ ορθή ερμηνεία έννοια του εφαρμοστέου νόμου (Ολ.ΑΠ 3/1997). Ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όμως και όταν είναι μη νόμιμος και επομένως δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 733/2020), όπως επίσης και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 122/2019) γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 841/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι, το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αγωγή των αναιρεσειόντων περί ακυρώσεως, λόγω πλάνης, της εκ μέρους τους πλασματικής αποδοχής της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς του συζύγου της τρίτης και πατέρα των λοιπών λόγω παρόδου απράκτου της προς αποποίηση προθεσμίας: “Στις 7-3-1999 απεβίωσε στην ….. ο Η. Τ. του Ν., πατέρας των δύο πρώτων των εναγόντων και σύζυγος της τρίτης εξ αυτών, κάτοικος εν ζωή ….. Δήμου …, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ο θανών από το έτος 1996, ήταν οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου για κεφάλαιο ποσού 56.716,35, το οποίο ήδη με τις σχετικές προσαυξήσεις ανήλθε στο ποσό των 170.151,43 ευρώ, σύμφωνα και με τον σχετικό πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. …. Συνακόλουθα, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ήταν δανειστής του θανόντος, τουλάχιστον από το ως άνω έτος και μέχρι τον θάνατο του, αφού δεν αποδεικνύεται εξόφληση της παραπάνω οφειλής. Δυνάμει του από 25.10.1990 ιδιωτικού συμφωνητικού, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου …, η τρίτη ενάγουσα, μαζί με τον Η. Τ. του Ν., είχαν συστήσει εταιρία με την επωνυμία “Φ.Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.”, και δυνάμει του από 1-6-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου …, υπεισήλθαν στη θέση του πατέρα τους Η. Τ. του Ν. ο πρώτος και δεύτερος εξ αυτών, με την ιδιότητα των ετερορρύθμων εταίρων, ενώ η εταιρία μετέβαλε νομικό σχήμα και μετατράπηκε σε εταιρία ετερόρρυθμη με την επωνυμία “Φ.Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.”. Την 7-3-1999 απεβίωσε ο Η. Τ. του Ν., πατέρας των δύο πρώτων των εναγόντων και σύζυγος της τρίτης εξ αυτών αντίστοιχα. Ο ανωτέρω, κατά τον χρόνο του θανάτου του κατέλειπε, ως μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, τη σύζυγο του Φ. Τ. (τρίτη των εναγόντων) και τα τέκνα του, Ν. και Γ. Τ. (πρώτο και δεύτερο των εναγόντων), οι οποίοι τον κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου, καλούμενοι η πρώτη εξ αυτών σύζυγος του με τους συγγενείς της πρώτης τάξης (τέκνα του θανόντος) στο τέταρτο της κληρονομιάς (1/4) άλλως 2/8 και οι λοιποί εξ αυτών (τέκνα) στην πρώτη τάξη στο υπόλοιπο 3/4 και κατά ποσοστό 6/8 έκαστος εξ αυτών (τέκνων). Οι ανωτέρω κληρονόμοι του θανόντος, ενόψει των χρεών του συζύγου και πατέρα τους αντίστοιχα προς το Ελληνικό Δημόσιο, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενεργητικού στην κληρονομιαία περιουσία, αποτελούμενης από μία διώροφη οικοδομή επί οικοπέδου 600,00 τ.μ. στο οικισμό … του Δήμου … …, γεγονότα γνωστά ακόμα και όταν ο κληρονομούμενος ήταν εν ζωή, μετά τον θάνατο του ανωτέρω, κατέθεσαν στο Ειρηνοδικείο … την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 502/30-6-1999 αίτηση περί διενέργειας απογραφής της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος η οποία συζητήθηκε την 20-7-1999 και την 27-7-1999 εκδόθηκε η με αριθμό 3501999 απόφαση του Ειρηνοδικείου … (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), δυνάμει της οποίας ορίστηκε για την ενέργεια της απογραφής της κληρονομιαίας περιουσίας, ήτοι μίας διώροφης οικοδομής αποτελούμενης από το ισόγειο όροφο και έναν πάνω από το ισόγειο όροφο, η οποία κτίστηκε επί ενός οικοπέδου έκτασης 600 τ.μ., που βρίσκεται στον οικισμό … … της Περιφέρειας του Δήμου … και του Ειρηνοδικείου Γιαννιτσώv και είχε περιέλθει στον θανόντα με το με αριθμό 15670/19…. συμβόλαιο αγοραπωλησίας του άλλοτε συμβολαιογράφου … Χ. Α. που μεταγράφηκε νομίμως, και αρμόδια συμβολαιογράφος ορίστηκε η Π. Τ. – Μ. και πραγματογνώμονες οι Ν. Γ. υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. … και ο Ι. Ν., υπάλληλος Τεχνικών Υπηρεσιών του Πολεοδομικού Γραφείου …. Μετά δε τη διενέργεια των σχετικών πράξεων συντάχθηκε το με αριθμό 59…/17-6-19…. συμβόλαιο της ως άνω Συμβολαιογράφου, δυνάμει του οποίου οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος ως άνω συγγενούς τους με το ευεργέτημα της απογραφής, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα…, ενώ υποβλήθηκε και δήλωση φόρου κληρονομιάς. Στη συνέχεια έκαστος των εναγόντων, προέβη στην αποδοχή κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, οπότε και συντάχθηκαν οι με αριθμό 3/20-7-1999, 2/20-7-1999 και 1/20-7-1999 εκθέσεις αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής της Γραμματέα του Πρωτοδικείου …Μ.Τ..
Συνεπώς οι ενάγοντες πριν την πάροδο της τετράμηνης προθεσμίας από το θάνατο (9-3-1999) του πατέρα και συζύγου αντίστοιχα, υπέβαλαν την από 30-6-1999 αίτηση περί διενέργειας απογραφής της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος και στη συνέχεια, μετά την πάροδο της τετράμηνης προθεσμίας, την 20-7-1999, δήλωσαν αρμοδίως ότι αποδέχονται την κληρονομιά του θανόντος με το ευεργέτημα της απογραφής δυνάμει των με αριθμό 3/20-7-1999, 2/20-7-1999 και 1/20-7-1999 εκθέσεων αποδοχής κληρονομιάς του καθενός εκ των ανωτέρω του Πρωτοδικείου … και αφού είχε εκδοθεί η 350 απόφαση του Ειρηνοδικείου … επί της από 30-6-1999 αίτησής του, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια απογραφής της κληρονομάς αποβιώσαντος, ορίστηκε συμβολαιογράφος και διορίστηκαν πραγματογνώμονες, είχε δε ήδη συνταχθεί το με αριθμό 59…/17-6-19… συμβόλαιο της συμβολαιογράφου … Π. Τ., δυνάμει του οποίου αποδέχθηκαν την κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος με το ευεργέτημα της απογραφής, το οποίο και μεταγράφηκε… Την 10-2-2016 και την 11-2-2016, οι δύο πρώτοι των εναγόντων υπέβαλαν στην Δ.Ο.Υ. … τις με αριθμό πρωτ. 1536/10-2-2016 και 1566/12-2-2016 αιτήσεις χορήγησης ενημέρωσης περί του λόγου της μη χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας σε αυτούς και δυνάμει των με αριθμό πρωτ. 1536/12-2-2016 και 1566/12-2-2016 εγγράφων της του Προϊσταμένου του τμήματος εσόδων της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης του ΓΓΔΕ του Υπουργείου Οικονομικών, γνωστοποιήθηκε σε αυτούς ότι υπάρχει εντολή μη έκδοσης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας από την επιχειρησιακή μονάδα Είσπραξης… λόγω ύπαρξης προσωπικής ευθύνης ως κληρονόμου για την καταβολή χρεών του πατρός Τ. Η. του Ν. με ΑΦΜ 013881057 ομόρρυθμου μέλους της εταιρίας με την επωνυμία “Φ.Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.” όπως αυτολεξεί αναφέρεται στα ανωτέρω έγγραφα. Το γεγονός της χορήγησης σε αυτούς των ανωτέρω αρνητικών απαντήσεων της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. δυνάμει των οποίων εμφανίζονται ως οφειλέτες του εναγομένου υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων, καταδεικνύει τη γνώση αυτών περί της πλάνης αυτών (εναγόντων) ως προς το γεγονός ότι προέβησαν εκπρόθεσμα σε αποδοχή της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι στην κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα τους δυνάμει των με αριθμό 3/20-7-1999, 2/20-7-1999 και 1/20-7-1999 εκθέσεων αποδοχής κληρονομιάς του καθενός εκ των ανωτέρω του Πρωτοδικείου …. Ειδικότερα μέχρι το ανωτέρω χρονικό σημείο της χορήγησης της έγγραφης απάντησης της Δ.Ο.Υ., οι ενάγοντες αγνοούσαν την ύπαρξη της τετράμηνης ως άνω προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς και ότι από την πάροδο αυτής είχαν αποδεχθεί την κληρονομιά χωρίς το ευεργέτημα της απογραφής καθόσον θεωρούσαν ότι με την υποβολή της αίτησης απογραφής την 30- 6-1999 προς το αρμόδιο Ειρηνοδικείο είχαν αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής, αφού δεν διέθεταν νομικές γνώσεις, η οποία (προθεσμία) προς αποποίηση της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής ξεκίνησε, μετά το θάνατο του πατρός τους.
Συνεπώς, κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο, με την λήψη των ανωτέρω απαντήσεων της Δ.Ο.Υ., στις οποίες αναφέρεται ρητά ότι το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας δεν χορηγείται λόγω ύπαρξης προσωπικής ευθύνης ως κληρονόμων για την καταβολή χρεών του πατρός (αυτών) Τ. Η. του Ν., ομόρρυθμου μέλους της εταιρίας με την επωνυμία “Φ.Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.” αυτοί (ενάγοντες) ενημερώθηκαν πράγματι ότι υφίσταται οφειλή τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος πατέρα τους, λόγω των οφειλών του από τη συμμετοχή του στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία, το ύψος δε των χρεών της εταιρίας προς τη Δ.ΟΎ. … ανέρχονταν σε ποσό άνω των 5.000.000,00 ευρώ, ενώ τα ατομικά χρέη του θανόντος προς το εναγόμενο ανέρχονταν στο ποσό των 170.000,00 περίπου ευρώ, οπότε από το ανωτέρω χρονικό σημείο της χορήγησης της ανωτέρω απάντησης ξεκίνησε η εξάμηνη προθεσμία, εντός της οποίας, έπρεπε να ασκηθεί η αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς, η οποία έληξε στα μέσα του μηνός Αυγούστου του έτους 2016, όπως βασίμως ισχυρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο με το δικόγραφο των προτάσεών του. Κατόπιν τούτων οι ενάγοντες, με την ανωτέρω έγγραφη απάντηση της Δ.Ο.Υ. … έλαβαν γνώση της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 Α.Κ. προς αποποίηση της κληρονομιάς και της παρόδου αυτής καθώς και της κατά το άρθρο 1850 Α.Κ. νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης και του γεγονότος ότι η δήλωση αποποίησης, στην οποία είχαν προβεί με το ευεργέτημα της απογραφής, την 20-7-1999, ήτοι εκπροθέσμως δεν είχε αυτήν την έννοια, και όχι τον Φεβρουάριο του έτους 2017, όπως οι ίδιοι αβασίμως ισχυρίζονται, σε απάντηση του ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου, περί της γνώσης αυτών, για την πλάνη τους ως προς το γεγονός της εκπρόθεσμης αποδοχής της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο, οπότε (κατά τα επικαλούμενα από τους ενάγοντες), επισκέφθηκαν δικηγόρο, προκειμένου να ενημερωθούν σχετικά με την δήλωση αποδοχής κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής που είχαν υποβάλει. Η επικαλούμενη από αυτούς επίσκεψη σε δικηγόρο ένα έτος μετά την αρνητική απάντηση της Δ.Ο.Υ. δεν παρίσταται λογικώς δυνατή, ενόψει του ότι ήδη γνώριζαν περί του υπέρογκου ύψους των χρεών του κληρονομούμενου καθόσον επί του ανωτέρω εγγράφου γίνεται ρητή αναφορά περί της ευθύνης αυτών ως κληρονόμων του θανόντος. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω δεν αναιρείται από τα όσα περί του αντιθέτου καταθέτει ο μάρτυρας Γ. Ν., αγρονόμος τοπογράφος στην με αριθμό 2779/31-5-2017 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης… περί του ότι “οι ενάγοντες θεωρούσαν ότι ο ανωτέρω (θανών) είχε κάποια χρέη προς τρίτους και για το λόγο αυτό θα αποδέχονται την κληρονομιαία περιουσία του Η. Τ., με το ευεργέτημα της απογραφής… Γνωρίζω ότι τότε συμβουλεύτηκαν δικηγόρο και συμβολαιογράφο για αυτές τις ενέργειες τις οποίες και ολοκλήρωσαν μετά από κάποια χρόνια. Ωστόσο, κατά το έτος 2016 τα παιδιά αιτήθηκαν φορολογική ενημερότητα την οποία έως τότε ελάμβαναν κανονικά και η Εφορία τους την αρνήθηκε, διότι εμφάνιζαν οφειλές. Οι ίδιοι τότε θεώρησαν ότι οι οφειλές αυτές αφορούσαν τη συμμετοχή τους στην εταιρία “Φ.Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.”… Κατόπιν ενδελεχούς έρευνας και αφού απευθύνθηκαν σε δικηγόρο κατά το έτος 2017, πληροφορήθηκαν ότι αν και είχαν υποβάλλει αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου….”, καθόσον δεν παρίσταται λογικώς δυνατό, σύμφωνα με τα κατατεθέντα από τον ως άνω μάρτυρα, να θεωρούν οι ενάγοντες ότι η άρνηση χορήγησης φορολογικής ενημερότητας τον Φεβρουάριο του 2016 από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. δεν αφορούσε τα χρέη τους ως κληρονόμων του θανόντος πατρός τους και να απευθύνονται τελικώς σε δικηγόρο προς ενημέρωση, ένα έτος μετά ήτοι τον Φεβρουάριο του έτους 2017.
Συνεπώς η άγνοια των εναγόντων περί ότι η δήλωση αποποίησης, στην οποία είχαν προβεί με το ευεργέτημα της απογραφής, την 20-7-1999, ήτοι εκπροθέσμως δεν είχε την έννοια ότι η ευθύνη τους, ως κληρονόμων για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς περιορίζεται στο ενεργητικό αυτής και ότι με την πάροδο της προθεσμίας αποποιήσεως εντός τεσσάρων μηνών από το θάνατο του κληρονόμου, δεν μπορεί να γίνει αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής, οπότε ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς, συνεχίστηκε έως και τον Φεβρουάριο του έτους 2016, οπότε και έλαβαν γνώση των ανωτέρω, ωστόσο μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, στις 10-3-2017 (βλ. την με αριθμό 6759/10-3-2017 έκθεση επίδοση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου …… Θ.Ρ.), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος του εξαμήνου, χωρίς να επικαλούνται οι ενάγοντες κάποιο λόγο διακοπής.
Συνεπώς η ένσταση παραγραφής κατ’ άρθρο 1857 παρ. 2 Α.Κ. της αξίωσης των εναγόντων λόγω συμπλήρωσης εξαμήνου από τον Φεβρουάριο του 2016 και μέχρι τον Μάρτιο του 2017, οπότε και συμπληρώθηκε ο χρόνος της εξάμηνης παραγραφής, που πρόβαλε το Ελληνικό Δημόσιο, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ ουσία την έφεση των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως, απορρίπτοντας την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης παραγραφής του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ που είχε προβάλλει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα το Εφετείο διέλαβε στις παραδοχές του ότι: α) οι αναιρεσείοντες κληρονόμοι του θανόντος στις 07.03.1999, συζύγου της τρίτης και πατρός των δύο πρώτων, εξαιτίας της γνώσης τους περί ύπαρξης χρεών του κληρονομούμενου προς το Δημόσιο, αλλά και του ότι υπήρχε ενεργητικό στην κληρονομιαία περιουσία αυτού, ήτοι διώροφη οικοδομή επί οικοπέδου 600 τ.μ. στον οικισμό … του Δήμου … …, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, κατέθεσαν στο Ειρηνοδικείο … την 502/ 30.6.1999 αίτηση περί διενέργειας απογραφής της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος, επί της οποίας εκδόθηκε η 350/1999 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που όρισε τις σχετικές διαδικασίες για την διενέργειά της. β) ότι ενώ οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν την ως άνω από 30.6.1999 αίτηση περί διενέργειας της απογραφής της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος πριν την πάροδο της τετράμηνης προθεσμίας από το θάνατο (9-3-1999) του πατέρα και συζύγου αντίστοιχα, στη συνέχεια στις 20.07.1999, ήτοι μετά την πάροδο της τετράμηνης προθεσμίας, δήλωσαν αρμοδίως ότι αποδέχονται την κληρονομιά του θανόντος με το ευεργέτημα της απογραφής, δυνάμει των με αριθμό 3/20-7-1999, 2/20-7-1999 και 1/20-7-1999 εκθέσεων αποδοχής κληρονομιάς του καθενός εκ των ανωτέρω του Πρωτοδικείου …, και αφού είχε εκδοθεί η 350/1999 απόφαση του Ειρηνοδικείου … επί της ως άνω αίτησής τους, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια απογραφής της κληρονομάς του αποβιώσαντος, γ) ότι δυνάμει των με αριθμό πρωτ. 1536/12-2-2016 και 1566/12-2-2016 εγγράφων του Προϊσταμένου του τμήματος εσόδων της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης του ΓΓΔΕ του Υπουργείου Οικονομικών, γνωστοποιήθηκε στους δύο πρώτους των αναιρεσειόντων, σε απάντηση των από 10-2-2016 και 11-2-2016 αιτήσεων χορήγησης ενημέρωσης που είχαν υποβάλλει οι ίδιοι στην Δ.Ο.Υ. …, περί του λόγου της μη χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας σε αυτούς, ότι υπάρχει εντολή μη έκδοσης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας από την επιχειρησιακή μονάδα Είσπραξης, λόγω ύπαρξης προσωπικής ευθύνης ως κληρονόμων για την καταβολή χρεών του πατρός Τ. Η. του Ν. με ΑΦΜ 013881057 ομόρρυθμου μέλους της εταιρίας με την επωνυμία “Φ.Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.”. δ) ότι μέχρι το ανωτέρω χρονικό σημείο της χορήγησης της έγγραφης απάντησης της Δ.Ο.Υ., οι αναιρεσείοντες αγνοούσαν την ύπαρξη της τετράμηνης ως άνω προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς και ότι από την πάροδο αυτής είχαν αποδεχθεί την κληρονομιά χωρίς το ευεργέτημα της απογραφής, καθόσον θεωρούσαν ότι με την υποβολή της αίτησης απογραφής την 30- 6-1999 προς το αρμόδιο Ειρηνοδικείο είχαν αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής, αφού δεν διέθεταν νομικές γνώσεις, η οποία (προθεσμία) προς αποποίηση της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής ξεκίνησε, μετά το θάνατο του πατρός τους. ε) ότι με την λήψη της προαναφερόμενης έγγραφης απάντησης της Δ.Ο.Υ. …, στις οποίες αναφέρεται ρητά ότι το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας δεν χορηγείται λόγω ύπαρξης προσωπικής ευθύνης τους ως κληρονόμων για την καταβολή χρεών του πατρός (αυτών) Τ. Η. του Ν., ομόρρυθμου μέλους της εταιρίας με την επωνυμία “Φ.Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ”, αυτοί ενημερώθηκαν ότι υφίσταται οφειλή τους ως κληρονόμων του αποβιώσαντος πατέρα τους, λόγω των οφειλών του από τη συμμετοχή του στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία, το ύψος δε των χρεών της εταιρίας προς τη Δ.Ο.Υ. … ανέρχονταν σε ποσό άνω των 5.000.000,00 ευρώ, ενώ τα ατομικά χρέη του θανόντος προς το εναγόμενο ανέρχονταν στο ποσό των 170.000,00 περίπου ευρώ. στ) ότι η άγνοια των αναιρεσιβλήτων της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 Α.Κ. προς αποποίηση της κληρονομιάς και της παρόδου αυτής, της, κατά το άρθρο 1850 Α.Κ., νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης και του γεγονότος ότι η δήλωση αποποίησης, στην οποία είχαν προβεί με το ευεργέτημα της απογραφής, στις 20.7.1999, ήτοι εκπροθέσμως είχε την έννοια ότι η ευθύνη τους ως κληρονόμων για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς περιορίζεται στο ενεργητικό αυτής και ότι με την πάροδο της προθεσμίας αποποιήσεως εντός τεσσάρων μηνών από το θάνατο του κληρονόμου, δεν μπορεί να γίνει αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής, οπότε ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς, συνεχίστηκε έως και τον Φεβρουάριο του έτους 2016, οπότε και έλαβαν γνώση των ανωτέρω, πλην όμως οι ίδιοι άσκησαν την ένδικη αγωγή στις 10.3.2017, ήτοι μετά παρέλευση διαστήματος πλέον του έτους. ζ)ότι με βάση τα προεκτιθέμενα, η αξίωση των εναγόντων περί ακυρώσεως της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς του πατέρα και συζύγου αυτών αντίστοιχα, Η. Τ., υπέπεσε στην εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 1857 παρ. 2, καθόσον από τον Φεβρουάριο του έτος 2016, οπότε έπαυσε η πλάνη τους περί των υπάρξεων των προθεσμιών των ανωτέρω νομικών διατάξεων και των συνεπειών της παραβίασής τους, και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον του εξαμήνου. Επί πλέον το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί της γνώσης αυτών, για την πλάνη τους ως προς το γεγονός της εκπρόθεσμης αποδοχής της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής τον Φεβρουάριο του έτους 2017, οπότε, όπως οι ίδιοι υποστήριξαν, επισκέφθηκαν δικηγόρο προκειμένου να ενημερωθούν σχετικά με την δήλωση αποδοχής κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής που είχαν υποβάλει, με τις παραδοχές ότι δεν παρίσταται λογικώς δυνατό να θεωρούν οι αναιρεσίβλητοι ότι η άρνηση χορήγησης φορολογικής ενημερότητας τον Φεβρουάριο του 2016 από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. δεν αφορούσε τα χρέη τους ως κληρονόμων του θανόντος πατρός τους και να απευθύνονται τελικώς σε δικηγόρο προς ενημέρωση, ένα έτος μετά, ήτοι τον Φεβρουάριο του έτους 2017, ενόψει του ότι οι ίδιοι ήδη γνώριζαν περί του υπέρογκου ύψους των χρεών του κληρονομουμένου και επί του ανωτέρω εγγράφου γίνεται ρητή αναφορά περί της ευθύνης αυτών ως κληρονόμων του θανόντος. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, η οποία, κρίνοντας ομοίως, είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης παραγραφής που είχε προβάλλει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1857 παρ. 2, που αφορούν στην παραγραφή της αξιώσεως για ακύρωση της πλασματικής αποδοχής κληρονομίας λόγω ουσιώδους πλάνης, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό τους και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά δέχθηκε ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της παρούσας ατομικής περίπτωσης στο λόγο της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον κατά τις πιο πάνω παραδοχές αυτής αναφέρεται ότι η εξακολουθητική πλάνη των αναιρεσειόντων ως προς την έννοια των νομικών διατάξεων περί αποδοχής της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής και των συνεπειών της παρέλευσης απράκτου της προθεσμίας προς αποποίηση και της εξακολουθητικής πλάνης των ιδίων περί του ότι με την αποδοχή της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής είχαν προβεί στην σύμφωνη με τη βούλησή τους αποποίηση της κληρονομιάς του κληρονομουμένου τους, έπαυσε να υφίσταται τον Φεβρουάριο του 2016, και έκτοτε μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής τον Μάρτιο του έτους 2017, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του εξαμήνου, με συνέπεια η αξίωσή τους περί ακυρώσεως της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς του πατέρα και συζύγου αυτών αντίστοιχα, Η. Τ. να υποπέσει στην οριζόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 1857 παρ. 2, εξάμηνη παραγραφή. Εξάλλου, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον περιέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και ειδικότερα με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του Δικαστηρίου περί της συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν για την παραγραφή της αγωγής για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη μετά παρέλευση εξαμήνου, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης. Οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων περί ύπαρξης αντιφατικών παραδοχών στην προσβαλλόμενη απόφαση με την επίκληση ότι σε αυτήν άλλοτε αναφέρεται η εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 1857 παρ. 2, ως αποσβεστική προθεσμία και άλλοτε ως προθεσμία παραγραφής με συνέπεια να δημιουργούνται ασάφειες, είναι αβάσιμες, καθόσον από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται σαφές ότι αυτή δέχθηκε την παρέλευση χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου του εξαμήνου από το χρονικό σημείο που άρθηκε η προαναφερόμενη πλάνη των αναιρεσειόντων μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής τους, με συνέπεια η αξίωσή τους περί ακυρώσεως της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς του κληρονομουμένου τους να υποπέσει στην εξάμηνη παραγραφή που ορίζεται από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1857 παρ. 2. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση ελέγχεται για πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. λόγω ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των κανόνων ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1857 αρ. 2 ΚΠολΔ. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αναφέρονται σε εσφαλμένη κρίση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, για την απόρριψη της αγωγής τους, λόγω παραγραφής της ένδικης αξιώσεώς τους, με τις παραδοχές, ότι εναρκτήριο χρονικό σημείο της άρσης της πλάνης των ιδίων περί της νομικής σημασίας και των συνεπειών των ως άνω διατάξεων ήταν η λήψη των προαναφερόμενων εγγράφων της Δ.Ο.Υ. …, περί ύπαρξης οφειλών του κληρονομουμένου τους προς το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ αν είχε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός τους ότι η άρση της εν λόγω πλάνης τους επήλθε σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο θα είχε οδηγηθεί το δικαστήριο σε διαφορετική κρίση, ώστε να δεχθεί την αγωγή τους περί ακυρώσεως της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς του κληρονομουμένου τους με το ευεργέτημα της απογραφής, είναι απαράδεκτοι καθόσον αφορούν σε συμπεράσματα και επιχειρήματα των ιδίων από την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους στις ως άνω διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττουν αποκλειστικά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου. Ο ίδιος πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του που αφορά στην επικαλούμενη παραβίαση των διατάξεων: 1) του άρθρου 106 ΚΠολΔ (αρχή διαθέσεως), κατά τις οποίες το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση του διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, 2) του άρθρου 262 ΚΠολΔ, που επιβάλλουν να προτείνεται η ένσταση παραγραφής με πληρότητα, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά και το σχετικό αίτημα μη δυνάμενη να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως και 3) του άρθρου 338 ΚΠολΔ., που ορίζει ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του, είναι απαράδεκτος. Τούτο δε διότι οι ως άνω αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναφέρονται στην παραβίαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνων που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, τη κτήση δικαιωμάτων και τη γέννηση υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις και δεν ιδρύονται όταν αφορούν στην παραβίαση δικονομικών διατάξεων, που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας και θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις, ως προς το κύρος της διαδικαστικής πράξης, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την εγκυρότητα ή το επιτρεπτό της διαδικαστικής πράξης (ΟλΑΠ 963/1985, ΟλΑΠ 2/2002) η αφορούν στο παραδεκτό της προβολής ισχυρισμών (ΑΠ 374/2019, ΑΠ 208/2018),όπως είναι οι καθαρώς δικονομικοί κανόνες των ως άνω άρθρων 106, 262 και 338 Κ.ΠολΔ.(ΑΠ 1578/2022, ΑΠ 1226/2022), ΑΠ 824/2022). Επισημαίνεται, ότι και οι ίδιοι οι αναιρεσειοντες επικαλούμενοι παραβίαση των ως άνω διατάξεων των άρθρων 106, 262 και 338 ΚΠολΔ, αναφέρονται σε δικονομικούς κανόνες.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτή δεχόμενη ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται : 1) ότι το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, προς αντίκρουση της αγωγής τους για την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς του κληρονομουμένου τους Η. Τ., προέβαλε την ως άνω ένσταση παραγραφής του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ, ισχυριζόμενο ότι αυτοί έλαβαν γνώση των οφειλών του αποβιώσαντος προς το Ελληνικό Δημόσιο με την λήψη των εγγράφων της Δ.Ο.Υ. …, τον Φεβρουάριο του έτους 2016, στηρίζοντας με τον τρόπο αυτό την ένστασή του ως προς το εναρκτήριο σημείο της εξάμηνης παραγραφής της αγωγικής αξιώσεώς τους μόνο στη γνώση των ιδίων περί οφειλών του κληρονομουμένου τους και δεν προέβαλε ισχυρισμούς για την άρση της πλάνης των ιδίων αναφορικά με τις διατάξεις που αφορούν την εκπρόθεσμη αποδοχή της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής. 2) ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι με την λήψη των ως άνω εγγράφων της Δ.Ο.Υ. … έπαυσε η μέχρι τότε πλάνη των αναιρεσειόντων περί των διατάξεων περί ύπαρξης προθεσμίας της αποποίησης κληρονομιάς και της νομικής σημασίας παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης καθώς και της ύπαρξης προθεσμίας για τη δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής και των συνεπειών της παραβίασής της. Με βάση τα παραπάνω, αιτιώνται οι αναιρεσείοντες ότι το Εφετείο δέχθηκε ισχυρισμούς που είχαν ουσιώδη επίδραση για την έκβαση της δίκης, τους οποίους δεν είχε προβάλλει το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ήτοι δέχθηκε ότι εναρκτήριο σημείο της άρσης της πλάνης τους περί της ύπαρξης των ως άνω νομικών διατάξεων και των συνεπειών τους ήταν ο χρόνος της λήψης των ως άνω εγγράφων της Δ.Ο.Υ., συμπληρώνοντας απαραδέκτως με τον τρόπο αυτό την αόριστη ένσταση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, ενώ το αναιρεσίβλητο δεν διέλαβε στις προτάσεις του τέτοιους ισχυρισμούς, αλλά μόνο ότι κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο οι αναιρεσείοντες έλαβαν γνώση της ύπαρξης χρεών του κληρονομούμενου προς αυτό. Από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προκύπτει ότι, το ίδιο αναφερόμενο στις διατάξεις του άρθρου 1857 Α.Κ., με τη μνεία ότι σύμφωνα με αυτές η αγωγή για την ακύρωση αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομιάς που οφείλεται σε πλάνη, απάτη ή απειλή παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο, πρότεινε σαφώς την ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξιώσεως, λόγω παρόδου άπρακτης της εξάμηνης προθεσμίας που ορίζεται από τις ως άνω διατάξεις, επικαλούμενο ότι αυτή άρχισε τον Φεβρουάριο του έτους 2016,οπότε οι αναιρεσείοντες έλαβαν γνώση της ύπαρξης χρεών του κληρονομουμένου, ενώ η ένδικη αγωγή ασκήθηκε τον Μάρτιο του έτους 2017, ήτοι ανέφερε τα θεμελιωτικά γεγονότα της εν λόγω ένστασης που επιφέρουν ως έννομη συνέπεια την κατάλυση του αγωγικού δικαιώματος, στον επικαλούμενο χρόνο, ενώ ταυτόχρονα διατυπώθηκε και αίτημα απορρίψεως της αγωγής και για τον συγκεκριμένο λόγο. Με βάση τα παραπάνω το Εφετείο επιλαμβανόμενο της ένστασης παραγραφής της ένδικης αξιώσεως, όχι αυτεπαγγέλτως, όπως αιτιώνται οι αναιρεσείοντες, αλλά κατόπιν σαφούς προτάσεώς της πρωτοδίκως και επαναφοράς ενώπιον του, ορθά εκτίμησε αυτήν ως ορισμένη, δεχόμενο ότι το χρονικό σημείο που οι ίδιοι έλαβαν γνώση της ύπαρξης των χρεών του κληρονομουμένου τους, σηματοδοτεί την άρση της πλάνης τους περί της νομικής σημασίας των προαναφερόμενων διατάξεων.
Συνεπώς ο δεύτερος αυτός λόγος αναίρεσης περί λήψεως υπόψη από το Εφετείο ουσιώδους ισχυρισμού για την έκβαση της δίκης, ο οποίος δεν προτάθηκε είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά ο ίδιος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι οι αναφερόμενες σε αυτόν αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, αφορούν σε επιχειρήματα των ιδίων, προς στήριξη των απόψεών τους περί μη παραγραφής της ένδικης αξιώσεώς τους, πλήττοντας την ανέλεγκτη αποδεικτική κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, ούτε αναιρετικός λόγος από εκείνους, τους οποίους, κατ’ εξαίρεση εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 43352015, η οποία εξυπηρετεί την απονομή του δικαίου, ώστε να μην παραμένει άθικτη εσφαλμένη νομικά απόφαση εξ αιτίας του ότι δεν προτάθηκε ο προσήκων λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 149/2021, ΑΠ 35/2019, ΑΠ 245/2018, ΑΠ 1478/2017) ζήτημα στο οποίο αναφέρεται το παρόν δικαστήριο, καθόσον οι αναιρεσείοντες ποιούν γενική μνεία της διάταξης αυτής (άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ) στο τέλος του δικογράφου της ένδικης αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη από 29.11.2021 αίτηση για αναίρεση της 1306/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως ηπηθέντες διάδικοι στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, κατά το σχετικό αίτημά του (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ) μειωμένη κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της 134.423/28.12.1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β711/20.1.1993) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29.11.2021 αίτηση για αναίρεση της 1306/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ