Πρόκειται για μία νομολογιακή εξέλιξη που ενισχύει τη θέση των δανειοληπτών έναντι αυθαίρετων καταγγελιών και επαναφέρει στο προσκήνιο τη σημασία της καλόπιστης συμπεριφοράς εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών φορέων.
Η απόφαση 1221/2025 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αποτελεί μια ιδιαίτερης σημασίας δικαστική κρίση για τις τραπεζικές πρακτικές και τα όρια άσκησης των δικαιωμάτων των πιστωτών. Σε μια εποχή όπου οι καταγγελίες δανειακών συμβάσεων και οι διαταγές πληρωμής εκδίδονται μαζικά, το δικαστήριο προχώρησε στην ακύρωση διαταγής πληρωμής ύψους 4,5 εκατομμυρίων ευρώ, κρίνοντας ότι η καταγγελία της σύμβασης από την τράπεζα ήταν καταχρηστική και άκυρη.
Με την αιτιολόγησή του, το δικαστήριο ενισχύει τη σημασία των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, ιδιαίτερα στις διαρκείς πιστωτικές σχέσεις, κάνοντας αναλυτική μνεία στο άρθρο 281 ΑΚ.
Το ιστορικό της υπόθεσης: Από το δάνειο των 10 εκατομμυρίων στη διαταγή πληρωμής των 4,5 εκατομμυρίων
Η υπόθεση ξεκινά το 2008, όταν ανώνυμη εταιρεία με έδρα την Κηφισιά συνήψε με τραπεζικό ίδρυμα σύμβαση κοινού ομολογιακού δανείου ύψους 10.000.000 ευρώ. Ως εξασφαλίσεις, είχαν παρασχεθεί τόσο προσωπικές εγγυήσεις από φυσικά πρόσωπα όσο και εμπράγματες εξασφαλίσεις – μεταξύ αυτών, προσημείωση υποθήκης και εκχώρηση των μισθωμάτων ακινήτου στην Κηφισιά. Το ακίνητο αυτό ενοικιάστηκε με ελάχιστο εγγυημένο μίσθωμα 17.170 ευρώ το μήνα, το οποίο κατευθυνόταν απευθείας σε τραπεζικό λογαριασμό για την εξυπηρέτηση του δανείου.
Ωστόσο, η τράπεζα προχώρησε το 2023 στην καταγγελία της σύμβασης και στην έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της εκδότριας και των εγγυητών για το ποσό των 4.500.000 ευρώ. Η διαταγή αυτή εκδόθηκε με βάση την καταγγελία λόγω ληξιπρόθεσμου υπολοίπου ύψους 129.194 ευρώ. Όπως αναφέρεται, «με την από 13-03-2023 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της […] καταγγέλλει την ως άνω Σύμβαση Ομολογιακού Δανείου, και τους κάλεσε να της καταβάλουν τη συνολική οφειλή τους ποσού ευρώ 7.114.461,23».
Το δικαστήριο επανειλημμένως επισημαίνει τη σημασία της καλής πίστης και της προστασίας του οφειλέτη στις τραπεζικές σχέσεις.
Οι οφειλέτες προσέφυγαν με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι πως η καταγγελία της σύμβασης και η έκδοση της διαταγής πληρωμής ήταν νομικά και ουσιαστικά αβάσιμες.
Οι ισχυρισμοί των διαδίκων: Καταγγελία χωρίς προειδοποίηση και με επαρκείς εξασφαλίσεις
Από την πλευρά των ανακοπτόντων, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η συμπεριφορά της τράπεζας ήταν προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν, «η καθ’ ης η ανακοπή προέβη στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης χωρίς να έχει ίδιον συμφέρον από την καταγγελία αυτή, καθόσον οι απαιτήσεις της ήταν πλήρως εξασφαλισμένες τόσο με την εκχώρηση σε αυτήν των μισθωμάτων ενός ακινήτου […] όσο και με την αξία του ως άνω ακινήτου, επί του οποίου υφίσταται υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή εμπράγματη ασφάλεια».
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία προειδοποίηση από την τράπεζα προς τους οφειλέτες: «Στην προκείμενη περίπτωση δεν ενημέρωσε τους ανακόπτοντες για το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών ούτε τους κάλεσε να τις εξοφλήσουν, παρά προέβη άμεσα στο κλείσιμο του λογαριασμού».
Από την άλλη, η τράπεζα υποστήριξε την εγκυρότητα της καταγγελίας, παραθέτοντας τις διατάξεις της σύμβασης και την ύπαρξη καθυστέρησης στην πληρωμή.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Στην εκτενή του αιτιολογία, το δικαστήριο επανειλημμένως επισημαίνει τη σημασία της καλής πίστης και της προστασίας του οφειλέτη στις τραπεζικές σχέσεις.
Όπως τονίζεται, «η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους […] ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες».
Το δικαστήριο έκρινε ότι η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας ήταν καταχρηστική, μεταξύ άλλων επειδή:
- η τράπεζα δεν ενημέρωσε προηγουμένως τους οφειλέτες για την οφειλή,
- είχε ήδη εισπράξει μισθώματα ύψους 68.680 ευρώ, τα οποία δεν αφαίρεσε από τη ληξιπρόθεσμη οφειλή,
- το δάνειο ήταν επαρκώς εξασφαλισμένο και η μηνιαία καταβολή από τα μισθώματα υπερέβαινε τη δόση.
Όπως υπογραμμίζει η απόφαση:
«Η ενέργεια της καθ’ ης η ανακοπή να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση ήταν καταχρηστική (281 ΑΚ) και ως τέτοια απαγορευμένη, άκυρη (174 ΑΚ) και θεωρούμενη ως μη γενόμενη (180 ΑΚ)». Συνεπώς, «ελλείπει […] η ουσιαστική και διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής».
Καταλήγοντας, το δικαστήριο ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και καταδίκασε την τράπεζα στα δικαστικά έξοδα ύψους 33.700 ευρώ.
Συμπερασματικά
Η εν λόγω απόφαση αναδεικνύει με σαφήνεια ότι ακόμη και όταν ένας πιστωτής έχει συμβατικά δικαιώματα καταγγελίας και εκτέλεσης, η άσκησή τους δεν είναι απεριόριστη, καθώς είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, όπως επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Η απόφαση υπενθυμίζει ότι η τραπεζική πρακτική οφείλει να λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά των οφειλετών, την συνέπειά τους και κυρίως τις εξασφαλίσεις που ήδη υφίστανται.
Πρόκειται για μία νομολογιακή εξέλιξη που ενισχύει τη θέση των δανειοληπτών έναντι αυθαίρετων καταγγελιών και επαναφέρει στο προσκήνιο τη σημασία της καλόπιστης συμπεριφοράς εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών φορέων, αποτελώντας σαφές όριο απέναντι σε πρακτικές που παραγνωρίζουν τη θεμιτή εμπιστοσύνη και τη συνεργατικότητα που οφείλει να διέπει τις πιστωτικές σχέσεις.