ΑΠΟΦΑΣΗ
Radelić κατά Κροατίας της 13.05.2025 (προσφ. αριθ. 12432/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προϊόντα εγκλήματος που αποκτήθηκαν από εταιρεία, η οποία πτώχευσε και έπαψε να υφίσταται, κατασχέθηκαν από τον διευθυντή και μοναδικό μέτοχό της, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για το ποινικό αδίκημα της απάτης με σκοπό την απόκτηση παράνομου κέρδους προς όφελος της εταιρείας. Ο εγχώριος ποινικός κώδικας δεν προέβλεπε τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος από το δράστη εάν αποκτήθηκαν προς όφελος άλλου (φυσικού ή νομικού) προσώπου. Εν προκειμένου ο κατηγορούμενος ήταν διαφορετικό πρόσωπο από το ωφεληθέν νομικό πρόσωπο. Έτσι κατά το ΕΔΔΑ η επιβολή του μέτρου της δήμευσης στον προσφεύγοντα δεν ήταν προβλέψιμη βάσει του εσωτερικού δικαίου και δεν συνάδει με τη φύση του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργο η επέμβαση στην περιουσία του προσφεύγοντος δεν «προβλεπόταν από το νόμο».
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1973 και ζει στο Σπλιτ. Ηταν ο μοναδικός μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης Radelić d.o.o. Στις 12 Νοεμβρίου 2010 το Εμπορικό Δικαστήριο του Split κίνησε διαδικασία πτώχευσης κατά της παραπάνω εταιρείας, η οποία ολοκληρώθηκε στις 12.12.2010. Στις 04.03.2011 η εταιρεία διαγράφηκε από το μητρώο εμπορικών εταιρειών και, ως εκ τούτου, έπαψε να υφίσταται.
Ποινικές διαδικασίες
Στις 4 Μαρτίου 2011 η Εισαγγελία του Δήμου Split απήγγειλε στον προσφεύγοντα κατηγορίες ενώπιον του Δημοτικού Δικαστηρίου Split για τα ποινικά αδικήματα της επιχειρηματικής απάτης και της πλαστογραφίας εγγράφων. Το κατηγορητήριο ισχυριζόταν ότι μεταξύ 27.08.2003 και 26.02.2004 είχε – προκειμένου να αποκομίσει σημαντικό περιουσιακό όφελος για την εταιρεία – προσκομίσει σε τράπεζα 36 επιταγές από τράπεζες του εξωτερικού προς εξαργύρωση, ισχυριζόμενος ψευδώς ότι είχαν εκδοθεί ως πληρωμή για υπηρεσίες που παρείχε στο εξωτερικό.
Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2014 το Δημοτικό Δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα ένοχο για πλαστογραφία εγγράφων και τον καταδίκασε σε φυλάκιση ενάμισι έτους. Το δικαστήριο ανέστειλε την ποινή για τέσσερα έτη υπό τον όρο να μην διαπράξει περαιτέρω αδικήματα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Τον απάλλαξε από την κατηγορία της επιχειρηματικής απάτης.
Κατόπιν εφέσεων του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο του Split, με απόφαση της 7 Οκτωβρίου 2014, απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε την καταδίκη του για πλαστογραφία εγγράφων. Έκανε δεκτή την έφεση της Εισαγγελίας, ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε την αθώωση του προσφεύγοντος για απάτη και παρέπεμψε την υπόθεση στο Δημοτικό Δικαστήριο του Split για εκ νέου εκδίκαση.
Με απόφαση της 13ς Απριλίου 2017 το Δημοτικό Δικαστήριο του Split έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για επιχειρηματική απάτη και τον καταδίκασε σε φυλάκιση ενός έτους με τετραετή αναστολή υπό τον όρο να μην διαπράξει περαιτέρω αδικήματα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Επιπλέον, το δικαστήριο διέταξε να κατασχεθούν από αυτόν 854.743,39 κροατικές κορώνες (HRK – που αντιστοιχούσαν σε 113.440 ευρώ) ως προϊόν εγκλήματος και να καταβληθούν στον κρατικό προϋπολογισμό εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης. Εάν δεν το έπραττε, η ποινή του με αναστολή θα ανακαλείτο και θα αντικαθίστατο με φυλάκιση.
Στην απάντησή της, η Εισαγγελία του Δήμου αντιτάχθηκε στην έφεση και υποστήριξε ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να διατηρηθεί.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2017 η έφεση του προσφεύγοντος και η απάντηση του Municipal State Attorney’s Office εξετάστηκαν από επιτροπή του Split County Court. Κατά την ακροαματική διαδικασία, ένας εκπρόσωπος της Εισαγγελίας του Split υποστήριξε ότι η έφεση του προσφεύγοντος θα πρέπει να γίνει δεκτή και η πρωτόδικη απόφαση να ακυρωθεί λόγω σοβαρών παραβάσεων των κανόνων ποινικής δικονομίας.
Με απόφαση που εξέδωσε την ίδια ημέρα, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Split απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.
Με επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 2017, η Εισαγγελία της κομητείας Split πρότεινε στον επικεφαλής εισαγγελέα να κατατεθεί αίτηση αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο (υπέρ του προσφεύγοντος, διότι το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσαν εσφαλμένα τον νόμο σε βάρος του. Υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί για κανένα από τα δύο αδικήματα για τα οποία είχε κριθεί ένοχος και ότι, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση δήμευσης ήταν αντίθετη προς το νόμο.
Ο Ανώτατος Εισαγγελέας δεν υπέβαλε ποτέ την προτεινόμενη αίτηση για αναίρεση.
Στις 28 Νοεμβρίου 2017 ο προσφεύγων άσκησε συνταγματική προσφυγή κατά της απόφασης του Νομαρχιακού Δικαστηρίου Split της 28ης Σεπτεμβρίου 2017. Όσον αφορά την απόφαση δήμευσης, επανέλαβε, κατά λέξη, τα επιχειρήματα που προέβαλε στην έφεσή του της 29ης Μαΐου 2017 και επικαλέστηκε το άρθρο 48 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα περιουσίας.
Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021 το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την συνταγματική προσφυγή, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η δήμευση των προϊόντων εγκλήματος από τον ίδιο προσωπικά δεν παραβίασε το δικαίωμα ιδιοκτησίας του. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον εκπρόσωπο του προσφεύγοντος στις 25 Οκτωβρίου 2021.
Διαδικασία εκτέλεσης
Με έγγραφα της 26ης Οκτωβρίου 2017 και της 18ης Ιουνίου 2021 το Δημοτικό Δικαστήριο του Split κάλεσε τον προσφεύγοντα να καταβάλει το ποσό που υπόκειται σε δήμευση στον κρατικό προϋπολογισμό. Στις 21 Νοεμβρίου 2022 το Δημοτικό Δικαστήριο ενημέρωσε την Εισαγγελία του Δήμου Split ότι δεν το είχε πράξει.
Στις 17 Ιανουαρίου 2023 η Δημοτική Εισαγγελία του Split υπέβαλε αίτηση για εκτέλεση της απόφασης δήμευσης στον εγχώριο οργανισμό πληρωμών FINA, ζητώντας του να εισπράξει το ποσό που αντιστοιχεί στα προϊόντα εγκλήματος από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του προσφεύγοντος και να το μεταφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό. Φαίνεται ότι η απόφαση δήμευσης παρέμεινε ανεκτέλεστη λόγω ανεπαρκών κεφαλαίων στους τραπεζικούς λογαριασμούς του.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, εάν το εσωτερικό δίκαιο προβλέπει διάφορα παράλληλα ένδικα μέσα σε διαφορετικούς τομείς δικαίου, ο προσφεύγων που έχει επιδιώξει να επιτύχει επανόρθωση για μια φερόμενη παραβίαση της Σύμβασης μέσω ενός από αυτά δεν υποχρεούται κατ’ ανάγκη να χρησιμοποιήσει και άλλα που έχουν ουσιαστικά τον ίδιο στόχο (βλ. Zustović κατά Κροατίας της 22.04.2021, αριθ. προσφ. 27903/15, § 77).
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων άσκησε έφεση και συνταγματική προσφυγή κατά της απόφασης δήμευσης . Η Κυβέρνηση δεν υποστήριξε ότι τα εν λόγω ένδικα μέσα ήταν αναποτελεσματικά. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί η αποτελεσματικότητα των ένδικων μέσων που επικαλείται η τελευταία, ο προσφεύγων δεν ήταν υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιήσει και να ακολουθήσει ακόμη μία οδό δυνητικής προσφυγής.
Επομένως, η ένσταση της Κυβέρνησης σχετικά με την μη εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων πρέπει να απορριφθεί.
Η ιδιότητα του προσφεύγοντος ως θύματος και η υποτιθέμενη έλλειψη σημαντικού μειονεκτήματος.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι κινήθηκε διαδικασία εκτέλεσης κατά του προσφεύγοντος και ότι η απόφαση δήμευσης παρέμεινε μέχρι στιγμής ανεκτέλεστη μόνον λόγω έλλειψης κεφαλαίων στους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Σημείωσε περαιτέρω ότι, σύμφωνα με το κροατικό δίκαιο, η δήμευση προϊόντων εγκλήματος δεν υπόκειται σε καμία παραγραφή.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο θεώρησε προφανές ότι ο προσφεύγων μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν θύμα της καταγγελλόμενης παραβίασης και ότι το μειονέκτημα που υπέστη δεν μπορεί να θεωρηθεί ασήμαντο. Έτσι, απέρριψε την σχετική ένσταση της Κυβέρνησης.
Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η παρούσα προσφυγή δεν ήτανούτε προδήλως αβάσιμη ούτε απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο που απαριθμείται στο άρθρο 35 της Σύμβασης. Συνεπώς, την κήρυξε παραδεκτή.
Επί της ουσίας
Τα μέρη δεν αμφισβήτησαν ότι η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να δημεύσουν τα προϊόντα εγκλήματος από τον προσφεύγοντα συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμά του για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του. Το Δικαστήριο δεν βλέπει κανέναν λόγο να κρίνει το αντίθετο.
Όσον αφορά το ποιος από τους κανόνες του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου εφαρμόζεται, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το μέτρο της δήμευσης στην παρούσα υπόθεση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 εδάφιο β’ του Πρώτου Πρωτοκόλλου, το οποίο, μεταξύ άλλων, επιτρέπει στα συμβαλλόμενα κράτη να ελέγχουν τη χρήση περιουσίας για την εξασφάλιση της καταβολής ποινών. Θεώρησε περαιτέρω ότι δεν ήταν αναγκαίο να προσδιοριστεί αν η απόφαση δήμευσης αποτελούσε «ποινή» ή αν η προκύπτουσα παρέμβαση έπρεπε να εξεταστεί από την άποψη του δικαιώματος του κράτους «να ελέγχει τη χρήση της περιουσίας» (βλ. Frizen κατά Ρωσίας της 24.03.2005, αριθ. 58254/00, § 31 και Sud Fondi S.r.l. κ.α. κατά Ιταλίας της 20.01.2009, αριθ. 75909/01, §§ 128-29).
Το Δικαστήριο περαιτέρω εξέτασε αν η εν λόγω παρέμβαση ήταν νόμιμη, προς το δημόσιο συμφέρον και αν επέφερε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος (βλ. Yordanov κ.α. κατά Βουλγαρίας της 26.09.2023, αριθ. 265/17 και 26473/18, § 98).
Όσον αφορά τη νομιμότητα της επέμβασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια στήριξαν το μέτρο της δήμευσης που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα στο άρθρο 77 του ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 252 παρ. 5 του νόμου περί εμπορικών εταιρειών.
Η Κυβέρνηση, πέραν των εν λόγω διατάξεων, αναφέρθηκε στο άρθρο 10 παρ. 3 του νόμου περί εμπορικών εταιρειών, μια διάταξη σχετικά με τη διάτρηση του εταιρικού πέπλου, την οποία θεώρησε επίσης συναφή. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη του τη διάταξη αυτή, διότι τα εθνικά δικαστήρια δεν αναφέρθηκαν σε αυτήν.
Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι η ύπαρξη νομικής βάσης δεν αρκεί από μόνη της για την ικανοποίηση της αρχής της νομιμότητας. Όταν γίνεται λόγος για «νόμο», το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου παραπέμπει σε μια έννοια που περιλαμβάνει το ισχύον δίκαιο καθώς και τη νομολογία και συνεπάγεται ποιοτικές απαιτήσεις, ιδίως εκείνες της προσβασιμότητας και της προβλεψιμότητας (βλ. μεταξύ πολλών, Imeri, § 69, και Yaylalı, § 43). Αυτές οι ποιοτικές απαιτήσεις πρέπει να πληρούνται τόσο όσον αφορά τον ορισμό του αδικήματος όσο και την ποινή που επισύρει το αδίκημα, πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι τα αδικήματα και οι σχετικές ποινές πρέπει να ορίζονται σαφώς από τον νόμο.
Ειδικότερα, ο νόμος είναι «προβλέψιμος» όταν ένα άτομο είναι σε θέση – εν ανάγκη με την κατάλληλη συμβουλή – να προβλέψει, σε βαθμό εύλογο υπό τις περιστάσεις, τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει μια συγκεκριμένη πράξη και όταν παρέχει ένα μέτρο προστασίας από αυθαίρετες παρεμβάσεις των δημόσιων αρχών και από την εκτεταμένη εφαρμογή ενός περιορισμού σε βάρος οποιουδήποτε μέρους (βλ. Centro Europa 7 S.r.l. και Di Stefano κατά Ιταλίας [GC], αριθ. 38433/09, §§ 141 και 143).
Στην προκειμένη υπόθεση, το μέτρο της δήμευσης επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα σε σχέση με το ποινικό αδίκημα της επιχειρηματικής απάτης, αδίκημα για το οποίο ένα από τα συστατικά στοιχεία είναι η απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους για την εταιρεία που εκπροσωπεί ο δράστης. Αυτό σημαίνει ότι τα προϊόντα του εγκλήματος αποκτήθηκαν προς όφελος της εταιρείας, της οποίας ο προσφεύγων ήταν διευθυντής και μοναδικός μέτοχος, και όχι για προσωπικό του όφελος. Επιπλέον, τα εν λόγω δικαστήρια δεν έλαβαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα έσοδα από το έγκλημα είχαν μεταβιβαστεί ανά πάσα στιγμή στον προσφεύγοντα ή αν είχε επωφεληθεί οικονομικά από αυτά.
Ο Ποινικός Κώδικας δεν περιέχει ειδικές διατάξεις που να επιτρέπουν τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος από το δράστη, εάν αυτά είχαν αποκτηθεί προς όφελος άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Επομένως, φαίνεται ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο τα εγχώρια ποινικά δικαστήρια στην παρούσα υπόθεση διέταξαν τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος από τον ίδιο τον προσφεύγοντα ήταν επειδή η εταιρεία για την οποία είχε αποκτήσει το παράνομο περιουσιακό όφελος είχε εν τω μεταξύ παύσει να υφίσταται. Εάν συνέβαινε το αντίθετο, τα έσοδα θα είχαν δημευθεί από την ίδια την εταιρεία.
Προκειμένου να δικαιολογήσει τη δήμευση υπό τις συγκεκριμένες αυτές περιστάσεις, και ελλείψει ειδικής διάταξης του Ποινικού Κώδικα, το εθνικό δικαστήριο επικαλέστηκε το άρθρο 252(5) του νόμου περί εμπορικών εταιρειών, το οποίο έκρινε εφαρμοστέο κατ’ αναλογία.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό ότι η Κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να παράσχει στο Δικαστήριο κανένα σχετικό παράδειγμα νομολογίας που να αποδεικνύει ότι τα ποινικά δικαστήρια είχαν εφαρμόσει το άρθρο 252(5) του νόμου περί εμπορικών εταιρειών στο πλαίσιο της δήμευσης προϊόντων εγκλήματος. Ενώ παρέθεσαν αρκετά παραδείγματα υποθέσεων στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια είχαν εφαρμόσει τη διάταξη αυτή, μόνο ένα από αυτά τα παραδείγματα αφορούσε την εφαρμογή της από τα ποινικά δικαστήρια, αλλά δεν ήταν σχετικό, διότι αφορούσε την επιδίκαση αποζημίωσης στο θύμα του ποινικού αδικήματος (ζημιωθέντα) και όχι τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος.
Φυσικά, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να ήταν για πρώτη φορά στην περίπτωση του προσφεύγοντος που τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν την προαναφερθείσα διάταξη του νόμου περί εμπορικών εταιρειών στο πλαίσιο της δήμευσης. Η απαίτηση της προβλεψιμότητας δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ότι απαγορεύει τη σταδιακή αποσαφήνιση των κανόνων μέσω δικαστικής ερμηνείας από περίπτωση σε περίπτωση, υπό την προϋπόθεση ότι η προκύπτουσα εξέλιξη παραμένει συνεπής με την ουσία της εν λόγω διάταξης και μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί (βλ. The J. Paul Getty Trust and Others κατά Ιταλίας της 02.05.2024, αριθ. 35271/19, § 297, και Kopytok κατά Ρωσίας της 15.01.2019, αριθ. 48812/09, § 34).
Ωστόσο, σύμφωνα με το κροατικό δίκαιο, η δήμευση των προϊόντων εγκλήματος περιορίζεται σε άτομα που έχουν λάβει άμεσα ή έμμεσα οικονομικά οφέλη από αυτά. Αυτό περιλαμβάνει το πρόσωπο στην περιουσία του οποίου έχουν περιέλθει τα έσοδα, το δράστη του εγκλήματος ή οποιοδήποτε άτομο στο οποίο έχουν μεταφερθεί τα έσοδα ή το οποίο έχει αποκομίσει με άλλον τρόπο οικονομικό όφελος από αυτά. Αυτό σημαίνει ότι, όπως και σε πολλές άλλες δικαιοδοσίες, το μέτρο μοιάζει περισσότερο με αδικαιολόγητο πλουτισμό παρά με αδικοπρακτική ευθύνη κατά το αστικό δίκαιο (βλ. Ulemek κατά Σερβίας της 02.02.2021 (dec.), αριθ. 41680/13, § 53 και Dassa Foundation κ.α. κατά Λιχτενστάιν της 10.07.2007 (dec.), αριθ. 696/05).
Συνεπώς, η εφαρμογή του άρθρου 252 παρ. 5 του νόμου περί εμπορικών εταιρειών, το οποίο προβλέπει την αδικοπρακτική ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου μιας εμπορικής εταιρείας έναντι των πιστωτών, σε συνδυασμό με το άρθρο 77 του ΠΚ, το οποίο προβλέπει τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος, δεν συνάδει με τη φύση του εν λόγω μέτρου και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να προβλεφθεί, ακόμη και κατ’ αναλογία. Το να γίνει αυτό στην περίπτωση του προσφεύγοντος ήταν επίσης ασυμβίβαστο με τη φύση του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε.
Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν για να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να συμπεράνει ότι η επιβολή του μέτρου της δήμευσης, δεν ήταν προβλέψιμη. Κατά συνέπεια, η επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα του προσφεύγοντος δεν ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο», όπως απαιτεί το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Η διαπίστωση αυτή καθιστούσε περιττή την περαιτέρω εξέταση του κατά πόσον η εν λόγω επέμβαση επιδίωκε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και κατά πόσον ήταν ανάλογη προς τον σκοπό αυτό.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη Ικανοποίηση: H διαπίστωση της παραβίασης συνιστούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων.
Τo ΕΔΔΑ έκρινε ότι το εναγόμενο κράτος πρέπει να διασφαλίσει ότι η περιουσία του προσφεύγοντος δεν θα υπόκειται σε περαιτέρω εκτέλεση της απόφασης δήμευσης του Δημοτικού Δικαστηρίου του Split της 13.04. 2017, η οποία δεν ήταν σύμφωνη με τη Σύμβαση και να αποζημιώσει τον προσφεύγοντα για κάθε περιουσιακή ζημία που ενδεχομένως υπέστη λόγω της εκτέλεσης της απόφασης αυτής.