ΑΠΟΦΑΣΗ
Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης κατά Ελλάδας της 06.05.2025 (προσφ. αριθ. 13959/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα κοινότητα άσκησε αναγνωριστική αγωγή κατά του ελληνικού δημοσίου για να αναγνωριστεί ως αποκλειστική ιδιοκτήτρια ενός οικοπέδου, η κυριότητα του οποίου μεταβιβάστηκε σ΄ αυτήν το 1934. Η αγωγή απορρίφθηκε αμετάκλητα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία του Αρείου Πάγου της εγχώριας νομοθεσίας και η εφαρμογή της στην υπόθεση αυτή δεν ήταν προβλέψιμη. Δεν ήταν εύλογο να περιμένει κανείς ότι η προσφεύγουσα θα γνώριζε ότι το ακίνητο που είχε ήδη περιέλθει στην ιδιοκτησία της το 1934 θα επηρεαζόταν το 1950 και το 1955 από θεσπισθείσα μεταγενέστερη νομοθεσία. Η Ισραηλιτική Κοινότητα δεν μπορούσε να προβλέψει την αλλαγή της στάσης του κράτους όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου οικοπέδου, ούτε μπορούσε να προβλέψει την αλλαγή της ερμηνείας που έδωσε στη νομοθεσία ο Άρειος Πάγος μόλις το 2019 παρά την ύπαρξη αντίθετης προγενέστερης νομολογίας για το ίδιο ζήτημα.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου υπήρξε έλλειψη συνέπειας στις ενέργειες του κράτους κατά τη διάρκεια των ετών σε αντίθεση με την αρχή της «χρηστής διακυβέρνησης». Κατά τον τρόπο αυτό η προσβαλλόμενη παρέμβαση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (παραβίαση σεβασμού της ιδιοκτησίας) και επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 40.000 ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η οποία ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα το 1920 και εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Μετά από μια πυρκαγιά το 1917 που κατέστρεψε το κέντρο της πόλης, το οποίο για αιώνες είχε φιλοξενήσει την Ισραηλιτική κοινότητα, μια μεγάλη έκταση στο κέντρο απαλλοτριώθηκε τον Δεκέμβριο του 1920 για να στεγάσει Εβραίους των οποίων η περιουσία είχε καταστραφεί. Ένα από τα απαλλοτριωμένα οικόπεδα, το υπ’ αριθμ. 26, το οποίο ήταν περίπου 7.400 τ.μ. και ανήκε στον I.S.M., Ιταλό πολίτη Ισραηλιτικής καταγωγής. Η προσφεύγουσα κατέβαλε το ποσό που είχε οριστεί το 1934 ως προσωρινή αποζημίωση για την απαλλοτρίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στο όνομα του πρώην ιδιοκτήτη και δημοσιεύθηκε ανακοίνωση της πληρωμής αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Μετά την εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, τα ακίνητα που ανήκαν σε Ιταλούς πολίτες θεωρήθηκαν ως εχθρικές περιουσίες και τέθηκαν σε μεσεγγύηση.
Μετά από συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε μεταξύ της Ιταλίας και των Συμμάχων και επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 1947, οι υπογράφοντες εξουσιοδοτήθηκαν να κατάσχουν και να διαθέσουν τις εχθρικές περιουσίες. Οι ελληνικές αρχές διόρισαν επιτρόπους για τη διαχείριση των περιουσιών αυτών, στη συγκεκριμένη περίπτωση διορίστηκαν δύο επίτροποι για το οικόπεδο με αριθ. 26.
Καθώς ο I.S.M. είχε εκτελεστεί από τους Ναζί τον Νοέμβριο του 1943, οι κληρονόμοι του κατέθεσαν αιτήσεις το 1952 ζητώντας τον καθορισμό του οριστικού ποσού της αποζημίωσης για το οικόπεδο 26 και το ποσό καθορίστηκε από το Εφετείο Θεσσαλονίκης το 1957. Την ίδια περίπου εποχή, τον Ιούνιο του 1957, οι δύο επίτροποι εξέδωσαν έκθεση σχετικά με την παράδοση του μισού οικοπέδου στο κράτος. Η Ισραηλιτική κοινότητα κατέβαλε το άλλο μισό της οφειλόμενης οριστικής αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το 1969. Το ελληνικό κράτος είχε δηλώσει στην προσφεύγουσα κοινότητα, τον Δεκέμβριο του 1955, να μην καταβάλει την αποζημίωση σε τρεις από τους κληρονόμους, καθώς αναλάμβανε το δικαίωμά τους για αποζημίωση μετά από το με αριθμ. 4/13.05.1955 ΒΔ, το οποίο επέκτεινε ένα νόμο του 1950 (Ν.1530/1950) στις ιταλικές ιδιοκτησίες, μεταφέροντας έτσι τις σχετικές ιδιοκτησίες των Ιταλών πολιτών στο Ελληνικό Δημόσιο «χωρίς άλλες διατυπώσεις». Το ΒΔ προέβλεπε τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή αντιρρήσεων από τρίτους που διεκδικούν δικαιώματα ιδιοκτησίας. Τον Ιανουάριο του 1966, το Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε αίτηση για την οριστική αποζημίωση που όφειλε να καταβάλει η κυβέρνηση. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης καθόρισε την οριστική τιμή το 1973, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από το φάκελο της προσφεύγουσας κοινότητας αν ακολούθησε κάποια διαδικασία μετά την απόφαση αυτή.
Σύμφωνα με την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, αυτή είχε ασκήσει πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του οικοπέδου – συμπεριλαμβανομένης της πώλησης, της μίσθωσης και της κατασκευής σε αυτό – μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, όταν το ελληνικό κράτος άρχισε να προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς σχετικά με την κυριότητα. Σε απάντηση, η προσφεύγουσα άσκησε αναγνωριστική αγωγή κατά του ελληνικού Δημοσίου στις 7 Φεβρουαρίου 1981, με σκοπό να εξασφαλίσει αναγνώριση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας της. Ειδικότερα, αναφέρθηκε στην απαλλοτρίωση του 1920, η οποία, για το οικόπεδο με αριθ. 26, είχε ολοκληρωθεί το 1934, με την καταβολή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων του ποσού που είχε οριστεί ως προσωρινή αποζημίωση.
Ισχυρίστηκε ότι η απόκτηση έγινε με τη μέθοδο του usucapio (δηλαδή, κυριότητα που αποκτήθηκε με τη διάρκεια της κατοχής), δεδομένου ότι, μεταξύ 1920 και 1955, χρησιμοποιούσε το ακίνητο χωρίς διακοπή για περισσότερα από 30 έτη – που ήταν η ελάχιστη περίοδος που απαιτούσε ο νόμος της εποχής για το usucapio. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι το ελληνικό δημόσιο δεν είχε αποκτήσει κανένα δικαιώματα ιδιοκτησίας από τους κληρονόμους του I.S.M., δεδομένου ότι το 1955 το οικόπεδο ανήκε ήδη στην Ισραηλιτική κοινότητα. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε δικαίωμα να λάβει οποιαδήποτε αποζημίωση, δεδομένου ότι δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια από το 1955 για να διεκδικήσει την κυριότητά της επί του οικοπέδου.
Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 1983 και τον Απρίλιο του 1999. Το Δεκέμβριο του 1999, το εγχώριο δικαστήριο έκρινε ότι η Ισραηλιτική Κοινότητα είχε αποκτήσει δικαιώματα ιδιοκτησίας μέσω usucapio πριν από τη θέσπιση του ΒΔ με αριθμ. 4/12.5.1955, δεδομένου ότι είχε καταλάβει το οικόπεδο καλή τη πίστει και ως ιδιοκτήτρια (με καλή πίστη και διάνοια κυρίου) από το 1921 – δηλαδή για περισσότερα από 30 χρόνια. Το γεγονός ότι η κοινότητα είχε ενεργήσει ως ιδιοκτήτρια αποδεικνύεται από διάφορες οικοδομικές εργασίες που είχε πραγματοποιήσει, από τους φόρους που κατέβαλε, καθώς και από τις πωλήσεις και τις μισθώσεις τμημάτων του οικοπέδου που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1950.
Μετά από έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, τον Ιούλιο του 2005 το Εφετείο Θεσσαλονίκης επιβεβαίωσε ότι η Ισραηλιτική κοινότητα είχε αποκτήσει δικαιώματα ιδιοκτησίας επί του εν λόγω οικοπέδου δυνάμει usucapio – αλλά μόνο όσον αφορά ένα τμήμα έκτασης 4.588 τ.μ. και όχι ολόκληρο το οικόπεδο έκτασης 7.332,94 τ.μ. (το οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε επιδικάσει).
Στη συνέχεια ασκήθηκε αναίρεση και ο Άρειος Πάγος ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου Θεσ/νίκης τον Μάρτιο του 2008 με την αιτιολογία ότι το δικαστήριο αυτό δεν είχε εξετάσει το επιχείρημα (το οποίο δεν είχε προβληθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) που προέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο ότι η 30ετης περίοδος χρησικτησίας είχε διακοπεί το 1947, όταν το ελληνικό Δημόσιο είχε διορίσει επιτρόπους και ότι, προκειμένου να διασφαλίσει τα ιδιοκτησιακά της δικαιώματα επί του εν λόγω οικοπέδου, η προσφεύγουσα κοινότητα όφειλε να ζητήσει την αναγνώριση των δικαιωμάτων αυτών κατά τη διάρκεια της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπουν οι νόμοι του 1950 και 1955. Παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Τον Απρίλιο του 2016 το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση του δημοσίου, κρίνοντας ότι η Ισραηλιτική κοινότητα όφειλε να είχε ζητήσει την αναγνώριση των ιδιοκτησιακών της δικαιωμάτων επί του οικοπέδου εντός της τρίμηνης προθεσμίας, δεδομένου ότι το ελληνικό κράτος είχε δηλώσει, με τον διορισμό των επιτρόπων του , την πρόθεσή του να ασκήσει τα δικαιώματά του. Απέρριψε την αρχική αναγνωριστική αγωγή του 1981 με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα κοινότητα δεν είχε διεκδικήσει τα ιδιοκτησιακά της δικαιώματα εντός της προθεσμίας που προέβλεπε ο νόμος του 1955.
Τον Οκτώβριο του 2016 η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο, και υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το Εφετείο παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημά της ότι – σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του αν είχε αποκτήσει ή όχι το εν λόγω οικόπεδο μέσω του usucapio – είχε αποκτήσει τίτλο κυριότητας επί του εν λόγω οικοπέδου με την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης μέσω της καταβολής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το 1934 του ποσού που είχε οριστεί ως προσωρινή αποζημίωση και με τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της πληρωμής αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αυτό σήμαινε ότι τυχόν ιδιοκτησιακά δικαιώματα άλλων προσώπων είχαν παύσει να υφίστανται το 1934 και ότι το εν λόγω οικόπεδο δεν μπορούσε επομένως να θεωρηθεί ότι αποτελούσε «εχθρική ιδιοκτησία» – και ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν υπό κατάσχεση κατά τη διάρκεια της θητείας των επιτρόπων (1947-1957). Η προσφεύγουσα κοινότητα υποστήριξε περαιτέρω ότι η τρίμηνη προθεσμία ήταν πολύ σύντομη και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε λάβει καμία ειδοποίηση ότι το οικόπεδο θα κατασχεθεί.
Τον Μάρτιο του 2018 ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημα της κοινότητας ότι η απαλλοτρίωση είχε ήδη ολοκληρωθεί το 1934 και ότι έτσι απέκτησε τίτλο κυριότητας επί του εν λόγω οικοπέδου – δεν θα μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί εχθρική ιδιοκτησία και να δημευθεί. Το δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι έπρεπε να εξετάσει την αρχική αναγνωριστική αγωγή του 1981 της προσφεύγουσας επί της ουσίας και να εκδώσει αμετάκλητη απόφαση επί αυτής.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αρχική αναγνωριστική αγωγή της ενάγουσας. Αναγνώρισε ότι η απαλλοτρίωση του 1920 είχε οριστικοποιηθεί το 1934 (με την καταβολή του ποσού που ορίστηκε ως προσωρινή αποζημίωση στο όνομα του πρώην ιδιοκτήτη και με τη δημοσίευση της επίσημης ανακοίνωσης), και ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας του οικοπέδου με αριθ. 26 είχε πράγματι μεταβιβαστεί στην προσφεύγουσα κοινότητα κατά το χρόνο εκείνο, με αποτέλεσμα την κατάργηση κάθε άλλου δικαιώματος ιδιοκτησίας του I.S.M. (και οποιουδήποτε άλλου). Ωστόσο, έκρινε ότι, δεδομένου ότι το ελληνικό Δημόσιο είχε δεσμεύσει το εν λόγω οικόπεδο το 1947, όταν είχε διορίσει επιτρόπους για τη διαχείριση του οικοπέδου, και οι επίτροποι είχαν στη συνέχεια παραδώσει το ήμισυ του οικοπέδου στο Δημόσιο στις 21 Ιουνίου 1957, η προσφεύγουσα κοινότητα θα έπρεπε να είχε διεκδικήσει την κυριότητα του οικοπέδου με προσφυγή εντός της τρίμηνης προθεσμίας που όριζε ο Ν. 1530/1950.
Βασιζόμενο στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης κατήγγειλε ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου τους στέρησε την περιουσία τους. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ενημερωθεί για τον διορισμό των επιτρόπων το 1947, και παρέμεινε ανενημέρωτη για τον διορισμό τους, καθώς ούτε οι επίτροποι ούτε κανένας από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους την είχε εμποδίσει να ασκήσει τα πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας της. Επιπλέον, δεν αντέδρασε εντός της τρίμηνης προθεσμίας που όριζαν οι νόμοι του 1950 και του 1955, διότι η προθεσμία αυτή αφορούσε μόνο τις «εχθρικές περιουσίες» και όχι τα ελληνικά νομικά πρόσωπα. Παραπονέθηκαν επίσης σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης ότι δεν είχαν τύχει δίκαιης δίκης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αποδοχή από την Ελλάδα του δικαιώματος ατομικής προσφυγής βάσει της Σύμβασης περιοριζόταν σε γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τις 20 Νοεμβρίου 1985. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα κοινότητα είχε χάσει την κυριότητά της επί του επίμαχου οικοπέδου μόνο με την τελική απόφαση σε μια σειρά από σειρές δικαστικών
διαδικασιών που είχαν λήξει με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2019, η προσφυγή της κοινότητας βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ενέπιπτε στο πεδίο αυτό.
Κατά την εξέταση του κατά πόσον η διαπίστωση αυτή ήταν προβλέψιμη για την προσφεύγουσα κοινότητα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο Άρειος Πάγος είχε αναγνωρίσει ότι το οικόπεδο με αριθ. 26 είχε υπαχθεί στην ιδιοκτησία της προσφεύγουσας το 1934 με την καταβολή του ποσού που είχε οριστεί ως προσωρινή αποζημίωση για την απαλλοτρίωση. Ακόμη και ο διορισμός των επιτρόπων το 1947, είτε η προσφεύγουσα κοινότητα είχε ενημερωθεί είτε όχι, δεν είχε αλλάξει την κυριότητα του οικοπέδου. Οι επίτροποι είχαν διοριστεί απλώς για να διαχειρίζονται το οικόπεδο, το οποίο είχε δεσμευθεί αλλά δεν μεταβιβάστηκε στην κυριότητα του κράτους. Παρ’ όλα αυτά, ο Άρειος Πάγος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το οικόπεδο είχε περιέλθει στην κυριότητα του Δημοσίου βάσει της νομοθεσίας του 1950 και 1955 σχετικά με την εχθρική περιουσία, παρόλο που το οικόπεδο δεν ανήκε σε Ιταλούς πολίτες από το 1934.
Αυτό ήταν αντίθετο με τη νομολογία του ίδιου του Αρείου Πάγου, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε κρίνει ότι, προκειμένου η νομοθεσία σχετικά με τη μεταβίβαση εχθρικής περιουσίας να έχει εφαρμογή σε συγκεκριμένη περιουσία, η περιουσία έπρεπε να ανήκε στην Ιταλία ή σε Ιταλό πολίτη στις 22 Οκτωβρίου 1947 ή στη Γερμανία ή σε Γερμανό πολίτη στις 24 Ιανουαρίου 1946. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο η προϋπόθεση αυτή δεν είχε εκπληρωθεί – ακόμη και ο διορισμός των επιτρόπων δεν είχε αλλάξει το γεγονός αυτό. Καμία εξήγηση δεν δόθηκε γιατί οι περιστάσεις δικαιολογούσαν ένα διαφορετικό συμπέρασμα.
Τέτοιες προφανώς αντικρουόμενες αποφάσεις δεν μπορούσαν να θεωρηθούν νόμιμες σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αντιληφθεί πώς η προσφεύγουσα κοινότητα θα μπορούσε να προβλέψει ότι η νομοθεσία σχετικά με την εχθρική περιουσία αφορούσε τη δική της περιουσία.
Κατά συνέπεια, η ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας από τον Άρειο Πάγο το 2019 και η
εφαρμογή της δεν είχε προβλεφθεί.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την επιστολή του κράτους τον Δεκέμβριο του 1955, με την οποία αναγνώριζε ότι είχε διαδεχθεί τους κληρονόμους του I.S.M. όσον αφορά το δικαίωμα αποζημίωσης, καθώς και την αγωγή που ασκήθηκε το 1966 με αίτημα τον καθορισμό του οριστικού τιμήματος. Ακολούθως, μέχρι τα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η πάγια στάση του κράτους ήταν να προβεί σε ενέργειες που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση αποζημίωσης, η οποία θα μπορούσε μόνο να ενισχύσει την πεποίθηση της προσφεύγουσας κοινότητας ότι ήταν η νόμιμη ιδιοκτήτρια του οικοπέδου – μόνο μετά το 1975 είχε αρχίσει να ισχυρίζεται ότι το οικόπεδο της ανήκε πραγματικά. Η έλλειψη συνέπειας στη στάση του κράτους με την πάροδο των ετών είχε έρθει σε αντίθεση με την αρχή της «χρηστής διακυβέρνησης», η οποία απαιτούσε οι δημόσιες αρχές να ενεργούν εγκαίρως, με τον κατάλληλο τρόπο και με τη μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια.
Η προσφεύγουσα κοινότητα δεν μπορούσε να προβλέψει την αλλαγή της στάσης του κράτους, και ούτε μπορούσε να προβλέψει την ερμηνεία που έδωσαν στην εθνική νομοθεσία τα εθνικά δικαστήρια το 2019.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Άρθρο 6 § 1
Έχοντας ήδη διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο δεν θεώρησε αναγκαίο να εξετάσει την καταγγελία βάσει του άρθρου αυτού.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα κοινότητα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 40.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.