Αριθμός απόφασης 79 /2025
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Τρύφωνα Αγγελάκο, με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και
Του εφεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………, με ΑΦΜ ……., το οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον δικαστικό πληρεξούσιο ΝΣΚ Δημήτριο Βολτή με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-6-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021 αγωγή του κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την με αριθμό 819/2023 οριστική απόφασή του με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 11-5-2023 έφεσή του που έλαβε από την Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε έλαβε αριθμό πινακίου 16 και συζητήθηκε
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που προκατέθεσαν με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 11-5-2023 έφεση που έλαβε από την Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2023 κατά της με αριθμό 819/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την από 30-6-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021 αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης η οποία δημοσιεύθηκε την 15.3.2023, ενώ η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 2.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2023). Μαζί με το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε και το απαιτούμενο από τη διάταξη του άρθρου άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., παράβολο του Δημοσίου (βλ. το με κωδικό …………. ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 1.6.2023 βεβαίωση πληρωμής του). Πρέπει επομένως, αφού η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε παραδεκτά και νόμιμα να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 30-6-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021 αγωγή του ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί κύριος του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, έκτασης 177,59 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση ….. στη Δημοτική Κοινότητα Αιαντείου του Δήμου Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ …….., εντός σχεδίου πόλεως. Οτι η νομή του ακινήτου περιήλθε στον ίδιο με άτυπη αγορά το έτος 1990 από την δικαιοπάροχό του ……….., η οποία κατείχε και νεμόταν το επίδικο από το έτος 1976 με άτυπη αγορά από τον ………., για την οποία συντάχθηκε το με αριθμό ………./17.9.1976 προσύμφωνο αγοραπωλησίας από τον Συμβολαιογράφο Σαλαμίνας ………. Ότι ο ……….., με τη σειρά του απέκτησε το επίδικο ως τμήμα μείζονος έκτασης 225 στρεμμάτων λόγω κληρονομιάς του πατέρα του ……….., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1970 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγο και τα τέκνα του, ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμοι αυτού, οι οποίοι αφού αποδέχθηκαν την κληρονομία του δυνάμει της με αριθμό …………/1972 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας νόμιμα μεταγεγραμμένης στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, προέβησαν στη διανομή αυτής δυνάμει του με αριθμό ……../1973 συμβολαίου που συνέταξε ο ίδιος ως άνω Συμβολαιογράφος, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Ότι ο ……. είχε αποκτήσει την μείζονα έκταση μαζί με τον αδελφό του …….., ως ακολούθως α) έκταση 225 παλαιών στρεμμάτων δυνάμει του με αριθμό …………/1919 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας ….. και μεταγράφηκε νόμιμο στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, εξ αγοράς από τον ……… Στον τελευταίο είχε περιέλθει εν μέρει λόγω αγοράς από τον ………. δυνάμει του με αριθμό …./1894 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας . ….. και εν μέρει λόγω αγοράς από τον …….. δυνάμει του με αριθμό …./1984 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, που συνέταξε ο ίδιος ως άνω Συμβολαιογράφος νόμιμα μεταγραμμένου β) έκταση 80 στρεμμάτων δυνάμει του με αριθμό …/1919 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου . ……, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, από τον ………. Στον τελευταίο δε είχε περιέλθει δυνάμει του με αριθμό …/1898 παραχωρητηρίου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, γ) έκταση 80 στρεμμάτων δυνάμει του με …. ./1919 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου ……., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, από τον ……….. Στον τελευταίο δε είχε περιέλθει δυνάμει του με αριθμό ………./1908 παραχωρητηρίου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα και δ) έκταση 80 στρεμμάτων δυνάμει του με αριθμό ……./1919 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου ……., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, από τον ………….. Στον τελευταίο δε είχε περιέλθει δυνάμει του με αριθμό ……../1908 παραχωρητηρίου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Ότι εν συνεχεία το έτος 1921 οι … και ο ………., προχώρησαν σε άτυπη διανομή της ως ανω έκτασης, λαμβάνοντας ο μεν ……… την έκταση βόρεια του υπάρχοντος ρέματος, ο δε ………. την έκταση νότια του ιδίου ρέματος. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου, με παράγωγο τρόπο δυνάμει συνεχούς και αδιατάρακτης σειράς νόμιμων τίτλων, επιπλέον δε ότι τόσο η δικαιοπάροχός του ……… νεμόταν το ως άνω ακίνητο από το έτος 1976 μέχρι το έτος 1990, οπότε παραδόθηκε η νομή στον ίδιο, και ο ίδιος από το 1990 και έπειτα αλλά και οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοί του, με τη σειρά που ανωτέρω αναφέρθηκαν από το έτος 1860 και μέχρι το έτος 1990, οπότε περιήλθε στον ίδιο νέμονταν το επίδικο, ασκώντας συνεχώς αδιαλείπτως και αδιαταράκτως με διάνοια κυρίων χωρίς να ενοχληθούν ποτέ από κανένα, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής και κατοχής, όπως οριοθέτηση, καθαρισμό από άγρια χόρτα και τυχόν σκουπίδια, περίφραξη με συρματόπλεγμα, καλλιέργεια με ελιές, πότισμα, συλλογή καρπών, επίβλεψη, τοπική φροντίδα των φυτών, αποτύπωση σε τοπογραφικά, δήλωση στο Ε9. Ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοί του ειδικότερα καλλιεργούσαν από το έτος 1860 στη μείζονα έκταση και το επίδικο, με σιτάρι, κροθάρι, ελιές και αμπέλια, εν συνεχεία δε χώριζαν την μείζονα έκταση και πωλούσαν τμήματα αυτής. Ότι με τον τρόπο αυτό συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του και στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων του ανεπίληπτη και αδιατάρακτη νομή για χρονικό διάστημα πλέον των 125 ετών και ο ίδιος έχει καταστεί κύριος του επίδικου με τα προσόντα της τακτικής και της έκτακτης χρησικτησίας. Οτι επικουρικά έχει καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με τις προυποθέσεις του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, αφού νέμεται το εν λόγω ακίνητο που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως και έχει επιφάνεια μικρότερη των 2.000 τ.μ. μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, αδιαταράκτως και με καλή πίστη, προσμετρώντας και τον χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου του ……. και για χρονικό διάστημα άνω των 140 ετών, προσμετρώντας τον χρόνο νομής όλων των δικαιοπαρόχων του από την αρχική κτήση της νομής το έτος 1860 μέχρι και την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003. Ότι ωστόσο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, ο ενάγων εξ αγνοίας της παρέλειψε να δηλώσει στον ΟΚΧΕ το δικαίωμα πλήρους κυριότητάς της στο παραπάνω ακίνητο, με αποτέλεσμα κατά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου στις 12.2.2007, το ακίνητο αυτό που έλαβε ΚΑΕΚ ……… να καταχωρισθεί στο Κτηματολογικό βιβλίο της Δήμου Σαλαμίνας Αττικής ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον από την προσβολή του εμπράγματου δικαιώματός του, ένεκα της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, ο ενάγων ζητούσε: α) να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με το αμέσως παραπάνω ΚΑΕΚ, β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής στο Κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να καταχωρηθεί ο ενάγων πλήρης κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, γ) να υποχρεωθεί ο προιστάμενος του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες διορθώσεις στο κτηματολογικό φύλλο, δ) να κηρυχθεί η εκδοθησσομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ε) να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως αόριστη κατά τη βάση που στηρίχθηκε στην κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο κατά το βυζαντινορωμαικό δίκαιο, και τις βάσεις κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ και του άρθρο 4 του Ν3127/2003 ως ουσία αβάσιμες. Επίσης απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα να διαταχθεί ο Προιστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να προβεί στην διόρθωση της κτηματολογικής εγγραφής και το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής. Τέλος με την εκκαλουμένη απόφαση καταδικάστηκε ο ενάγων στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται ο εκκαλών για λόγους που ανάγονται στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή του.
Το εφεσίβλητο εκκαλούν επαναφέρει με τις κατ’ έφεση προτάσεις του κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, τους ισχυρισμούς που είχε προβάλλει πρωτοδίκως περί αοριστίας της ένδικης αγωγής. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το αγωγικό δικόγραφο πάσχει από αοριστία ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου (υλικό αντικείμενο της διαφοράς), καθώς στην ένδικη αγωγή ως προς τον προσδιορισμό του επιδίκου, το οποίο φέρεται ως τμήμα μείζονος έκτασης δεν προσδιορίζεται το επίδικο με τοπογραφικό διάγραμμα και αναφορά των συντεταγμένων κορυφών του στο σύστημα γεωγραφικών συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87, ούτε προσδιορίζεται επακριβώς η θέση του επιδίκου εντός της μείζονος έκτασης, με αποτέλεσμα να προκύπτουν αμφιβολίες, ως προς την ταυτότητα του επιδίκου. Ο παραπάνω ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος καθώς το επίδικο ακίνητο προσδιορίζεται επακριβώς στην αγωγή κατά θέση, έκταση και όρια, ιδίως δε αναφέρεται το ΚΑΕΚ που έχει λάβει κατά την κτηματογράφησή του που είναι ο Αριθμός ………….., ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός Αριθμός για κάθε ακίνητο, προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το Κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΑθ 2375/2016 στην ΤΠΝ Νόμος, Δ. Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο, έκδ. 2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «Κτηματολογικό τομέα» (πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα» (πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο Αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά τη δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο Κτηματολογικό διάγραμμα, και όχι τμήμα του, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει το εφεσίβλητο, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτούνται η θέση, τα σύνορα, το εμβαδόν, οι πλευρικές διαστάσεις ή η τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου. (ΜονΕφΠειρ 349/2020 στο efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 138/2020 στη lex.gr, ΜονΕφΑθ 2375/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως στην προκειμένη περίπτωση που το επίδικο δεν αποτελεί τμήμα μείζονος γεωτεμαχίου δεν χρειαζόταν να αναφέρονται οι συντεταγμένες κορυφές του στο σύστημα γεωγραφικών συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87, αλλά αρκούσε ο ΚΑΕΚ. Επιπλέον, το εφεσίβλητο επανέφερε τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της αγωγής ως προς την κτήση κυριότητας (ποιοτική αοριστία). Ειδικότερα ότι ο εκκαλών δεν επικαλείται συγκεκριμένες υλικές εμφανείς διακατοχικές πράξεις που διενεργήθηκαν από τον ίδιο τους απώτερους και τους απώτατους δικαιοπαρόχους του, επί του διεκδικούμενου τμήματος με τις οποίες να στοιχειοθετείται η απαιτούμενη για την έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, τριακονταετής άσκηση νομής έως την 11.9.2015. Τα παραπάνω υποστηριζόμενα από το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο τυγχάνουν απορριπτέα, πρωτίστως ως νόμω αβάσιμα αφού ο εκκαλών στην αγωγή του δεν ισχυρίζεται ότι υπήρξαν δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου στο επίδικο, επιπλέον ως ουσία αβάσιμα καθώς ο εκκαλών με την αγωγή του ισχυρίζεται ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοί του, τους οποίους κατονομάζει, είχαν αποκτήσει τμήμα της αρχικής μείζονος έκτασης και δη 240 παλαιά στρέμματα δυνάμει παραχωρητηρίων από το Βασίλειο της Ελλάδας, που συνιστά νόμιμο τίτλο κτήσης κατά τα έτη 1908 και 1898, έτσι ώστε να μην απαιτείται να αναφέρει πράξεις νομής πριν το ως άνω χρονικό διάστημα, αφού τα νόμιμα μεταγεγραμμένα παραχωρητήρια συνιστούν νόμιμο τίτλο κτήσης κυριότητας και τα υπόλοιπα 225 παλαιά στρέμματα της μείζονος έκτασης λόγο αγοράς εν μέρει από τον …… και εν μέρει από τον ………., οι οποίοι νέμονταν τα ακίνητα με τους τρόπου αναλυτικά ανωτέρω αναφέρθηκαν από το έτος 1860.
Ακόμα, το εφεσίβλητο με τις προτάσεις του επαναφέρει τους ισχυρισμούς που και πρωτοδίκως είχε προβάλλει ήτοι, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου Δημοσίου Κτήματος με ΑΒΚ …., συνολικού εμβαδού 101,218 στρεμμάτων, που προήλθε από εκχέρσωση δημόσιας δασικής έκτασης και περιήλθε στην κυριότητα του κατά τους ακόλουθους τρόπους :α) δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1832 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε «δικαιώματι πολέμου», άλλως ως ανήκον πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει, άλλως άλλως, β) λόγω του δασικού του χαρακτήρα, δυνάμει των άρθρων 1,2 και 3 του απο 17/ 29-11- 1836 β.δ «περί ιδιωτικών δασών», γ) άλλως δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κάποιος κύριος αυτού κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως γ) με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, δ) άλλως, ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Με αυτό το περιεχόμενο οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που συνιστούν ενστάσεις είναι ως προς την κτήση της κυριότητας του επιδίκου δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των σχετικών πρωτοκόλλων, «δικαιώματι πολέμου» ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του, στο οποίο ανήκε προ και μέχρι την Επανάσταση του 1821, μη νόμιμη καθόσον για τα ακίνητα της Αττικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, αόριστες τυγχάνουν οι ενστάσεις ως προς την κτήση της κυριότητας του επιδίκου: α) με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της, β) κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», διότι το κυρίως παρεμβαίνον αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού της παραπάνω διάταξης, χωρίς να επικαλείται ότι χώρησε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο και ότι αυτή έγινε με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα της κυριότητας, και χωρίς να προσδιορίζει ποιο πρόσωπο προέβη στην κατά τα άνω εγκατάλειψη, και, γ) των διατάξεων του β.δ. της 3/15.12.1833ω λιβάδι ή βοσκότοπος, καθώς αρκείται σε απλή επανάληψη της διάταξης, χωρίς κανέναν ειδικότερο προσδιορισμό, όπως ομοίως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.2.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ` αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”. Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Οι στηριζόμενοι στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, όπως προεκτέθηκε, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του εκκαλούντς και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), έπρεπε να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψής τους τις φέρει εκείνο (Δημόσιο) και όχι ο ενάγων(ΑΠ 1182/2018, στην ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ εξαίρεση, εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δάσος περιελθόν σ` αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ` αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ` αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 712/2015 στη ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε τον αμέσως ανωτέρω ισχυρισμό του Δημοσίου, ως αόριστο έσφαλε και αφού εξαφανιστεί ως προς το σημείο αυτό, πρέπει κατά την έρευνα των αποδεικτέων θεμάτων να διερευνηθεί και ο σχετικός ισχυρισμός.
Από την επανεκτίμηση των με αριθμούς …./17.7.2021, …/15.7.2021 και …./15.7.2021 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθησαν επιμελεία του εκκαλούντος μετά από νόμιμη κλήτευση του εφεσίβλητου, όπως προκύπτει από την με αριθμό …/8.7.2021 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………, και όλων των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο, είναι ένα οικόπεδο, (πρώην αγροτεμάχιο) που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως σύμφωνα με το ΦΕΚ 225Δ/10.4.1990 στο Ο.Τ. …. στη θέση “…¨ της Δημοτικής Κοινότητας Αιαντείου του Δήμου Σαλαμίνας, επί των οδών … και …. και έχει εμβαδόν 177,59 τ.μ. σύμφωνα με το από τον Νοέμβριο του 2020 τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο μηχανικός ………., στο οποίο το επίδικο εμφαίνεται υπό τα στοιχεία 5-τ2-6-4-5. Το ως άνω τοπογραφικό έχει συνταχθεί σύμφωνα με το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987, σε αυτό υπάρχει υπεύθυνη δήλωση των Ν. 651/1977 και Ν. 1337/1983, ότι, μεταξύ άλλων, το εν λόγω οικόπεδο που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, και έχει προκύψει από κυρωμένη, με αριθμό απόφασης κύρωσης Π10780/Β624/8.7.1997, πράξη εφαρμογής στην περιοχή ….. της Κοινότητας Αιαντείου Ν. Σαλαμίνας, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, σύμφωνα με τις ισχύουσες μέχρι τότε πολεοδομικές διατάξεις, και εμπίπτει στις διατάξεις του Ν. 1337/1983 για εισφορά σε γη και χρήμα για την οποία οφείλει εισφορά σε χρήμα 1,8 τ.μ. από τον πίνακα εφαρμογής. Έχει δε, ήδη καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με αριθμό ΚΑΕΚ ………. ως έχων έκταση και 177,50 τ.μ σύμφωνα με το από 24.10.2020 απόσπασμα Κτηματολογικού διαγράμματος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Στον εκκαλούντα παραδόθηκε η νομή του εν λόγω ακινήτου το έτος 1990 λόγω άτυπης αγοράς από την ……………. Στην ως άνω …………, είχε παραδοθεί η νομή του άνω ακινήτου το έτος 1976, από τον ………… λόγω άτυπης σύμβασης πώλησης, είχε δε συνταχθεί προς τούτο το με αριθμό ……./17.9.1976 προσύμφωνο πωλήσεως από τον Συμβολαιογράφο ……..,χωρίς όμως να συνταχθεί και να μεταγραφεί το οριστικό συμβόλαιο. Στον ………. το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει κατά κυριότητα, δυνάμει του με αριθμό …../28-8-1973 συμβολαίου διανομής κοινών ακινήτων που συνέταξε ο ίδιος ως άνω Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …, κατόπιν διανομής ακινήτου μείζονος εκτάσεως κείμενου στην ως άνω θέση, το οποίο είχε περιέλθει στον ίδιο καθώς και στους συγκληρονόμους αυτού, από εξ αδιαθέτου κληρονομία του αποβιώσαντος την 17-3-1970 πατρός του ………, δυνάμει της υπ΄ αρ. …../1972 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του Συμβολαιογράφου ……, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …, με αύξοντα αριθμό ….. . Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την ημερομηνία παράδοσης της νομής του ανωτέρω ακινήτου, αρχικά η …………. και μετά το 1990 ο εκκαλών, ασκούσαν και εξακολουθούν να ασκούν επ΄ αυτού, και μέχρι την εναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή την 12.2.2007 αδιαλείπτως, όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του ως ακινήτου, με διάνοια κυρίων, ήτοι περίφραξη, επίβλεψη, καθαρισμό καλλιέργεια με ελιές, πότισμα, συλλογή καρπών χωρίς να οχληθούν ουδέποτε από οποιονδήποτε τρίτο, ούτε και από τα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου. Αντίθετα, πράξεις νομής εκ μέρους του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, επί του παραπάνω ακινήτου δεν προέκυψαν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της νομής του εκκαλούντος και της δικαιοπαρόχου του, οι οποίες να περιήλθαν σε γνώση τους. Το εφεσίβλητο ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί μέρος του ΑΒΚ ……… δημοσίου κτήματος συνολικής εκτάσεως 101,218 στρεμμάτων, η οποία έκταση αποτελούσε τμήμα δημοσίου κτήματος μείζονος εκτάσεως 603,220 στρεμμάτων, και το οποίο, ως άνω μικρότερο τμήμα της εκτάσεως των 101,218 στρεμμάτων, απέμεινε μετά την παραχώρηση από αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) εκτάσεως 502,002 στρεμμάτων προς διάφορους ιδιώτες τρίτους, με παραχωρητήρια. Ωστόσο στο επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από το εφεσίβλητο τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο τοπογράφος μηχανικό ……….. το οποίο βασίστηκε στο από τον Μάρτιο του 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………, και στο υπόμνημα που συνοδεύει αυτό αναφέρεται ότι ο εντοπισμός του δημοσίου κτήματος ΑΒΚ ….. στην ευρύτερη περιοχή των 603,220 στρεμμάτων δεν είναι δυνατός λόγω έλλειψης τεχνικών στοιχείων (τοπογραφικά διαγράμματα, σταθερά, όρια κλπ.), τα οποία είναι απαραίτητα για την εφαρμογή ή τον εντοπισμό των παραχωρητηρίων και σε επέκταση τον προσδιορισμό του υπολοίπου τμήματος που είναι το ΑΒΚ …. Χαρακτηριστικό, δε, είναι ότι η ευρύτερη περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, ως εμπίπτουσα εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, έχει κατατμηθεί σε οικόπεδα και σε αρκετά από αυτά έχουν ανοικοδομηθεί οικίες, εξυπηρετείται δε από τα δίκτυα κοινής ωφέλειας και έχουν δημιουργηθεί σ΄ αυτήν (ευρύτερη περιοχή) δρόμοι για την διευκόλυνση των κατοίκων. Το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι εξέδωσε τα με αριθμούς …./28-5-1969 και υπ΄ αρ. …. και ….. /27-6-1974 πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, γεγονός που, κατά τον ισχυρισμό του, αποτελεί διαχειριστική πράξη του και ένδειξη μέριμνας αυτού για το προαναφερόμενο δημόσιο κτήμα. Ωστόσο δεν επικαλείται, ούτε αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών ή η δικαιοπάροχός του, ή ακόμα και ο απώτερος δικαιοπάροχός τους ……… έλαβαν γνώση των ως άνω πράξεων, αφού δεν αποδεικνύεται ότι τα έγγραφα αυτά κοινοποιήθηκαν στον ……….., επιπλέον δε οι πράξεις αυτές έλαβαν χώρα πριν να υπεισέλθει στη νομή του ακινήτου η δικαιοπάροχος του εκκαλούντος. Ακόμα, η επικαλούμενη από το εφεσίβλητο με αριθμό πρωτοκόλλου …../13-6-2000 δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος κυριότητας κατ΄ άρθρο 2 του Ν. 2308/1995, αναφέρεται εν γένει στο ΑΒΚ …. και όχι ειδικά στο επίδικο ακίνητο, και ενώ η παραπάνω δήλωση έλαβε χώρα το έτος 2000, το επίδικο δεν καταχωρίστηκε ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Σημειώνεται δε ότι δεν προσκομίστηκε η επικαλούμενη από το εφεσίβλητο με αριθμό πρωτοκόλλου …./13-3-2003 ένσταση προς τον ΟΚΧΕ. Εξάλλου, ομοίως δεν προέκυψε ο ανέκαθεν δασικός χαρακτήρας του επιδίκου ακινήτου, το οποίο από της εντάξεως του στο σχέδιο πόλεως και εφόσον δεν πρόκειται περί κοινόχρηστου χώρου ή χώρου πρασίνου, δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του ν. 998/1979, “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, αβάσιμα διατείνεται το εφεσίβλητο. Αποδείχθηκε επομένως από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά ότι ο εκκαλών ο οποίος νεμόταν το επίδικο ακίνητο από το έτος 1990 μέχρι και τον χρόνο έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή, την 12.2.2007, προσμετρώντας και τον χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου του . .……, από το έτος 1976, κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου ήδη από το έτος 1996 με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του άρθρου 1045 ΑΚ, χωρίς κατά το διάστημα από της εικοσαετούς νομής του να οχληθεί από κανέναν τρίτο, ούτε το εφείσβλητο, το οποίο καμμία πράξη νομής επικαλείται για το ως άνω χρονικό διάστημα. Πρέπει επομένως να απορριφθούν οι ενστάσεις ιδίας κυριότητας του εφεσίβλητου, κατά το μέρος που κρίθηκαν νόμιμες ως ουσία αβάσιμες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την τηρούμενη διαδικασία κτηματογράφησης, κατά τις γενόμενες εγγραφές στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, το ως άνω επίδικο ακίνητο, το οποίο έλαβε, όπως προαναφέρθηκε, ΚΑΕΚ ……. καταχωρήθηκε στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ως αγνώστου ιδιοκτήτη και όχι του εκκαλούντος, ώστε η εγγραφή αυτή να είναι ανακριβής ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς, αφού αυτό ανήκει κατ΄ αποκλειστική κυριότητα στον εκκαλούντα, ο οποίος το απέκτησε, όπως προεκτέθηκε, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την βάση της αγωγής που στηριζόταν στην έκτακτη χρησικτησία, ως ουσία αβάσιμη, δεχόμενο ότι το επίδικο εμπίπτει στο ΑΒΚ 46, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η από 11.5.2023, με με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022, έφεση προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 819/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και δικασθεί στην ουσία η από 30.6.2021 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2018 αγωγή του ενάγοντος κατά του εναγομένου, να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και να διαταχθεί η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν καθώς ηττήθηκε το εφεσίβλητο, πλην όμως ο ενάγων ήταν υπαίτιος για την εκκίνηση της διαφοράς αφού παρέλειψε να δηλώσει το επίδικο ακίνητο, κατ’ άρθρο 22 του ν. 3693/1957, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 11.5.2023, με με Γ.Α.Κ. ……/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022, έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την κατάθεση της έφεσης ηλεκτρονικού παραβόλου του Δημοσίου με κωδικό …………. στον εκκαλούντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄ αριθμό της υπ΄ αριθμό 819/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 30.6.2021 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2018 αγωγή
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, όπως περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας , ώστε στο καταχωρημένο στα οικεία κτηματολογικά φύλλα με ΚΑΕΚ .…………. να αναγραφεί ο ενάγων ως αποκλειστικός κύριος, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, αντί του εσφαλμένου <<άγνωστος ιδιοκτήτης>>.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 6 Φεβρουαρίου 2025.
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ