Αριθμός απόφασης Α83/2025 (Τμ. Ι΄ Μον.) .
Δικαστής: Α. Θεοδωρίδης (Εφέτης Δ.Δ).
Με την έφεση προβλήθηκε ότι εσφαλμένως με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι είχε παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει στον εφεσίβλητο την επίμαχη καταλογιστική πράξη, παρόλο που η κοινοποίησή της έγινε εντός της πενταετίας. Ειδικότερα, κατά το εκκαλούν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως ότι η κοινοποίηση της ανωτέρω καταλογιστικής πράξεως στον εφεσίβλητο δεν πραγματοποιήθηκε νομίμως εξαιτίας της μη αναφοράς της ώρας επίδοσης, υπερέβη την εξουσία του, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 79 παρ. 5 α΄ του ΚΔΔ, καθώς δεν είχε προβληθεί σχετικός ισχυρισμός με την προσφυγή και ούτε, άλλωστε, μ’ αυτήν είχε προβληθεί ότι ο εφεσίβλητος υπέστη βλάβη από τη συγκεκριμένη πλημμέλεια (της παράλειψης δηλαδή αναφοράς της ώρας της θυροκόλλησης), κατά παράβαση των όσων ορίζονται στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 του ανωτέρω Κώδικα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος επιδόθηκε στον εφεσίβλητο με θυροκόλληση στη φερόμενη ως οικία του, όπως προκύπτει από την έκθεση θυροκόλλησής της, χωρίς όμως σε αυτήν να αναγράφεται η ώρα της επίδοσης (θυροκόλλησης), στοιχείο απαραίτητο για την νομιμότητά της. Η έλλειψη δε του στοιχείου αυτού καθιστά άκυρη την εν λόγω διαδικαστική πράξη (επίδοση με θυροκόλληση), εφόσον, στην περίπτωση αυτή, δεν προκύπτει ότι υφίσταται συναίνεση του προσώπου προς το οποίο επιχειρείται και ειδικότερα του εφεσιβλήτου. Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει της συμπλήρωσης για την ένδικη διαχειριστική περίοδο της πενταετούς –όπως τούτο δεν αμφισβητείται– προθεσμίας παραγραφής στις 31-12-2017, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει στον εφεσίβλητο την επίμαχη καταλογιστική πράξη είχε ήδη κατά τον χρόνο άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής του (22.1.2018) υποπέσει σε παραγραφή και ως εκ τούτου ήταν ακυρωτέο, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Εξάλλου, ο λόγος έφεσης ότι με την εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως εξετάσθηκε αυτεπαγγέλτως η μη νόμιμη κοινοποίηση στον εφεσίβλητο της επίμαχης καταλογιστικής πράξης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι ο εφεσίβλητος είχε προβάλλει προσηκόντως τον λόγο παραγραφής, ήτοι με το δικόγραφο της προσφυγής του και το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την ακυρότητα της επίδοσης της ένδικης καταλογιστικής πράξης, ως στοιχείο που άπτεται της διακοπής της, παρότι ο εφεσίβλητος δεν έβαλε κατά του κύρους της έκθεσης επίδοσης, στο πλαίσιο προβολής του οικείου λόγου προσφυγής (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1044/2020, βλ. και ΔεφΘεσ 326/2023). Τέλος, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι, σε κάθε περίπτωση, κατά παράβαση της περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 του Κ.Δ.Δ εξετάσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η νομιμότητα της εν λόγω επίδοσης, καθόσον ο εφεσίβλητος ουδέποτε προέβαλε ή απέδειξε βλάβη του από τη μη νόμιμη κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι η επικαλουμένη περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 του Κ.Δ.Δ. έχει εφαρμογή επί προβολής με την προσφυγή παραβάσεως διατάξεως που ρυθμίζει τον τύπο ή την διαδικασία εκδόσεως καταλογιστικής του φόρου πράξεως και όχι λόγου κατ’ ουσίαν ακυρώσεώς της, λόγω παραγραφής του δικαιώματος προς επιβολή του φόρου, όπως εν προκειμένω.
Κατόπιν αυτών, η έφεση απορρίφθηκε.