Αριθμός απόφασης: Α1642/2024 (Τμ. Γ΄ Τριμ).
Πρόεδρος: Ειρ. Δάσκα.
Εισηγήτρια: Ελένη Μαργαρίτη
Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή του εφεσίβλητου-εκκαλούντος και υποχρεώθηκε το εναγόμενο νομικό πρόσωπο να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των 20.000 ευρώ, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από παράνομες ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων του.
Η αξίωση αποζημίωσης από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη τέτοιας ενέργειας οργάνων του εναγόμενου Ο.Λ.Π. υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται εξακολουθητικά με την πάροδο του χρόνου και η επέλευσή τους είναι δυνατόν να προβλεφθεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν γεννάται νέα αξίωση αποζημίωσης και, επομένως, δεν αρχίζει νέα παραγραφή. Αν, όμως, μεταγενέστερα, επήλθαν επιζήμιες συνέπειες, τις οποίες ο ζημιωθείς δεν μπορούσε να προβλέψει, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αρχίζει νέα αυτοτελής παραγραφή για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών, από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο ανεφάνησαν οι συνέπειες αυτές (βλ. ΣτΕ 903/2022, 1396/2014 7μ., 988/2012, 1918/2010 7μ., ΑΠ 1158/2017, 59/2016 κ.ά.).
Από τον συνδυασμό των άρθρων 298, 932 Α.Κ. και 76 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (σύμφωνα με το οποίο «Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο, από τον ίδιο ενάγοντα»), συνάγεται ότι μπορεί κατ’ αρχήν να ζητηθεί με νέα αγωγή συμπληρωματική αποζημίωση ή/και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ζημιωθέντος από μεταγενέστερες επιζήμιες συνέπειες σε σχέση με εκείνες που είχε υπόψη του κατά την άσκηση της αρχικής αγωγής του και οι οποίες οφείλονταν μεν στο ζημιογόνο γεγονός, δεν μπορούσαν όμως να προβλεφθούν κατά την άσκηση της πρώτης αγωγής ούτε να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο κατά τον υπολογισμό της πρώτης αποζημίωσης ή/και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Τέτοια είναι η περίπτωση κατά την οποία μεταγενεστέρως επήλθαν επιζήμιες συνέπειες, τις οποίες ο ζημιωθείς δεν μπορούσε να προβλέψει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Το αυτό ισχύει και όταν επέρχεται αιφνίδια και απρόβλεπτη επιδείνωση της υγείας του ζημιωθέντος, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με το ζημιογόνο γεγονός και την παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. και η οποία μπορεί να καταστήσει αναγκαία νέα ιατρική επέμβαση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά την άσκηση της αρχικής αγωγής του ζημιωθέντος ότι θα επέλθει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Δεν μπορεί, όμως, να ζητηθεί με νέα αγωγή συμπληρωματική αποζημίωση ή/και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ζημιωθέντος από επιζήμιες συνέπειες που επέρχονται εξακολουθητικώς με την πάροδο του χρόνου και η επέλευσή τους είναι δυνατόν να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή, για την ταυτότητα του λόγου, από μεταγενέστερες συνέπειες στην υγεία του που οφείλονται μεν στο ζημιογόνο γεγονός, μπορούσαν όμως να προβλεφθούν κατά την άσκηση της πρώτης αγωγής του και να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό της πρώτης αποζημίωσης ή/και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (πρβλ. ΣτΕ 1072/2011, 988/2012, ΑΠ 461/2020, 2155/2007).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος-εκκαλών, τον Οκτώβριο 2015, εμφάνισε βλάβες στη σωματική υγεία του, οι οποίες έχουν πράγματι ως γενεσιουργό αιτία τον τραυματισμό του και τις μακρόχρονες επιπτώσεις που είχε αυτός στην μετέπειτα ζωή του και συνιστούν αιφνίδια και απρόβλεπτη επιδείνωση της υγείας του, υπό την έννοια ότι η χειροτέρευση στηρίζεται σε περιστατικά της αρχικής ζημιογόνου αιτίας (ήτοι, του ατυχήματος το έτος 1998), τα οποία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στις προηγούμενες δίκες, γιατί δεν ήταν αντικειμενικώς διαγνωστά και η επέλευσή τους δεν ήταν προβλεπτή από την αρχή, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης. Εξάλλου, ο ΟΛΠ, μολονότι φέρει το βάρος (ΑΠ 210/2020, 1304/2017), δεν απέδειξε ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή. Επομένως, ορθά έκρινε το πρωτοδικείο, κατά το κεφάλαιο αυτό.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απώλεια της εργασίας του εφεσίβλητου-εκκαλούντος και των αντίστοιχων αποδοχών του δεν οφείλεται στην αναπηρία του, όπως ο ίδιος εσφαλμένως υπολαμβάνει, αλλά στο γεγονός ότι, αφότου η εργοδότριά του εταιρία έλαβε την επιχειρηματική απόφαση να δραστηριοποιηθεί σε νέο τομέα, αυξήθηκαν οι απαιτήσεις της θέσης του. Η παρεμβολή του γεγονότος αυτού, αναγόμενου στη σφαίρα ευθύνης τρίτου προσώπου, διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο του ζημιογόνου γεγονότος (ατύχημα) με την επελθούσα ζημία του εφεσίβλητου-εκκαλούντος (απώλεια της εργασίας του). Ο εφεσίβλητος-εκκαλών μπορούσε να ζητήσει με την πρώτη αγωγή του να του επιδικαστεί μελλοντική αποζημίωση για το διαφυγόν κέρδος του εξαιτίας της περιορισμένης ικανότητάς του για εργασία, πολλώ δε μάλλον εφόσον τα διαφυγόντα κέρδη υπολογίζονται εξ ορισμού, σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και είναι από τη φύση τους προβλέψιμα. Ενόψει τούτων, η κρίσιμη αξίωση καταβολής ποσού 330.566,62 ευρώ, ως αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη λόγω απώλειας του εισοδήματός του για το διάστημα από 1.2.2017 έως 31.8.2020, εάν θεωρηθεί ότι ερείδεται στο ως άνω ζημιογόνο γεγονός, έχει, σε κάθε περίπτωση, υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε από το τέλος του έτους εντός του οποίου έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και είχε συμπληρωθεί έως την άσκηση της ένδικης αγωγής του. Κατόπιν αυτών, η πρωτόδικη κρίση είναι ορθή και νόμιμη, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εφεσίβλητος-εκκαλών, εξαιτίας των επιπλέον σωματικών και ψυχικών δοκιμασιών, στις οποίες υποβλήθηκε μετά την κατά τα ανωτέρω απρόσμενη χειροτέρευση της κατάστασης της υγείας του, κρίνει ότι αυτός έχει υποστεί ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας ο Ο.Λ.Π. πρέπει να καταβάλει σε αυτόν το εύλογο ποσό των 20.000 ευρώ, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το ποσό αυτό ούτε υπερβολικά χαμηλό είναι, ώστε να υποβαθμίζεται η απαξία της συμπεριφοράς των οργάνων του Ο.Λ.Π., ούτε υπερβολικά υψηλό, ούτως ώστε να οδηγεί στον υπέρμετρο πλουτισμό του παθόντος, τηρουμένης έτσι της κατοχυρωμένης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 2559/2007).
Κατ’ ακολουθία, απορρίφθηκαν αμφότερες οι εφέσεις.
Κατ’ ακολουθία, απορρίφθηκαν αμφότερες οι εφέσεις.