Δικαίωση για δύο δανειολήπτες από τη Ρόδο οι οποίοι προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, κατά εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό γνωστού fund.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, με την υπ’ αριθμ. 188/2025 απόφασή του, ακύρωσε την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης που είχε επιβληθεί επί ακινήτου τους, κρίνοντας ότι το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η εκτέλεση δεν είχε προσδιοριστεί επαρκώς ως προς τη σύνθεσή του και επομένως η απαίτηση δεν ήταν εκκαθαρισμένη, όπως απαιτεί ο νόμος.
Η υπόθεση αφορά εγγύηση που είχαν παράσχει οι ανακόπτοντες σε σύμβαση πίστωσης που συνήφθη το 2005 με τράπεζα.
Μετά τη μεταβίβαση της απαίτησης μέσω τιτλοποίησης στο γνωστό fund και τη διαχείρισή της από την εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, εκδόθηκε εναντίον της οφειλέτιδας εταιρείας και των εταίρων ως εγγυητών, διαταγή πληρωμής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου για ποσό 49.702,90 ευρώ. Στην εν λόγω απαίτηση περιλαμβανόταν και ποσό 500 ευρώ για δικαστική δαπάνη, καθώς και έξοδα σύνταξης και κοινοποίησης της επιταγής προς πληρωμή.
Η καθ’ ης ανακοπή, με βάση την ως άνω διαταγή πληρωμής, προχώρησε στην επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης επί αγροτεμαχίου των ανακοπτόντων σε περιοχή της Ρόδου. Η κατάσχεση επιβλήθηκε με έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή, και ο πλειστηριασμός προγραμματίστηκε να λάβει χώρα ενώπιον συμβολαιογράφου στις 21 Μαΐου 2025.
Το επίδικο νομικό ζήτημα ανέκυψε από το γεγονός ότι η κατάσχεση επισπεύσθηκε για ποσό 50.000 ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με την έκθεση, αφορούσε “μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου”.
Όμως, όπως ισχυρίστηκαν οι ανακόπτοντες δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, και εν συνεχεία διαπίστωσε το Δικαστήριο, το επιδικασθέν κεφάλαιο ανερχόταν στο ποσό των 49.702,90 ευρώ, και δεν προέκυπτε επακριβώς σε τι συνίσταται το πρόσθετο ποσό των 297,10 ευρώ, ούτε υπήρξε σαφής κατανομή του επιδιωκόμενου ποσού μεταξύ κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Επιπλέον, αν και η καθ’ ης επικαλέστηκε περιορισμό του ποσού εκτέλεσης «προς μείωση των εξόδων», δεν διευκρινίστηκε σε ποια επιμέρους κονδύλια αυτός αναφέρεται.
Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έκρινε ότι η απαίτηση για την οποία επιβάλλεται αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να είναι εκκαθαρισμένη.
Όταν δεν προσδιορίζονται τα επιμέρους κονδύλια ή όταν ο περιορισμός της απαίτησης είναι αόριστος, όπως εν προκειμένω, η εκτελεστέα παροχή καθίσταται ανεκκαθάριστη και, κατά συνέπεια, η κατάσχεση είναι άκυρη. Όπως μάλιστα αναφέρει η απόφαση, η αοριστία του περιορισμού επέφερε «την μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη με επακόλουθο την ακυρότητα της προσβαλλόμενης έκθεσης».
Έτσι, το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον βασικό λόγο της ανακοπής και ακύρωσε την με αριθμό 987/2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή, χωρίς να εξετάσει περαιτέρω τους λοιπούς λόγους, καθώς κρίθηκε ότι ικανοποιήθηκε πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων.
Επιπροσθέτως, επιδίκασε σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 500 ευρώ ως δικαστική δαπάνη υπέρ των ανακοπτόντων. Η συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να έχει και μια ευρύτερη σημασία, καθώς αποτυπώνει με σαφήνεια τις αυστηρές απαιτήσεις που θέτει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας για το κύρος των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και ενισχύει τη νομική προστασία των δανειοληπτών έναντι ελλιπώς τεκμηριωμένων ενεργειών εκ μέρους των funds και των servicers που τις εκπροσωπούν.
Πρόκειται για ένα ακόμη παράδειγμα όπου η Δικαιοσύνη προβαίνει σε ουσιαστικό έλεγχο της νομιμότητας της εκτέλεσης, ακυρώνοντας πράξεις που παραβιάζουν τις θεμελιώδεις εγγυήσεις της εκκαθαρισμένης απαίτησης και της διαφάνειας στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.