ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 30ης Απριλίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων – Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Άρθρο 13, παράγραφος 2 – Ευθεία αγωγή του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή – Έννοια του “ζημιωθέντος” – Υπάλληλος θύμα τροχαίου ατυχήματος – Καταβολή των αποδοχών του υπαλλήλου κατά το διάστημα που αυτός ήταν ανίκανος προς εργασία – Κράτος μέλος που ενεργεί ως εργοδότης ο οποίος υποκαθίσταται στα δικαιώματα αποζημίωσης του υπαλλήλου – Διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος – Τόπος της έδρας της διοικητικής οντότητας στην οποία εργάζεται ο υπάλληλος »
Στην υπόθεση C‑536/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht München I (περιφερειακό δικαστήριο Μονάχου I, Γερμανία) με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Αυγούστου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Bundesrepublik Deutschland
κατά
Mutua Madrileña Automovilista,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen (εισηγητή), A. Arabadjiev, M. Condinanzi και R. Frendo, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Bundesrepublik Deutschland, εκπροσωπούμενη από τον C. Strasser, Rechtsanwalt,
– η Mutua Madrileña Automovilista, εκπροσωπούμενη από τον O. Riedmeyer, Rechtsanwalt,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Gavela Llopis και M. J. Ruiz Sánchez,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον S. Noë και την S. Van den Bogaert,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιανουαρίου 2025,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) και της Mutua Madrileña Automovilista, ισπανικής ασφαλιστικής εταιρίας, σχετικά με αγωγή αποζημίωσης που άσκησε το εν λόγω κράτος μέλος για τις αποδοχές που κατέβαλλε σε υπάλληλό του κατά το διάστημα που αυτή ήταν ανίκανη προς εργασία συνεπεία ατυχήματος στο οποίο ενεπλάκη όχημα ασφαλισμένο στην εταιρία αυτή.
Το νομικό πλαίσιο
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 15, 16, 18 και 34 του κανονισμού 1215/2012 έχουν ως εξής:
«(15) Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.
(16) Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. […]
[…]
(18) Στις συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας είναι σκόπιμο να προστατεύεται το αδύναμο μέρος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.
[…]
(34) Θα πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της Σύμβασης [της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών)], του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1),] και του παρόντος κανονισμού, και γι’ αυτό το σκοπό θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της σύμβασης των Βρυξελλών […] και των κανονισμών που την αντικατέστησαν.»
4 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή την ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii).»
5 Το κεφάλαιο II του κανονισμού 1215/2012, που αφορά τη «[δ]ιεθνή δικαιοδοσία», περιλαμβάνει το τμήμα 1, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις» και περιέχει τα άρθρα 4 έως 6 του κανονισμού.
6 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»
7 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού:
«Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.»
8 Το τμήμα 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων», περιλαμβάνει τα άρθρα 10 έως 16 του κανονισμού.
9 Το άρθρο 10 του κανονισμού έχει ως εξής:
«Σε υποθέσεις ασφαλίσεων η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από το παρόν τμήμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 και του άρθρου 7 σημείο 5.»
10 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«Ένας ασφαλιστής ο οποίος έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί:
α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του·
β) σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος ή δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος· ή
[…]».
11 Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«Οι διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 12 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται.»
12 Κατά το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012:
«Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει:
α) την καταστατική της έδρα·
β) την κεντρική της διοίκηση· ή
γ) την κύρια εγκατάστασή της.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
13 Στις 8 Μαρτίου 2020 μια ομοσπονδιακή υπάλληλος, η οποία εργαζόταν στο Deutsche Patent- und Markenamt (γερμανικό γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων) στο Μόναχο (Γερμανία) και κατοικεί στην πόλη αυτή, τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα στην Ισπανία. Στο ατύχημα αυτό ενεπλάκη όχημα ασφαλισμένο στην ισπανική εταιρία Mutua Madrileña Automovilista.
14 Κατά το διάστημα που η υπάλληλος αυτή ήταν ανίκανη προς εργασία λόγω των τραυμάτων της, ο εργοδότης της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εξακολούθησε να καταβάλλει τις αποδοχές της. Με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2021, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε από τον αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών που είχε ορίσει η Mutua Madrileña Automovilista στη Γερμανία να της αποδώσει το καταβληθέν ποσό των αποδοχών, πλην όμως ο αντιπρόσωπος αρνήθηκε να καταβάλει την αποζημίωση αυτή, υποστηρίζοντας ότι υπαίτια του ατυχήματος ήταν η υπάλληλος.
15 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως εργοδότης, άσκησε ενώπιον του Amtsgericht München (ειρηνοδικείου Μονάχου, Γερμανία) αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η Mutua Madrileña Automovilista να της καταβάλει αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε λόγω της καταβολής των αποδοχών της υπαλλήλου. Η εταιρία αυτή εδρεύει στην Ισπανία και προέβαλε, για τον λόγο αυτόν, ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου. Επιπλέον, αμφισβήτησε το βάσιμο της αγωγής.
16 Με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, το Amtsgericht München (ειρηνοδικείο Μονάχου) έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, με το σκεπτικό ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορούσε να επικαλεστεί τους κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012. Συγκεκριμένα, κατόπιν αξιολογήσεως των αναγκών προστασίας των διαφόρων κατηγοριών υποκειμένων δικαίου, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι όταν ο εργοδότης είναι το Δημόσιο, ιδίως δε όταν λειτουργεί και ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης, δεν μπορεί να επικαλεστεί τους ως άνω κανόνες, οι οποίοι εισάγουν παρέκκλιση και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύονται στενά.
17 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Landgericht München I (περιφερειακό δικαστήριο Μονάχου I, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο διερωτάται αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς αποφάνθηκε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, υπό το πρίσμα των ως άνω διατάξεων του κανονισμού 1215/2012.
18 Συναφώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, καθόσον εξακολούθησε να καταβάλλει την αμοιβή της τραυματισμένης υπαλλήλου της οποίας είναι εργοδότης κατά το διάστημα που αυτή ήταν ανίκανη προς εργασία, υπεισήλθε εκ του νόμου στα δικαιώματα αποζημίωσης της υπαλλήλου αυτής έναντι του ασφαλιστή του οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα του οποίου η υπάλληλος αυτή υπήρξε θύμα. Υπό την ιδιότητα αυτή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορεί, όπως και ο οικείος εργαζόμενος, να επικαλεστεί τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους κατοικίας του ζημιωθέντος. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτόν προκύπτει ότι δεν απαιτείται κατά περίπτωση εκτίμηση και εφαρμογή κριτηρίου σχετικού με την ασθενέστερη θέση του ενάγοντος. Αντιθέτως, προκειμένου να διασφαλιστεί η προβλεψιμότητα της διεθνούς δικαιοδοσίας, ο διάδοχος που ενεργεί στο πλαίσιο μιας τέτοιας εκ του νόμου υποκατάστασης, και όχι ως οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης ή ασφαλιστής, πρέπει, ως ζημιωθείς, να έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στα δικαστήρια αυτά.
19 Αντιθέτως, η Mutua Madrileña Automovilista υποστηρίζει ότι από τον προστατευτικό σκοπό του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 προκύπτει ότι μόνον ο ενάγων που βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον εναγόμενο ασφαλιστή μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις αυτές προκειμένου να αποκλειστεί η γενική δωσιδικία των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αρνηθεί την ευχέρεια αυτή τόσο σε οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης όσο και σε επαγγελματίες του ασφαλιστικού τομέα. Το ίδιο πρέπει να ισχύει όταν ο ενάγον είναι κράτος, ιδίως δε όταν το κράτος αυτό προσφέρει παροχές οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, ισοδυναμούν με παροχές κοινωνικής ασφάλισης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
20 Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν αμφισβητούν ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προτίθεται να ασκήσει, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις του ισπανικού δικαίου, ευθεία αγωγή κατά της Mutua Madrileña Automovilista ως ασφαλίστριας του οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα κατά το οποίο τραυματίστηκε η υπάλληλος. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι το εν λόγω κράτος μέλος προσέφυγε στη δικαιοσύνη κατόπιν εκ του νόμου εκχωρήσεως δικαιωμάτων, η οποία απορρέει από τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου δυνάμει των οποίων, σε περίπτωση τραυματισμού υπαλλήλου, ο εργοδότης που κατέβαλλε τις αποδοχές του ενόσω ο υπάλληλος ήταν, λόγω του τραυματισμού του, ανίκανος προς εργασία, υποκαθίσταται στο δικαίωμα αποζημίωσης έναντι τρίτου το οποίο παρέχει ο νόμος στον εν λόγω υπάλληλο.
21 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αντλούνται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και από τη γερμανική νομολογία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν κράτος μέλος το οποίο, ως εργοδότης, ασκεί ευθεία αγωγή κατά ασφαλιστή, βάσει νόμιμης υποκατάστασης στα δικαιώματα αποζημίωσης υπαλλήλου που τραυματίστηκε σε ατύχημα, μπορεί να επικαλεστεί τους κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεως που προβλέπονται, υπέρ του «ζημιωθέντος», από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 15 και 18 του κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει τον εξαιρετικό χαρακτήρα των εν λόγω κανόνων περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας και το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος ενάγων είναι υποκείμενο δημοσίου διεθνούς δικαίου.
22 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht München I (περιφερειακό δικαστήριο Μονάχου I) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού [1215/2012], σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, την έννοια ότι ακόμη και κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί το ίδιο, ως εργοδότης ο οποίος συνέχισε να καταβάλλει τις αποδοχές υπαλλήλου του, που κατέστη (προσωρινά) ανίκανος προς εργασία λόγω τροχαίου ατυχήματος, και έχει υποκατασταθεί στα δικαιώματα του υπαλλήλου του έναντι της εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος εταιρίας στην οποία είναι ασφαλισμένο το όχημα που ενεπλάκη στο εν λόγω ατύχημα έναντι αστικής ευθύνης, να ασκήσει αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας ως “ζημιωθείς”, κατά την έννοια της [πρώτης εκ των ανωτέρω διατάξεων], ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του υπαλλήλου που κατέστη ανίκανος προς εργασία, εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
23 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι κράτος μέλος το οποίο ενεργεί ως εργοδότης ο οποίος υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα τραυματισθέντος σε τροχαίο ατύχημα υπαλλήλου, του οποίου τις αποδοχές εξακολούθησε να καταβάλλει κατά το διάστημα που αυτός ήταν ανίκανος προς εργασία, μπορεί, ως «ζημιωθείς» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 2, να εναγάγει την εταιρία που ασφαλίζει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του υπαλλήλου, εφόσον επιτρέπεται η άσκηση ευθείας αγωγής.
24 Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 1215/2012, η ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο όσον αφορά τις διατάξεις της Σύμβασης των Βρυξελλών και τις διατάξεις του κανονισμού 44/2001 ισχύει και για τις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012, όταν οι διατάξεις αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ισοδύναμες». Εν προκειμένω, τούτο συμβαίνει, αφενός, στην περίπτωση του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της Σύμβασης των Βρυξελλών, του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 και του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, και, αφετέρου, στην περίπτωση του άρθρου 10, παράγραφος 2, της Σύμβασης των Βρυξελλών, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 και του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012. (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2018, Hofsoe, C‑106/17, EU:C:2018:50, σκέψη 36, και της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung, C‑652/20, EU:C:2022:514, σκέψεις 20 έως 24 και 30).
25 Όσον αφορά το υποβληθέν ερώτημα, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 15 και 16, θέτει γενικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά τον οποίο τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους πρέπει να ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ο κανονισμός.
26 Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από τον ως άνω γενικό κανόνα, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους βάσει των κανόνων που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του κεφαλαίου II του κανονισμού. Ειδικότερα, το τμήμα 3 του κεφαλαίου II περιέχει κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στα άρθρα 10 έως 16 του κανονισμού και συνιστούν αυτοτελές σύστημα κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας στις υποθέσεις αυτές (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung, C‑652/20, EU:C:2022:514, σκέψεις 44 και 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27 Από την αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1215/2012 προκύπτει ότι η αγωγή σε υποθέσεις ασφαλίσεων χαρακτηρίζεται από κάποια ανισορροπία μεταξύ των διαδίκων, την οποία οι διατάξεις του τμήματος 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού αυτού αποσκοπούν να διορθώσουν, θεσπίζοντας υπέρ του ασθενέστερου διαδίκου κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του απ’ ό,τι οι γενικοί κανόνες. Επομένως, οι διατάξεις αυτές έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι ο διάδικος αυτός μπορεί να εναγάγει τον ισχυρότερο διάδικο ενώπιον ενός ευχερώς προσιτού δικαστηρίου κράτους μέλους. [πρβλ. απόφαση της 27ής Απριλίου 2023, A1 και A2 (Ασφάλιση σκάφους αναψυχής), C‑352/21, EU:C:2023:344, σκέψεις 48 και 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
28 Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 προβλέπει ότι ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού προσθέτει ότι ο ασφαλιστής αυτός μπορεί επίσης να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, και συγκεκριμένα ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος, στις περιπτώσεις που η αγωγή ασκείται από τον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή, τον ασφαλισμένο ή τον δικαιούχο. Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού, οι διατάξεις του άρθρου 11 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφόσον επιτρέπεται η άσκηση τέτοιας αγωγής.
29 Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που παρεκκλίνουν από τον γενικό κανόνα της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να ερμηνεύονται στενά και, ως εκ τούτου, εφαρμόζονται μόνον στις περιπτώσεις που ρητώς προβλέπει ο κανονισμός 1215/2012, ιδίως όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου της κατοικίας του ενάγοντος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung, C‑652/20, EU:C:2022:514, σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο προστατευτικός σκοπός που επιδιώκουν οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας του τμήματος 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, όπως και προγενεστέρως οι κανόνες του τμήματος 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001, συνεπάγεται ότι η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν επεκτείνεται σε πρόσωπα για τα οποία δεν δικαιολογείται η προστασία αυτή [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Vorarlberger Gebietskrankenkasse, C‑347/08, EU:C:2009:561, σκέψεις 40 και 41, και της 21ης Οκτωβρίου 2021, T. B. και D. (Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων), C‑393/20, EU:C:2021:871, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
31 Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τόσο το άρθρο 11, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001, όσο και το άρθρο 13, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, πρέπει να ερμηνεύονται κατά την έννοια ότι οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων έχουν τεθεί υπέρ των προσώπων που υπέστησαν ζημία, χωρίς ο κύκλος των προσώπων αυτών να περιορίζεται στα πρόσωπα που υπέστησαν άμεσα ζημία (πρβλ., όσον αφορά τον πρώτο από τους κανονισμούς αυτούς, απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, MMA IARD, C‑340/16, EU:C:2017:576, σκέψη 33, και, όσον αφορά τον δεύτερο, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2018, Hofsoe, C‑106/17, EU:C:2018:50, σκέψη 37).
32 Επομένως, ορισμένα από τα πρόσωπα που υποκαθίστανται στα δικαιώματα του άμεσα ζημιωθέντος μπορούν επίσης να επικαλεστούν τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, και του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, προκειμένου να εναγάγουν ασφαλιστή ενώπιον δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο της κατοικίας του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ζημιωθέντες», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2.
33 Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι δεν πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση αν το πρόσωπο που άσκησε αγωγή κατά του ασφαλιστή μπορεί να θεωρηθεί «ασθενέστερος διάδικος» ώστε να εμπίπτει στην έννοια του «ζημιωθέντος», κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι μια τέτοια εξέταση θα δημιουργούσε κίνδυνο ανασφάλειας δικαίου και θα αντέβαινε στον σκοπό του κανονισμού 1215/2012, ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού αυτού, κατά την οποία οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας [πρβλ. αποφάσεις της 20ής Ιουλίου 2017, MMA IARD, C‑340/16, EU:C:2017:576, σκέψη 34, και της 21ης Οκτωβρίου 2021, T. B. και D. (Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων), C‑393/20, EU:C:2021:871, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
34 Στο ούτως οριζόμενο πλαίσιο, το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι δεν δικαιολογείται ειδική προστασία στις σχέσεις μεταξύ επαγγελματιών του τομέα των ασφαλίσεων, καθόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κάποιος εξ αυτών βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον άλλο, απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εκδοχέας των δικαιωμάτων του άμεσα ζημιωθέντος είναι επαγγελματίας του συγκεκριμένου τομέα (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2018, Hofsoe, C‑106/17, EU:C:2018:50, σκέψεις 41 έως 43 και 47, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Μαΐου 2021, CNP, C‑913/20, EU:C:2021:399, σκέψεις 40 έως 43).
35 Ομοίως, το Δικαστήριο έχει αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001, οι διατάξεις των οποίων είναι αντίστοιχες με αυτές του κανονισμού 1215/2012, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εκδοχέας των δικαιωμάτων του άμεσα ζημιωθέντος είναι φορέας κοινωνικής ασφάλισης και επιδιώκει να του αποδοθούν οι παροχές που χορήγησε στον ασφαλισμένο του ο οποίος υπέστη ζημία σε τροχαίο ατύχημα (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Vorarlberger Gebietskrankenkasse, C‑347/08, EU:C:2009:561, σκέψεις 33, 42, 43 και 47).
36 Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε, σε σχέση με τις διατάξεις αυτές του κανονισμού 44/2001, ότι εργοδότης ο οποίος υποκαθίσταται στα δικαιώματα του υπαλλήλου του, αποβλέποντας στην απόδοση των αποδοχών που κατέβαλε στον υπάλληλο του ενόσω αυτός ήταν ανίκανος προς εργασία, και ο οποίος ασκεί, υπό την ιδιότητα αυτή και μόνον, αγωγή για τη ζημία που υπέστη ο υπάλληλος, μπορεί να θεωρηθεί ασθενέστερος από τον ασφαλιστή κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, MMA IARD, C‑340/16, EU:C:2017:576, σκέψη 36).
37 Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, οι εργοδότες που έχουν υποκατασταθεί στα δικαιώματα αποζημίωσης των υπαλλήλων τους μπορούν, ως πρόσωπα που υπέστησαν ζημία και ανεξαρτήτως του μεγέθους και της νομικής μορφής τους, να επικαλεστούν τους κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 8 έως 10 του κανονισμού αυτού (απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, MMA IARD, C‑340/16, EU:C:2017:576, σκέψη 35).
38 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι κράτος μέλος που ενεργεί ως εργοδότης ο οποίος υποκαταστάθηκε στις αξιώσεις αποζημίωσης άμεσα ζημιωθέντος υπαλλήλου, τραυματισθέντος σε ατύχημα στο οποίο εμπλέκεται ασφαλισμένο όχημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει και αυτό την ιδιότητα του «ζημιωθέντος», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, λόγω του ότι εξακολούθησε να καταβάλλει την αμοιβή του υπαλλήλου αυτού ενόσω αυτός ήταν ανίκανος προς εργασία, οπότε το εν λόγω κράτος εργοδότης έχει τη δυνατότητα να εναγάγει τον οικείο ασφαλιστή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντος, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, εφόσον επιτρέπεται η άσκηση ευθείας αγωγής.
39 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 50 έως 55 των προτάσεών του, η περίπτωση που εξέτασε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, MMA IARD (C‑340/16, EU:C:2017:576), είναι ανάλογη με την επίμαχη στην κύρια δίκη. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας από φορέα δημοσίου δικαίου ο οποίος ενεργούσε ως εργοδότης, όπως και το ενάγον κράτος μέλος στην υπό κρίση διαφορά της κύριας δίκης. Επιπλέον, ο φορέας αυτός υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αποζημίωσης ενός εκ των υπαλλήλων του, υπό πραγματικές περιστάσεις παρόμοιες με αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, στο μέτρο που επρόκειτο επίσης για αγωγή αποζημίωσης στηριζόμενη στις αποδοχές που ο εν λόγω φορέας εξακολούθησε να καταβάλλει σε υπάλληλο, εν προκειμένω σε δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα. Επομένως, οι εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο με την ως άνω απόφαση ισχύουν και για την υπό κρίση υπόθεση.
40 Η διαπίστωση ότι πρόκειται για ανάλογες περιπτώσεις επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον ένα κράτος μέλος το οποίο ενεργεί με σκοπό την αποκατάσταση ζημίας όχι ως υποκείμενο δημοσίου διεθνούς δικαίου, αλλά μόνον υπό την ιδιότητα του εργοδότη που υποκαθίσταται στα δικαιώματα ενός από τους υπαλλήλους του, είτε πρόκειται για δημόσιο υπάλληλο είτε όχι, υπόκειται στους ίδιους ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται και ένα υποκείμενο ιδιωτικού δικαίου.
41 Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1215/2012, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού, προκειμένου ένα κράτος μέλος να μπορεί να επικαλεστεί τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, η διαφορά πρέπει εξ ορισμού να αφορά τις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πράγμα που αποκλείει, μεταξύ άλλων, την εκδήλωση προνομίων δημόσιας εξουσίας και, επομένως, την άσκηση εξουσιών υπέρμετρων σε σχέση με τους κανόνες του κοινού δικαίου (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Mahá, C‑494/23, EU:C:2024:848, σκέψεις 30 έως 32).
42 Επομένως, το άρθρο 13, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, έχει την έννοια ότι εργοδότης ο οποίος εξακολούθησε να καταβάλλει τις αποδοχές υπαλλήλου του που απουσιάζει κατόπιν τροχαίου ατυχήματος και ο οποίος υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα του υπαλλήλου αυτού έναντι του ασφαλιστή του οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα πρέπει να θεωρείται «ζημιωθείς», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ο ενάγων είναι κράτος μέλος που ενεργεί ως εργοδότης.
43 Στο πλαίσιο αυτό, δεν ασκεί επιρροή η περίσταση που επικαλείται η καθής της κύριας δίκης, ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ενεργεί και ως οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι η ερμηνεία την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο αφορά ρητώς μόνον την περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος ασκεί αγωγή αποζημίωσης αποκλειστικώς υπό την ιδιότητα του εργοδότη που έχει υποκατασταθεί στα δικαιώματα αποζημίωσης του υπαλλήλου του και όχι υπό την ιδιότητα του οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης.
44 Τρίτον, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης του υποβληθέντος ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι, κατ’ εφαρμογήν των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 13, παράγραφος 2, και του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, στην περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων που έχει ασκήσει αγωγή κατά ασφαλιστή είναι κράτος μέλος που ενεργεί ως εργοδότης ο οποίος υποκαθίσταται στα δικαιώματα του άμεσα ζημιωθέντος υπαλλήλου του, κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο της κατοικίας του υπαλλήλου αυτού.
45 Η θέση αυτή, όμως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 προσδιορίζει ευθέως ένα συγκεκριμένο δικαστήριο εντός κράτους μέλους, ήτοι «το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του ενάγοντος», χωρίς να παραπέμπει στους κανόνες κατανομής της κατά τόπον αρμοδιότητας που ισχύουν στο κράτος αυτό, οπότε η διάταξη αυτή, όταν έχει εφαρμογή, καθορίζει τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα του κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενου δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung, C‑652/20, EU:C:2022:514, σκέψεις 38 και 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
46 Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εργοδότης ο οποίος κατέβαλλε τις αποδοχές του υπαλλήλου του και υποκαθίσταται, εξ αυτού του λόγου, στα δικαιώματά του υφίσταται ιδία ζημία και, ως εκ τούτου, είναι ο ίδιος «ζημιωθείς» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, οπότε ο εργοδότης αυτός μπορεί, κάνοντας χρήση της δυνατότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, να ασκήσει αγωγή κατά ασφαλιστή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2007, FBTO Schadeverzekeringen, C‑463/06, EU:C:2007:792, σκέψη 31, και της 20ής Ιουλίου 2017, MMA IARD, C‑340/20, EU:C:2017:576, σκέψεις 35 έως 37 και 39).
47 Κατά τα λοιπά, εφόσον ο υποκαθιστάμενος εργοδότης είναι ο μόνος που μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα αποζημίωσης που απορρέουν από την υποκατάσταση, δεν είναι αναγκαίο να του επιβληθεί η υποχρέωση να προσφύγει στο δικαστήριο της κατοικίας του υπαλλήλου του προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος πολλαπλασιασμού των δωσιδικιών. Σύμφωνα με τη διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης, οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, ο υποκαθιστάμενος εργοδότης είναι κράτος μέλος.
48 Τρίτον, όσον αφορά ειδικώς τον προσδιορισμό του τόπου κατοικίας του υποκαθιστάμενου εργοδότη όταν πρόκειται για κράτος μέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 προκύπτει ότι, για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, τα νομικά πρόσωπα έχουν την κατοικία τους στον τόπο όπου βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, η κεντρική τους διοίκηση ή η κύρια εγκατάστασή τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, ως τόπος στον οποίο εδρεύει το νομικό πρόσωπο του κράτους μέλους πρέπει να οριστεί ο τόπος της έδρας της διοικητικής μονάδας που απασχολεί τον οικείο υπάλληλο και η οποία έχει υποστεί, στην πράξη, τη ζημία που συνδέεται με την απουσία του υπαλλήλου ενόσω αυτός ήταν ανίκανος προς εργασία. Η ερμηνεία αυτή διασφαλίζει στενό σύνδεσμο μεταξύ του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία και της διαφοράς και είναι, συνεπώς, σύμφωνη με τους σκοπούς περί προβλεψιμότητας των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης και περί ασφάλειας δικαίου, οι οποίοι απορρέουν από τις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του εν λόγω κανονισμού.
49 Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι κράτος μέλος το οποίο ενεργεί ως εργοδότης που υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα τραυματισθέντος σε τροχαίο ατύχημα υπαλλήλου, του οποίου τις αποδοχές εξακολούθησε να καταβάλλει κατά το διάστημα που ο υπάλληλος ήταν ανίκανος προς εργασία, μπορεί, ως «ζημιωθείς» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 2, και εφόσον επιτρέπεται η άσκηση ευθείας αγωγής, να εναγάγει την εταιρία που ασφαλίζει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα όχι ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του υπαλλήλου, αλλά ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της έδρας της διοικητικής μονάδας στην οποία εργάζεται ο υπάλληλος.
Επί των δικαστικών εξόδων
50 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 13, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).
έχει την έννοια ότι:
κράτος μέλος το οποίο ενεργεί ως εργοδότης που υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα τραυματισθέντος σε τροχαίο ατύχημα υπαλλήλου, του οποίου τις αποδοχές εξακολούθησε να καταβάλλει κατά το διάστημα που ο υπάλληλος ήταν ανίκανος προς εργασία, μπορεί, ως «ζημιωθείς» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 2, και εφόσον επιτρέπεται η άσκηση ευθείας αγωγής, να εναγάγει την εταιρία που ασφαλίζει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα όχι ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του υπαλλήλου, αλλά ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της έδρας της διοικητικής μονάδας στην οποία εργάζεται ο υπάλληλος.
(υπογραφές)